5 Νοεμβρίου 2017

Θέματα Πολιτικής Δικονομίας Ενιαίου Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών

Σεπτέμβριος 2017


Θέμα 1°

Η εταιρεία Α άσκησε κατά της εταιρείας Β αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο με αίτημα να παραλείπει να χρησιμοποιεί σήματα που στην πραγματικότητα αποτελούν απομίμηση δικών της σημάτων για το χαρακτηρισμό προϊόντων που είναι καταχωρημένα εδώ και έτη. Υπέρ της Α άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στη σχετική δίκη και η μη αποτελούσα νομικό πρόσωπο ένωση εταιρειών Γ που έχει ως καταστατικό σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των εταιρειών του κλάδου. Η Β εναντιώθηκε στην αγωγή και στην παρέμβαση. Ισχυρίσθηκε ότι τα δικά της σήματα δεν έχουν καμία ομοιότητα με τα σήματα της ενάγουσας και δεν δημιουργείται κάποια σύγχυση, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση είναι απαράδεκτη ελλείψει ικανότητος διαδίκου και εννόμου συμφέροντος της Γ. Προσέτι ισχυρίσθηκε ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί επειδή η σχετική αξίωση έχει υποπέσει σε παραγραφή  και σε κάθε περίπτωση προβάλλεται κατά προφανή κατάχρηση δικαιώματος ενόψει της πολυετούς χρήσεως σημάτων από τη Β χωρίς να υπάρξει κάποια αντίδραση. Κατά τους ισχυρισμούς τη η αγωγή ήδη για το λόγο αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί ως  αόριστη , αφού η ενάγουσα δεν διαλαμβάνει σ’ αυτήν ισχυρισμούς για το χρόνο χρήσεως των σημάτων από τη Β. Η Γ υποστήριξε ότι η παρέμβαση της είναι νόμιμη, γιατί θα μπορούσε να είχε ασκήσει και η ίδια αγωγή με ίδιο δικαίωμα, κάτι που ισχύει κατά νόμο. Κατά τα λοιπά αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της Β.
Το δικαστήριο εξέτασε τους νομίμους εκπροσώπους των δυο εταιρειών προς το σκοπό αποδείξεως των κρίσιμων πραγματικών  γεγονότων. Αίτημα για εξέταση μαρτύρων ενόψει του περιπλόκου της υποθέσεως που υπεβλήθη από τα διάδικα μέρη με τις προτάσεις απερρίφθη από το δικαστήριο. Εκδόθηκε απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη επειδή η έφεση της Β δεν ευδοκίμησε. Η Β επιθυμεί  να προσβάλει την απόφαση με αναίρεση σε σχέση με την παραδοχή ότι τα σήματα είναι παρόμοια και υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως.
Στη συνέχεια η Α ασκεί αγωγή αποζημιώσεως κατά της Β με επίκληση και της προηγούμενης αποφάσεως. Προσδιορίζει τη ζημία την οποία υπέστη από την κατ’ αυτήν παράνομη χρήση των σημάτων και την υπαιτιότητα των υπαλλήλων της Β. Φρονεί επίσης ότι το θέμα είχε κριθεί με την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση. Η Β εναντιώνεται στη νέα αγωγή με καθολική άρνηση αυτής. Αμφισβήτησε την ομοιότητα των σημάτων, την υπαιτιότητά της, την πρόκληση ζημίας. Επιπλέον η Β ισχυρίσθηκε ότι η αγωγή έπρεπε να είχε ασκηθεί και κατά των υπαλλήλων της. Εκδόθηκε απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή, επειδή διαπίστωσε ότι μεταξύ των σημάτων δεν υφίστατο κάποια ομοιότητα και δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως. Η Α άσκησε έφεση που όμως απερρίφθη. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση. Η Α σκέπτεται να προβεί σε κατάθεση αναιρέσεως ή αναψηλαφήσεως σε σχέση με την απόφαση επί της αποζημιώσεως.

 Ερωτάται:
1. Ορθώς έκριναν τα δικαστήρια της πρώτης δίκης επί της προσθέτου παρεμβάσεως της Γ;
2. Παραδεκτώς δεν εξετάσθηκαν μάρτυρες και παραδεκτώς εξετάσθηκαν σι νόμιμοι εκπρόσωποι των δυο διαδίκων ;
3. Πώς μπορεί να εκτελεσθεί η απόφαση που  δέχθηκε την αγωγή για την παράνομη χρήση των σημάτων ;
4.  Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Β ως προς την αοριστία της πρώτης αγωγής σε σχέση με την παραγραφή και την κατάχρηση δικαιώματος;                                                                                                 
5. Ορθώς έκριναν τα δικαστήρια της δεύτερης δίκης ενόψει της αποφάσεως επί της αγωγής παραλείψεως;
6.  Πιθανολογείται ευδοκίμηση της αναιρέσεως ή της αναψηλαφήσεως την οποία ήθελε ασκήσει η Α;
7.  Βλέπετε δυνατότητα ευδοκιμήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως της Β ;                                             
8.  Έπρεπε να εναχθούν και οι υπάλληλοι της Β, όπως ισχυρίσθηκε η Β αμυνόμενη κατά της δεύτερης αγωγής;

Θεωρητικό Θέμα:  
Η νομιμοποίησή των διαδίκων (έννοια, λειτουργία, εξαιρέσεις, δυνατότητα δικαιοπρακτικής θεμελιώσεως, διάκριση σε σχέση με τη βασιμότητα κλπ).

Θέμα 2°


Ο Α, κάτοικος Αθηνών ασκεί κατά τη ανώνυμης εταιρείας Ε με έδρα τη Λάρισα αγωγή στο  αρμόδιο δικαστήριο και ζητεί την καταδίκη της στην καταβολή αφενός ποσού 200.000 ευρώ ως οφειλόμενη εργολαβική αμοιβή και αφετέρου ποσού 100.000 ευρώ ως οφειλόμενο τίμημα πωλήσεως. Ο Α ζητεί με το δικόγραφο της αγωγής του επικουρικώς την καταβολή του δεύτερου ποσού επί τη βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Υπέρ της εναγόμενης Ε παρεμβαίνουν στην εκκρεμή δίκη τηρώντας τους όρους των διατάξεων  των άρθρων 81 και 238 ΚΠολΔ αφενός ο μέτοχός της Μ και αφετέρου ο Π, ο οποίος είχε εγγυηθεί (ΑΚ 847) την καταβολή του τιμήματος από την Ε. Το δικαστήριο απορρίπτει την παρέμβαση του Μ ως απαράδεκτη, κρίνει την παρέμβαση του Π ως παραδεκτή, δικάζει  την αγωγή του Α ως προς την ουσία της και κάνει δεκτό στο σύνολό του το αίτημα επιδικάσεως της εργολαβικής αμοιβής, ενώ κάνει εν μέρει δεκτό  το αίτημα καταδίκης της Ε στην καταβολή του τιμήματος, επιδικάζοντας στον Α ποσό 50.000 ευρώ. Η Ε παραιτείται από το δικαίωμα προς άσκηση εφέσεως. Αντίθετα, ο Π ασκεί έφεση προσβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση σε όλη της  την έκταση, επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση ων αποδείξεων από το δικαστήριο κατά την διαπίστωση της αιτίας και του ύψους των επιδικασθεισών αξιώσεων. Έφεση ασκεί επίσης και ο Μ, προσβάλλοντας και αυτός την απόφαση σε όλη της την έκταση , επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των  περί συμβάσεως έργου και συμβάσεως πωλήσεως διατάξεων, η οποία οδήγησε στην κατά τα  προαναφερθέντα παραδοχή των αγωγικών αιτημάτων. Οι εφέσεις των Π και Μ στρέφονται αποκλειστικά κατά του Α ωστόσο στην κατ' έφεση δίκη οι εν λόγω εκκαλούντες  κλητεύουν την  Ε. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάζει τις εφέσεις των Π και Μ. Κατά την συζήτηση της εφέσεώς του ο Π προβάλλει με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις  του για πρώτη φορά ενώπιον του  δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αφενός ένσταση εικονικότητας των συμβάσεων έργου και πωλήσεως και αφετέρου ένσταση συμψηφισμού, δηλώνοντας ότι συμψηφίζει τις απαιτήσεις του Α με ανταπαιτήσεις, που ο ίδιος (ο Π) διατηρεί κατά του Α, οι οποίες μάλιστα αποδεικνύονται με έγγραφες συμβάσεις αναγνωρίσεως χρέους, που ο Π κατήρτισε με τον Α. Προς απόδειξη της ενστάσεως εικονικότητας ο Π προσκομίζει την ένορκη βεβαίωση του Σ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει την μεν έφεση του Μ ως απαράδεκτη στο σύνολό της την δε έφεση του Π απορρίπτει ως απαράδεκτη κατά τη έκταση που στρέφεται κατά του κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως, το οποίο επιδικάζει την εργολαβική αμοιβή, ενώ κατά την  έκταση που στρέφεται κατά του κεφαλαίου, που επιδικάζει εν μέρει το τίμημα, την κάνει δεκτή , εξαφανίζει το προσβαλλόμενο  κεφάλαιο και στη συνέχεια απορρίπτει το αίτημα καταβολής του τιμήματος ως νόμω αβάσιμο, κρίνοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων Α, δεν θεμελιώνουν την κατάρτιση έγκυρης συμβάσεως πωλήσεως. Ο Α επισπεύδει στη συνέχεια αναγκαστική εκτέλεση κατά της Ε για το ποσό των 200.000 ευρώ με την επίδοση στην τελευταία αντιγράφου του απογράφου της πρωτόδικης αποφάσεως με επιταγή προς εκτέλεση στις 15.3.2017 και την κατάσχεση στις 22.3.2017 ενός ακινήτου της Ε, το οποίο βρίσκεται στο Βόλο. Η Ε ασκεί στις 10.4.2017 ανακοπή για την ακύρωση της αναγκαστικής κατασχέσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προβάλλοντας τον ισχυρισμό περί αφέσεως χρέους εκ μέρους του Α έπειτα από την εκδίκαση της εφέσεως. Δικάσιμος της ανακοπής ορίζεται η  20.5.2017. Στις 5.5.2017 η Ε ασκεί πρόσθετο λόγο ανακοπής με τον οποίο επικαλείται αοριστία της επιταγής προς εκτέλεση και ζητεί τη ακύρωσή της. Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ο Α περιορίζεται στην αμφισβήτηση της βασιμότητας του λόγου ανακοπής, καθώς και του πρόσθετου λόγου, ενώ η Ε προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί αφέσεως χρέους προσκομίζει νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο της επιστολής, που ο νόμιμος εκπρόσωπός της συνέταξε και  απέστειλε στον Α προς επιβεβαίωση της προφορικώς καταρτισθείσας συμβάσεως αφέσεως χρέους.

 Ερωτάται:
1. Είναι ορθή η κλήτευση  της Ε στη δίκη των εφέσεων των Π και Μ;
2. Είναι ορθή η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό των εφέσεων των Π και Μ;
3. Προβάλλονται παραδεκτώς οι ενστάσεις του Π στον δεύτερο βαθμό;
4. Είναι ορθή δικονομικώς η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επί του αγωγικού αιτήματος καταβολής του τιμήματος;
5. Επί εσφαλμένης κρίσεως, ποιοι λόγοι αναιρέσεως στοιχειοθετούνται;
6. Θα προχωρήσει το δικαστήριο της ανακοπής στην εξέταση της βασιμότητας του λόγου της καθώς και του πρόσθετου λόγου;

Θεωρητικό Θέμα:
Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και της διαταγής πληρωμής του ημεδαπού δικαίου.


Να απαντηθούν τα δύο θέματα και στα δύο σκέλη. Επιτρέπεται χρήση κωδίκων. Να θεωρηθεί ότι οι σχετικές διαδικαστικές πράξεις έγιναν σύμφωνα με τον νόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου