Ο Α άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Β και του ομόρρυθμου εταίρου της Γ με την οποία ζήτησε να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 50.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή εν μέρει κατά των εναγομένων ως ουσία βάσιμη. Η απόφαση που εκδόθηκε επιδόθηκε από τον Α μόνο στον Γ στις 27.12.2009, ο οποίος δεν είχε εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και αυτός άσκησε εμπρόθεσμα ανακοπή ερημοδικίας επικαλούμενος ότι την ημέρα της δικασίμου δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο διότι η γυναίκα του στην οποία είχε επιδοθεί το δικόγραφο της αγωγής με κλήση προς συζήτηση ως σύνοικο, λησμόνησε να του το υπενθυμίσει. Η Β, στην οποία επιδόθηκε στις 12.01.2010 από τον Α η απόφαση, άσκησε έφεση κατά...
...της πρωτοβάθμιας απόφασης στις 04.02.2010 επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, την οποία απηύθυνε κατά του Α, στη σχετική δε δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κλήτευσε και τον Γ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αγωγή ήταν αόριστη και αφού εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή.
Ερωτάται:
1) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς το παραδεκτό και βάσιμο της ανακοπής ερημοδικίας του Γ;
2) Είναι εμπρόθεσμη ή όχι η έφεση της Β και γιατί;
3) Νομίμως έπραξε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη;
4) Αν ασκούσε έφεση μόνο ο Α ζητώντας να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του, θα μπορούσε:
α) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη αφού εξαφανίσει την απόφαση; και
β) Η Β να προτείνει με τις προτάσεις της στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον ισχυρισμό περί παραγραφής της απαίτησης του Α που είχε λάβει χώρα πριν από τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο;
ΘΕΜΑ 2ο:
Η εταιρεία αυτοκινήτων Α πώλησε στον Β αυτοκίνητο έναντι του ποσού των 20.000 ευρώ. Το τίμημα ορίσθηκε καταβλητέο σε 20 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Η πώληση καταρτίσθηκε για λόγους μείζονος ασφάλειας με συμβολαιογραφικό έγγραφο με την πρόβλεψη όρου για παρακράτηση της κυριότητας από τον πωλητή και για απόδοση της κατοχής αν ο αγοραστής καθυστερήσει την καταβολή δύο (2) συνεχόμενων δόσεων. Μετά από οκτώ (8) μήνες η εταιρεία Α επίσπευσε αναγκαστική εκτέλεση για την απόδοση του αυτοκινήτου. Μετά την τήρηση της νόμιμης προδικασίας ο δικαστικός επιμελητής αφαίρεσε την κατοχή του πράγματος από τον Β με την αιτιολογία της μη καταβολής δύο (2) συνεχόμενων δόσεψν. Κατά της εκτελέσεως ο Β άσκησε μετά την πάροδο διμήνου από την αφαίρεση ανακοπή στο αρμόδιο δικαστήριο με λόγο ανακοπής ότι παρανόμως επισπεύθηκε αναγκαστική εκτέλεση αφού η αξίωση της Α τελούσε υπό αίρεση και συγκεκριμένα την μη καταβολή δυο (2) διαδοχικών δόσεων . Η πλήρωση της αιρέσεως κατά τον Β δεν αποδεικνυόταν με έγγραφο.
Ερωτάται:
1) Ασκήθηκε παραδεκτά η ανακοπή εκ μέρους του Β;
2) Ανεξαρτήτως του θέματος του παραδεκτού, είναι βάσιμος ο λόγος ανακοπής;
3) Αν ήθελε υποτεθεί ότι ο Β κατέβαλλε κανονικά τις μηνιαίες δόσεις και λίγο πριν από την πλήρη εξόφληση του τιμήματος τρίτος δανειστής της εταιρείας Α επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο αυτοκίνητο ως ανήκον ακόμη στην κυριότητα της Α για ικανοποίηση απαιτήσεών του, θα υφίστατο τρόπος προστασίας του Β μέσω του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως;
ΘΕΜΑ 3ο:
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλλει το ποσό των 30.000 ευρώ λόγω αδικοπραξίας. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι ο Β οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα τον τραυμάτισε από δόλο άλλως από αμέλεια. Εκδόθηκε απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 15.01.2010 που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και καταδίκασε τον Β σε καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ λόγω της αμελούς οδηγήσεως. Κατά τα λοιπά απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως την 10.02.2010 άσκησε έφεση ο Α. Ισχυρίσθηκε ότι ''κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων'' δεν έγινε πλήρως δεκτή η αγωγή του. Η έφεση προσδιορίσθηκε να συζητηθεί τον Ιανουάριο του 2011. Την 20.02.2010 μαζί με το δικόγραφο της εφέσεως και τον προσδιορισμό δικασίμου, ο Α επέδωσε στον Β και την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Την 20.04.2010 αφού διαπίστωσε ότι ο Β δεν άσκησε έφεση, ο Α επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση. Μετά την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου του Β προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς του. Δυο ημέρες μετά την κατάσχεση ο Β άσκησε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ στο αρμόδιο δικαστήριο με λόγο ανακοπής την έλλειψη εκτελεστού τίτλου. Αίτηση αναστολής του Β απερρίφθη με αποτέλεσμα να λάβει χώρα αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου. Μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού εκδόθηκε απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση του Α ως ουσία αβάσιμη. Συγχρόνως το εφετείο αντικατέστησε τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης για το τίμημα που είχε κάνει δεκτή την αγωγή με τη διαπίστωση ότι ο Β είχε προκαλέσει από δόλο και όχι από αμέλεια τον τραυματισμό του Α.
Ερωτάται:
1) Είναι βάσιμος ο λόγος ανακοπής του Β;
2) Είναι ορισμένος ο λόγος εφέσεως;
3) Τυχόν ευδοκίμηση της ανακοπής κατά της κατασχέσεως επηρεάζει αυτομάτως το κύρος του πλειστηριασμού;
4) Παραδεκτώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προέβη σε αντικατάσταση αιτιολογιών για τον δόλο;
5) Θα είχε έννομο συμφέρον ο Β να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σε σχέση με την αντικατάσταση των αιτιολογιών;
(από τα τρία θέματα να απαντηθούν τα δύο)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Μάρτιος 2012:
ΘΕΜΑ 1ο:
Ο Ψ, αγόρασε από την εταιρία Χ, ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, το οποίο αποδείχθηκε σε έλεγχο ότι είχε πιάσει φωτιά στα χέρια του προηγούμενου ιδιοκτήτη και είχε εμπλακεί επανειλημμένα σε συγκρούσεις, χωρίς να του αποκαλυφθούν τα ελαττώματα αυτά κατά την πώληση. Άσκησε λοιπόν αγωγή αναστροφής της πώλησης και επιστροφής του ποσού που είχε καταβάλει. Το Πρωτοδικείο, δέχτηκε την αγωγή ως προς την αναστροφή και την απέρριψε ως προς την επιστροφή του τιμήματος γιατί πείσθηκε ότι αυτό δεν είχε εξοφληθεί λόγω πίστωσης για καταβολή σε ύστερο χρόνο. Ο Ψ άσκησε Έφεση κατά της απόφασης.
Ερωτάται:
1) Μπορεί η Χ να ασκήσει αντέφεση κατά της απόφασης;
2) Σε περίπτωση θετικής απάντησης, με ποιό τρόπο και ως προς ποιά κεφάλαια;
3) Τι συνέπειες θα έχει για την αντέφεση της Χ, τυχόν απόρριψη της έφεσης του Α;
4) Εάν η πρωτοβάθμια απόφαση, είχε δεχτεί την αγωγή στο σύνολό της και απορρίπτονταν τυχόν ένδικα μέσα, με ποιό εκτελεστό τίτλο και με ποιά διαδικασία θα μπορούσε να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση ο Ψ;
ΘΕΜΑ 2ο:
Ο Α, άσκησε αγωγή κατά των Β και Γ στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρο το ποσό των 5.000€ από ενδοσυμβατική ευθύνη. Το Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ' ουσία βάσιμη ως προς τον Β και κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση ως προς αυτόν, ενώ ως προς τον Γ κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής επειδή ο Γ δεν είχε κλητευθεί νόμιμα. Ο Α, άσκησε έφεση κατά της προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και ζήτησε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του , προσέβαλε δε επιπλέον και την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον Γ, διότι ο Γ είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στη συζήτηση και επομένως το Πρωτοβάθμιο έσφαλε.
Ερωτάται:
1) Πως μπορεί να προστατευθεί ο Β κατά της οριστικής προσωρινώς εκτελεστής απόφασης;
2) Αν ασκήσει έφεση ο Β κατά της απόφασης, εναντίον ποιών προσώπων πρέπει να την απευθύνει;
3) Μπορεί να επικαλεστεί ο Β για πρώτη φορά στο Εφετείο ότι η απαίτηση του Α έχει παραγραφεί;
4) Παραδεκτά προσβάλλεται η οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από τον Α έως προς τα 2 σκέλη της;
5) Εάν υποτεθεί ότι η Έφεση του Α απορρίπτονταν ως ουσία αβάσιμη και μετά την τελεσιδικία της απόφασης αυτός επέσπευδε αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β ως προς την απαίτηση από ενδοσυμβατική ευθύνη, θα μπορούσε ο Β να ασκήσει ανακοπή ισχυριζόμενος και αποδεικνύοντας με μάρτυρες στο αρμόδιο δικαστήριο ότι έχει εξοφλήσει ήδη κατά την έναρξη της εκτέλεσης της απαίτησης αυτής;
ΘΕΜΑ 3ο:
Ο Α επέβαλε την 01.04.2011 αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Β και επέσπευσε πλειστηριασμό. Ο Β, άσκησε εμπρόθεσμη ανακοπή κατά της κατάσχεσης επικαλούμενος ακυρότητα αυτής λόγω προϋπάρχουσας από τον Φεβρουάριο του 2011 εκμίσθωσης του ακινήτου προς τον Γ με βάση προφορική συμφωνία, ο οποίος Γ το είχε στη συνέχεια την 02.04.2011 υπεκμισθώσει προς τον Δ με βάση έγγραφο που έφερε σφραγίδα της αρμόδιας ΔΟΥ της ίδιας ημέρας.
Ερωτάται:
1) Είναι έγκυρη η κατάσχεση ενόψει της μίσθωσης και της υπομίσθωσης;
2) Εάν διενεργηθεί τελικά πλειστηριασμός, μπορεί ο υπερθεματιστής να αποβάλει τον Γ και τον Δ;
3) Με ποιά διαδικασία θα γίνει μια τέτοια αποβολή, εάν θεωρηθεί δυνατή;
Από τα 3 θέματα, να απαντηθούν τα 2.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2012 (Πολυζωγόπουλος/Κατηφόρης => ενδεικτικές απαντήσεις των διδασκόντων):
Ιούλιος 2012 (Σειρά Β'):
ΘΕΜΑ 1ο:
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλλει το ποσό των 50.000 ευρώ από ενδοσυμβατική ευθύνη κατά την κύρια βάση της και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για προσβολή της προσωπικότητάς του. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσία αβάσιμη και την επικουρική βάση ως μη νόμιμη, ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Ο A άσκησε έφεση κατά της οριστικής απόφασης που απέρριψε την αγωγή από ενδοσυμβατική ευθύνη και ισχυρίστηκε κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Αργότερα άσκησε εμπρόθεσμα πρόσθετο λόγο έφεσης ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Την ημέρα της συζήτησης ο Α περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε αναγνωριστικό, ενώ ο Β εφεσίβλητος υπέβαλε εκ νέου με τις προτάσεις του τον ισχυρισμό περί παραγραφής της απαίτησης του Α, τον οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει ως απαράδεκτο, επειδή είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα και άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα αντέφεση για την επιδίκαση της σε βάρος του χρηματικής ικανοποίησης.
Ερωτάται:
α) τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για την μετατροπή του ως άνω αιτήματος του εκκαλούντος;
β) Παραδεκτώς ασκείται ο πρόσθετος λόγος έφεσης;
γ) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός περί παραγραφής της απαίτησης του Α που υπέβαλε ο Β;
δ) τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για την αντέφεση;
ε) Παραβιάζεται το άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίψει την αγωγή του Α από την ενδοσυμβατική ευθύνη ως απαράδεκτη η μη νόμιμη;
ΘΕΜΑ 2ο:
Ο Α άσκησε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά των Β και Γ και ζήτησε να καταδικαστούν να του καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 300.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή με την απόφασή του, που δημοσιεύθηκε στις 30-10-2008, αφού δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των Α και Β και ερήμην του Γ, ως προς τον οποίο κηρύχθηκε η απόφαση και προσωρινώς εκτελεστή. Η απόφαση δεν επιδόθηκε στον Β, αλλά μόνο στο Γ. Ο Β άσκησε αναψηλάφηση στις 30-10-2012, επικαλούμενος ότι μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης ανεύρε ουσιώδες έγγραφο, το οποίο δεν μπόρεσε από ανώτερη βία να προσκομίσει στο δικαστήριο από το οποίο αποδεικνύεται ότι έχει εξοφλήσει την απαίτηση του Α. Ο Γ άσκησε ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης επικαλούμενος ότι την ημέρα της δικασίμου δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο με δικηγόρο, διότι είχε πληροφορηθεί την προηγούμενη ημέρα από το ραδιόφωνό του ότι ενδέχεται οι δικαστικοί υπάλληλοι του Πρωτοδικείου Αθηνών να απεργήσουν. Ο Α ισχυρίζεται ότι ο ισχυρισμός περί εξόφλησης της απαίτησης θα έπρεπε να είχε προταθεί στο δικαστήριο, και επομένως ο λόγος αναψηλάφησης δεν είναι νόμιμος. Ο Α επισπεύδει εκτέλεση κατά του Γ με επίδοση αντιγράφου του απογράφου προς εκούσια συμμόρφωση.
Ερωτάται:
α) παραδεκτώς ασκείται η αναψηλάφηση;
β) είναι νόμιμος ο λόγος αναψηλάφησης του Β,
γ) Είναι νόμιμος ο λόγος ανακοπής ερημοδικίας του Γ;
δ) νομίμως επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Γ και πως αυτός μπορεί να προστατευθεί;
ΘΕΜΑ 3ο:
Ο Α με βάση τελεσίδικη απόφαση που υποχρέωσε τον Β να του καταβάλλει ποσό 50.000 ευρώ από αδικοπραξία επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του και κατάσχει ένα ακίνητο του Β αξίας
300.000 ευρώ. Ο Β ασκεί ανακοπή κατά της αναγκαστικής κατάσχεσης στη νόμιμη προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ και επικαλείται ότι α) μέχρι την έναρξη της εκτέλεσης η απαίτηση του
Α έχει παραγραφεί μετά την έκδοση της απόφασης, β) ότι το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης με την κατάσχεση του ακινήτου ασκείται καταχρηστικώς και μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτησή του από άλλα κινητά πράγματα που αναφέρει στην ανακοπή. Μεταγενέστερα και αφού είχε συνταχθεί η έκθεση πλειστηριασμού, ο Β ασκεί πρόσθετο λόγο με ιδιαίτερο δικόγραφο με τον οποίο επικαλείται ότι είχε συνάψει με τον Α συμφωνία τμηματικής καταβολής του χρέους του.. Ο Α προς απόκρουση της ανακοπής ισχυρίζεται ότι ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος λόγω δεδικασμένου και αρνείται κατ’ ουσία τον δεύτερο λόγο ανακοπής. Ο Γ μαθαίνοντας την αναγκαστική κατάσχεση του ως άνω ακινήτου ασκεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου εκτέλεσης ανακοπή κατά του Α ισχυριζόμενος ότι αυτός είναι επικαρπωτής του ακινήτου.
Ερωτάται:
α) τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για τον πρώτο λόγο ανακοπής;
β) τι θα αποφασίσει για το δεύτερο λόγο ανακοπής;
γ) είναι παραδεκτός ο πρόσθετος λόγος ανακοπής ;
δ) είναι παραδεκτή η ανακοπή του Γ;
ε) με ποιο άλλο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του ο Α;
Να απαντήσετε στα δύο από τα τρία θέματα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2013 (Κλιμάκιο Α-Λ, Πολυζωγόπουλος-Κατηφόρης)
Θέμα 1
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο αρμόδιο δικαστήριο με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ από σύμβαση έργου που είχαν καταρτίσει. Κατά τη συζήτηση της αγωγής δε παρέστη ο Α. Τη συζήτηση είχε επισπεύσει ο ίδιος. Παρέστη ο εναγόμενος Β που αρνήθηκε τη αγωγή. Εκδόθηκε απόφαση που απέρριψε την αγωγή. Στις 10.1.2012 ο Β επιδίδει στον Α αντίγραφο της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση ο Α στις 9.2.2012. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως ο Β, αμυνόμενος κατ' αυτής, προβάλλει για πρώτη φορά την ένσταση της παραγραφής της αξιώσεως του Α.
Ερωτάται: (α) Θα μπορούσε να είχε ασκήσει ο Α (και) άλλο ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου; Αν ναι, σε ποιο δικαστήριο θα το ασκούσε, εντός ποιας προθεσμίας και ποιους λόγους θα επικαλείτο; (β) Προβάλλεται παραδεκτώς η ένσταση παραγραφής από τον Β; (γ) Έχει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τη δυνατότητα να απορρίψει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη χωρίς να προβληθεί σχετικώς ισχυρισμός από τον Β, εάν υποτεθεί ότι η αγωγή ήταν νόμω αβάσιμη;
Θέμα 2
Ο Α άσκησε κατά του Β αγωγή από δάνειο. Ο Β άσκησε παραδεκτώς ανταγωγή κατά του Α, ζητώντας τη καταβολή αποζημιώσεως από αδικοπραξία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή με την υπ' αριθμόν 100/2012 απόφασή του, η οποία δημοσιεύθηκε στις 30.11.2012 και επιδόθηκε από τον Α στο Β την 6.12.2012. Στη συνέχεια, το ίδιο δικαστήριο απέρριψε την ανταγωγή ως αόριστη με την υπ'αριθμόν 20/2013 απόφασή του, η οποία δημοσιεύτηκε στις 11.1.2013. Ο Β άσκησε έφεση κατά της υπ'αριθμόν 100/2012 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 10.1.2013 επικαλούμενος ότι η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως άνω κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Η έφεση αυτή δεν έχει συζητηθεί ακόμη. Εν το μεταξύ, τη 12.1.2013, ο Α επέδωσε επιταγή στον Β για καταβολή του επιδικασθέντος (με την υπ' αριθμόν 100/2012 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) ποσού και την 15.1.2013 επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητό του. Ο πλειστηριασμός του ακινήτου ορίστηκε για την 26.2.2013. Στις 10.2.2013 ο Β ασκεί ανακοπή κατά της επιβληθείσας κατασχέσεως ισχυριζόμενος ότι 1) πριν από την άσκηση της αγωγής του Α είχε εξοφλήσει ολοσχερώς την απαίτηση του τελευταίου και 2) κύριος του κατασχεθέντος ακινήτου είναι ο Γ και όχι ο Β.
Ερωτάται: (α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι ασκήθηκε πριν από τη δημοσίευση της υπ'αριθμόν 20/2013 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου; (β) Είναι παραδεκτοί και νόμιμοι οι λόγοι της ανακοπής που άσκησε ο Β κατά της κατασχέσεως; Υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής που θα μπορούσε παραδεκτώς να προταθεί από τον Β; (γ) Έχουν έννομο συμφέρον οι Α και Β για άσκηση εφέσεως κατά της υπ'αριθμόν 20/2013 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου;
Θέμα 3
Ενόψει αναγκαστικής εκτελέσεως του Α κατά του Β για την ικανοποίηση απαιτήσεως αποζημιώσεως του Α ύψους 50.000 ευρώ, ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β, η οποία οδηγεί σε πλειστηριασμό ακινήτου του Β. Το πλειστηρίασμα ανέρχεται στα 512.000 ευρώ και με τα εξής δεδομένα απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν:
(α) Απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για καθυστερούμενο εκ μέρους του Β φόρο εισοδήματος ύψους 110.000 ευρώ.
(β) Απαίτηση του ενυπόθηκου επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου δανειστή Γ ύψους 100.000 ευρώ. Η ισόποση υποθήκη είχε εγγραφεί στα βιβλία βαρών του οικείου υποθηκοφυλακείου πριν την επιβολή της κατασχέσεως.
(γ) Απαίτηση του προσημειούχου επί του πλειστηριάσθεντος ακινήτου δανειστή Γ ύψους 180.000 ευρώ. Η ισόποση προσημείωση υποθήκης είχε εγγραφεί στα βιβλία βαρών του οικείου υποθηκοφυλακείου δύο μέρες πριν από την ημερομηνία εγγραφής της ανωτέρω υπό (β) υποθήκης.
(δ) Απαίτηση του εργάτη Δ του καθ ου για οφειλόμενους μισθούς 10 μηνών πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού συνολικά 40.000 ευρώ.
(στ) Απαίτηση του εργάτη Ε του καθ ου για αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας του που έλαβε χώρα 4 έτη πριν την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, 10.000 ευρώ.
Ερωτάται: Αν τα έξοδα της εκτελέσεως ήταν 12.000 ευρώ, πώς θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα στον επισπεύδοντα και στους αναγγελθέντες δανειστές;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2013 (Κλιμάκιο Μ-Ω, Ορφανίδης-Πανταζόπουλος-Δεληκωστόπουλος)
Θέμα 1
Ο Α άσκησε κατά των Β και Γ στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή και ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 20.000 ευρώ από σύμβαση πωλήσεως (ενδοσυμβατική ευθύνη) και το ποσό των 40.000 ευρώ από αδικοπραξία (κλοπή). Το δικαστήριο δίκασε την αγωγή κατ' αντιμωλία. Εξέδωσε απόφαση με την οποία δέχθηκε ως κατ ουσία βάσιμη την αγωγή στο σύνολό της. Ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης, την οποία έστρεψε κατά του Α και του Γ. Ζήτησε να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη και να απορριφθεί η αγωγή του Α. Ως λόγο έφεσης επικαλέστηκε την εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων με λεπτομερή αναφορά των σφαλμάτων της αποφάσεως. Ο Α ζήτησε την απόρριψη της εφέσεως επικαλούμενος την ορθότητα της προσβαλλόμενης. Πρόσθεσε, πάντως, ότι οι αξιώσεις του κατά των Β και Γ στηρίζονται σε κάθε περίπτωση (επικουρικώς ) και στον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζοντας της αίτηση του Β δέχθηκε ότι ο ενάγων Α δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της αγωγής ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη. Κατόπιν τούτου εξαφάνισε την απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη σε σχέση με την αξίωση από ενδοσυμβατική ευθύνη. Ω προς την αδικοπραξία δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν την έφεση και εξαφάνισε μερικώς την προσβαλλόμενη κατά το ποσό των 20.000 ευρώ. Παράλληλα, απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθέντα τον ισχυρισμό του Α για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ερωτάται: 1) Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή του Α ως απαράδεκτη κατά το πρώτο σκέλος; 2) Παραδεκτώς απηύθηνε την έφεση ο Β κατά του Γ; 3) Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ωφελεί τον Γ; 4) Ορθώς έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Α για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό;
Θέμα 2
Ο Α έχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία ο Β, ομόρρυθμος εταίρος της ομόρρυθμης εταιρείας Ε, καταδικάστηκε να του καταβάλλει 20.000 ευρώ λόγο αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης. Ο Α την 1η Μαρτίου 2013 επιδίδει στην εταιρεία Ε κατασχετήριο με το οποίο την επιτάσσει να μη καταβάλλει στον Β, μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ, το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο από τα κέρδη της χρήσης. Η εταιρεία Ε δεν προβαίνει σε δήλωση. Ενόψει της σιωπής της Ε ο Α στις 3 Απριλίου του ίδιου έτους ασκεί εναντίον της ανακοπή ζητώντας τη καταβολή σε αυτόν του ποσού των 20.000 ευρώ. Κατά τη συζήτηση της ανακοπής η Ε ισχυρίζεται ότι: α) η ανακοπή είναι απαράδεκτη , αφού αυτή δεν είναι αντικείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης, β) η ανακοπή είναι εκπρόθεσμη, γ) η αξίωση επί των κερδών είναι ακατάσχετη και δ) η αξίωση του Α κατά του Β έχει ούτως ή άλλως παραγραφεί.
Ερωτάται: 1) Είναι βάσιμοι οι τρεις πρώτοι ισχυρισμοί της Ε; 2) Παραδεκτά προτείνονται από την εταιρεία Ε ο τρίτος και τέταρτος ισχυρισμός; 3) Στη περίπτωση που ,συμπληρωματικά, ως μέσο εκτέλεσης της συγκεκριμένης απαίτησης, ζητηθεί με αυτοτελή αγωγή του Α η προσωπική κράτηση του Β, τι θα αποφασίσει το δικαστήριο;
Θέμα 3
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β στην οποία σωρεύει αξίωση από δάνειο που καταγγέλθηκε και αξίωση από σχέση εντολής. Η αγωγή γίνεται δεκτή και ως προς τις δύο αξιώσεις. Κατά της αποφάσεως που επιδίδεται με πρωτοβουλία του Α ο Β ασκεί έφεση κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά την εντολή. Μετά την πάροδο εξαμήνου από την επίδοση της αποφάσεως ο Β ασκεί πρόσθετους λόγους εφέσεως και ως προς το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αφορά το δάνειο. Έφεση και πρόσθετοι λόγοι εφέσεως πρόκειται να συζητηθούν μετά από ένα εξάμηνο. Στο μεταξύ δύο μήνες μετά την επίδοση της πρωτόδικης αποφάσεως ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε σχέση με την αξίωση από το δάνειο. Μετά τη τήρηση της νόμιμης προδικασίας κατ'εντολή του Α επιβάλλεται αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Β. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Β φρονεί ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται παρανόμως αφού εκκρεμούν ακόμα προς συζήτηση έφεση και πρόσθετοι λόγοι εφέσεως. Ως εκ τούτου κατά τη γνώμη του δεν χρειάζεται να λάβει χώρα άλλη ενέργεια. Ο πλειστηριασμός γίνεται και υπερθεματιστής αναδεικνύεται ο Γ που κατέβαλε το πλειστηρίασμα. Στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναγγέλλονται οι Δ, Ε,και ΣΤ για απαιτήσεις τους που ισχυρίζονται ότι διατηρούν κατά του Β. Ο Δ διαθέτει για την απαίτηση του εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα οι Ε και ΣΤ δεν διαθέτουν για τις απαιτήσεις τους εκτελεστό τίτλο ή κάποιο έγγραφο. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει πίνακα κατατάξεως στον οποίο κατατάσσει αποκλειστικά τον Α με την ιδιότητα του κατασχόντος. Δεν κατατάσσεται ο Δ λόγω μη υπάρξεως άλλου πλειστηριάσματος ενώ δεν λαμβάνονται υπόψιν οι αναγγελίες των Ε και ΣΤ.
Μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού εκδίδεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που δέχεται πλήρως την έφεση του Β. Εξαφανίζει την προσβαλλόμενη και απορρίπτει την αγωγή.
Ερωτάται: 1) Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σε σχέση με το κεφάλαιο για το δάνειο; 2) Επηρεάζει η έκβαση της δευτεροβάθμιας δίκης το κύρος του πλειστηριασμού και την εν γένει νομική κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε με τη διενέργεια του πλειστηριασμού; 3) Ήταν νομικά ορθή η θεώρηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Β; 4) Ορθώς κατετάγη μόνο ο κατασχών; 5) Παραδεκτώς δεν ελήφθησαν υπόψιν οι αναγγελίες των Ε και ΣΤ;
Από τα 3 θέματα να απαντηθούν τα 2.
Οι απαντήσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες.
Δεν επιτρέπεται η χρήση σχολιασμένων κωδίκων.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2008 (κλιμάκιο Ορφανίδη, Τσικρικά)
Θέμα Ι
Η εταιρία Α άσκησε αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικαστεί να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ που αφορούσε τίμημα πωλήσεως εμπορευμάτων προς τον αποβιώσαντα πατέρα του Β, τον Γ, τον οποίο και κληρονόμησε. Η αγωγή έγινε δεκτή στον πρώτο βαθμό. Λίγο αργότερα και πριν επιδοθεί η απόφαση ο Β ανευρίσκει κατά την τακτοποίηση του αρχείου του πατέρα του μια εξοφλητική απόδειξη της Α για το επίδικο χρέος με ημερομηνία πριν από την άσκηση της αγωγής.
Ερωτάται:
α) Τι θα πρέπει να πράξει συγκεκριμένα ο Β προκειμένου να αποτρέψει την εκ νέου καταβολή του χρέους;
β) Αν υποτεθεί ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη λόγω μη ασκήσεως ενδίκων μέσων και ο Β συμμορφωθείς προς την απόφαση προβεί σε εξόφληση του χρέους, δύναται μεταγενεστέρως, όταν πλέον ανευρίσκει την εξοφλητική απόδειξη, να εγείρει αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά της Α για την διπλή πληρωμή; Έχει άλλες ένδικες δυνατότητες ο Β στην περίπτωση αυτή;
Θέμα ΙΙ
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος συμβατική κτήση κυριότητας. Περαιτέρω, ο Α με τις προτάσεις του προτείνει και την τακτική χρησικτησία ως λόγο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Β ερημοδικεί. Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αγωγή κρίνοντας ότι ο ενάγων απέκτησε κυριότητα με τακτική χρησικτησία και καταδικάζει τον Β σε απόδοση του ακινήτου. Ο Α, ο οποίος ουδέποτε επέδωσε την απόφαση στον Β, επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της αποφάσεως. Ο Β ασκεί στη συνέχεια αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως προβάλλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της κρίσεως περί της βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό της τακτικής χρησικτησίας.
Ερωτάται:
α) Επισπεύδεται ορθά αναγκαστική εκτέλεση από τον Α;
β) Ασκείται παραδεκτά η αίτηση αναιρέσεως;
γ) Σε ποιόν λόγο στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως του Β;
δ) Μπορεί ο Β να προσβάλλει την εναντίον του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση; Για ποιόν λόγο και σε ποια προθεσμία;
Θέμα ΙΙΙ
Ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β προς ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στις 2.10.2004. Στις 15.1.2006 ο Α επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Β. Στη συνέχεια ο Β εκμισθώνει το ακίνητο στον Γ. Τελικά, το κατασχεθέν ακίνητο εκπλειστηριάζεται στις 30.4.2007 και ο υπερθεματιστής Δ, αφού καταβάλλει το πλειστηρίασμα λαμβάνει περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως και τη μεταγράφει στις 20.5.2007. Στις 10.6.2007 ο Δ καταγγέλλει τη μίσθωση του ακινήτου. Ο Β ασκεί στις 10.7.2007 ανακοπή κατά της κατασχετήριας εκθέσεως, καθώς και της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως επικαλούμενος την ακυρότητά τους. Ανακοπή κατά της εκθέσεως πλειστηριασμού ασκεί στις 20.7.2007 και ο Γ, την οποία στρέφει κατά των Α και Δ, επικαλούμενος ακυρότητα του αναγκαστικού πλειστηριασμού λόγω της προηγούμενης εκμισθώσεως του ακινήτου.
Ερωτάται:
α) Επηρεάζει ο χρόνος επιβολής της κατασχέσεως και διενέργειας του πλειστηριασμού το κύρος τους;
β) Προβάλλονται παραδεκτά οι λόγοι ανακοπής του Β;
γ) Είναι παραδεκτή και βάσιμη η ανακοπή του Γ;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2014 (Κλιμάκιο Πανταζόπουλος, Τριαντάφυλλου, Κατηφόρης)
Θέμα 1
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ κατά την κύρια βάση της ως αμοιβή από σύμβαση έργου και κατά την επικουρική της βάση ως δαπάνες από εκτέλεση εντολής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της και δέχθηκε την αγωγή κατά την επικουρική της βάση και κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Ο Α άσκησε έφεση κατά της απόφασης και ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του κατά την κύρια βάση της, ενώ με τις προτάσεις του περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε αναγνωριστικό. Ο Β άσκησε έφεση κατά της ίδιας απόφασης και επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή του Α. Στο μεταξύ ο Α επισπεύδει εκτέλεση κατά του Β και αυτός ασκεί ανακοπή κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ επικαλούμενος ότι εκκρεμεί έφεσή του κατά της ως άνω απόφασης.
Ερωτάται:
α) Έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση των εφέσεων οι Α και Β και γιατί;
β) Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεχόταν την αγωγή του Α κατά την κύρια βάση της και εξαφανιζόταν η απόφαση αυτή ύστερα από έφεση του Β, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την επικουρική βάση της αγωγής;
γ) Είναι νόμιμος ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής του Α από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό;
δ) Μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζοντας την έφεση του Β και διαπιστώνοντας ότι η αγωγή του Α είναι αόριστη, να εξαφανίσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να απορρίψει την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση;
ε) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο για την ανακοπή του Β;
Θέμα 2
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β λόγω αδικοπραξίας με αίτημα την καταδίκη του εναγόμενου στην καταβολή 100.000 ευρώ) ως αποζημίωση και 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ο Β ισχυρίστηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση της ζημίας ήταν ο ενάγων. Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του Α εν μέρει και επιδίκασε σ' αυτόν το ποσό των 50.000 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση με προσωρινώς εκτελεστή απόφαση. Ο Β επέδωσε την απόφαση στον Α στις 31-10-2013. Ο Α ασκεί έφεση στις 15-11-2013 γιατί δεν επιδικάστηκε σ' αυτόν ολόκληρο το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης. Ο Β στις 2-12- 2013 ασκεί έφεση ισχυριζόμενος ότι σε κάθε περίπτωση ο Α ήταν συνυπαίτιος στην πρόκληση της ζημίας σε ποσοστό 60% και ζήτησε να μειωθεί αναλόγως το ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημίωση. Μεταγενέστερα ο Β άσκησε αντέφεση προσβάλλοντας το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκε στον Λ από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο Α ισχυρίστηκε ότι η αντέφεση έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της άσκησης προηγούμενης έφεσης από τον Β. Στις 5-12-2013 ο Α με εκτελεστό τίτλο την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επιδίδει στον Β επιταγή προς εκτέλεση για τοιχίο των 50.000 ευρώ. Ο Β ασκεί ανακοπή κατά της επιταγής ισχυριζόμενος ότι δεν επισπεύδεται νόμιμα η αναγκαστική εκτέλεση, διότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν έχει καταστεί τελεσίδικη και δεν υπάρχει εκτελεστός τίτλος. Στη συνέχεια ο Α επιβάλλει, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία, αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια του Ε. εργοδότη του Β. με την επιταγή να μην καταβάλει στον Β τον μισθό του μέχρις ότου εξοφληθεί το ποσό των 50000 ευρώ. Επιπλέον επιβάλλει, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία, αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια του Μ στον οποίον ο Β είχε εκμισθώσει ένα ακίνητο με την επιταγή να μην καταβάλει στον β τα μελλοντικά μισθώματα.
Eρωτάται:
α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β;
β) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Β περί συνυπαιτιότητας;
γ) Είναι παραδεκτή η αντέφεση του Β;
δ) Ορθώς επισπεύδει εκτέλεση ο Α κατά του Β και ποια η τύχη της ανακοπής του;
ε) Επιτρέπεται και με ποιους όρους η κατάσχεση στα χέρια του Ε και του Μ;
Θέμα 3
Ο Α με βάση τελεσίδικη απόφαση που υποχρέωσε τον Β να του καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ από σύμβαση έργου που είχαν καταρτίσει, του επέδωσε την 12-2-2014 επιταγή για καταβολή του εν λόγω επιδικασθέντος ποσού και την 15-02-2014 επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητό του. Ο πλειστηριασμός του ακινήτου ορίστηκε για την 27-3-2014. Στις 10-3-2014 ο Β ασκεί ανακοπή με αίτημα την ακύρωση της επιβληθείσας κατασχέσεως για τούς ακόλουθους λόγους: i) τα κονδύλια της επιταγής είναι αόριστα, ίi) η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση είχε παραγραφεί πριν από την άσκηση της αγωγής, αλλά ο δικηγόρος του από αμέλεια παρέλειψε να προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό, iii)η έκθεση κατασχέσεως δεν του επιδόθηκε νομίμως διότι την παρέλαβε η μη σύνοικος πεθερά του (Π) μη επικαλούμενος όμως ότι υπέστη βλάβη και iv)είχε ήδη ασκήσει αναψηλάφηση κατά της τελεσίδικης αποφάσεως. Επί του κατασχεθέντος ακινήτου ενεγράφη την 17-2-2014 προσημείωση υποθήκης ποσού 100.000 ευρώ προς εξασφάλιση ισόποσης απαιτήσεως του Γ κατά του Β. Ο εγχειρόγραφος (επισπεύδων) δανειστής Α πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του κατά του Β από τον τυχόν επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα, αν ο Γ αναγγείλει την ως άνω απαίτησή του στον επί του πλειστηριασμό υπάλληλο.
Ερωτάται:
α) Είναι νόμιμοι και παραδεκτοί οι ως άνω λόγοι ανακοπής;
β) Θα μπορούσε ο Β με την ανακοπή του να προβάλει ένσταση συμψηφισμού, δηλώνοντας ότι συμψηφίζει την απαίτηση του Α με ανταπαίτηση που ο ίδιος Β διατηρεί κατ' αυτού, η οποία είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη λίγες ημέρες μετά την επίδοση της αγωγής στον Β.
γ) Υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής που θα μπορούσε να προταθεί παραδεκτώς από τον Β;
δ) Είναι δικαιολογημένος ο φόβος του Α ότι δεν θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του;
Να απαντηθούν τα 2 από τα 3 θέματα
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2014 (Κλιμάκιο Ορφανίδης - Σινανίδης - Δεληκωστόπουλος)
Θέμα 1
Ο εργολάβος Α πώλησε με συμβολαιογραφικό έγγραφο στο Β διαμέρισμα που βρίσκεται στην Αθήνα. Συμφωνήθηκε η σταδιακή αποπληρωμή του τιμήματος ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών για την αποπεράτωση του διαμερίσματος Η τελευταία δόση που ενσωμάτωνε το ποσό των 15.000 συμφωνήθηκε υπό τον όρο της πλήρους αποπερατώσεως και παραδόσεως του διαμερίσματος ("με το κλειδί" κατά την έκφραση της αγοράς). Ο Α ισχυριζόμενος την αποπεράτωση ζήτησε από τον Β την καταβολή του ποσού των 15.000, προσφερόμενος στην παράδοση του διαμερίσματος. Για την αποπεράτωση επικαλέσθηκε έγγραφη διαβεβαίωση του υπευθύνου του συνεργείου του.
Λόγω μη ανταποκρίσεως του Β ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση με τήρηση της προδικασίας. Επιβάλλει στη συνέχεια αναγκαστική κατάσχεση σε οικόπεδο του Β στην Κρήτη και δρομολογεί πλειστηριασμό του προσδιορίζεται προς διενέργεια τρεις μήνες αργότερα. Δέκα ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού ο Β ασκεί ανακοπή κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Προβάλλει ως λόγο την μη ύπαρξη απαιτήσεως του Α που μπορεί να στηρίξει αναγκαστική εκτέλεση Επικουρικώς με το ίδιο δικόγραφο ανακοπής ισχυρίζεται ότι διατηρεί κατά του Α ισόποση απαίτηση (15.000) από άλλη αιτία την οποία προβάλλει σε συμψηφισμό και ότι επί του οικοπέδου υφίσταται αναγκαστική κατάσχεση που έχει επιβάλει ο Γ για απαίτησή του κατά του Δ που ήταν ο προηγούμενος, κύριος του οικοπέδου.
Ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε παρά την άσκηση της ανακοπής.
Κατά τη συζήτηση της ανακοπής που έλαβε χώρα μετά τον πλειστηριασμό ο Α απέκρουσε όλους τους λόγους ανακοπής. Ειδικά για την ανταπαίτηση ισχυρίσθηκε ότι εκκρεμεί ήδη αγωγή του Β εναντίον του και σε κάθε περίπτωση δεν υφίστανται για την ύπαρξη της έγγραφης απόδειξης ενώ η αναγκαστική κατάσχεση αφορά χρέος του Δ προς το Γ. Ο Β, κατά τον ισχυρισμό του Α, απέκτησε απλώς το ακίνητο από το Δ ενώ ήταν κατασχεμένο.
α. Πως κρίνετε την νομική κατάσταση ως το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων ανακοπής με συνεκτίμηση της τοποθετήσεως του Α:
β. Εγκύρως πραγματοποιήθηκε ο πλειστηριασμός καίτοι είχε ασκηθεί η ανακοπή ;
Θέμα 2
Η εταιρεία Α διατηρεί αξιώσεις κατά της εταιρείας Β από δυο συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων που καταρτίσθηκαν σε διαφορετικό χρόνο. Η Β δεν κατέβαλε το τίμημα και κατόπιν τούτου η Α άσκησε στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά της Β με αίτημα να καταδικασθεί να της καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ από την πρώτη και το ποσό των 17.000 ευρώ από τη δεύτερη σύμβαση πωλήσεως. Κατά της αγωγής η Β αμύνθηκε με την προβολή της ενστάσεως για μείωση του οφειλόμενου τιμήματος κατά ποσοστό 50% λόγω ελαττωμάτων των πωληθέντων πραγμάτων και ως προς τις δυο συμβάσεις πωλήσεως.
Εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη σύμβαση κατά το ποσό των 18.000 ευρώ ενώ δέχθηκε την αγωγή πλήρως ως προς τη δεύτερη. η απόφαση επιδόθηκε με πρωτοβουλία της Α.
Εντός της νομίμου προθεσμίας η Β άσκησε έφεση με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της πρωτοβαθμίου αποφάσεως ως προς τη δεύτερη σύμβασή λόγω εσφαλμένης απορρίψεως της ενστάσεως της. Έξι μήνες αργότερα και πάντως εγκαίρως πριν από τη συζήτηση της εφέσεως η Β καταθέτει δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως και προς την πρώτη σύμβαση με επίκληση του λόγου εφέσεως ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει μόνο δεκτή η ένστασή της για την μείωση του τιμήματος. Μετά την εξέλιξη αυτή η Α ασκεί αντέφεση ως προς την πρώτη σύμβαση. Προβάλλει ως λόγο ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο δέχθηκε την ύπαρξη ελαττωμάτων, ισχυρισμό που είχε προβάλει και πρωτοδίκως.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θεωρεί την αγωγή αόριστη ως προς την πρώτη σύμβαση. Λόγω όμως της μη προβολής σχετικού λόγου εφέσεως από την Β θεωρεί ότι εμποδίζεται να ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Κατά τα λοιπά απορρίπτει την έφεση της Β ως προς τη δεύτερη σύμβαση ως ουσία αβάσιμη, ενώ απορρίπτει ως απαραδέκτως ασκηθέντες τους πρόσθετους λόγους και ως απαραδέκτως ασκηθείσα την αντέφεση ως προς την πρώτη σύμβαση πωλήσεως.
Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου σε σχέση με τα θέματα της αοριστίας της αγωγής και του απαραδέκτου προσθέτων λόγων εφέσεως και αντεφέσεως;
Θέμα 3
Ο Α με βάση προσωρινώς εκτελεστή απόφαση επισπεύδει αναγκαστικό πλειστηριασμό σε ακίνητο του Β. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο Β ασκεί εμπροθέσμως έφεση. Ο πλειστηριασμός λαμβάνει χώρα με υπερθεματιστή τον Υ. Στη σχετική διαδικασία αναγγέλλονται και άλλοι δανειστές του Β που αξιώνουν συμμετοχή στη διανομή του πλειστηριάσματος χωρίς όμως να διαθέτουν εκτελεστό τίτλο. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος με τη σύμφωνη γνώμη και του οφειλέτη Β - που επιφυλάχθηκε των δικαιωμάτων του από την έφεση - κατατάσσει στο σύνολο του πλειστηριάσματος τον Α με την ιδιότητα του επισπεύδοντος. Στο μεταξύ ο Γ ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ο πραγματικός κύριος του ακινήτου, και όχι ο Β, δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας που είχε ολοκληρωθεί ήδη πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. Ο Υ αλλά και οι Α και Β ανπκρούουν τον ισχυρισμό του Γ και ισχυρίζονται ότι σε κάθε περίπτωση ήταν ενήμερος για τη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Β και δεν αντέδρασε εγκαίρως. Παράλληλα εκδίδεται απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που δέχεται την έφεση του Β, εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή.
Ερωτάται:
α. Ορθώς έγινε η κατανομή του πλειστηριάσματος;
β. Απέκτησε ο Υ την κυριότητα του ακινήτου στη βάση της παραδοχής ότι ο Γ ήταν ο πραγματικός κύριος του ακινήτου;
γ. Είναι νομικά κρίσιμος ο ισχυρισμός των Υ, Α και Β σε σχέση με τον ισχυρισμό του Γ;
δ. Η ευδοκίμηση της εφέσεως και η απόρριψη της αγωγής του Α επηρεάζουν το κύρος του πλειστηριασμού;
Να απαντηθούν τα 2 από τα 3 θέματα.
--------------------------------------------------------------------------------------------
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Α άσκησε αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι Β και Γ να του καταβάλουν εις ολόκληρο το ποσό των 70.000 ευρώ από αδικοπραξία λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Ο Γ άσκησε προσεπίκληση κατά του Δ με την οποίαν, επικαλούμενος σύμβαση για την ανάληψη της ευθύνης από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής , ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δ να καταβάλει το ποσό των 70.000 ευρώ στον Α. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη και στη συνέχεια απέρριψε την προσεπίκληση, επειδή δεν ηττήθηκε ο Γ. Η απόφαση επιδίδεται από τον Γ μόνο στον Β στις 10.11.2013. Στη συνέχεια ο Α άσκησε έφεση στις 15.12.2013 μόνον κατά του Γ και ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του. Ο Γ φοβούμενος ότι η εναντίον του αγωγή του Α θα γίνει δεκτή, ασκεί έφεση κατά της απόφασης που απέρριψε την προσεπίκλησή του και ζητεί αυτή να γίνει δεκτή και να καταδικαστεί ο Δ να καταβάλει σε αυτόν (Γ), ό, τι υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος στον Α. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρίσταται ο Α και ο Γ, ενώ δεν εμφανίζεται ο Δ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχεται την έφεση, εξαφανίζει την απόφαση και δέχεται την αγωγή του Α κατά του Γ, ενώ απορρίπτει την προσεπίκληση του Δ ως μη νόμιμη.
Ερωτάται:
1) Ποιά είναι η νομική φύση της απόφασης;
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2016 - Κλιμάκιο Μ-Ω (Πολυζωγόπουλος, Πανταζόπουλος, Τσικρικάς, Τριανταφύλλου)
Θέμα 1ο
Ο Α άσκησε αγωγή κατά των Β και Γ στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 30.000€ από ενδοσυμβατική ευθύνη (αμοιβή από σύμβαση έργου) και το ποσό των 40.000€ από αδικοπραξία (κλοπή κατά συναυτουργία). Το Δικαστήριο δικάζοντας ερήμην του Β και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη για το ποσό των 15.000€ και 30.000€ αντίστοιχα. Ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης την οποία έστρεψε κατά του Α και του Γ και ζήτησε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του Α. Ο Α άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης την οποία έστρεψε κατά του Γ και ζήτησε, επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του. Έφεση κατά της ως άνω απόφασης άσκησε και ο Γ κατά του Α, επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή του Α εν όλω. Την ημέρα της δικασίμου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Β παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ως προς την έφεσή του, ενώ τους άλλους διαδίκους Α και Γ εκπροσώπησαν πληρεξούσιοι δικηγόροι και στις τρεις ως άνω εφέσεις. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζοντας την έφεση του Γ δέχθηκε ότι ο Α δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της αγωγής ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη του Γ και εξαφανίζοντας την απόφαση απέρριψε την αγωγή του Α ως απαράδεκτη ως προς την αξίωση αυτή, ενώ ως προς την απαίτηση από αδικοπραξία απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος Γ ως ουσία αβάσιμη. Επίσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις του Β και του Α ως ουσία αβάσιμες. Ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Γ με επίδοση αντιγράφου του απογράφου της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και επιταγής προς εκούσια συμμόρφωσή του.
Ερωτάται:
α) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς την εκπροσώπηση του Β με την κατάθεση δήλωσης κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ
β) ορθώς απευθύνεται η έφεση του Β κατά του Γ;
γ) αν ο Α ζητούσε να απορριφθεί η έφεση του Β, επειδή δεν περιείχε κανέναν λόγο έφεσης και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχόταν τον ισχυρισμό αυτό και απέρριπτε την έφεση του Β ως απαράδεκτη, θα έπραττε ορθώς;
δ) είναι ορθή η απόφαση του δικαστηρίου ως προς την έφεση του Γ κατά το σκέλος που απέρριψε την αγωγή του Α για την ενδοσυμβατική ευθύνη ως απαράδεκτη;
ε) πώς μπορεί να προστατευθεί ο Γ κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης του Α και τί μπορεί να επικαλεστεί ως λόγους ανακοπής με βάση τα πραγματικά περιστατικά του πρακτικού;
Θέμα 2ο
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να τους καταβάλει το ποσό των 50.000€ από αδικοπραξία (σωματική βλάβη) κατά την κύρια βάση της και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ταυτόχρονα ο Α άσκησε άλλη αγωγή κατά του Β στο ίδιο δικαστήριο ζητώντας το ποσό των 30.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για προσβολή της προσωπικότητας του λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης του Α. Το Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας τις δύο αγωγές, απέρριψε την πρώτη κατά την κύρια βάση της ως ουσία αβάσιμη και την επικουρική βάση ως μη νόμιμη, ενώ ανέστειλε την εκδίκαση της δεύτερης αγωγής ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το ποινικό δικαστήριο επί της μήνυσης που είχε ασκήσει ο Α. Ο Α άσκησε έφεση κατά της οριστικής απόφασης που απέρριψε την αγωγή από αδικοπραξία και ισχυρίστηκε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ προσέβαλε και την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ισχυριζόμενος ότι κακώς ανεστάλη η δίκη μέχρι την έκδοση της ποινικής απόφασης από το ποινικό δικαστήριο, εφ’ όσον υπάρχουν πλείστα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την συκοφαντική δυσφήμηση του Β, ζητώντας να εξαφανιστεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του. Αργότερα άσκησε εμπρόθεσμα πρόσθετο λόγο έφεσης ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Β εφεσίβλητος υπέβαλε με τις προτάσεις του τον ισχυρισμό περί του ότι ο Α με την συμπεριφορά του δεν περιόρισε την ζημία του από την σε βάρος του αδικοπραξία με την αναφορά των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, ενώ είχε ασκήσει νόμιμα και εμπρόθεσμα αντέφεση για την απόρριψη της αγωγής του Α ως προς το κεφάλαιο της αδικοπραξίας, ισχυριζόμενος ότι η αγωγή του Α έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.
Ερωτάται:
α) είναι παραδεκτή η έφεση του Α κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τις δύο αγωγές;
β) παραδεκτώς ασκείται ο πρόσθετος λόγος έφεσης του Α;
γ) είναι παραδεκτός ο ως άνω ισχυρισμός που υπεβλήθη από τον Β στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο;
δ) τί θα αποφασίσει το δικαστήριο για την αντέφεση του Β;
Ερωτάται:
α) τί θα αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί των ισχυρισμών της Ε;
β) θα μπορούσε ο Μ να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης;
γ) είναι παραδεκτή η επίκληση της εικονικότητας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με το δικόγραφο των προτάσεων;
δ) είναι έγκυρη η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β; Εάν όχι, ποιές πράξεις, με ποιόν τρόπο και για ποιούς λόγους θα μπορούσε να προσβάλει ο Β;
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιανουάριος 2018
ΘΕΜΑ 1ο
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β με αίτημα την καταδίκη του στην καταβολή του ποσού των 100.000 ευρώ ως οφειλόμενο τίμημα πωλήσεως και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.Έπειτα από την άσκηση της αγωγής ο Α εκχωρεί την επίδικη απαίτηση στον Γ, ο οποίος παρεμβαίνει προς υποστήριξή του στην εκκρεμή δίκη.Το δικαστήριο κρίνει ότι δεν καταρτίστηκε έγκυρη σύμβαση πωλήσεως,ωστόσο επιδικάζει το απαιτούμενο ποσό επί τη βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων.Ο Α επιδίδει την πρωτόδικη απόφαση στον Β στις 3.5.2017.Στις 20.6.2017 ο Γ ασκεί έφεση κατά της αποφάσεως ,την οποία στρέφει κατά του Β παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί πωλήσεως διατάξεων κατά την κρίση περί της ακυρότητας της συμβάσεως πωλήσεως.Δικάσιμος της εφέσεως ορίζεται η 10.12.2017.Στις 30.5.2017 ο Β ασκεί έφεση , την οποία στρέφει κατά του Α,παραπονούμενος για εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδείξεων και στη συνέχεια στις 5.11.2017 ο ίδιος ασκεί αντέφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ,την οποία στρέφει κατά του Α,παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων κατά την επιδίκαση του αιτούμενου ποσού.Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχεται τύποις και απορρίπτει ως ουσία αβάσιμες την έφεση του Γ, καθώς και την έφεση και την αντέφεση του Β.Ο Β ασκεί αίτηση αναιρέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως την οποία στρέφει κατά του Γ.
Ερωτάται:
Α)Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Γ ;
Β)Ασκούνται παραδεκτώς η έφεση και η αντέφεση του Β;
Γ)Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Β;
Δ)Μπορεί ο Γ να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β προς ικανοποίηση της επιδικασθείσας απαιτήσεως και σε καταφατική περίπτωση επί τη βάσει ποίου εκτελεστού τίτλου;
ΘΕΜΑ 2ο
Ο Α άσκησε αγωγή ,επικαλούμενος ως βάση τις διατάξεις περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού αιτούμενος την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον ενός νέου συγγραφικού του έργου ,κατά των Β και Γ στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.Επίσης ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 50.000 ευρώ από αδικοπραξία (φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά συναυτουργία).Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση του αθέμιτου ανταγωνισμού και διέταξε αποδείξεις κατά το άρθρο 337 ΚΠολΔ για την προσκόμιση γνωμοδότησης περί του εφαρμοστέου δικαίου για τη βάση της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας ,ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το αίτημα της αδικοπραξίας και υποχρέωσε τους Β και Γ να καταβάλουν εις ολόκληρον στον Α το ποσό των 40.000 ευρώ κηρύσσοντας την απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό προσωρινώς εκτελεστή.Ο Α άσκησε έφεση κατά της απόφασης ως προς την απόρριψη της αγωγής για τη βάση του αθέμιτου ανταγωνισμού και ζήτησε να εξαφανισθεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του,επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων ,ενώ ο Β άσκησε έφεση κατά της προσωρινώς εκτελεστής απόφασης που τον καταδίκασε να καταβάλει στον Α το ποσό των 40.000 ευρώ επικαλούμενος και αυτός κακή εκτίμηση των αποδείξεων.Ο Γ πληροφορηθείς την άσκηση της έφεσης από τον Β καταθέτει νομίμως και εμπροθέσμως δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης με το οποίο προτείνει ως λόγο την καταβολή του ποσού των 40.000 ευρώ μετά την έκδοση της ως άνω πρωτόδικης απόφασης .Ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Γ με βάση την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και κατάσχει ένα ακίνητο του Γ για την ικανοποίηση της απαίτησής του εκ 40.000 ευρώ.Ο Γ ασκεί νομίμως και εμπροθέσμως ανακοπή κατά της ως άνω εκτέλεσης και ζητεί την ακύρωσή της επικαλούμενος ότι δεν υπάρχει τελεσίδικη απόφαση εναντίον του ως όρος της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ και επιπλέον ότι καταχρηστικώς επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στον ακίνητο του,αξίας 150.000 ευρώ,διότι ο ίδιος κατέχει πολυτελές ακίνητο αξίας 80.000 ευρώ από την αξία του οποίου μπορεί να ικανοποιηθεί η απαίτηση του Α, γεγονός το οποίο γνωρίζει ο Α ,προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται και προσκομίζει ένορκη βεβαίωση τρίτου προσώπου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών νομίμως και παραδεκτώς ληφθείσα.
Ερωτάται:
Α)Είναι παραδεκτή η έφεση του Α;
Β)Είναι παραδεκτή η έφεση του Β;
Γ)Είναι παραδεκτό το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων του Γ;
Δ)Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο επί των λόγων ανακοπής του Γ;
ΘΕΜΑ 3ο
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος συμβατική κτήση κυριότητας.Περαιτέρω ο Α με τις προτάσεις του προτείνει και την τακτική χρησικτησία ως λόγο κτήσεως κυριότητας του ακινήτου.Κατά την συζήτηση της αγωγής ο Β ερημοδικεί.Το δικαστήριο απορρίπτει ως αόριστη τη βάση περί της συμβατικής κτήσεως κυριότητας,ωστόσο,κάνει δεκτή την αγωγή κρίνοντας ότι ο ενάγων απέκτησε κυριότητα με τακτική χρησικτησία και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου.Ο Α,ο οποίος ουδέποτε επέδωσε την απόφαση στον Β,επισπεύδει εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης με την επίδοση στον Β στις 5.6.2017 επιταγής προς εκτέλεση.Ο Β ασκεί στη συνέχεια αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως προβάλλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της κρίσεως περί της βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό της τακτικής χρησικτησίας.
Ερωτάται:
A)Επισπεύδεται ορθά αναγκαστική εκτέλεση από τον Α;
Β)Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Β;
Γ)Σε ποιόν λόγο στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως του Β;
Δ)Μπορεί ο Β να προσβάλει την εναντίον του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση;Για ποιον λόγο και σε ποια προθεσμία;
Από τα τρία θέματα να δοθούν απαντήσεις στα δύο.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2018 (κλιμάκιο Μ-Ω)
ΘΕΜΑ 1
Η εταιρεία Ε ασκεί αγωγή κατά των Α, ως οφειλέτη, και Β, ως εγγυητή, με αίτημα την απόδοση δανείου ποσού 300.00 ευρώ. Από τους περιεχομένους στην αγωγή ισχυρισμούς προκύπτει ότι η Ε είχε εκχωρήσει πριν από την άσκηση της αγωγής στην επίδικη απαίτηση στην εταιρεία Υ και είχε αναγγείλει την εκχώρηση στους Α και Β. Οι Α και Β με τις προτάσεις τους ζήτησαν την ακύρωση της σύμβασης δανείου λόγω απάτης και, επικουρικά, λόγω πλάνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την με αριθμό 1214/2017απόφαση με την οποία απέρριψε το αίτημα ακύρωσης λόγω απάτης, ως μη νόμιμο, και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να εξετασθούν μάρτυρες με τον ισχυρισμό περί πλάνης.
Ο Α ασκεί έφεση κατά της με αριθμό 1214/2017απόφασης.
Μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας εκδίδεται η με αριθμό 4332/2017 απόφαση με την οποία απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί πλάνης των Α και Β και γίνεται δεκτή η αγωγή της Ε. Η απόφαση επιδίδεται στις 23.6.2017 στον Α, ο οποίος ασκεί έφεση και κατά της με αριθμό 4332/2017 απόφασης, με λόγους εφέσεως την κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς του ισχυρισμού του περί πλάνης και σε κάθε περίπτωση την προβολή του ισχυρισμού ότι η σύμβαση δανείου είναι άκυρη λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη (ΑΚ 179). Κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η Ε ισχυρίζεται με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της ότι ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης, το δικαίωμα του Α έχει αποσβεσθεί, γιατί έχουν περάσει δύο χρόνια από τη σύναψη του δανείου (ΑΚ 157).
Το εφετείο απορρίπτει την έφεση. Η Ε επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά των Α και Β με επίδοση στις 2.2.2018 επιταγής με εκτέλεση. Μετά την επίδοση της επιταγής ο Α πεθαίνει και κληρονομείται από τον Κ.
Ερωτάται:
1) Είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής από τον Α κατά της με αριθμό 1214/2017 απόφασης; 2) Παραδεκτά ασκεί ο Α έφεση για δεύτερη φορά; 3) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Α περί ακυρότητας με βάση τη διάταξη ΑΚ 179 καθώς και ο ισχυρισμός της Ε που προβλήθηκαν στο Εφετείο; 4) Θα μπορούσε το Εφετείο να λάβει υπόψη του τον περιεχόμενο στην αγωγή ισχυρισμό για προηγούμενη εκχώρηση της απαίτησης από τη Ε στην Υ και να απορρίψει την αγωγή γι’ αυτόν τον λόγο (αν και κανένας από τους διαδίκους δεν προέβαλε σχετικό λόγω αγωγής); 5) Πώς θα συνεχισθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε αρχίσει κατά του οφειλέτη Α; Νομίμως επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β;
ΘΕΜΑ 2
Ο Α ασκεί στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ ως θετική ζημία και το ποσό των 60.000 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος λόγω αδικοπραξίας. Αίτημα για κήρυξη της αποφάσεως ως προσωρινώς εκτελεστής δεν υπέβαλε ο Α. Εκδόθηκε απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή για το ποσό των 20.000 ευρώ για τη θετική ζημία πλέον τόκων από την άσκηση της αγωγής ενώ απέρριψε ως αόριστη την αγωγή σε σχέση με τα διαφυγόντα κέρδη. Η απόφαση επιδόθηκε με πρωτοβουλία του Α στον Β. Κατά της αποφάσεως άσκησε εμπροθέσμως έφεση ο Β ενώ μετά την παρέλευση της προθεσμίας εφέσεως άσκησε αντέφεση ο Α ως προς τη θετική ζημία κατά το μέρος που απερρίφθη η αγωγή του και ως προς τα διαφυγόντα κέρδη. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παρέστη ο Β καίτοι είχε κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως. Έφεση και αντέφεση συνεκδικάσθηκαν με κατάθεση προσώπων από τον Α που παρέστη. Την πρωτοβουλία της κλητεύσεως για τη συζήτηση είχε ο Α.
Εκδόθηκε απόφαση με την οποία απερρίφθη η έφεση του Β ως ανυποστήρικτη και ως ουσία αβάσιμη η αντέφεση του Α ως προς όλα τα αιτήματα.
Στη συνέχεια ο Α ζήτησε, πριν ακόμη λάβει χώρα επίδοση της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, την έκδοση απογράφου με την τήρηση των προβλεπομένων στον νόμο. Με βάση αντίγραφο εξ απογράφου επιτάσσει τον Β να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ εντόκως πλέον τόκων επί τόκων. Ο Β δεν ανταποκρίθηκε γιατί θεωρεί ότι παρανόμως και ανυποστάτως επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση. Γι’ αυτό και ουδέν πράττει. Στη συνέχεια ο Α επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση (άρθρο 953 παρ. 2) σε εμπορεύματα κυριότητας του Β που είχαν πουληθεί στον Γ με επιφύλαξη όμως του δικαιώματος κυριότητας (υπέρ του Β, δηλαδή) (ΑΚ 532). Είχε συμφωνηθεί μεταξύ Β και Γ η αποπληρωμή του τιμήματος με δόσεις. Έως τότε, δηλαδή έως την κατάσχεση, ο Γ αποπλήρωνε κανονικά τις δόσεις.
Ερωτάται:
1) Παραδεκτώς εκδόθηκε το απόγραφο; 2) Παραδεκτώς επιτάσσεται ο Β να καταβάλει τα ποσά που αναφέρονται στην επιταγή προς εκτέλεση; 3) Παραδεκτώς άσκησε ο Α αντέφεση; 4)Είναι ορθή η θεώρηση του Β που ουδέν πράττει; 5) Υπάρχει τρόπος προστασίας του Γ σε σχέση με την επισπευδόμενη εκτέλεση;
Η Α ισχυριζόμενη ότι το διαμέρισμα αποπερατώθηκε αξιώνει την τελευταία δόση ύψους 35.000 ευρώ. Προσκομίζει για την αποπεράτωση βεβαίωση του επικεφαλής του συνεργείου της. Ο Β φρονεί ότι το διαμέρισμα κάθε άλλο παρά αποπερατωμένο είναι και αρνείται παραλαβή και καταβολή του εναπομείναντος τμήματος.
Κατόπιν τούτου η Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β. Μετά την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου και την έκδοση απογράφου προβαίνει σε επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση. Στη συνέχεια η Α επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε άλλο διαμέρισμα του Β στην πόλη καταγωγής του προς είσπραξη της απαιτήσεώς της.
Ο Β ασκεί ανακοπή κατά της επισπευδομένης εκτελέσεως. Θεωρεί ότι η επίσπευση δεν είναι νόμιμη. Επικουρικώς προβάλλει τις ενστάσεις για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος σε σχέση με την απαίτηση για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση και συμψηφισμού με ισότοπη ανταπαίτησή του από προηγούμενη επαγγελματική σχέση που είχε με την Α. Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ο Β προς απόδειξη των ενστάσεών του επικαλείται και προσκομίζει στη δίκη ένορκες βεβαιώσεις. Η Α με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της θεωρεί ότι απαραδέκτως προβάλλονται τέτοιοι ισχυρισμοί λόγω δεδικασμένου αλλά και της διαδικασίας εντός της οποίας προτείνονται.
Πριν από τον πλειστηριασμό που είχε προσδιορισθεί νόμιμα εκδίδεται τελεσίδικη απόφαση με την οποία καταδικάζεται ο Β να μεταβιβάσει την κυριότητα του κατασχεθέντος διαμερίσματος στην αδελφή του Γ. Η Γ είχε ασκήσει αγωγή πολύ πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Μετά την έκδοση της αποφάσεως η Γ προβαίνει με την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων σε μεταγραφή αυτής σε δημόσια βιβλία. Μετά τη μεταγραφή στη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως αναγγέλλεται και ο Δ ως δανειστής του Β χωρίς πάντως να διαθέτει εκτελεστικό τίτλο.
Ερωτάται:
1) Νομίμως επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β; 2) Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Α που προβάλλονται προς αντίκρουση των λόγων ανακοπής; 3) Επηρεάζει η απόφαση καταδικάζει τον Β να μεταβιβάσει την κυριότητα του διαμερίσματος στην Γ και η μεταγραφή αυτής την αναγκαστική εκτέλεση που είχε δρομολογηθεί από την Α; 4) Ποια η θέση του Δ που αναγγέλλεται στην εκτελεστική διαδικασία ενόψει της μεταγραφής που προηγήθηκε;
Από τα τρία θέματα να απαντηθούν τα δύο.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2018 (κλιμάκιο Α-Λ)
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος κτήση κυριότητας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα του τον Π και επικουρικά κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041). Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη ο Μ στον οποίο ο Β είχε παραχωρήσει την κατοχή του ακινήτου με τήρηση των διατάξεων των άρθρων 81 και 238 ΚπολΔ. Το πρωτοβάθμιο δικ. κάνει δεκτή την παρέμβαση του Μ και απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Ο Α ασκεί έφεση την οποία στρέφει κατά του Β, προσβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή των περί κληρονομικής διαδοχής διατάξεων. Έπειτα από την άσκηση της εφέσεως ο Α μεταβιβάζει το ακίνητο στον Γ. Κατά την εκδίκαση της έφεσης του Α ο Β ερημοδικεί. Το δευτεροβάθμιο κάνει δεκτή την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση, κρατεί και δικάζει την αγωγή και την κάνει δεκτή, κρίνοντας ότι απεδείχθη η βάση της τακτική χρησικτησίας και καταδικάζει στον Β στην απόδοση του ακινήτου. Στη συνέχεια ο Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με την επίδοση σε αυτόν στις 12.3.2018 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Ο Β ασκεί αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και ταυτόχρονα ζητεί την αναστολή της εκτελεστότητας της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ωστόσο πριν εκδικασθεί η σχετική αίτηση, ο Γ αποβάλλει τον Β στις 16.3.2018 από το ακίνητο, Ο Β πέντε ημέρες μετά την αποβολή ασκεί ανακοπή προς ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και της αποβολής, επικαλούμενος την εκ μέρους του κτήση κυριότητας επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Α, δικαιοπαρόχου του Γ.
ΘΕΜΑ 2
Ο Α, κύριος περικλείστου ακινήτου, άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά των Β και Γ, κυρίων ομόρων ακινήτων, και ζήτησε να αναγνωριστεί δικαίωμα δουλείας διόδου επί αυτών. Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του Α. Ο Α επέδωσε την απόφαση στον Β στις 30.1.2018 και στον Γ στις 28.2.2018. Ο Β άσκησε έφεση στις 23.3.2018 κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την οποία έστρεψε κατά των Α και Γ και ζήτησε να εξαφανισθεί αυτή επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ο Γ άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20.3.2018 και ζήτησε να εξαφανισθεί αυτή λόγω κακής εκτίμησης των αποδείξεων και επιπλέον διότι είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά των Γ και Β. ΤΟ δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Β ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης καθώς και την έφεση του Γ δεχόμενο ειδικότερα ότι η επίκληση της ως άνω απόφασης επί της προαναφερθείσας αναγνωριστικής αγωγής δεν επηρεάζει την εκκρεμή δίκη.
Ερωτάται: α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β; β) Είναι παραδεκτή η έφεση του Γ; γ) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Γ για την έκδοση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης μεταξύ των διαδίκων και ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς αυτόν; δ) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεσθεί ο Β αν ήθελε ασκήσει αναίρεση; Ε) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεσθεί ο Γ αν ήθελε ασκήσει αναίρεση;
ΘΕΜΑ 3
Ο Α, για την ικανοποίηση απαίτησης αποζημίωσης από αδικοπραξία κατά του Β, ποσού 15.000 ευρώ, επισπέυθει αναγκαστική εκτέλεση, η οποία οδηγεί σε πλειστηριασμό ακινήτου του Β, που διενεργήθηκε στις 20.1.2018. Το πλειστηρίασμα ανέρχεται σε 1112.000 ευρώ κα με τα εξής δεδομένα των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, συμβολαιογράφο Σ: (α) Απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για καθυστερούμενα εκ μέρους του Β φόρο εισοδήματος 25.000 ευρω. (β) Απαίτηση του δανειστή Δ1 , που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για 30.000 ευρώ ένα (1) έτος πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. Η ισόποση ασφαλιζόμενη απαίτηση του Δ1 είχε επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε δύο (2) μήνες πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. (γ) Απαίτηση του δανειστή Δ2, που είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 30.000 ευρώ τρία (3) έτη πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. Επί της αγωγής που είχε ασκήσει ο Δ3 κατά του Β, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για την επιδίκαση της ισόποσης ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, δεν είχε ακόμα εκδοθεί απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου. (δ) Απαίτηση του δανειστή Δ3, που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 60.000 ευρώ δύο (2) μήνες μετά την επιβολή της κατάσχεσης. Η ισόποση απαίτηση του Δ4 είχε επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε έξι (6) μήνες πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. (ε) Απαίτηση του Υ, υπαλλήλου του Β, για οφειλόμενους μισθούς δώδεκα (12) μηνών, πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού συνολικά 20.000, που είχαν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των 12.000 ευρώ, το πλειστηρίασμα βάσει του συνταχθέντος από τον Σ πίνακα κατάταξης, διανεμήθηκε στους αναγγελθέντες δανειστές ως ακολούθως:
-Ποσό 20.000 ευρώ στον Υ –Ποσό 15.000 στο Ελληνικό Δημόσιο - Ποσό 30.000 ευρω στον Δ2 – Ποσό 30.000 ευρώ στον Δ1 – Ποσό 5.000 στον Δ3
Όλοι οι πιο πάνω δανειστές κατατάχθηκαν οριστικά. Ο Σ δεν κατέταξε στον πίνακα τον Α, με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος δεν ανήγγειλε, κατ’ άρθρο 972.1 Κπολ, την απαίτηση του κατά του Β.
Ερωτάται:
1. Ορθώς κατετάγησαν οι πιο πάνω απαιτήσεις στον πίνακα; Ορθώς δεν κατετάγη η απαίτηση του Α;
2. Το Ελληνικό Δημόσιο ασκεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως, στρεφόμενο κατά του Δ1, προτείνοντας τον ισχυρισμό, ότι η καταταχθείσα στον πίνακα απαίτηση του τελευταίο κατά του Β έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το αίτημα της ανακοπής συνίσταται στη μεταρρύθμιση του πίνακα κατατάξεως κατά τρόπο ώστε να αποβληθεί από αυτόν ο Δ1 και να καταταχθεί στη θέση του το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο για το ποσό των 10.000 ευρώ. Ποιος βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου; Μπορεί ο Δ1, προς αντίκρουση της ανακοπής, να επικαλεσθεί το δεδικασμένο της αποφάσεως που επιδίκασε την απαίτηση του κατά του Β;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2019 (Κλιμάκιο Α-Λ)
Ο Α άσκησε αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά της εταιρείας Β, με αίτημα την καταδίκη της Β στην καταβολή ορισμένου ποσού για δαπάνες από εργασία, που πραγματοποιήθηκαν με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο εξέδωσε οριστική απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή του Α. Η εταιρεία Β άσκησε έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως η εκκαλούσα εταιρεία Β δεν εμφανίσθηκε. Η ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε λόγω ερημοδικίας κατά της απόφασης του Εφετείου. Η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε. Μετά την απόρριψη της ανακοπής ερημοδικίας, ο Α επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά της Β, συγκεκριμένα επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο της Β για το ποσό που του επιδικάστηκε και ορίσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός. Ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε και αναδείχθηκε υπερθεματιστής ο Γ. Στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναγγέλθηκαν ο δανειστής Δ, που είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης στο επίδικο ακίνητο της Β πριν από την κατάσχεση, καθώς και ο Ε ως εγχειρόγραφος δανειστής της Β με εκτελεστό τίτλο τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση. Ο Α πιστεύει ότι η απαίτησή του δεν κινδυνεύει, διότι ο μεν δανειστής Δ δεν μπορεί πλέον μετά τον πλειστηριασμό να τρέψει την προσημείωσή του σε υποθήκη, ο δε εγχειρόγραφος δανειστής Ε υπολείπεται απέναντί του, αφού δεν έχει την ιδιότητα του κατάσχοντος.
Ερωτάται: α) Είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που απέρριψε την έφεση του Β; β) Επί τη βάσει ποιου εκτελεστού τίτλου επέσπευσε ο Α αναγκαστική εκτέλεση κατά της Β; γ) Είναι ορθή η εκτίμηση του Α ως προς την κατάταξη της απαίτησής του σε σχέση με τον προσημειούχο δανειστή Δ; δ) Είναι ορθή η εκτίμηση του Α ως προς την κατάταξη της απαίτησης του σε σχέση με τον εγχειρόγραφο δανειστή Ε;
Από τα τρία θέματα θα δοθούν απαντήσεις στα δύο
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
29.6.2018 Α-Λ
ΑπάντησηΔιαγραφήΘΕΜΑ 1
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος κτήση κυριότητας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής απο τον πατέρα του Π και επικουρικά κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041). Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη ο Μ, στον οποίο ο Β είχε παραχωρήσει την κατοχή του ακινήτου με τήρηση των διατάξεων των άρθρων 81 και 238 ΚπολΔ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κάνει δεκτή την παρέμβαση του Μ και απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Ο Α ασκεί έφεση, την οποία στρέφει κατά του Β, προβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή των περί κληρονομικής διαδοχής διατάξεων. Έπειτα απο την άσκηση της εφέσεως, ο Α μεταβιβάζει το ακίνητο στον Γ. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως του Α, ο Β ερημοδικεί. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κάνει δεκτή την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση, κρατεί και δικάζει την αγωγή και την κάνει δεκτή, κρίνοντας ότι απεδείχθη η βάση της τακτικής χρησικτησίας και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου. Στη συνέχεια ο Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με την επίδοση σε αυτόν στις 12.3.2018 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο Β ασκεί αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ταυτόχρονα ζητεί την αναστολή της εκτελεστότητας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ωστόσο, πριν εκδικασθεί η σχετική αίτηση, ο Γ αποβάλλει τον Β στις 16.3.2018 απο το ακίνητο. Ο Β 5 μέρες μετά την αποβολή ασκεί ανακοπή προς ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και της αποβολής, επικαλούμενος την εκ μέρους του κτήση της κυριότητας επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Α, δικαιοπαρόχου του Γ.
Ερωτάται:
1) Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Α;
2) Είναι ορθή η κρίση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ως προς την παραδοχή της αγωγής του Α;
3) Εάν όχι, ποιος λόγος αναιρέσεως στοιχειοθετείται;
4) Είναι ορθή η επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως από τον Γ κατά του Β;
5) Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Β;
6) Είναι παραδεκτός ο λόγος της ανακοπής του Β;
ΘΕΜΑ 2
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Α, κύριος περίκλειστου ακινήτου, άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά Β & Γ, κύριων όμορων ακινήτων, και ζήτησε να αναγνωριστεί δικαίωμα δουλείας διόδου επί αυτών. Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του Α. Ο Α επέδωσε την απόφαση στον Β στις 30.1.2018 και στον Γ στις 28.2.2018. Ο Β άσκησε έφεση στις 23.3.2018 κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την οποία έστρεψε κατά Α και Γ και ζήτησε να εξαφανιστεί αυτη επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ο Γ άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 20.3.2018 και ζήτησε να εξαφανιστεί λόγω κακής εκτίμησης των αποδείξεων και επιπλέον διότι είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου που είχε απορρίψει τη σχετική αναγνωριστική αγωγή κυριότητας του Α κατά των Β & Γ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Β ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης καθώς και την έφεση του Γ, δεχόμενο οτι η επίκληση της ως άνω απόφασης επί της προαναφερθείσας αναγνωριστικής αγωγής δεν επηρεάζει την εκκρεμή δίκη.
Ερωτάται:
α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β;
β) Είναι παραδεκτή η έφεση του Γ;
γ) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Γ για την έκδοση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης των διαδίκων και ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς αυτόν;
δ) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Β, αν ήθελε να ασκήσει αναίρεση;
ε) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Γ αν ήθελε να ασκήσει αναίρεση;
ΘΕΜΑ 3
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Α για την ικανοποίηση απαίτησης αποζημίωσης απο αδικοπραξία κατά του Β ποσού 5.000€ επιδπεύδει αναγκαστική εκτέλεση η οποία οδηγεί σε πλειστηριασμό ακινήτου του Β που διενεργείται στις 20.1.2018. Το πλειστηρίασμα ανέρχεται σε 112.000 € και με τα εξής δεδομένα των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στον υπάλληλο πλειστηριασμού συμβολαιογράφο Σ
(α) Απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για καθυστερούμενο εκ μέρους του Β φόρο εισοδήματος 25.000€
(β) Απαίτηση του δανειστή Δ1 που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 30.000 € ένα έτος πριν την επιβολή της κατασχέσεως. Η ισόποση ασφαλιζόμενη απαίτηση το Δ1 είχε επιδικαστεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε 2 μήνες πριν απο την επιβολή της κατασχέσεως.
(γ) Απαίτηση του δανειστή Δ2 που είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 30.000 € 3 έτη πριν απο την επιβολή της κατασχέσεως. Επί της αγωγής που είχε ασκήσει ο Δ2 κατά του Β ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για την εκδίκαση της ισόποσης ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου.
(δ) Απαίτηση του δανειστή Δ3 που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος για ποσό 60.000 € 2 μήνες μετά την επιβολή της κατασχέσεως. Η ισόποση απαίτηση του Δ3 είχε επιδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση η οποία δημοσιθεύθηκε 6 μήνες πριν από την επιβολή της κατασχέσεως.
(ε) Απαίτηση του Υ, υπαλλήλου του Β, για οφειλόμενους μισθούς 12 μηνών πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, συνολικά 20.000 € που είχαν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως, που ανέρχονταν σε 12.000 €, το πλειστηρίασμα, βάσει του συνταχθέντος από τον Σ πίνακα κατατάξεως διανεμήθηκε στους αναγγελθέντες δανειστές ως ακολούθως:
- Ποσό 20.000 € στον Υ.
- Ποσό 15.000 € στο Ελληνικό Δημόσιο.
- Ποσό 30.000 € στον Δ2.
- Ποσό 30.000 € στον Δ1.
- Ποσό 5.000 € στον Δ3.
Όλοι οι παραπάνω δανειστές κατατάχθηκαν οριστικά. Ο Σ δεν κατέταξε στον πίνακα τον Α με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος δεν ανήγγειλε, κατ' άρθρο 972 παρ. 1 ΚπολΔ, την απαίτησή του κατά του Β.
Ερωτάται:
1. Ορθ΄βως κατετάγησαν οι πιο πάνω απαιτήσεις στον πίνακα κατατάξεως; Ορθώς δεν κατετάγη στον πίνακα η απαίτηση του Α;
2. Το Ελληνικό Δημόσιο ασκεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηριίου ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως, στρεφόμενο κατά του Δ1, προτείνοντας τον ισχυρισμό ότι η καταταχθείσα στον πίνακα απαίτηση του τελευταίου κατά του Β έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το αίτημα της ανακοπής συνίσταται στη μεταρρύθμιση του πίνακα κατά τρόπο ώστε να αποβληθεί από αυτόν ο Δ1 και να καταταγεί στη θέση του το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο για το ποσό των 10.000 €. Ποιος βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου; Μπορεί ο Δ, προς αντίκρουση, να επικαλεσθεί το δεδικασμένο της αποφάσεως που επιδίκασε την απαίτησή του κατά του Β;