Του Παναγιώτη Τσιάλα
Καλή μελέτη.
Στην παρακάτω σημείωση θα βρείτε ένα αρκετά απαιτητικό επαναληπτικό πρακτικό στην Πολιτική Δικονομία ΙΙ μαζί με την ενδεικτική απάντησή του. Αξίζει να το προσέξετε, όχι τόσο για την ουσία των ερωτημάτων, όσο για τη βήμα προς βήμα δόμηση της απάντησης.
Καλή μελέτη.
Πρακτικό: Ο δανειστής Α ενάγει την ετερόρρυθμη εταιρεία Β, για καταβολή ποσού
δανείου 100.000€. Υπέρ της εταιρείας Β παρεμβαίνει ο ετερόρρυθμος εταίρος Ε.
Παρά τις προσπάθειες της Β και του Ε, το δικαστήριο κάνει δεκτή την αγωγή Α με
οριστική του απόφαση. Στη συνέχεια, η Β καταβάλλει το επιδικασθέν ποσό χωρίς
καμιά επιφύλαξη και ο Ε ασκεί έφεση κατά της οριστικής αποφάσεως. Το εφετείο
απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι ο Ε δεν την έστρεψε και
κατά της Β. Ακολούθως, ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ο,
ομορρύθμου εταίρου της Ε: επιδίδει επιταγή προς εκτέλεση στις 10 Ιανουαρίου και
επιβάλλει κατάσχεση σε ένα ακίνητο του Ο την 1η Φεβρουαρίου. Στις 15
Μαρτίου ο Ο ασκεί ανακοπή κατά της αναγκαστικής κατάσχεσης, προβάλλοντας ως
αντίρρηση ότι ο ίδιος είναι τρίτος και άρα δεν είναι υποκείμενο της εκτέλεσης.
Ερωτάται: α)
Είναι παραδεκτή η έφεση που ασκεί ο Ε; και β)
Είναι παραδεκτός και βάσιμος ο λόγος ανακοπής του Ο;
Ενδεικτική Απάντηση:
Ενδεικτική Απάντηση:
α) Η δίκη των ενδίκων μέσων στηρίζεται στους...
...δικονομικούς
ρόλους και στη δικονομική θέση των διαδίκων στην πρωτοβάθμια δίκη ενώ κρίσιμες
είναι και οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούν στον πρώτο βαθμό. Πρώτο βήμα,
λοιπόν, είναι να εξετάσουμε τη διαμόρφωση της δίκης στον πρώτο βαθμό.
Στο πιο πάνω πρακτικό, η έφεση ασκείται από τον Ε. Ποια είναι
η θέση του Ε στην πρωτοβάθμια δίκη; Η απάντηση είναι ότι ο Ε παρεμβαίνει υπέρ
του εναγομένου στην πρωτοβάθμια δίκη. Η παρέμβασή του είναι πρόσθετη και
συγκεκριμένα αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (Κ.Πολ.Δ. 83), διότι
καταλαμβάνεται από την επέκταση των υποκειμενικών ορίων του
δεδικασμένου, δηλαδή αν παρέμενε τρίτος ως προς τη δίκη και δεν
ασκούσε παρέμβαση, θα δεσμευόταν από την απόφαση του δικαστηρίου (Κ.Πολ.Δ.
329 àο Ε είναι μέλος νομικού προσώπου --> δεν έχει καμία σημασία το γεγονός
ότι ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν ευθύνεται -κατά το ουσιαστικό δίκαιο- για τα
χρέη της εταιρείας, αφού το κρίσιμο είναι ότι δικονομικά καταλαμβάνεται από την
επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου à εξ άλλου, ούτε το μέλος σωματείου
ευθύνεται για τα χρέη του σωματείου, αλλά εμπίπτει στην Κ.Πολ.Δ. 329,
ενώ αντίθετα, ο συνοφειλέτης εις ολόκληρον ευθύνεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο,
πλην όμως δεν καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο του Κ.Πολ.Δ. 329 και άρα
δεν ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση).
Περαιτέρω, η Β καταβάλλει το επιδικασθέν ποσό, ενόσω η
καταψηφιστική απόφαση είναι απλώς οριστική και χωρίς να καταθέσει καμιά
επιφύλαξη. Η πράξη της αυτή ισοδυναμεί με σιωπηρή παραίτηση από τα ένδικα μέσα
με συμπεριφορά που καταδεικνύει αποδοχή της αποφάσεως (όχι Κ.Πολ.Δ. 298 à ρητή παραίτηση με δήλωση στη
γραμματεία του δικαστηρίου). Ασφαλώς, αν η απόφαση ήταν προσωρινά εκτελεστή,
τότε θα υπήρχε εκτελεστός τίτλος, οπότε η καταβολή της επιδικασθείσας απαίτησης
από τον οφειλέτη, με σκοπό να αποφύγει την εις βάρος του αναγκαστική εκτέλεση,
δεν θα αποτελούσε σιωπηρή παραίτηση από τα ένδικα μέσα. Γεννάται όμως το
ερώτημα, αν η Β ήθελε να αποφύγει την
τοκοφορία της απαιτήσεως που επιδικάσθηκε οριστικά, δεν θα έπρεπε να
καταβάλει το ποσό και να διατηρήσει το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως; Η απάντηση
είναι ότι, αν η Β επιθυμούσε κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να θέσει επιφύλαξη
ασκήσεως εφέσεως (ή ανακοπής ερημοδικίας - αναλόγως) στην εκούσια συμμόρφωσή
της.
Περαιτέρω, ο Ε επέχει θέση αναγκαίου ομοδίκου της Β στη δίκη
στον πρώτο βαθμό, αφού η πρόσθετη παρέμβασή του υπέρ της Β ήταν αυτοτελής
(επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία). Ο αναγκαίος ομόδικος έχει δικαίωμα να
επιχειρεί όσες διαδικαστικές πράξεις δικαιούται να ασκεί και ο κύριος διάδικος
(ακόμα και αντίθετες προς τις διαδικαστικές πράξεις του ομοδίκου του).
Απεναντίας, ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων μπορεί να
ασκήσει έφεση μόνο αν αδρανήσει και χάσει την προθεσμία ο κύριος διάδικος
à αν όμως ο κύριος διάδικος παραιτηθεί
από το δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα, ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων χάνει
επίσης το δικαίωμα (έχει θέση επικουρική). Για παράδειγμα, αν στο συγκεκριμένο
πρακτικό παρενέβαινε υπέρ της Β ο συνοφειλέτης της εις ολόκληρον Σ, τότε αυτός
θα ήταν απλώς προσθέτως παρεμβαίνων, άρα απαραδέκτως θα ασκούσε έφεση, εν όψει
της σιωπηρής παραιτήσεως της Β από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων. Δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων δεν μπορεί
να επιχειρήσει διαδικαστικές πράξεις αντίθετες προς τις πράξεις του κυρίου
διαδίκου.
Μήπως όμως είναι απαράδεκτη η έφεση, επειδή ο Ε δεν την
έστρεψε και κατά της Β (έτσι έκρινε το δικαστήριο στο πρακτικό); Σύμφωνα με την
Κ.Πολ.Δ. 517 εδ.β, αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να
απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο,
η διάταξη αυτή αναφέρεται στον εκκαλούντα της άλλης πλευράς (στον αντίδικο της
πρωτοβάθμιας δίκης). Αυτό σημαίνει ότι η έφεση πρέπει να στρέφεται κατά όλων
των αναγκαίων ομοδίκων, μόνον όταν ασκείται από τον αντίδικό τους στον πρώτο
βαθμό και όχι όταν ασκείται από έναν από τους ομοδίκους à πεδίο
εφαρμογής: όταν υπάρχει αναγκαία ομοδικία από την πλευρά του
εφεσιβλήτου, προκειμένου να υπάρχει ενιαία κρίση. Η αντίθετη ερμηνεία θα μας
έφερνε σε αντίφαση με την Κ.Πολ.Δ. 76 §4, σύμφωνα με την οποία η άσκηση
ενδίκων μέσων από τον έναν αναγκαίο ομόδικο έχει ούτως ή άλλως αποτέλεσμα και
για τους άλλους ομοδίκους. Δεν είναι δυνατόν η Β να είναι ήδη εκκαλούσα και
συγχρόνως εφεσίβλητη στην ίδια δίκη. Ως ήδη μετέχουσα στη δευτεροβάθμια δίκη
(συνεκκαλούσα – κύρια διάδικος), η αναγκαία ομόδικος Ε δεν χρειάζεται να
ασκήσει παρέμβαση, αλλά θα καταθέσει
κατ’ ευθείαν τις προτάσεις της ή τους πρόσθετους λόγους εφέσεως.
Βέβαια, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η Β έχει ήδη καταβάλει
το ποσό της απαιτήσεως στον Α. Αυτό σημαίνει ότι ο Ε, ως εκκαλών, μπορεί να
ζητήσει με τις προτάσεις του ή με αυτοτελές δικόγραφο την επαναφορά των πραγμάτων στην
προτέρα κατάσταση (με ανάλογη εφαρμογή της Κ.Πολ.Δ. 914, η
οποία αναφέρεται μόνο στην προσωρινά εκτελεστή δικαστική απόφαση). Προϋπόθεση
για να διαταχθεί η επαναφορά είναι να ευδοκιμήσει η έφεση.
*****
Εμβάθυνση στο πρώτο
ερώτημα:
Γενικά,
επί αναγκαίας ομοδικίας, οι διαδικαστικές πράξεις των ομοδίκων ενεργούν
αντικειμενικά, (υπέρ και κατά όσων ομοδίκων αδρανούν) και σε περίπτωση που οι
πράξεις των ομοδίκων είναι αντιφατικές, αξιολογούνται χωριστά για κάθε ομόδικο
(Κ.Πολ.Δ. 76 §1 εδ. α in fine + Κ.Πολ.Δ. 77). Η
αντικειμενική ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων συναντά τα όριά
της, όταν επιχειρούνται διαδικαστικές πράξεις που συνιστούν διάθεση του
επιδίκου αντικειμένου όπως είναι: ο συμβιβασμός, η αναγνώριση, η
παραίτηση από τη δίκη και η συμφωνία για διαιτησία (Κ.Πολ.Δ. 76 §2) --> οι πράξεις αυτές έχουν υποκειμενική
εμβέλεια. Είναι η παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων πράξη
διάθεσης του επίδικου αντικειμένου; Η απάντηση είναι καταφατική, γι’ αυτό και
εν προκειμένω αργεί ο κανόνας της αντικειμενικής εμβέλειας των διαδικαστικών.
Επομένως ο Ε έχει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως μολονότι η αναγκαία ομόδικός του Β
παραιτήθηκε από τα ένδικα μέσα. Το ίδιο θα συνέβαινε και σε περίπτωση αποδοχής
της αγωγής από την Β, αφού πρόκειται για διαδικαστική πράξη καθοριστική ως προς
το αντικείμενο της δίκης, που δεν δεσμεύει τον ομόδικο Ε.
Μήπως, όμως, η έφεση του Ε καθιστά εκκαλούσα και τη Β, η
οποία δεν έχει απλώς αδρανήσει ως προς την άσκηση εφέσεως, αλλά έχει παραιτηθεί
από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως (Κ.Πολ.Δ. 76 §2 VS §4); Η απάντηση είναι ότι η παραίτηση της Β θα ενεργήσει υποκειμενικά, δηλαδή δεν δεσμεύεται
από την παραίτηση της ο Ε, όμως η Β δεν καθίσταται εκκαλούσα στη δίκη της
εφέσεως (αν όμως είχε αδρανήσει --> π.χ. αν είχε παραμελήσει την
προθεσμία ασκήσεως εφέσεως --> θα είχε καταστεί εκκαλούσα).
Σημειωτέον ότι, αν η έφεση του Ε γίνει δεκτή, τότε η
πρωτόδικη απόφαση θα εξαφανιστεί μόνον ως προς τον Ε και όχι ως προς την Β,
διότι το επεκτατικό αποτέλεσμα της Κ.Πολ.Δ. 537 δεν λειτουργεί σε περίπτωση
που έχουμε αποδοχή της αποφάσεως από τον έναν απλό ομόδικο.
*****
β) Ο ομόρρυθμος εταίρος καταλαμβάνεται από την εκτελεστότητα
της αποφάσεως κατά Κ.Πολ.Δ. 920 (και από το δεδικασμένο ασφαλώς – Κ.Πολ.Δ.
329), επομένως ο λόγος ανακοπής που προβάλλει είναι νόμω αβάσιμος.
Ωστόσο, η αντίρρηση που προβάλλει σχετικά με τα υποκειμενικά όρια της
εκτελεστότητας, είναι αντίρρηση που αφορά τον εκτελεστό τίτλο (= ισχυρισμός ότι
δεν ισχύει εναντίον του ο εκτελεστός τίτλος). Επομένως, η προθεσμία προβολής
του σχετικού λόγου ανακοπής είναι η προθεσμία του πρώτου σταδίου (Κ.Πολ.Δ.
934 §1 περ.α), δηλαδή το αργότερο 15 ημέρες από την επιβολή κατασχέσεως,
γι’ αυτό και ο λόγος ανακοπής είναι εκπρόθεσμος.
Τρομερά χρήσιμο! Ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλη αυτήν την καταπληκτική προσπάθεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήontws exairetiko!!!! bravo!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει και η άποψη σε θεωρία και νομολογία πως ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας, καθώς ο νομοθέτης δεν θα παραμέριζε να τον υπαγάγει ρητώς στο αρ.920ΚΠολΔ, όπως άλλωστε συμβαίνει με τον ομόρρυθμο εταίρο και ως προς την επίδικη διαφορά παραμένει τρίτος. Επιπλέον, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει απλή πρόσθετη παρέμβαση καθώς ενδέχεται η δίκη να αποβεί και σε βάρος του σε περίπτωση που η εταιρεία ηττηθεί και μειωθούν τα κεφάλαιά της.
ΑπάντησηΔιαγραφήeisai spoudaios
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλα που εισαι κι εσυ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ χρήσιμο!Ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή