16 Φεβρουαρίου 2012

Θέματα Πολιτικής Δικονομίας ΙΙ

Ιούνιος 2010 (Κλιμάκιο Ορφανίδη, Πανταζόπουλου):

ΘΕΜΑ 1ο:

Ο Α άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Β και του ομόρρυθμου εταίρου της Γ με την οποία ζήτησε να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 50.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή εν μέρει κατά των εναγομένων ως ουσία βάσιμη. Η απόφαση που εκδόθηκε επιδόθηκε από τον Α μόνο στον Γ στις 27.12.2009, ο οποίος δεν είχε εμφανιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και αυτός άσκησε εμπρόθεσμα ανακοπή ερημοδικίας επικαλούμενος ότι την ημέρα της δικασίμου δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο διότι η γυναίκα του στην οποία είχε επιδοθεί το δικόγραφο της αγωγής με κλήση προς συζήτηση ως σύνοικο, λησμόνησε να του το υπενθυμίσει. Η Β, στην οποία επιδόθηκε στις 12.01.2010 από τον Α η απόφαση, άσκησε έφεση κατά...


...της πρωτοβάθμιας απόφασης στις 04.02.2010 επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, την οποία απηύθυνε κατά του Α, στη σχετική δε δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κλήτευσε και τον Γ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αγωγή ήταν αόριστη και αφού εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή.


Ερωτάται: 


1) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς το παραδεκτό και βάσιμο της ανακοπής ερημοδικίας του Γ; 


2) Είναι εμπρόθεσμη ή όχι η έφεση της Β και γιατί; 


3) Νομίμως έπραξε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη; 


4) Αν ασκούσε έφεση μόνο ο Α ζητώντας να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του, θα μπορούσε: 


α) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη αφού εξαφανίσει την απόφαση; και 


β) Η Β να προτείνει με τις προτάσεις της στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον ισχυρισμό περί παραγραφής της απαίτησης του Α που είχε λάβει χώρα πριν από τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο;


ΘΕΜΑ 2ο:


Η εταιρεία αυτοκινήτων Α πώλησε στον Β αυτοκίνητο έναντι του ποσού των 20.000 ευρώ. Το τίμημα ορίσθηκε καταβλητέο σε 20 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Η πώληση καταρτίσθηκε για λόγους μείζονος ασφάλειας με συμβολαιογραφικό έγγραφο με την πρόβλεψη όρου για παρακράτηση της κυριότητας από τον πωλητή και για απόδοση της κατοχής αν ο αγοραστής καθυστερήσει την καταβολή δύο (2) συνεχόμενων δόσεων. Μετά από οκτώ (8) μήνες η εταιρεία Α επίσπευσε αναγκαστική εκτέλεση για την απόδοση του αυτοκινήτου. Μετά την τήρηση της νόμιμης προδικασίας ο δικαστικός επιμελητής αφαίρεσε την κατοχή του πράγματος από τον Β με την αιτιολογία της μη καταβολής δύο (2) συνεχόμενων δόσεψν. Κατά της εκτελέσεως ο Β άσκησε μετά την πάροδο διμήνου από την αφαίρεση ανακοπή στο αρμόδιο δικαστήριο με λόγο ανακοπής ότι παρανόμως επισπεύθηκε αναγκαστική εκτέλεση αφού η αξίωση της Α τελούσε υπό αίρεση και συγκεκριμένα την μη καταβολή δυο (2) διαδοχικών δόσεων . Η πλήρωση της αιρέσεως κατά τον Β δεν αποδεικνυόταν με έγγραφο.


Ερωτάται: 


1) Ασκήθηκε παραδεκτά η ανακοπή εκ μέρους του Β; 


2) Ανεξαρτήτως του θέματος του παραδεκτού, είναι βάσιμος ο λόγος ανακοπής; 


3) Αν ήθελε υποτεθεί ότι ο Β κατέβαλλε κανονικά τις μηνιαίες δόσεις και λίγο πριν από την πλήρη εξόφληση του τιμήματος τρίτος δανειστής της εταιρείας Α επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο αυτοκίνητο ως ανήκον ακόμη στην κυριότητα της Α για ικανοποίηση απαιτήσεών του, θα υφίστατο τρόπος προστασίας του Β μέσω του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως;


ΘΕΜΑ 3ο:


Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλλει το ποσό των 30.000 ευρώ λόγω αδικοπραξίας. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι ο Β οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα τον τραυμάτισε από δόλο άλλως από αμέλεια. Εκδόθηκε απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 15.01.2010 που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και καταδίκασε τον Β σε καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ λόγω της αμελούς οδηγήσεως. Κατά τα λοιπά απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως την 10.02.2010 άσκησε έφεση ο Α. Ισχυρίσθηκε ότι ''κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων'' δεν έγινε πλήρως δεκτή η αγωγή του. Η έφεση προσδιορίσθηκε να συζητηθεί τον Ιανουάριο του 2011. Την 20.02.2010 μαζί με το δικόγραφο της εφέσεως και τον προσδιορισμό δικασίμου, ο Α επέδωσε στον Β και την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Την 20.04.2010 αφού διαπίστωσε ότι ο Β δεν άσκησε έφεση, ο Α επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση. Μετά την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου του Β προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς του. Δυο ημέρες μετά την κατάσχεση ο Β άσκησε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ στο αρμόδιο δικαστήριο με λόγο ανακοπής την έλλειψη εκτελεστού τίτλου. Αίτηση αναστολής του Β απερρίφθη με αποτέλεσμα να λάβει χώρα αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου. Μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού εκδόθηκε απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση του Α ως ουσία αβάσιμη. Συγχρόνως το εφετείο αντικατέστησε τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης για το τίμημα που είχε κάνει δεκτή την αγωγή με τη διαπίστωση ότι ο Β είχε προκαλέσει από δόλο και όχι από αμέλεια τον τραυματισμό του Α.


Ερωτάται: 


1) Είναι βάσιμος ο λόγος ανακοπής του Β; 


2) Είναι ορισμένος ο λόγος εφέσεως; 


3) Τυχόν ευδοκίμηση της ανακοπής κατά της κατασχέσεως επηρεάζει αυτομάτως το κύρος του πλειστηριασμού; 


4) Παραδεκτώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προέβη σε αντικατάσταση αιτιολογιών για τον δόλο; 


5) Θα είχε έννομο συμφέρον ο Β να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σε σχέση με την αντικατάσταση των αιτιολογιών;


(από τα τρία θέματα να απαντηθούν τα δύο)


----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Μάρτιος 2012:


ΘΕΜΑ 1ο:


Ο Ψ, αγόρασε από την εταιρία Χ, ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, το οποίο αποδείχθηκε σε έλεγχο ότι είχε πιάσει φωτιά στα χέρια του προηγούμενου ιδιοκτήτη και είχε εμπλακεί επανειλημμένα σε συγκρούσεις, χωρίς να του αποκαλυφθούν τα ελαττώματα αυτά κατά την πώληση. Άσκησε λοιπόν αγωγή αναστροφής της πώλησης  και επιστροφής του ποσού που είχε καταβάλει. Το Πρωτοδικείο, δέχτηκε την αγωγή ως προς την αναστροφή και την απέρριψε ως προς την επιστροφή του τιμήματος γιατί πείσθηκε ότι αυτό δεν είχε εξοφληθεί λόγω πίστωσης για καταβολή σε ύστερο χρόνο. Ο Ψ άσκησε Έφεση κατά της απόφασης.


Ερωτάται:


1) Μπορεί η Χ να ασκήσει αντέφεση κατά της απόφασης;


2) Σε περίπτωση θετικής απάντησης, με ποιό τρόπο και ως προς ποιά κεφάλαια;


3) Τι συνέπειες θα έχει για την αντέφεση της Χ, τυχόν  απόρριψη της έφεσης του Α;


4) Εάν η πρωτοβάθμια απόφαση, είχε δεχτεί την αγωγή στο σύνολό της και απορρίπτονταν τυχόν ένδικα μέσα, με ποιό εκτελεστό τίτλο και με ποιά διαδικασία θα μπορούσε να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση ο Ψ;


ΘΕΜΑ 2ο:


Ο Α, άσκησε αγωγή κατά των Β και Γ στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρο το ποσό των 5.000€ από ενδοσυμβατική ευθύνη. Το Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ' ουσία βάσιμη ως προς τον Β και κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση ως προς αυτόν, ενώ ως προς τον Γ κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής επειδή ο Γ δεν είχε κλητευθεί νόμιμα. Ο Α, άσκησε έφεση κατά της προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και ζήτησε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του , προσέβαλε δε επιπλέον και την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον Γ, διότι ο Γ είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στη συζήτηση και επομένως το Πρωτοβάθμιο έσφαλε.


Ερωτάται:


1) Πως μπορεί να προστατευθεί ο Β κατά της οριστικής προσωρινώς εκτελεστής απόφασης;


2) Αν ασκήσει έφεση ο Β κατά της απόφασης, εναντίον ποιών προσώπων πρέπει να την απευθύνει;


3) Μπορεί να επικαλεστεί ο Β για πρώτη φορά στο Εφετείο ότι η απαίτηση του Α έχει παραγραφεί;


4) Παραδεκτά προσβάλλεται η οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από τον Α έως προς τα 2 σκέλη της;


5) Εάν υποτεθεί ότι η Έφεση του Α απορρίπτονταν ως ουσία αβάσιμη και μετά την τελεσιδικία της απόφασης αυτός επέσπευδε αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β ως προς την απαίτηση από ενδοσυμβατική ευθύνη, θα μπορούσε ο Β να ασκήσει ανακοπή ισχυριζόμενος και αποδεικνύοντας με μάρτυρες στο αρμόδιο δικαστήριο ότι έχει εξοφλήσει ήδη κατά την έναρξη της εκτέλεσης της απαίτησης αυτής;


ΘΕΜΑ 3ο:


Ο Α επέβαλε την 01.04.2011 αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Β και επέσπευσε πλειστηριασμό. Ο Β, άσκησε εμπρόθεσμη ανακοπή κατά της κατάσχεσης επικαλούμενος ακυρότητα αυτής λόγω προϋπάρχουσας από τον Φεβρουάριο του 2011 εκμίσθωσης του ακινήτου προς τον Γ με βάση προφορική συμφωνία, ο οποίος Γ το είχε στη συνέχεια την 02.04.2011 υπεκμισθώσει προς τον Δ με βάση έγγραφο που έφερε σφραγίδα της αρμόδιας ΔΟΥ της ίδιας ημέρας.


Ερωτάται:


1) Είναι έγκυρη η κατάσχεση ενόψει της μίσθωσης και της υπομίσθωσης;


2) Εάν διενεργηθεί τελικά πλειστηριασμός, μπορεί ο υπερθεματιστής να αποβάλει τον Γ και τον Δ;


3) Με ποιά διαδικασία θα γίνει μια τέτοια αποβολή, εάν θεωρηθεί δυνατή;


Από τα 3 θέματα, να απαντηθούν τα 2.


----------------------------------------------------------------------------------------------------------


Ιούλιος 2012 (Πολυζωγόπουλος/Κατηφόρης => ενδεικτικές απαντήσεις των διδασκόντων):



ΘΕΜΑ 1ο:  

Ο Α άσκησε κατά του Β διεκδικητική αγωγή στο ΠολΠρωτΑθ. Δικάσιμος ορίσθηκε για την συζήτηση της αγωγής η 10η Οκτωβρίου 2011. Η αγωγή με την κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε στον Β την 7η Σεπτεμβρίου 2011. Στην συζήτηση δεν παρέστη ο Β και το δικαστήριο εξέδωσε οριστική απόφαση ερήμην, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή του Α. Ο Α επέδωσε την απόφαση στον Β την 27η Απριλίου 2012. Ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής την 28η Μαΐου 2012, επικαλούμενος ότι η προσβαλλομένη δεν έλαβε υπόψη την μη εμπρόθεσμη κλήση του προς συζήτηση και ότι αυτός ήταν κύριος του επίδικου ακινήτου από έκτακτη χρησικτησία.

Ερωτάται: 

α)  Είναι παραδεκτή η έφεση του Β; (Είναι παραδεκτή η έφεση, καθ’ υπέρβαση της ανακοπής ερημοδικίας, 513 Ι β2, 528 και εμπρόθεσμη, 518 Ι

β) Είναι νόμιμος ο πρώτος λόγος έφεσης στην συγκεκριμένη περίπτωση; (Σύμφωνα με τα 228/271 έπρεπε απαράδεκτο συζήτησης, όμως ο λόγος νόμιμος με 501, άρα και με 528

γ) Είναι παραδεκτός ο δεύτερος λόγος έφεσης; (Ναι, λόγω 528, άλλως θα ήταν απαράδεκτος βάσει 527

δ) Ποια προθεσμία κατάθεσης των προτάσεών τους πρέπει να τηρήσουν οι διάδικοι στο Εφετείο; (20 ημέρες, 237 Ι και 524.2 νέο ή 528 παλαιό).

ΘΕΜΑ 2ο:  

Ο Α έχοντας εξασφαλίσει εκτελεστό τίτλο για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης ύψους 10.000 Ευρώ και αφού τήρησε την νόμιμη προδικασία προέβη σε κατάσχεση της εταιρικής μερίδας του Β στην Ετερόρρυθμη Εταιρεία Φ Ε.Ε. εκτιμώμενης αξίας 500.000 Ευρώ επιδίδοντας κατασχετήριο έγγραφο στο Ομόρρυθμο Εταίρο  Φ που βρέθηκε στο γραφείο της εταιρείας και την επομένη ημέρα στην ανήλικη κόρη του Β στην οικία του. Ο Φ ως νόμιμος εκπρόσωπος της Εταιρείας άσκησε ανακοπή κατά της κατάσχεσης προβάλλοντας ότι η κατάσχεση ήταν άκυρη, αφού α) η απαίτηση του Α είχε εξοφληθεί μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, β) η μερίδα του Β στην Ε.Ε. ήταν ακατάσχετη, γ) Η αξία της μερίδας ήταν πολλαπλάσια της απαίτησης του Α, και δ) δεν είχε γίνει νόμιμη επίδοση του κατασχετηρίου στον Β.

Ερωτάται: 

α) Είναι παραδεκτοί και νόμω βάσιμοι οι λόγοι ανακοπής της Φ Ε.Ε.; (987· απαράδεκτοι οι λόγοι α, β, γ, παραδεκτός ο δ και νόμω βάσιμος, 128.1

β) Εάν ο οφειλέτης Β ασκήσει ανακοπή με τους ίδιους λόγους θα είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι λόγοι αυτοί; (παραδεκτοί όλοι και νόμω βάσιμοι, 933.3 εξόφληση μεταγενέστερα και 4 αν απόδειξη παραχρήμα, 982.2β ακατάσχετη μερίδα σε Ε.Ε., 951.1 – κατάχρηση – περιορισμός – και 128.1 ανήλικη κόρη

γ) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο τελικά μετά τον έλεγχο και του ουσία βασίμου των λόγων της ανακοπής του Β επ’ αυτής; (Η ανακοπή θα γίνει δεκτή ως προς τον β και δ λόγο αφού αποδεικνύεται το ουσία βάσιμο αυτών από τα δεδομένα του πρακτικού και θα αποφασισθεί ακυρότητα της κατάσχεσης. Ως προς τον γ λόγο, θα συνέτρεχε περίπτωση περιορισμού στο προσήκον μέτρο, αλλά εδώ είναι αλυσιτελής, ενόψει της ακυρότητας της κατάσχεσης. Ως προς τον α  λόγο είναι θέμα παραχρήμα απόδειξης 933.4).


ΘΕΜΑ 3ο:  

Με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 20.4.2012, έγινε δεκτή αναγνωριστική αγωγή του Α κατά του Β και καταδικάστηκε ο τελευταίος να καταβάλει στον πρώτο το ποσό των 150.000 ευρώ ως αποζημίωση από αδικοπραξία. Στις 30.4.2012 ο Β άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Στις 10.5.2012 ο Α επί τη βάσει αντιγράφου εξ απογράφου της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επέδωσε επιταγή προς εκτέλεση στον Β και στις 20.5.2012 επέβαλε νόμιμα κατάσχεση επί ακινήτου του Β που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Στις 7.6.2012 ο Β ασκεί ανακοπή κατά της κατασχέσεως επικαλούμενος ως λόγους ακυρότητας αυτής, (i) την παράτυπη και ως εκ τούτου άκυρη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, (ii) την ύπαρξη συντρέχοντος πταίσματος του Α, που καθιστά επιβεβλημένη τη μείωση της αδικοπρακτικής αξιώσεώς του σε ποσοστό 50% (ΑΚ 300) (iii) την άσκηση και εκκρεμοδικία της ως άνω αναιρέσεως κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως και (iv) την ύπαρξη κυριότητας τρίτου (του Γ) στο κατασχεθέν ακίνητο.

Ερωτάται:
 
α) Ασκείται παραδεκτά η αναίρεση του Β; (Μη τελεσιδικία πρωτοβάθμιας αποφάσεως)

β) Ανεξαρτήτως της απαντήσεως ως προς το πρώτο ερώτημα: 
  β1) Σε ποιο λόγο αναιρέσεως αναφέρεται ο Β; (Δεν προβλέπεται!!!)  
  β2) Υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως που θα μπορούσε παραδεκτά και νόμιμα να προταθεί ενόψει των παραδοχών της πρωτοβάθμιας αποφάσεως; (ΚΠολΔ 559 αρ. 9
  β3) Είναι νόμιμοι και παραδεκτοί οι λόγοι της ανακοπής του Β; [(i) Νόμιμος, αλλά εκπρόθεσμος ΚΠολΔ 934 παρ. 1α , (ii) νόμιμος και παραδεκτός (δεν προσκρούει σε δεδικασμένο∙ πρβλ. ΚΠολΔ 269), (iii) μη νόμιμος (μη ανασταλτικό αποτέλεσμα αναιρέσεως) και (iv) μη νόμιμος (ΚΠολΔ 936)] 

γ) Υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής που θα μπορούσε παραδεκτά και νόμιμα να προταθεί από τον Β; [Μη κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας (αφορά το κύρος του τίτλου)]

δ) Εντός ποιας προθεσμίας πρέπει να ασκηθούν τυχόν πρόσθετοι λόγοι ανακοπής από τον Β; (Παράλληλη εφαρμογή ΚΠολΔ 934 & 585 παρ. 2).

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούλιος 2012 (Σειρά Β'):

ΘΕΜΑ 1ο:


Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλλει το ποσό των 50.000 ευρώ από ενδοσυμβατική ευθύνη κατά την κύρια βάση της και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για προσβολή της προσωπικότητάς του. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσία αβάσιμη και την επικουρική βάση ως μη νόμιμη, ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Ο A άσκησε έφεση κατά της οριστικής απόφασης που απέρριψε την αγωγή από ενδοσυμβατική ευθύνη και ισχυρίστηκε κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Αργότερα άσκησε εμπρόθεσμα πρόσθετο λόγο έφεσης ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Την ημέρα της συζήτησης ο Α περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε αναγνωριστικό, ενώ ο Β εφεσίβλητος υπέβαλε εκ νέου με τις προτάσεις του τον ισχυρισμό περί παραγραφής της απαίτησης του Α, τον οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει ως απαράδεκτο, επειδή είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα και άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα αντέφεση για την επιδίκαση της σε βάρος του χρηματικής ικανοποίησης.


Ερωτάται:


α) τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για την μετατροπή του ως άνω αιτήματος του εκκαλούντος;


β) Παραδεκτώς ασκείται ο πρόσθετος λόγος έφεσης;


γ) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός περί παραγραφής της απαίτησης του Α που υπέβαλε ο Β;


δ) τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για την αντέφεση;


ε) Παραβιάζεται το άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίψει την αγωγή του Α από την ενδοσυμβατική ευθύνη ως απαράδεκτη η μη νόμιμη;


ΘΕΜΑ 2ο:


Ο Α άσκησε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά των Β και Γ και ζήτησε να καταδικαστούν να του καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 300.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή με την απόφασή του, που δημοσιεύθηκε στις 30-10-2008, αφού δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των Α και Β και ερήμην του Γ, ως προς τον οποίο κηρύχθηκε η απόφαση και προσωρινώς εκτελεστή. Η απόφαση δεν επιδόθηκε στον Β, αλλά μόνο στο Γ. Ο Β άσκησε αναψηλάφηση στις 30-10-2012, επικαλούμενος ότι μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης ανεύρε ουσιώδες έγγραφο, το οποίο δεν μπόρεσε από ανώτερη βία να προσκομίσει στο δικαστήριο από το οποίο αποδεικνύεται ότι έχει εξοφλήσει την απαίτηση του Α. Ο Γ άσκησε ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης επικαλούμενος ότι την ημέρα της δικασίμου δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο με δικηγόρο, διότι είχε πληροφορηθεί την προηγούμενη ημέρα από το ραδιόφωνό του ότι ενδέχεται οι δικαστικοί υπάλληλοι του Πρωτοδικείου Αθηνών να απεργήσουν. Ο Α ισχυρίζεται ότι ο ισχυρισμός περί εξόφλησης της απαίτησης θα έπρεπε να είχε προταθεί στο δικαστήριο, και επομένως ο λόγος αναψηλάφησης δεν είναι νόμιμος. Ο Α επισπεύδει εκτέλεση κατά του Γ με επίδοση αντιγράφου του απογράφου προς εκούσια συμμόρφωση.


Ερωτάται: 


α) παραδεκτώς ασκείται η αναψηλάφηση;


β) είναι νόμιμος ο λόγος αναψηλάφησης του Β,


γ) Είναι νόμιμος ο λόγος ανακοπής ερημοδικίας του Γ;


δ) νομίμως επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Γ και πως αυτός μπορεί να προστατευθεί;


ΘΕΜΑ 3ο:


Ο Α με βάση τελεσίδικη απόφαση που υποχρέωσε τον Β να του καταβάλλει ποσό 50.000 ευρώ από αδικοπραξία επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του και κατάσχει ένα ακίνητο του Β αξίας

300.000 ευρώ. Ο Β ασκεί ανακοπή κατά της αναγκαστικής κατάσχεσης στη νόμιμη προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ και επικαλείται ότι α) μέχρι την έναρξη της εκτέλεσης η απαίτηση του
Α έχει παραγραφεί μετά την έκδοση της απόφασης, β) ότι το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης με την κατάσχεση του ακινήτου ασκείται καταχρηστικώς και μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτησή του από άλλα κινητά πράγματα που αναφέρει στην ανακοπή. Μεταγενέστερα και αφού είχε συνταχθεί η έκθεση πλειστηριασμού, ο Β ασκεί πρόσθετο λόγο με ιδιαίτερο δικόγραφο με τον οποίο επικαλείται ότι είχε συνάψει με τον Α συμφωνία τμηματικής καταβολής του χρέους του.. Ο Α προς απόκρουση της ανακοπής ισχυρίζεται ότι ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος λόγω δεδικασμένου και αρνείται κατ’ ουσία τον δεύτερο λόγο ανακοπής. Ο Γ μαθαίνοντας την αναγκαστική κατάσχεση του ως άνω ακινήτου ασκεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου εκτέλεσης ανακοπή κατά του Α ισχυριζόμενος ότι αυτός είναι επικαρπωτής του ακινήτου.

Ερωτάται:


α) τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για τον πρώτο λόγο ανακοπής;


β) τι θα αποφασίσει για το δεύτερο λόγο ανακοπής;


γ) είναι παραδεκτός ο πρόσθετος λόγος ανακοπής ;


δ) είναι παραδεκτή η ανακοπή του Γ;


ε) με ποιο άλλο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του ο Α;


Να απαντήσετε στα δύο από τα τρία θέματα.



Ενδεικτικές Απαντήσεις των Διδασκόντων:

Θέμα 1ο:

α) Είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής στο δεύτερο βαθμό (άρθρο 526 ΚΠολΔ).

β)  Απαράδεκτος ο πρόσθετος λόγος έφεσης λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 520 ΚΠολΔ (πρέπει να αφορά προσβληθέν και αναγκαίο συνεχόμενο κεφάλαιο). Έπρεπε ο ενάγων Α να προσβάλλει το κεφάλαιο αυτό με αυτοτελή λόγο έφεσης. 

γ) Παραδεκτώς προτείνεται ο ισχυρισμός περί παραγραφής προς υπεράσπιση κατά της έφεσης (άρθρο 527 ΚΠολΔ) 

δ) Η αντέφεση είναι απαράδεκτη, διότι προσβάλλει άλλο κεφάλαιο της απόφασης, που δεν έχει προσβληθεί με την έφεση (άρθρο 523 ΚΠολΔ) 

ε) Δεν παραβιάζεται ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, γιατί δεν καθιστά την θέση του επιβλαβέστερη.

Θέμα 2ο:

Α) Η αναψηλάφηση είναι παραδεκτή από άποψη προθεσμίας, γιατί αυτή είναι εξαετής (άρθρα 539, 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 ΚΠολΔ), δηλ. τρία χρόνια μέχρι να τελεσιδικήσει και άλλα τρία χρόνια η καταχρηστική προθεσμία της αναψηλάφησης. 

Β) Ο λόγος είναι νόμιμος κατά μία άποψη, άρθρο 330 ΚΠολΔ, που αναφέρεται σε ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να προταθούν, ενώ εδώ δεν μπορούσε να προταθεί, εφόσον τον αγνοούσε 

Γ) Όχι, δεν αποτελεί ανώτερη βία, έννοια αυτής 

Δ) Ναι, διότι η απόφαση είναι προσωρινώς εκτελεστή (904 παρ. 2 α ΚΠολΔ). Θα μπορούσε να ασκήσει αίτηση αναστολής εκτελεστότητας (912, ανακοπή 933 και 938 ΚΠολΔ).

Θέμα 3ο: 
Α) Παραδεκτός αυτός ο ισχυρισμός, μη εντασσόμενος στο άρθρο 330 ΚΠολΔ, εφόσον η παραγραφή δεν μπορούσε να προταθεί και προέκυψε μεταγενέστερα.

Β) Ο ισχυρισμός είναι νόμιμος (951 παρ. 2 ΚΠολΔ, 281 ΑΚ).

Γ) Όχι, διότι πρέπει να ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία του άρθρου 934 ΚΠολΔ

Δ) Όχι, διότι η ανακοπή πρέπει να στρέφεται και κατά του Β, ως αναγκαίου ομοδίκου, αλλά και καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο.

Ε) Προσωπική κράτηση ή αναγκαστική διαχείριση (951 παρ. 1 ΚΠολΔ).
------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούλιος 2013 (Κλιμάκιο Α-Λ, Πολυζωγόπουλος-Κατηφόρης)


Θέμα 1


Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο αρμόδιο δικαστήριο με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ  από σύμβαση έργου που είχαν καταρτίσει. Κατά τη συζήτηση της αγωγής δε παρέστη ο Α. Τη συζήτηση είχε επισπεύσει ο ίδιος. Παρέστη ο εναγόμενος Β που αρνήθηκε τη αγωγή. Εκδόθηκε απόφαση που απέρριψε την αγωγή. Στις 10.1.2012 ο Β επιδίδει στον Α αντίγραφο της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση ο Α στις 9.2.2012. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως ο Β, αμυνόμενος κατ' αυτής, προβάλλει για πρώτη φορά την ένσταση της παραγραφής της αξιώσεως του Α.

Ερωτάται: (α) Θα μπορούσε να είχε ασκήσει ο Α (και) άλλο ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου; Αν ναι, σε ποιο δικαστήριο θα το ασκούσε, εντός ποιας προθεσμίας και ποιους λόγους θα επικαλείτο;  (β) Προβάλλεται παραδεκτώς η ένσταση παραγραφής από τον Β;  (γ) Έχει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τη δυνατότητα να απορρίψει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη χωρίς να προβληθεί σχετικώς ισχυρισμός από τον Β, εάν υποτεθεί ότι η αγωγή ήταν νόμω αβάσιμη;

Θέμα 2


Ο Α άσκησε κατά του Β αγωγή από δάνειο. Ο Β άσκησε παραδεκτώς ανταγωγή κατά του Α, ζητώντας τη καταβολή αποζημιώσεως από αδικοπραξία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή με την υπ' αριθμόν 100/2012 απόφασή του, η οποία δημοσιεύθηκε στις 30.11.2012 και επιδόθηκε από τον Α στο Β την 6.12.2012. Στη συνέχεια, το ίδιο δικαστήριο απέρριψε την ανταγωγή ως αόριστη με την υπ'αριθμόν 20/2013 απόφασή του, η οποία δημοσιεύτηκε στις 11.1.2013. Ο Β άσκησε έφεση κατά της υπ'αριθμόν 100/2012 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 10.1.2013 επικαλούμενος ότι η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως άνω κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Η έφεση αυτή δεν έχει συζητηθεί ακόμη. Εν το μεταξύ, τη 12.1.2013, ο Α επέδωσε επιταγή στον Β για καταβολή του επιδικασθέντος (με την υπ' αριθμόν 100/2012 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) ποσού και την 15.1.2013 επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητό του. Ο πλειστηριασμός του ακινήτου ορίστηκε για την 26.2.2013. Στις 10.2.2013 ο Β ασκεί ανακοπή κατά της επιβληθείσας κατασχέσεως ισχυριζόμενος ότι 1) πριν από την άσκηση της αγωγής του Α είχε εξοφλήσει ολοσχερώς την απαίτηση του τελευταίου και 2) κύριος του κατασχεθέντος ακινήτου είναι ο Γ και όχι ο Β.

Ερωτάται:  (α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι ασκήθηκε πριν από τη δημοσίευση της υπ'αριθμόν 20/2013 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου;   (β) Είναι παραδεκτοί και νόμιμοι οι λόγοι της ανακοπής που άσκησε ο Β κατά της κατασχέσεως; Υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής που θα μπορούσε παραδεκτώς να προταθεί από τον Β;  (γ) Έχουν έννομο συμφέρον οι Α και Β για άσκηση εφέσεως κατά της υπ'αριθμόν 20/2013 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου;

Θέμα 3


Ενόψει αναγκαστικής εκτελέσεως του Α κατά του Β για την ικανοποίηση απαιτήσεως αποζημιώσεως του Α ύψους 50.000 ευρώ, ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β, η οποία οδηγεί σε πλειστηριασμό ακινήτου του Β. Το πλειστηρίασμα ανέρχεται στα 512.000 ευρώ και με τα εξής δεδομένα απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν: 


(α) Απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για καθυστερούμενο εκ μέρους του Β φόρο εισοδήματος ύψους 110.000 ευρώ.

(β) Απαίτηση του ενυπόθηκου επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου δανειστή Γ ύψους 100.000 ευρώ. Η ισόποση υποθήκη είχε εγγραφεί στα βιβλία βαρών του οικείου υποθηκοφυλακείου πριν την επιβολή  της κατασχέσεως.
(γ) Απαίτηση του προσημειούχου επί του πλειστηριάσθεντος ακινήτου δανειστή Γ ύψους 180.000 ευρώ. Η ισόποση προσημείωση υποθήκης είχε εγγραφεί στα βιβλία βαρών του οικείου υποθηκοφυλακείου δύο μέρες πριν από την ημερομηνία εγγραφής της  ανωτέρω υπό (β) υποθήκης.

(δ) Απαίτηση του εργάτη Δ του καθ ου για οφειλόμενους μισθούς 10 μηνών πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού συνολικά 40.000 ευρώ.
(στ) Απαίτηση του εργάτη Ε του καθ ου για αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας του που έλαβε χώρα 4 έτη πριν την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, 10.000 ευρώ.

Ερωτάται: Αν τα έξοδα της εκτελέσεως ήταν 12.000 ευρώ, πώς θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα στον επισπεύδοντα και στους αναγγελθέντες δανειστές;


------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Ιούλιος 2013 (Κλιμάκιο Μ-Ω, Ορφανίδης-Πανταζόπουλος-Δεληκωστόπουλος)


Θέμα 1


Ο Α άσκησε κατά των Β και Γ στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή και ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 20.000 ευρώ από σύμβαση πωλήσεως (ενδοσυμβατική ευθύνη) και το ποσό των 40.000 ευρώ από αδικοπραξία (κλοπή). Το δικαστήριο δίκασε την αγωγή κατ' αντιμωλία. Εξέδωσε απόφαση με την οποία δέχθηκε ως κατ ουσία βάσιμη την αγωγή στο σύνολό της. Ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης, την οποία έστρεψε κατά του Α και του Γ.  Ζήτησε να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη και να απορριφθεί η αγωγή του Α. Ως λόγο έφεσης επικαλέστηκε την εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων με λεπτομερή αναφορά των σφαλμάτων της αποφάσεως. Ο Α ζήτησε την απόρριψη της εφέσεως επικαλούμενος την ορθότητα της προσβαλλόμενης. Πρόσθεσε, πάντως, ότι οι αξιώσεις του κατά των Β και Γ στηρίζονται σε κάθε περίπτωση (επικουρικώς ) και στον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζοντας της αίτηση του Β δέχθηκε ότι ο ενάγων Α δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της αγωγής ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη. Κατόπιν τούτου εξαφάνισε την απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη σε σχέση με την αξίωση από ενδοσυμβατική ευθύνη. Ω προς την αδικοπραξία δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν την έφεση και εξαφάνισε μερικώς την προσβαλλόμενη κατά το ποσό των 20.000 ευρώ. Παράλληλα, απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθέντα τον ισχυρισμό του Α για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. 


Ερωτάται:  1) Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή του Α ως απαράδεκτη κατά το πρώτο σκέλος;  2) Παραδεκτώς απηύθηνε την έφεση ο Β κατά του Γ;  3) Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ωφελεί τον Γ;  4) Ορθώς έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Α για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό;


Θέμα 2


Ο Α έχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία ο Β, ομόρρυθμος εταίρος της ομόρρυθμης εταιρείας Ε, καταδικάστηκε να του καταβάλλει 20.000 ευρώ λόγο αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης. Ο Α την 1η Μαρτίου 2013 επιδίδει στην εταιρεία Ε κατασχετήριο με το οποίο την επιτάσσει να μη καταβάλλει στον Β, μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ, το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο από τα κέρδη της χρήσης.  Η εταιρεία Ε δεν προβαίνει σε δήλωση. Ενόψει της σιωπής της Ε ο Α στις 3 Απριλίου του ίδιου έτους ασκεί εναντίον της ανακοπή ζητώντας τη καταβολή σε αυτόν του ποσού των 20.000 ευρώ. Κατά τη συζήτηση της ανακοπής η Ε ισχυρίζεται ότι: α) η ανακοπή είναι απαράδεκτη , αφού αυτή δεν είναι αντικείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης, β) η ανακοπή είναι εκπρόθεσμη, γ) η αξίωση επί των κερδών είναι ακατάσχετη και δ)  η αξίωση του  Α κατά του Β έχει ούτως ή άλλως παραγραφεί.


Ερωτάται: 1) Είναι βάσιμοι οι τρεις πρώτοι ισχυρισμοί της Ε;  2) Παραδεκτά προτείνονται από την εταιρεία Ε ο τρίτος και τέταρτος ισχυρισμός;  3) Στη περίπτωση που ,συμπληρωματικά, ως μέσο εκτέλεσης της συγκεκριμένης απαίτησης, ζητηθεί με αυτοτελή αγωγή του Α η προσωπική κράτηση του Β, τι θα αποφασίσει το δικαστήριο; 


Θέμα 3

Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β στην οποία σωρεύει αξίωση από δάνειο που καταγγέλθηκε και αξίωση από σχέση εντολής. Η αγωγή γίνεται δεκτή και ως προς τις δύο αξιώσεις. Κατά της αποφάσεως που επιδίδεται με πρωτοβουλία του Α ο Β ασκεί έφεση κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά την εντολή. Μετά την πάροδο εξαμήνου από την επίδοση της αποφάσεως ο Β ασκεί πρόσθετους λόγους εφέσεως και ως προς το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αφορά το δάνειο. Έφεση και πρόσθετοι λόγοι εφέσεως πρόκειται να συζητηθούν μετά από ένα εξάμηνο. Στο μεταξύ δύο μήνες μετά την επίδοση της πρωτόδικης αποφάσεως ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε σχέση με την αξίωση από το δάνειο. Μετά τη τήρηση της νόμιμης προδικασίας κατ'εντολή του Α επιβάλλεται αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Β. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Β φρονεί ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται παρανόμως αφού εκκρεμούν ακόμα προς συζήτηση έφεση και πρόσθετοι λόγοι εφέσεως. Ως εκ τούτου κατά τη γνώμη του δεν χρειάζεται να λάβει χώρα άλλη ενέργεια. Ο πλειστηριασμός γίνεται και υπερθεματιστής αναδεικνύεται ο Γ που κατέβαλε το πλειστηρίασμα. Στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναγγέλλονται οι Δ, Ε,και ΣΤ για απαιτήσεις τους που ισχυρίζονται ότι διατηρούν κατά του Β. Ο Δ διαθέτει για την απαίτηση του εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα οι Ε και ΣΤ δεν διαθέτουν για τις απαιτήσεις τους εκτελεστό τίτλο ή κάποιο έγγραφο. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει πίνακα κατατάξεως στον οποίο κατατάσσει αποκλειστικά τον Α με την ιδιότητα του κατασχόντος. Δεν κατατάσσεται ο Δ λόγω μη υπάρξεως άλλου πλειστηριάσματος ενώ δεν λαμβάνονται υπόψιν οι αναγγελίες των Ε και ΣΤ. 
Μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού εκδίδεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που δέχεται πλήρως την έφεση του Β. Εξαφανίζει την προσβαλλόμενη και απορρίπτει την αγωγή.

Ερωτάται:  1) Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σε σχέση με το κεφάλαιο για το δάνειο;  2) Επηρεάζει η έκβαση της δευτεροβάθμιας δίκης το κύρος του πλειστηριασμού και την εν γένει νομική κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε με τη διενέργεια του πλειστηριασμού;  3) Ήταν νομικά ορθή η θεώρηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Β;  4) Ορθώς κατετάγη μόνο ο κατασχών; 5) Παραδεκτώς δεν ελήφθησαν υπόψιν οι αναγγελίες των Ε και ΣΤ; 

Από τα 3 θέματα να απαντηθούν τα 2.
Οι απαντήσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες.
Δεν επιτρέπεται η χρήση σχολιασμένων κωδίκων.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2008 (κλιμάκιο Ορφανίδη, Τσικρικά)

Θέμα Ι

Η εταιρία Α άσκησε αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικαστεί να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ που αφορούσε τίμημα πωλήσεως εμπορευμάτων προς τον αποβιώσαντα πατέρα του Β, τον Γ, τον οποίο και κληρονόμησε. Η αγωγή έγινε δεκτή στον πρώτο βαθμό. Λίγο αργότερα και πριν επιδοθεί η απόφαση ο Β ανευρίσκει κατά την τακτοποίηση του αρχείου του πατέρα του μια εξοφλητική απόδειξη της Α για το επίδικο χρέος με ημερομηνία πριν από την άσκηση της αγωγής.

Ερωτάται:

α) Τι θα πρέπει να πράξει συγκεκριμένα ο Β προκειμένου να αποτρέψει την εκ νέου καταβολή του χρέους;

β) Αν υποτεθεί ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη λόγω μη ασκήσεως ενδίκων μέσων και ο Β συμμορφωθείς προς την απόφαση προβεί σε εξόφληση του χρέους, δύναται μεταγενεστέρως, όταν πλέον ανευρίσκει την εξοφλητική απόδειξη, να εγείρει αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά της Α για την διπλή πληρωμή; Έχει άλλες ένδικες δυνατότητες ο Β στην περίπτωση αυτή;

Θέμα ΙΙ

Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος συμβατική κτήση κυριότητας. Περαιτέρω, ο Α με τις προτάσεις του προτείνει και την τακτική χρησικτησία ως λόγο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Β ερημοδικεί. Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αγωγή κρίνοντας ότι ο ενάγων απέκτησε κυριότητα με τακτική χρησικτησία και καταδικάζει τον Β σε απόδοση του ακινήτου. Ο Α, ο οποίος ουδέποτε επέδωσε την απόφαση στον Β, επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της αποφάσεως. Ο Β ασκεί στη συνέχεια αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως προβάλλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της κρίσεως  περί της βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό της τακτικής χρησικτησίας.

Ερωτάται:

α) Επισπεύδεται ορθά αναγκαστική εκτέλεση από τον Α; 

β) Ασκείται παραδεκτά η αίτηση αναιρέσεως; 

γ) Σε ποιόν λόγο στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως του Β; 

δ) Μπορεί ο Β να προσβάλλει την εναντίον του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση; Για ποιόν λόγο και σε ποια προθεσμία;

Θέμα ΙΙΙ

Ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β προς ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στις 2.10.2004. Στις 15.1.2006 ο Α επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Β. Στη συνέχεια ο Β εκμισθώνει το ακίνητο στον Γ. Τελικά, το κατασχεθέν ακίνητο εκπλειστηριάζεται στις 30.4.2007 και ο υπερθεματιστής Δ, αφού καταβάλλει το πλειστηρίασμα λαμβάνει περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως και τη μεταγράφει στις 20.5.2007. Στις 10.6.2007 ο Δ καταγγέλλει τη μίσθωση του ακινήτου. Ο Β ασκεί στις 10.7.2007 ανακοπή κατά της κατασχετήριας εκθέσεως, καθώς και της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως επικαλούμενος την ακυρότητά τους. Ανακοπή κατά της εκθέσεως πλειστηριασμού ασκεί στις 20.7.2007 και ο Γ, την οποία στρέφει κατά των Α και Δ, επικαλούμενος ακυρότητα του αναγκαστικού πλειστηριασμού λόγω της προηγούμενης εκμισθώσεως του ακινήτου.

Ερωτάται:

α) Επηρεάζει ο χρόνος επιβολής της κατασχέσεως και διενέργειας του πλειστηριασμού το κύρος τους;

β) Προβάλλονται παραδεκτά οι λόγοι ανακοπής του Β;

γ) Είναι παραδεκτή και βάσιμη η ανακοπή του Γ;


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούλιος 2014 (Κλιμάκιο Πανταζόπουλος, Τριαντάφυλλου, Κατηφόρης)

Θέμα 1 

Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ κατά την κύρια βάση της ως αμοιβή από σύμβαση έργου και κατά την επικουρική της βάση ως δαπάνες από εκτέλεση εντολής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της και δέχθηκε την αγωγή κατά την επικουρική της βάση και κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Ο Α άσκησε έφεση κατά της απόφασης και ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του κατά την κύρια βάση της, ενώ με τις προτάσεις του περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε αναγνωριστικό. Ο Β άσκησε έφεση κατά της ίδιας απόφασης και επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή του Α. Στο μεταξύ ο Α επισπεύδει εκτέλεση κατά του Β και αυτός ασκεί ανακοπή κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ επικαλούμενος ότι εκκρεμεί έφεσή του κατά της ως άνω απόφασης.

Ερωτάται:

α) Έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση των εφέσεων οι Α και Β και γιατί;

β) Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεχόταν την αγωγή του Α κατά την κύρια βάση της και εξαφανιζόταν η απόφαση αυτή ύστερα από έφεση του Β, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την επικουρική βάση της αγωγής;

γ) Είναι νόμιμος ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής του Α από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό;

δ) Μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζοντας την έφεση του Β και διαπιστώνοντας ότι η αγωγή του Α είναι αόριστη, να εξαφανίσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να απορρίψει την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση;

ε) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο για την ανακοπή του Β;   

Θέμα 2

Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β λόγω αδικοπραξίας με αίτημα την καταδίκη του εναγόμενου στην καταβολή 100.000 ευρώ) ως αποζημίωση και 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ο Β ισχυρίστηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση της ζημίας ήταν ο ενάγων. Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του Α εν μέρει και επιδίκασε σ' αυτόν το ποσό των 50.000 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση με προσωρινώς εκτελεστή απόφαση. Ο Β επέδωσε την απόφαση στον Α στις 31-10-2013. Ο Α ασκεί έφεση στις 15-11-2013 γιατί δεν επιδικάστηκε σ' αυτόν ολόκληρο το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης. Ο Β στις 2-12- 2013 ασκεί έφεση ισχυριζόμενος ότι σε κάθε περίπτωση ο Α ήταν συνυπαίτιος στην πρόκληση της ζημίας σε ποσοστό 60% και ζήτησε να μειωθεί αναλόγως το ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημίωση. Μεταγενέστερα ο Β άσκησε αντέφεση προσβάλλοντας το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκε στον Λ από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο Α ισχυρίστηκε ότι η αντέφεση έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της άσκησης προηγούμενης έφεσης από τον Β. Στις 5-12-2013 ο Α με εκτελεστό τίτλο την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επιδίδει στον Β επιταγή προς εκτέλεση για τοιχίο των 50.000 ευρώ. Ο Β ασκεί ανακοπή κατά της επιταγής ισχυριζόμενος ότι δεν επισπεύδεται νόμιμα η αναγκαστική εκτέλεση, διότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν έχει καταστεί τελεσίδικη και δεν υπάρχει εκτελεστός τίτλος. Στη συνέχεια ο Α επιβάλλει, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία, αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια του Ε. εργοδότη του Β. με την επιταγή να μην καταβάλει στον Β τον μισθό του μέχρις ότου εξοφληθεί το ποσό των 50000 ευρώ. Επιπλέον επιβάλλει, τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία, αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια του Μ στον οποίον ο Β είχε εκμισθώσει ένα ακίνητο με την επιταγή να μην καταβάλει στον β τα μελλοντικά μισθώματα.

Eρωτάται:

α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β;

β) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Β περί συνυπαιτιότητας;

γ) Είναι παραδεκτή η αντέφεση του Β;

δ) Ορθώς επισπεύδει εκτέλεση ο Α κατά του Β και ποια η τύχη της ανακοπής του;

ε) Επιτρέπεται και με ποιους όρους η κατάσχεση στα χέρια του Ε και του Μ;

Θέμα 3

Ο Α με βάση τελεσίδικη απόφαση που υποχρέωσε τον Β να του καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ από σύμβαση έργου που είχαν καταρτίσει, του επέδωσε την 12-2-2014 επιταγή για καταβολή του εν λόγω επιδικασθέντος ποσού και την 15-02-2014 επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητό του. Ο πλειστηριασμός του ακινήτου ορίστηκε για την 27-3-2014. Στις 10-3-2014 ο Β ασκεί ανακοπή με αίτημα την ακύρωση της επιβληθείσας κατασχέσεως για τούς ακόλουθους λόγους: i) τα  κονδύλια της επιταγής είναι αόριστα, ίi) η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση είχε παραγραφεί πριν από την άσκηση της αγωγής, αλλά ο δικηγόρος του από αμέλεια παρέλειψε να προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό, iii)η έκθεση κατασχέσεως δεν του επιδόθηκε νομίμως διότι την παρέλαβε η μη σύνοικος πεθερά του (Π) μη επικαλούμενος όμως ότι  υπέστη βλάβη και iv)είχε ήδη ασκήσει αναψηλάφηση κατά της τελεσίδικης αποφάσεως. Επί του κατασχεθέντος ακινήτου ενεγράφη την 17-2-2014 προσημείωση υποθήκης ποσού 100.000 ευρώ προς εξασφάλιση ισόποσης απαιτήσεως του Γ κατά του Β. Ο εγχειρόγραφος (επισπεύδων) δανειστής Α πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του κατά του Β από τον τυχόν επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα, αν ο Γ αναγγείλει την ως άνω απαίτησή του στον επί του πλειστηριασμό υπάλληλο.

Ερωτάται:

α) Είναι νόμιμοι και παραδεκτοί οι ως άνω λόγοι ανακοπής;

β) Θα μπορούσε ο Β με την ανακοπή του να προβάλει ένσταση συμψηφισμού, δηλώνοντας ότι συμψηφίζει την απαίτηση του Α με ανταπαίτηση που ο ίδιος Β διατηρεί κατ' αυτού, η οποία είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη λίγες ημέρες μετά την επίδοση της αγωγής στον Β.

γ) Υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής που θα μπορούσε να προταθεί παραδεκτώς από τον Β;

δ) Είναι δικαιολογημένος ο φόβος του Α ότι δεν θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του;

Να απαντηθούν τα 2 από τα 3 θέματα

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούλιος 2014 (Κλιμάκιο Ορφανίδης - Σινανίδης - Δεληκωστόπουλος)

Θέμα 1

Ο εργολάβος Α πώλησε με συμβολαιογραφικό έγγραφο στο Β διαμέρισμα που βρίσκεται στην Αθήνα. Συμφωνήθηκε η σταδιακή αποπληρωμή του τιμήματος ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών για την αποπεράτωση του διαμερίσματος Η τελευταία δόση που ενσωμάτωνε το ποσό των 15.000 συμφωνήθηκε υπό τον όρο της πλήρους αποπερατώσεως και παραδόσεως του διαμερίσματος ("με το κλειδί" κατά την έκφραση της αγοράς). Ο Α ισχυριζόμενος την αποπεράτωση ζήτησε από τον Β την καταβολή του ποσού των 15.000, προσφερόμενος στην παράδοση του διαμερίσματος. Για την αποπεράτωση επικαλέσθηκε έγγραφη διαβεβαίωση του υπευθύνου του συνεργείου του.  
Λόγω μη ανταποκρίσεως του Β ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση με τήρηση της προδικασίας. Επιβάλλει στη συνέχεια αναγκαστική κατάσχεση σε οικόπεδο του Β στην Κρήτη και δρομολογεί πλειστηριασμό του προσδιορίζεται προς διενέργεια τρεις μήνες αργότερα. Δέκα ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού ο Β ασκεί ανακοπή κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Προβάλλει ως λόγο την μη ύπαρξη απαιτήσεως του Α που μπορεί να στηρίξει αναγκαστική εκτέλεση Επικουρικώς με το ίδιο δικόγραφο ανακοπής ισχυρίζεται ότι διατηρεί κατά του Α ισόποση απαίτηση (15.000) από άλλη αιτία την οποία προβάλλει σε συμψηφισμό και ότι επί του οικοπέδου υφίσταται αναγκαστική κατάσχεση που έχει επιβάλει ο Γ για απαίτησή του κατά του Δ που ήταν ο προηγούμενος, κύριος του οικοπέδου. 
Ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε παρά την άσκηση της ανακοπής.  
Κατά τη συζήτηση της ανακοπής που έλαβε χώρα μετά τον πλειστηριασμό ο Α απέκρουσε όλους τους λόγους ανακοπής. Ειδικά για την ανταπαίτηση ισχυρίσθηκε ότι εκκρεμεί ήδη αγωγή του Β εναντίον του και σε κάθε περίπτωση δεν υφίστανται για την ύπαρξη της έγγραφης απόδειξης ενώ η αναγκαστική κατάσχεση αφορά χρέος του Δ προς το Γ. Ο Β, κατά τον ισχυρισμό του Α, απέκτησε απλώς το ακίνητο από το Δ ενώ ήταν κατασχεμένο.  

α. Πως κρίνετε την νομική κατάσταση ως το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων ανακοπής με συνεκτίμηση της τοποθετήσεως του Α:  

β. Εγκύρως πραγματοποιήθηκε ο πλειστηριασμός καίτοι είχε ασκηθεί η ανακοπή ;  

Θέμα 2

Η εταιρεία Α διατηρεί αξιώσεις κατά της εταιρείας Β από δυο συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων που καταρτίσθηκαν σε διαφορετικό χρόνο. Η Β δεν κατέβαλε το τίμημα και κατόπιν τούτου η Α άσκησε στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά της Β με αίτημα να καταδικασθεί να της καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ από την πρώτη και το ποσό των 17.000 ευρώ από τη δεύτερη σύμβαση πωλήσεως. Κατά της αγωγής η Β αμύνθηκε με την προβολή της ενστάσεως για μείωση του οφειλόμενου τιμήματος κατά ποσοστό 50% λόγω ελαττωμάτων των πωληθέντων πραγμάτων και ως προς τις δυο συμβάσεις πωλήσεως.  
Εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη σύμβαση κατά το ποσό των 18.000 ευρώ ενώ δέχθηκε την αγωγή πλήρως ως προς τη δεύτερη. η απόφαση επιδόθηκε με πρωτοβουλία της Α.  
Εντός της νομίμου προθεσμίας η Β άσκησε έφεση με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της πρωτοβαθμίου αποφάσεως ως προς τη δεύτερη σύμβασή λόγω εσφαλμένης απορρίψεως της ενστάσεως της. Έξι μήνες αργότερα και πάντως εγκαίρως πριν από τη συζήτηση της εφέσεως η Β καταθέτει δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως και προς την πρώτη σύμβαση με επίκληση του λόγου εφέσεως ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει μόνο δεκτή η ένστασή της για την μείωση του τιμήματος. Μετά την εξέλιξη αυτή η Α ασκεί αντέφεση ως προς την πρώτη σύμβαση. Προβάλλει ως λόγο ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο δέχθηκε την ύπαρξη ελαττωμάτων, ισχυρισμό που είχε προβάλει και πρωτοδίκως.  
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θεωρεί την αγωγή αόριστη ως προς την πρώτη σύμβαση. Λόγω όμως της μη προβολής σχετικού λόγου εφέσεως από την Β θεωρεί ότι εμποδίζεται να ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Κατά τα λοιπά απορρίπτει την έφεση της Β ως προς τη δεύτερη σύμβαση ως ουσία αβάσιμη, ενώ απορρίπτει ως απαραδέκτως ασκηθέντες τους πρόσθετους λόγους και ως απαραδέκτως ασκηθείσα την αντέφεση ως προς την πρώτη σύμβαση πωλήσεως.    

Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου σε σχέση με τα θέματα της αοριστίας της αγωγής και του απαραδέκτου προσθέτων λόγων εφέσεως και αντεφέσεως; 

Θέμα 3

Ο Α με βάση προσωρινώς εκτελεστή απόφαση επισπεύδει αναγκαστικό πλειστηριασμό σε ακίνητο του Β. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο Β ασκεί εμπροθέσμως έφεση. Ο πλειστηριασμός λαμβάνει χώρα με υπερθεματιστή τον Υ. Στη σχετική διαδικασία αναγγέλλονται και άλλοι δανειστές του Β που αξιώνουν συμμετοχή στη διανομή του πλειστηριάσματος χωρίς όμως να διαθέτουν εκτελεστό τίτλο. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος με τη σύμφωνη γνώμη και του οφειλέτη Β - που επιφυλάχθηκε των δικαιωμάτων του από την έφεση - κατατάσσει στο σύνολο του πλειστηριάσματος τον Α με την ιδιότητα του επισπεύδοντος. Στο μεταξύ ο Γ ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ο πραγματικός κύριος του ακινήτου, και όχι ο Β, δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας που είχε ολοκληρωθεί ήδη πριν από την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως. Ο Υ αλλά και οι Α και Β ανπκρούουν τον ισχυρισμό του Γ και ισχυρίζονται ότι σε κάθε περίπτωση ήταν ενήμερος για τη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Β και δεν αντέδρασε εγκαίρως. Παράλληλα εκδίδεται απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που δέχεται την έφεση του Β, εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή.  

Ερωτάται:  

α. Ορθώς έγινε η κατανομή του πλειστηριάσματος;  

β. Απέκτησε ο Υ την κυριότητα του ακινήτου στη βάση της παραδοχής ότι ο Γ ήταν ο πραγματικός κύριος του ακινήτου;    

γ. Είναι νομικά κρίσιμος ο ισχυρισμός των Υ, Α και Β σε σχέση με τον ισχυρισμό του Γ;
  
δ. Η ευδοκίμηση της εφέσεως και η απόρριψη της αγωγής του Α επηρεάζουν το κύρος του  πλειστηριασμού;

Να απαντηθούν τα 2 από τα 3 θέματα.

--------------------------------------------------------------------------------------------


Σεπτέμβριος 2014 (Κλιμάκιο Ορφανίδης - Δεληκωστόπουλος - Σινανίδης)



1ο Θέμα



Ο Α άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που απέρριψε την αγωγή του λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου. Ο Α είχε δικαστεί ερήμην στον πρώτο βαθμό. Με την έφεσή του ο εκκαλών δήλωσε ότι κατέβαλε το δικαστικό ένσημο που αναλογεί στο κονδύλιο της αγωγής των 250.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη θετική του ζημία, ενώ για το έτερο κονδύλιο της αγωγής των 50.000 ευρώ, που αντιπροσωπεύει τη χρηματική του ικανοποίηση λόγων ηθικής βλάβης, περιόρισε το αίτημα της αγωγής του σε αναγνωριστικό. Το Εφετείο, δεχόμενο μετά από μερική εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, χωρίς όμως την επιδίκαση τόκου τόκων επί του ποσού αυτού. Τούτο διότι δεν υπήρχε στην αγωγή σχετικό αίτημα.



Ερωτάται:



α. Μπορεί ο Α να ασκήσει έφεση καταβάλλοντας για πρώτη φορά το δικαστικό ένσημο που αναλογεί στο αντίστοιχο κονδύλιο της αγωγής;



β. Τι θα αποφασίσει το Εφετείο ως προς τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης;



γ. Εάν υποτεθεί ότι το Εφετείο απορρίψει τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό ως προς το κονδύλιο της αγωγής των 50.000 ευρώ, ποιο λόγο αναίρεσης θα επικαλεστεί ο διάδικος για να προσβάλλει την απόφαση του Εφετείου ενώπιον του Αρείου Πάγου;



δ. Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος γι’ αυτό το ζήτημα;



ε. Είναι ορθή η απόφαση του Εφετείου για τους τόκους επί των τόκων;



2ο Θέμα



Ο Α, κάτοικος Αθηνών, συμφώνησε συμβολαιογραφικώς με τον εργολάβο Β την αγορά διαμερίσματος που βρίσκεται στην Ν. Ιωνία Αττικής έναντι τιμήματος 80.000 ευρώ. Κατά τη σχετική συμφωνία το τίμημα θα καταβαλλόταν τμηματικά με την πρόοδο των εργασιών. Η τελευταία δόση ύψους 25.000 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 30/04/2013 με την παράδοση του διαμερίσματος πλήρως αποπερατωμένου. Τον Μάιο του 2013 ο εργολάβος αξίωσε την καταβολή του ποσού των 25.000 ευρώ με τον ισχυρισμό ότι το διαμέρισμα ήταν ετοιμοπαράδοτο εμπροθέσμως και προσφέρθηκε στον Α που αρνήθηκε να το παραλάβει. Επικαλείται προς τούτο και μια έγγραφη μαρτυρία του επικεφαλής του συνεργείου του Δ. Ο Α με επιστολή του προς το Β αρνήθηκε την καταβολή επικαλούμενος την έλλειψη πολλών εργασιών που ήταν αναγκαίες για την αποπεράτωση του διαμερίσματος.



Στο μεταξύ ο Β λόγω οικονομικών δυσχερειών εκχωρεί την απαίτηση του κατά του Α στην Γ. Η Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Α με βάση το συμβολαιογραφικό έγγραφο ως εκτελεστό τίτλο το οποίο είχε περιαφθεί τον εκτελεστήριο τύπο και με την τήρηση της νόμιμης προδικασίας. Μετά την επιταγή προς εκτέλεση επέβαλε μάλιστα αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Α στην γενέτειρα του Κρήτη. Ο Α ήδη πριν από την κατάσχεση άσκησε κατά της επιταγής προς εκτέλεση ανακοπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Ισχυρίσθηκε ότι μη νομίμως επισπεύδεται εκτέλεση, ότι ο Γ δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση και ότι σε κάθε περίπτωση (επικουρικώς) προβάλλει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του που έχει κατά του Β ήδη πριν από την κατάρτιση του εργολαβικού συμβολαίου. Ο Γ ζήτησε την απόρριψη της ανακοπής. Ισχυρίσθηκε ότι αρμόδια είναι, τα δικαστήρια της Κρήτης, ότι ο συμψηφισμός δεν τον αφορά και ότι κατά του συμβολαιογραφικού εγγράφου ως εκτελεστού τίτλου δεν είναι δυνατή η προβολή λόγου ανακοπής που αφορά την απαίτηση.



Ερωτάται:



α. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του Α για το μη νόμιμο της επισπεύσεως της εκτελέσεως καθώς και για την μη νόμιμη επίσπευσή της από το Γ ;



β. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του Γ για την έλλειψη αρμοδιότητας και για την αδυναμία προβολής συμψηφισμού στην συγκεκριμένη περίπτωση για τους λόγους που ανέφερε ;



γ. Θα πρέπει να προσβληθεί και η αναγκαστική κατάσχεση αν ο Α επιθυμεί να μην απολέσει την κυριότητα του ακινήτου του στην Κρήτη καίτοι δεν έχει συγκεκριμένη αιτίαση κατά της κατασχέσεως;



3ο Θέμα



Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β με αίτημα την καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ από σύμβαση δανείου που είχε καταρτίσει με το Β και του ποσού των 25.000 ευρώ ως τίμημα από σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων προς αυτόν. Κατά τη συζήτηση παρέστη ο Β που αρνήθηκε την αγωγή. Εκδίδεται απόφαση με την οποία το δικαστήριο δέχεται την αγωγή ως προς το δάνειο και διατάζει την επανάληψη της συζήτησης ως προς την αξίωση για την καταβολή του τιμήματος. Η απόφαση επιδίδεται με πρωτοβουλία του Α. Μετά την άπρακτη για την άσκηση εφέσεως πάροδο των τριάντα ημερών ο Α επισπεύδει με την τήρηση της νόμιμης προδικασίας αναγκαστική εκτέλεση με επιβολή κατασχέσεως σε κινητά πράγματα που ήταν στο εμπορικό κατάστημα του Β. Ο Β θεωρεί την επίσπευση της εκτελέσεως μη νόμιμη ενόψει του γεγονότος ότι εκκρεμεί ακόμη η έκβαση της δίκης για το τίμημα. Διενεργείται πλειστηριασμός των κινητών πραγμάτων και υπερθεματιστής αναδεικνύεται ο Γ. Επειδή το πλειστηρίασμα που επετεύχθη δεν ήταν αρκετό για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, ο Α επισπεύδει με την ίδια δικαστική απόφαση αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ε με την ιδιότητα του εγγυητή του Β στη σύμβαση δανείου. Παράλληλα, εμφανίζεται ο προμηθευτής Π που ισχυρίζεται ότι τα εκπλειστηριασθέντα πράγματα δεν ήταν της κυριότητος του Β αλλά του ιδίου που τα είχε παραχωρήσει απλώς προς παρακαταθήκη και αξιώνει την παράδοση τους. Ισχυρίσθηκε ότι δεν είχε λάβει γνώση του πλειστηριασμού. Από την πλευρά του ο Γ δήλωσε ότι αγνοούσε το στοιχείο αυτό.



Ερωτάται:



α. Νομίμως επισπεύσθηκε η εκτέλεση από τον Α;



β. Είναι δικονομικά έγκυρος ο πλειστηριασμός που έλαβε χώρα στη βάση της αντιλήψεως του Β;



γ. Νομίμως επισπεύδεται εκτέλεση κατά του Ε ως εγγυητή ;



δ. Απέκτησε την κυριότητα των εμπορευμάτων ο καλόπιστος Γ με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό ενόψει των ισχυρισμών του Π;



Από τα τρία θέματα θα πρέπει να απαντηθούν τα δύο.

Επιτρέπεται η χρήση ασχολίαστων Κωδίκων.


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2015 (Κλιμάκιο Μ-Ω, Πανταζόπουλος-Τριανταφύλλου-Κατηφόρης)

Θέμα Α

Ο Α άσκησε αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι Β και Γ να του καταβάλουν εις ολόκληρο το ποσό των 70.000 ευρώ από αδικοπραξία λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Ο Γ άσκησε προσεπίκληση κατά του Δ με την οποίαν, επικαλούμενος σύμβαση για την ανάληψη της ευθύνης από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής , ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δ να καταβάλει το ποσό των 70.000 ευρώ στον Α. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη και στη συνέχεια απέρριψε την προσεπίκληση, επειδή δεν ηττήθηκε ο Γ. Η απόφαση επιδίδεται από τον Γ μόνο στον Β στις 10.11.2013. Στη συνέχεια ο Α άσκησε έφεση στις 15.12.2013 μόνον κατά του Γ και ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του. Ο Γ φοβούμενος ότι η εναντίον του αγωγή του Α θα γίνει δεκτή, ασκεί έφεση κατά της απόφασης που απέρριψε την προσεπίκλησή του και ζητεί αυτή να γίνει δεκτή και να καταδικαστεί ο Δ να καταβάλει σε αυτόν (Γ), ό, τι υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος στον Α. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρίσταται ο Α και ο Γ, ενώ δεν εμφανίζεται ο Δ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχεται την έφεση, εξαφανίζει την απόφαση και δέχεται την αγωγή του Α κατά του Γ, ενώ απορρίπτει την προσεπίκληση του Δ ως μη νόμιμη.

Ερωτάται:


1) Ορθώς η έφεση του Α απευθύνεται μόνο κατά του Γ;

2) Είναι εμπρόθεσμη η έφεση του Α;

3) Θα είχε έννομο συμφέρον και θα μπορούσε να παρέμβει πρόσθετα υπέρ του Γ στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Β;

4) Έχει έννομο συμφέρον ο Γ να ασκήσει την έφεσή του κατά του προσεπικληθέντος απ'αυτόν Δ;

5) Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε ως μη νόμιμη την προσεπίκληση του Γ, παρά του ότι δέχθηκε την αγωγή του Α κατά του Γ, και γιατί;


Θέμα Β

Ο Α ασκεί κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Ο και του ομόρρυθμου εταίρου Ε αγωγή με αίτημα την καταδίκη τους σε απόδοση δανείου ποσού 500.000 ευρώ. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η σύμβαση δανείου είναι άκυρη ως εικονική και επικουρικά προτείνουν σε συμψηφισμό απαίτηση του από άλλη αιτία 300.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχεται εν μέρει την αγωγή, αφού δέχθηκε την ένσταση συμψηφισμού ως βάσιμη και κύρηξε την απόφασή του προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 200.000 ευρώ. Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έφεση ασκεί μόνον η Ο ισχυριζόμενη ότι σε κάθε περίπτωση η σύμβαση δανείου είναι ακυρώσιμη λόγω πλάνης. Έφεση ασκεί και ο Α επικαλούμενος ότι η προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση των Ο και Ε έχει ήδη παραγραφεί και από παραδρομή δεν προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο σχετικός ισχυρισμός. Την έφεση έστρεψε μόνο κατά της Ο και ο Ε δεν κλήθηκε να παραστεί κατά την συζήτηση της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχεται τον λόγο έφεσης της Ο ως παραδεκτό και βάσιμο και στην συνέχεια απορρίπτει την αγωγή. Την έφεση του Α κρίνει ως παραδεκτή, αλλά δεν εξετάζει τον λόγο αυτής ως προς την παραγραφή. Ο Α ασκεί αναίρεση κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου παραπονούμενος : α) ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ως παραδεκτό τον λόγο έφεσης της Ο και β) ότι δεν έλαβε υπόψιν τον ισχυρισμό του περι παραγραφής. Στο μεταξύ μετά την άσκηση της έφεσής του και πριν από την έκδοση απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά της Ο. 

Ερωτάται:

1) Είναι παραδεκτή η έφεση του Α; Άν όχι, ποιός λόγος αναίρεσης θεμελιώνεται; 

2) Ποιός λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται με βάση τα σφάλματα της απόφασης που επικαλείται ο Α;

3) Είναι βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης του Α;

4) Με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να αμυνθεί η Ο κατά της απειλούμενης εναντίον της εκτέλεσης;


Θέμα Γ

Ο Α υπόσχεται στον Β με προσύμφωνο που συντάχθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, να του πωλήσει έναν πίνακα ζωγραφικής και ένα γλυπτό. Επειδή ο Α αρνήθηκε τελικά να συμπράξει στην κατάρτιση της τελικής σύμβασης ο Β ασκεί αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησε  την καταδίκη του Α σε δήλωση βουλήσεως και την παράδοση του πίνακα και του γλυπτού, υπό τον όρο καταβολής από τον Β του συμφωνηθέντος τιμήματος. Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της αγωγής, ο Α πωλεί και μεταβιβάζει την κυριότητα του πίνακα στον Γ. Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που δέχθηκε την αγωγή του Β.

Ερωτάται:

1) Ποιά είναι η νομική φύση της απόφασης;

2) Ήταν απαραίτητη για την απόδοση των συγκεκριμένων πραγμάτων η σώρευση ειδικού αιτήματος;

3) Θα μπορέσει ο Β να εκτελέσει κατά του Γ την απόφαση ως προς το σκέλος που αφορά τον  πίνακα;

4) Άν ο Α ασκήσει αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης και αυτή γίνει δεκτή και εξαφανιστεί αυτή και απορριφθεί η αγωγή του Β, πώς μπορεί να προστατευθεί ο Α;

5) Ποιά είναι η τηρητέα διαδικασία για την εκτέλεση της απόφασης από τον Β κατά του Α;



------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2015 (Κλιμάκιο Α-Λ)









----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2016 - Κλιμάκιο Μ-Ω (Πολυζωγόπουλος, Πανταζόπουλος, Τσικρικάς, Τριανταφύλλου)

Θέμα 1ο
Ο Α άσκησε αγωγή κατά των Β και Γ στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 30.000€ από ενδοσυμβατική ευθύνη (αμοιβή από σύμβαση έργου) και το ποσό των 40.000€ από αδικοπραξία (κλοπή κατά συναυτουργία). Το Δικαστήριο δικάζοντας ερήμην του Β και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη για το ποσό των 15.000€ και 30.000€ αντίστοιχα. Ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης την οποία έστρεψε κατά του Α και του Γ και ζήτησε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του Α. Ο Α άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης την οποία έστρεψε κατά του Γ και ζήτησε, επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του. Έφεση κατά της ως άνω απόφασης άσκησε και ο Γ κατά του Α, επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή του Α εν όλω. Την ημέρα της δικασίμου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Β παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ως προς την έφεσή του, ενώ τους άλλους διαδίκους Α και Γ εκπροσώπησαν πληρεξούσιοι δικηγόροι και στις τρεις ως άνω εφέσεις. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζοντας την έφεση του Γ δέχθηκε ότι ο Α δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της αγωγής ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη του Γ και εξαφανίζοντας την απόφαση απέρριψε την αγωγή του Α ως απαράδεκτη ως προς την αξίωση αυτή, ενώ ως προς την απαίτηση από αδικοπραξία απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος Γ ως ουσία αβάσιμη. Επίσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις του Β και του Α ως ουσία αβάσιμες. Ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Γ με επίδοση αντιγράφου του απογράφου της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και επιταγής προς εκούσια συμμόρφωσή του. 
Ερωτάται: 
α) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς την εκπροσώπηση του Β με την κατάθεση δήλωσης κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ 
β) ορθώς απευθύνεται η έφεση του Β κατά του Γ; 
γ) αν ο Α ζητούσε να απορριφθεί η έφεση του Β, επειδή δεν περιείχε κανέναν λόγο έφεσης και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχόταν τον ισχυρισμό αυτό και απέρριπτε την έφεση του Β ως απαράδεκτη, θα έπραττε ορθώς; 
δ) είναι ορθή η απόφαση του δικαστηρίου ως προς την έφεση του Γ κατά το σκέλος που απέρριψε την αγωγή του Α για την ενδοσυμβατική ευθύνη ως απαράδεκτη; 
ε) πώς μπορεί να προστατευθεί ο Γ κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης του Α και τί μπορεί να επικαλεστεί ως λόγους ανακοπής με βάση τα πραγματικά περιστατικά του πρακτικού; 

Θέμα 2ο
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να τους καταβάλει το ποσό των 50.000€ από αδικοπραξία (σωματική βλάβη) κατά την κύρια βάση της και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ταυτόχρονα ο Α άσκησε άλλη αγωγή κατά του Β στο ίδιο δικαστήριο ζητώντας το ποσό των 30.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για προσβολή της προσωπικότητας του λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης του Α. Το Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας τις δύο αγωγές, απέρριψε την πρώτη κατά την κύρια βάση της ως ουσία αβάσιμη και την επικουρική βάση ως μη νόμιμη, ενώ ανέστειλε την εκδίκαση της δεύτερης αγωγής ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το ποινικό δικαστήριο επί της μήνυσης που είχε ασκήσει ο Α. Ο Α άσκησε έφεση κατά της οριστικής απόφασης που απέρριψε την αγωγή από αδικοπραξία και ισχυρίστηκε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ προσέβαλε και την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ισχυριζόμενος ότι κακώς ανεστάλη η δίκη μέχρι την έκδοση της ποινικής απόφασης από το ποινικό δικαστήριο, εφ’ όσον υπάρχουν πλείστα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την συκοφαντική δυσφήμηση του Β, ζητώντας να εξαφανιστεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του. Αργότερα άσκησε εμπρόθεσμα πρόσθετο λόγο έφεσης ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Β εφεσίβλητος υπέβαλε με τις προτάσεις του τον ισχυρισμό περί του ότι ο Α με την συμπεριφορά του δεν περιόρισε την ζημία του από την σε βάρος του αδικοπραξία με την αναφορά των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, ενώ είχε ασκήσει νόμιμα και εμπρόθεσμα αντέφεση για την απόρριψη της αγωγής του Α ως προς το κεφάλαιο της αδικοπραξίας, ισχυριζόμενος ότι η αγωγή του Α έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.
Ερωτάται: 
α) είναι παραδεκτή η έφεση του Α κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τις δύο αγωγές; 
β) παραδεκτώς ασκείται ο πρόσθετος λόγος έφεσης του Α; 
γ) είναι παραδεκτός ο ως άνω ισχυρισμός που υπεβλήθη από τον Β στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο;
δ) τί θα αποφασίσει το δικαστήριο για την αντέφεση του Β;

Θέμα 3ο
Η ανώνυμη κατασκευαστική εταιρία Ε ασκεί κατά του Β αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο με αίτημα την καταβολή της εργολαβικής της αμοιβής, ύψους 200.000€. Στην εκκρεμή δίκη παρεμβαίνει υπέρ της Ε ο μέτοχός της Μ. Οι Ε, Β και Μ καταθέτουν εμπρόθεσμα προτάσεις. Ο Β με το δικόγραφο των προτάσεων επικαλείται εικονικότητα της σύμβασης έργου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει την παρέμβαση του Μ ως απαράδεκτη, κρίνει κατ’ ουσίαν ότι καταρτίστηκε σύμβαση έργου, απορρίπτει την ένσταση της εικονικότητας ως αβάσιμη και δέχεται εν μέρει την αγωγή της Ε επιδικάζοντας σ’ αυτήν ποσό 100.000€. Το δικαστήριο κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 50.000€. Ο Β ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, την οποία στρέφει κατά της Ε, ισχυριζόμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Κατά την εκδίκαση της έφεσης η Ε ισχυρίζεται ότι αυτή ασκείται απαραδέκτως, διότι δεν έχει στραφεί και κατά του Μ. Ισχυρίζεται επίσης ότι σε κάθε περίπτωση ο Β της οφείλει το ποσό των 200.000€ επί τη βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο Β με το δικόγραφο των προτάσεών του προς υποστήριξη της έφεσής του προβάλλει εκ νέου την ένσταση της εικονικότητας. Στην συνέχεια η Ε επιδίδει στις 05.04.2016 στον Β αντίγραφο του απογράφου της πρωτόδικης απόφασης με επιταγή προς εκτέλεση για ποσό 100.000€ και στις 08.04.2016 κατάσχει ένα ακίνητο του Β. 
Ερωτάται: 
α) τί θα αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί των ισχυρισμών της Ε; 
β) θα μπορούσε ο Μ να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης; 
γ) είναι παραδεκτή η επίκληση της εικονικότητας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με το δικόγραφο των προτάσεων; 
δ) είναι έγκυρη η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β; Εάν όχι, ποιές πράξεις, με ποιόν τρόπο και για ποιούς λόγους θα μπορούσε να προσβάλει ο Β;

Από τα τρία θέματα να απαντηθούν τα δύο.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2017(Κλιμάκιο Α)

Θέμα Α
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να του καταβάλλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως περιουσιακή ζημία από αδικοπραξία κατά την κύρια βάση της και επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί εντολής, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτησε την αγωγή ερήμην του Β και τον υποχρέωσε να καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση για την αδικοπραξία και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ενώ απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής ως μη νόμιμη. Ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης και επικαλέστηκε ότι την ημέρα της δικασίμου δεν εμφανίστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επειδή ο πατέρας του είχε αποβιώσει πριν από 20 ημέρες και ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, αρνούμενος την ιστορική βάση της. Έφεση άσκησε και ο Α, επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του ως προς την περιουσιακή ζημία. Μεταγενέστερα ο Α άσκησε εμπρόθεσμα δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, παραπονούμενος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η επικουρική βάση της αγωγής περί εντολής ήταν μη νόμιμη. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Α παρέστη με δήλωση ως προς την έφεση του εναντίον του Β, ενώ ο τελευταίος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της έφεσης του Β εναντίον του Α, καθώς και κατά τη συζήτηση της έφεσης του αντιδίκου του Α εναντίον του. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας την έφεση του Β απέρριψε αυτήν, επειδή έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας για τη μη εμφάνιση του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, περιέλαβε όμως στην απόφαση του διάταξη ότι η επικουρική βάση της αγωγής περί εντολής είναι αόριστη. Την έφεση του Α τη δέχθηκε κατ’ ουσία και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχθηκε εν όλω την αγωγή του Α ως προς την περιουσιακή ζημία του από την αδικοπραξία, ενώ απέρριψε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων.
Ερωτάται:
Α. Ορθώς απερρίφθη η έφεση του Β;
Β. Ορθώς περιέλαβε διάταξη για την αοριστία της επικουρικής βάσης της αγωγής περί εντολής το δευτεροβάθμιο δικαστήριο;
Γ. Ορθώς παραστάθηκε με δήλωση ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Α στη συζήτηση της έφεσης του κατά του Β;
Δ. Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων του Α;
Ε. Μπορούσε να ασκήσει ο Β αναίρεση απευθείας κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και με ποιες προϋποθέσεις;

Θέμα Β

Ο Α ενάγει τον Β και ζητεί την καταβολή ποσού 200.000 ευρώ τόσο λόγω παράβασης συμβατικής υποχρέωσης, όσο και λόγω της αδικοπρακτικής ευθύνης του Β και ειδικότερα λόγω πρόκλησης ζημίας από τον Β εκ προθέσεως κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη (ΑΚ 919). Μετά την άσκηση της αγωγής ο Α εκχωρεί την πιο πάνω απαίτηση του στο Γ. Στη συνέχεια ο Γ παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη υπέρ του Α τηρώντας τους νόμιμους τύπους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι ο Β ευθύνεται προς αποζημίωση του Α μόνον λόγω παράβασης συμβατικής υποχρέωσης και όχι κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Ο Α επιδίδει την απόφαση στον Β στις 10-5-2016. Στις 5-6-2016 ο Β ασκεί έφεση την οποία στρέφει κατά του Α προβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των κανόνων περί ενδοσυμβατικής ευθύνης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτή την έφεση του Β, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση, κρατεί και δικάζει την αγωγή του Α, κρίνει ότι δεν υφίσταται παράβαση συμβατικής υποχρέωσης από τον Β, ωστόσο καταδικάζει τον Β στην καταβολή του ποσού της αγωγής λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης του (ΑΚ 919). Ο Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β για την είσπραξη του επιδικασθέντος ποσού με την επίδοση στον τελευταίο αντιγράφου του,...
*δε βρέθηκε η 2η σελίδα των θεμάτων*

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2017(Κλιμάκιο Β)

Θέμα Α
Ο Α άσκησε κατά του Β στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή   με αίτημα να καταδικαστεί να του καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ από σύμβαση πωλήσεως ιατρικών αντικειμένων. Επικουρικώς στήριξε την αγωγή του στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, για την περίπτωση στην οποία το δικαστήριο ήθελε κρίνει τη σύμβαση πωλήσεως άκυρη. Όπως αναφέρεται στην αγωγή, εξωδικαστικώς το νοσοκομείο Β ισχυριζόταν ότι η σύβαση πωλήσεως ήταν άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκαν οι προδιαγραφές του νόμου. Κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή ο Α παρέδωσε τα εμπορεύματα στο νοσοκομείο. Με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του το Β ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, άλλως ως ουσία αβάσιμης και ως προς τις δύο βάσεις. Ειδικότερα σε σχέση με την ουσία της υποθέσεως αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής.
Εκδόθηκε απόφαση του δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση , ενώ την έκανε δεκτή κατά την επικουρική βάση. Την απόφαση προσέβαλε εμπροθέσμως με έφεση το νοσοκομείο Β. Ως λόγο εφέσεως προέβαλε την εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων, ενώ παράλληλα στήριξε την έφεση και στον ισχυρισμό ότι ο πλουτισμός δε σωζόταν πλέον (ΑΚ 909). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση, θεωρώντας ότι η αγωγή κατά την επικουρική βάση ήταν αόριστη, γιατί δεν εκτίθετο σε αυτή η αιτία για την οποία ήταν άκυρη η σύμβαση. Ως εκ τούτου δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη και απέρριψε την αγωγή κατά την επικουρική βάση. Συγχρόνως το Εφετείο επελήφθη της κύριας βάσεως της αγωγής ως προς την πώληση και έκανε πλήρως δεκτή την αγωγή.
Ερωτάται:
Α. Ενέργησε σωστά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβανόμενο της κύριας βάσεως της αγωγής;
Β. Παραδεκτώς προβλήθηκε ως λόγος εφέσεως από το Β ο πραγματικός ισχυρισμός για τη μη διάσωση του πλουτισμού;
Γ. Παραδεκτώς απέρριψε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την αγωγή ως απαράδεκτη σε σχέση με την επικουρική βάση ενόψει των προβληθέντων λόγων εφέσεως;

Θέμα Β
Ο εργολάβος Α κατήρτισε με το δημόσιο υπάλληλο Β σύμβαση πωλήσεως διαμερίσματος σε υπό κατασκευή πολυκατοικία στην περιοχή του Βύρωνα στην Αθήνα. Συμφωνήθηκε η σταδιακή αποπληρωμή του τιμήματος που θα ήταν συνάρτηση της βαθμιαίας αποπερατώσεως του διαμερίσματος. Η σύμβαση καταρτίσθηκε συμβολαιογραφικώς. Η τελευταία δόση του τιμήματος που ήταν και η μεγαλύτερη και ανερχόταν σε 32.000 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί με την οριστική αποπεράτωση του διαμερίσματος, ετοίμου και καταλλήλου προς κατοίκηση («με το κλειδί»). Η μη εμπρόθεσμη καταβολή θα συνεπαγόταν την υποχρέωση καταβολής και τόκων. Ο Α απέστειλε επιστολή στον Β και του γνωστοποίησε ότι το διαμέρισμα ήταν πλέον αποπερατωμένο και έτοιμο και τον κάλεσε να καταβάλει το εναπομένον τίμημα σε κατάθεση σε λογαριασμό του στην Τράπεζα. Όρισε συγκεκριμένη μέρα, ώστε ο Β να δει το διαμέρισμα και να το παραλάβει. Ο Β μετέβη την προγραμματισθείσα μέρα στο διαμέρισμα και μετά από έλεγχο διαπίστωσε την ύπαρξη αρκετών ατελειών και στο διαμέρισμα και στον περιβάλλοντα χώρο. Αρνήθηκε ως εκ τούτου την καταβολή. Ο Α δε δέχθηκε τις διαπιστώσεις του Β.
Μετά την εξέλιξη αυτή Ο Α ζήτησε από το συμβολαιογράφο να περιαφθεί ο εκτελεστήριος τύπος στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και να εκδώσει απόγραφο, κάτι που έγινε. Στη συνέχεια ο Α επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με τήρηση της νόμιμης προδικασίας. Στην επιταγή του ζήτησε την καταβολή των 32.000 ευρώ πλέον τόκων και παράλληλα ζήτησε τόκους επί των τόκων. Ακολούθησε αναγκαστική κατάσχεση άλλου ακινήτου του Β στην Αθήνα. Ο Β άσκησε εμπροθέσμως ανακοπή κατά της επισπευδόμενης εκτελέσεως με λόγο ανακοπής τη μη ύπαρξη βεβαίας και εκκαθαρισμένης απαιτήσεως. Στη συνέχεια το ακίνητο εκπλειστηριάσθηκε. Ήδη πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού και εντός των χρονικών ορίων του νόμου (άρθρο 933 παρ. 6) εκδόθηκε απόφαση που απέρριψε την ανακοπή του Β. Κατά της απόφασης άσκησε έφεση ο Β. Στον υπάλληλο του πλειστηριασμού είχαν αναγγελθεί εμπροθέσμως το ελληνικό δημόσιο για απαιτήσεις από φόρο κληρονομίας κατά του Β και δύο πιστωτικά ιδρύματα για απαιτήσεις από καταναλωτικά δάνεια. Υπέβαλαν όλοι παρατηρήσεις στο συμβολαιογράφο ως υπάλληλο του πλειστηριασμού για τον τρόπο κατατάξεως, ως είχαν σχετικό δικαίωμα(άρθρο 974). Ειδικότερα ο κατάσχων ισχυρίσθηκε ότι εκείνος πρέπει να λάβει όλο το πλειστηρίασμα που δεν αρκούσε για όλους, αφού είχε και την πρωτοβουλία της κατάσχεσης, ενώ το αντίθετο υποστήριξαν το δημόσιο και τα πιστωτικά ιδρύματα. Ισχυρίσθηκαν ότι αυτά θα πρέπει να καταταγούν προνομιακά με αποκλεισμό του Α, γιατί ο Α μπορούσε να κατάσχει και το διαμέρισμα ως προς το οποίο υπήρξε η διαφωνία με τον Β. Θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από τον πλειστηριασμό αυτού του διαμερίσματος. Κατά τα λοιπά, τα πιστωτικά ιδρύματα υποστήριξαν ότι δεν υφίσταται απαίτηση του δημοσίου, και επομένως δε θα πρέπει να καταταγεί, ενώ το δημόσιο υποστήριξε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δε θα πρέπει να καταταγούν, επειδή δεν έχουν δικαστική απόφαση για τις απαιτήσεις τους.
Ερωτάται:
Α. Έκρινε ορθά το δικαστήριο επί της ανακοπής;
Β. Τυχόν ευδοκίμηση της εφέσεως θα επηρεάσει το κύρος του πλειστηριασμού;
Γ. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί που προτείνονται ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού για την κατανομή του πλειστηριάσματος από τον κατάσχοντα, το δημόσιο και τα πιστωτικά ιδρύματα;

Θέμα Γ
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο αρμόδιο δικαστήριο σε σχέση με αξιώσεις του από σύμβαση πώλησης και σύμβαση δανείου. Αξίωσε την καταβολή των ποσών 30.000€ και 40.000€ αντιστοίχως. Ο Β αρνήθηκε την αγωγή σε σχέση και με τις δύο βάσεις. Εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 550/2017 απόφαση που δέχθηκε την αγωγή κατά το ποσό των 26.000€ ως προς την πώληση και την απέρριψε κατά το υπόλοιπο, ενώ απέρριψε πλήρως και κατ’ ουσία την αγωγή ως προς το δάνειο.
Με πρωτοβουλία του Α η απόφαση επιδόθηκε στο Β. Εντός της νομίμου προθεσμίας ο Α άσκησε έφεση για το μέρος που απερρίφθη η αγωγή του σε σχέση με την πώληση, δηλαδή για τα 4.000€. Παράλληλα μετά την πάροδο της προθεσμίας εφέσεως επέσπευσε τηρώντας τη νόμιμη προδικασία αναγκαστική εκτέλεση για τα 26.000€. Επίσης ο Α μετά την πάροδο της προθεσμίας εφέσεως άσκησε πρόσθετους λόγους και σε σχέση με την απόρριψη της αγωγής κατά το σκέλος που αφορούσε τη σύμβαση δανείου. Από την πλευρά του ο Β άσκησε αντέφεση ζητώντας να απορριφθούν και οι δύο αγωγές ως απαράδεκτες. Ισχυρίσθηκε ότι μη νομίμως το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης, καθότι οι αγωγές ήταν αόριστες. Θεωρεί επίσης μη νόμιμη την επίσπευση της εκτελέσεως, γιατί δεν υφίσταται εκτελεστός τίτλος και επομένως δε χρειάζεται να κάνει κάτι. Φρονεί επίσης ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως για το ποσό των 4.000€(άρθρο 466 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 512). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτους τους πρόσθετους λόγους .Παράλληλα απέρριψε με την ίδια αιτιολογία και την αντέφεση. Σε σχέση με την έφεση, έκανε δεκτό το λόγο εφέσεως, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη και έκανε δεκτή την αγωγή και κατά το ποσό των 4.000€.
Ερωτάται:
Α. Έκρινε ορθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως απαράδεκτους τους πρόσθετους λόγους εφέσεως του Α;
Β. Έκρινε ορθά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αντέφεση του Β ως απαράδεκτη σε σχέση και με τα δύο κεφάλαια της αποφάσεως ;
Γ. Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β για το μη επιτρεπτό της εφέσεως για το ποσό των 4.000€;
Δ. Νομίμως επισπεύδεται εκτέλεση κατά του Β που ουδέν πράττει;

Από τα τρία θέματα να απαντηθούν τα δύο.
Επιτρέπεται η χρήση ασχολίαστου κώδικα.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2017( Α' Κλιμάκιο )

ΘΕΜΑ 1ο
Οι συνεκμισθωτές Α και Β ενός ακινήτου ζήτησαν με την από 22-4-2015 αγωγή τους που απεύθυναν κατά των Γ και Δ συμμισθωτών την αναπροσαρμογή του μισθώματος από 600€ που είχε συμφωνηθεί μηνιαίως από τη σχετική σύμβαση μίσθωσης πράγματος σε 950€. Κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν εμφανίστηκαν ο Β και ο Γ. Το δικαστήριο συζήτησε την υπόθεση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναπροσάρμοσε το μίσθωμα σε 700€ μηνιαίως. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε από τον Α στον Γ στις 30-4-2017. Ο Β άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης στις 2-6-2017 την οποίαν έστρεψε κατά των Α,Γ και Δ, και επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζήτησε να εξαφανισθεί η απόφαση και να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή τους. Ο Γ άσκησε στις 4-6-2017 έφεση κατά της ως άνω απόφασης την οποίαν έστρεψε κατά του Α και ,επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζήτησε να εξαφανιστεί η απόφαση και να απορριφθεί εν όλω η εναντίον τους ασκούμενη αγωγή. Ερωτάται:
Α)Είναι παραδεκτή η έφεση του Β;
Β)Θα μπορούσε ο Γ να ζητήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης για κάποιο λόγο;
Γ)Είναι παραδεκτή η έφεση του γ από άποψη προθεσμίας και παθητικής νομιμοποίησης;
Δ)Αν ο Γ ασκούσε, αντί για έφεση, αντέφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και ζητούσε να εξαφανιστεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, θα ήταν παραδεκτή;

ΘΕΜΑ 2ο
 Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος συμβατική κτήση κυριότητας. Υπέρ του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη , τηρώντας τους νόμιμους τύπους, ο Μ, στον οποίο ο Β είχε εκμισθώσει το ακίνητο. Ο Α και ο Μ καταθέτουν εμπροθέσμως προτάσεις, ενώ ο Β παραλείπει την κατάθεση προτάσεων. Ο Α ισχυρίζεται με το δικόγραφο των προτάσεων του ότι σε κάθε περίπτωση απέκτησε την κυριότητα  του ακινήτου και κατά τους κανόνες της τακτικής χρησικτησίας. Το δικαστήριο απορρίπτει τον αγωγικό ισχυρισμό του Α για συμβατική κτήση κυριότητας ως νόμω αβάσιμο, ωστόσο κάνει δεκτή την αγωγή κρίνοντας ότι ο Α απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου κατά τους κανόνες της τακτικής χρησικτησίας και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου. Ο Α, ο οποίος ουδέποτε απέδωσε την απόφαση στους Β και Μ, επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Μ τρία χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης. Ο Β ασκεί στη συνέχεια αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης, την οποία στρέφει κατά του Α, προβάλλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της κρίσεως περί της βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό περί κτήσεως της κυριότητας κατά τους κανόνες της τακτικής χρησικτησίας. 
Ερωτάται:
Α)Επισπεύδεται ορθώς αναγκαστική εκτέλεση από τον Α;
Β)Ασκείται παραδεκτά η αίτηση αναιρέσεως του Β;
Γ)Σε ποιον λόγο στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως;
Δ)Εάν υποτεθεί ότι ο Β παραιτείται από το δικαίωμα του στην άσκηση ενδίκων μέσων, έχει δικαίωμα προς άσκηση αναιρέσεως ο Μ;
Ε)Μπορεί ο Μ να προσβάλλει την εναντίον του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, για ποιο λόγο και σε ποια προθεσμία;

ΘΕΜΑ 3ο
Ο Α άσκησε κατά του Β αγωγή με αίτημα την καταβολή ποσού 300.000€ ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας. Ο Β αρνήθηκε α) ότι τον βαρύνει υπαιτιότητα για την πρόκληση της ζημίας και β) ότι η ζημία ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό και υποστήριξε ότι αυτή δεν υπερβαίνει το ποσό των 50.000€. Επικουρικά προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο Α ήταν συνυπαίτιος κατά ποσοστό 80% στην πρόκληση και στην έκταση της ζημίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς ως αβάσιμους, απέρριψε τον ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας του Α ως ουσία αβάσιμο, και έκανε δεκτή την αγωγή. Ο Β άσκησε έφεση κατά  της απόφασης ισχυριζόμενος ότι το δικαστήριο έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, και για αυτό απέρριψε τους ως άνω α)  και β) ισχυρισμούς του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο Β με τις προτάσεις του επανέφερε τον ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας του Α που είχε προβάλει στον πρώτο βαθμό, ενώ ο Α προς αντίκρουση της έφεσης, επικαλέστηκε αποδεικτικά έγγραφα που δεν είχε επικαλεστεί και προσκομίσει στον πρώτο βαθμό. Το Εφετείο δέχτηκε την έφεση, εξαφάνισε εν μέρει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και καταδίκασε τον Β στην καταβολή του ποσού των 80.000€.Στη συνέχεια ο Α, τηρώντας τη νόμιμη προδικασία, επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Β και επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια του Τ απαίτησης του Β κατά του Τ από τη μεταξύ τους σύμβαση έργου. Μετά την επίδοση του κατασχετηρίου στον Β αυτός εκχωρεί την κατασχεθείσα απαίτηση του στον Ε, ο οποίος αγνοεί την κατάσχεση που επιβλήθηκε στα χέρια του Τ.
 Ερωτάται:
Α)Παραδεκτά ο Β επαναφέρει με τις προτάσεις του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον ισχυρισμό του περί συνυπαιτιότητας;
Β)Μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να λάβει υπόψη του έγγραφα που επικαλέστηκε ο Α για πρώτη φορά ενώπιον του;
Γ)Μπορεί να ζητήσει νομίμως ο Ε την καταβολή του ποσού της εκχωρηθείσας απόφασης από τον Τ;
Δ) Ο Τ θεωρεί ότι η απαίτηση του Β κατ’ αυτού που κατασχέθηκε δεν υπάρχει, διότι ο Β δεν έχει εκπληρώσει με τον προσήκοντα τρόπο τις υποχρεώσεις του από τη μεταξύ τους σύμβαση έργου. Σε ποιες δικονομικές ενέργειες πρέπει να προβεί;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβρης 2017( Β' Κλιμάκιο)

ΘΕΜΑ 1ο
Ο Α απέκτησε συμβατικώς λόγω πωλήσεως από τον Β ακίνητο του που κείται σε παραθαλάσσια περιοχή.  Ορισμένο χρονικό διάστημα αργότερα ο Α διαπίστωσε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η ανοικοδόμηση επ’ αυτού κατοικίας, όπως επιθυμούσε. Μετά τούτου άσκησε αγωγή με αίτημα την ακύρωση της δικαιοπραξίας πωλήσεως λόγω απάτης που μετήλθε ο Β που τον είχε διαβεβαιώσει, κατά τους ισχυρισμούς του Α, για τη δυνατότητα οικοδομήσεως. Εκδόθηκε απόφαση που δέχθηκε αμετακλήτως την αγωγή και ακύρωσε τη δικαιοπραξία λόγω απάτης. Στη συνέχεια ο Α άσκησε και αγωγή αποζημιώσεως κατά του Β με επίκληση της απάτης κατά την κατάρτιση της σχετικής δικαιοπραξίας(άρθρο 194 ΑΚ). Ισχυρίστηκε ότι υπέστη ζημία γιατί έχασε επωφελή ευκαιρία αγοράς άλλου ακινήτου. Το Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη αγωγή ως αβάσιμη με την αιτιολογία ότι δεν διαπίστωσε την ύπαρξη απάτης κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας πωλήσεως. Η έφεση που άσκησε ο Α δεν είχε αποτέλεσμα.
Ο Α θεωρεί τη δεύτερη απόφαση εσφαλμένη ως αντιφατική της πρώτης και επιθυμεί να την προσβάλει με αναψηλάφηση.
Ερωτάται:
Α)Τι φρονείτε;
Β)Ανεξαρτήτως του θέματος υπό Α, πώς αντιμετωπίζεται μετά την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως η επίκληση ή η παράλειψη επικλήσεως εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου υπάρξεως προηγουμένης τελεσίδικης αποφάσεως μεταξύ των ίδιων διαδίκων που είχε κρίνει για την ίδια υπόθεση με προσόντα ουσιαστικού δεδικασμένου;

ΘΕΜΑ 2ο
Ο Α άσκησε στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικαστεί να του καταβάλει το ποσό των 30.000€ ως υπόλοιπο τιμήματος από πώληση προϊόντος που έγινε τον Απρίλιο του 2013 και ποσό 20.000€ που αφορούσε δάνειο τρίμηνης προθεσμίας που είχε δοθεί στις αρχές του 2014. Κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν παρέστη ο Β καίτοι είχε κλητευθεί. Εκδόθηκε απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή στο σύνολο της. Με πρωτοβουλία του Α έλαβε χώρα επίδοση της απόφασης στο Β τον Ιανουάριο του 2015. Κατά της αποφάσεως άσκησε εμπρόθεσμα ο Β, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί το Δεκέμβριο του 2015. Με την έφεση προσέβαλε αποκλειστικά τη διάταξη της απόφασης που αφορούσε το δάνειο. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Α, το Μάϊο του 2015 επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε σχέση με το οφειλόμενο τίμημα με τήρηση της νόμιμης προδικασίας. Ο Β θεωρεί ότι δεν υφίσταται προς τούτο εκτελεστός τίτλος και ουδέν πράττει.
Ερωτάται:
Α)Επιτρεπτώς επισπεύδει εκτέλεση κατά του Β ο Α;
Β)Με βάση τους ισχυρισμούς του(του Β), τι θα έπρεπε να είχε πράξει ο Β;
Γ)Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου θα μπορούσε με βάση τα δεδομένα του πρακτικού να είχε προσβληθεί και με ανακοπή ερημοδικίας από τον Β; Εάν ναι, ποια θα ήταν η σχέση ανακοπής ερημοδικίας με την έφεση;

ΘΕΜΑ 3ο
Ο Α άσκησε αγωγή κατά των Β και Γ ως αναγκαίων ομόδικών για απόδοση μίσθιου στο πλαίσιο συμβάσεως μισθώσεως που είχαν καταρτίσει. Κατά τη συζήτηση της αγωγής οι εναγόμενοι ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής. Εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 50/30-3-2015 απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή. Με πρωτοβουλία του Α η απόφαση επιδόθηκε την 30-05-2015 στον Β, που δεν άσκησε ένσταση εντός της νόμιμης προθεσμίας. Τον Οκτώβριο του 2015, την απόφαση προσέβαλε με έφεση ο Γ, με λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, κάτι που εξειδίκευε την έφεση. Κατά τους ισχυρισμούς του Γ η αγωγή ήταν ουσία αβάσιμη. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως του Γ, ο Α ζήτησε την απόρριψη του ένδικου μέσου ως εκπροθέσμως ασκηθέντος με επίκληση της επιδόσεως της απόφασης στον Β. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που χωρίς να εξετάσει τον προβληθέντα λόγο εφέσεως, έκανε δεκτή την έφεση και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Θεώρησε ταυτόχρονα ότι η έφεση είχε ασκηθεί εμπροθέσμως.
Ερωτάται:
Α)Ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός του Α ότι η έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως;
Β)Είναι ορθή η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου;
Γ)Επηρεάζει η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τη θέση του Β;
Δ)Θα μπορούσε ο Α στα πλαίσια της εφέσεως του Γ ν είχε ισχυρισθεί παραδεκτώς ότι έχει αξίωση για απόδοση του πράγματος κατά των Β και Γ από την ιδιότητα του ως κυρίου του πράγματος;

Από τα τρία θέματα να απαντηθούν τα δύο.
Επιτρέπονται ασχολίαστοι κώδικες.


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιανουάριος 2018

ΘΕΜΑ 1ο
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β με αίτημα την καταδίκη του στην καταβολή του ποσού των 100.000 ευρώ ως οφειλόμενο τίμημα πωλήσεως  και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.Έπειτα από την άσκηση της αγωγής ο Α εκχωρεί την επίδικη απαίτηση στον Γ, ο οποίος παρεμβαίνει προς υποστήριξή του στην εκκρεμή δίκη.Το δικαστήριο κρίνει ότι δεν καταρτίστηκε έγκυρη σύμβαση πωλήσεως,ωστόσο επιδικάζει το απαιτούμενο ποσό επί τη βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων.Ο Α επιδίδει την πρωτόδικη απόφαση στον Β στις 3.5.2017.Στις 20.6.2017 ο Γ ασκεί έφεση κατά της αποφάσεως ,την οποία στρέφει κατά του Β παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί πωλήσεως διατάξεων κατά την κρίση περί της ακυρότητας της συμβάσεως πωλήσεως.Δικάσιμος της εφέσεως ορίζεται η 10.12.2017.Στις 30.5.2017 ο Β ασκεί έφεση , την οποία στρέφει κατά του Α,παραπονούμενος για εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδείξεων και στη συνέχεια στις 5.11.2017 ο ίδιος ασκεί αντέφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ,την οποία στρέφει κατά του Α,παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων κατά την επιδίκαση του αιτούμενου ποσού.Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχεται τύποις και απορρίπτει ως ουσία αβάσιμες την έφεση του Γ, καθώς και την έφεση και την αντέφεση του Β.Ο Β ασκεί αίτηση αναιρέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως την οποία στρέφει κατά του Γ.
Ερωτάται:
Α)Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Γ ;
Β)Ασκούνται παραδεκτώς η έφεση και η αντέφεση του Β;
Γ)Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Β;
Δ)Μπορεί ο Γ να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β προς ικανοποίηση της επιδικασθείσας απαιτήσεως και σε καταφατική περίπτωση επί τη βάσει ποίου εκτελεστού τίτλου;

ΘΕΜΑ 2ο
Ο Α άσκησε αγωγή ,επικαλούμενος ως βάση τις διατάξεις περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού αιτούμενος την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον ενός νέου συγγραφικού του έργου ,κατά των Β και Γ στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.Επίσης ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 50.000 ευρώ από αδικοπραξία (φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά συναυτουργία).Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση του αθέμιτου ανταγωνισμού και διέταξε αποδείξεις κατά το άρθρο 337 ΚΠολΔ για την προσκόμιση γνωμοδότησης περί του εφαρμοστέου δικαίου για τη βάση της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας ,ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το αίτημα της αδικοπραξίας και υποχρέωσε τους Β και Γ  να καταβάλουν εις ολόκληρον στον Α το ποσό των 40.000 ευρώ κηρύσσοντας την απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό προσωρινώς εκτελεστή.Ο Α άσκησε έφεση κατά της απόφασης ως προς την απόρριψη της αγωγής για τη βάση του αθέμιτου ανταγωνισμού και ζήτησε να εξαφανισθεί η απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του,επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων ,ενώ ο Β άσκησε έφεση κατά της προσωρινώς εκτελεστής απόφασης που τον καταδίκασε να καταβάλει στον Α το ποσό των 40.000 ευρώ επικαλούμενος και αυτός κακή εκτίμηση των αποδείξεων.Ο Γ πληροφορηθείς την άσκηση της έφεσης από τον Β καταθέτει νομίμως και εμπροθέσμως δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης με το οποίο προτείνει ως λόγο την καταβολή του ποσού των 40.000 ευρώ μετά την έκδοση της ως άνω πρωτόδικης απόφασης .Ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Γ με βάση την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και κατάσχει ένα ακίνητο του Γ για την ικανοποίηση της απαίτησής του εκ 40.000 ευρώ.Ο Γ ασκεί νομίμως και εμπροθέσμως ανακοπή κατά της ως άνω εκτέλεσης και ζητεί την ακύρωσή της επικαλούμενος ότι δεν υπάρχει τελεσίδικη απόφαση εναντίον του ως όρος της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ και επιπλέον ότι καταχρηστικώς επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στον ακίνητο του,αξίας 150.000 ευρώ,διότι ο ίδιος κατέχει πολυτελές ακίνητο αξίας 80.000 ευρώ από την αξία του οποίου μπορεί να ικανοποιηθεί η απαίτηση του Α, γεγονός το οποίο γνωρίζει ο Α ,προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται και προσκομίζει ένορκη βεβαίωση τρίτου προσώπου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών νομίμως και παραδεκτώς ληφθείσα.
Ερωτάται:
Α)Είναι παραδεκτή η έφεση του Α;
Β)Είναι παραδεκτή η έφεση του Β;
Γ)Είναι παραδεκτό το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων του Γ;
Δ)Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο επί των λόγων ανακοπής του Γ;

ΘΕΜΑ 3ο
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος συμβατική κτήση κυριότητας.Περαιτέρω ο Α με τις προτάσεις του προτείνει και την τακτική χρησικτησία ως λόγο κτήσεως κυριότητας του ακινήτου.Κατά την συζήτηση της αγωγής ο Β ερημοδικεί.Το δικαστήριο απορρίπτει ως αόριστη τη βάση περί της συμβατικής κτήσεως κυριότητας,ωστόσο,κάνει δεκτή την αγωγή κρίνοντας ότι ο ενάγων απέκτησε κυριότητα με τακτική χρησικτησία και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου.Ο Α,ο οποίος ουδέποτε επέδωσε την απόφαση στον Β,επισπεύδει εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης με την επίδοση στον Β στις 5.6.2017 επιταγής προς εκτέλεση.Ο Β ασκεί στη συνέχεια αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως προβάλλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της  κρίσεως περί της  βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό της τακτικής χρησικτησίας.
Ερωτάται:
A)Επισπεύδεται ορθά αναγκαστική εκτέλεση από τον Α;
Β)Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Β;
Γ)Σε ποιόν λόγο στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως του Β;
Δ)Μπορεί ο Β να προσβάλει την εναντίον του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση;Για ποιον λόγο και σε ποια προθεσμία;

Από τα τρία θέματα να δοθούν απαντήσεις στα δύο.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2018 (κλιμάκιο Μ-Ω)

ΘΕΜΑ 1
Η εταιρεία Ε ασκεί αγωγή κατά των Α, ως οφειλέτη, και Β, ως εγγυητή, με αίτημα την απόδοση δανείου ποσού 300.00 ευρώ. Από τους περιεχομένους στην αγωγή ισχυρισμούς προκύπτει ότι η Ε είχε εκχωρήσει πριν από την άσκηση της αγωγής στην επίδικη απαίτηση στην εταιρεία Υ και είχε αναγγείλει την εκχώρηση στους Α και Β. Οι Α και Β με τις προτάσεις τους ζήτησαν την ακύρωση της σύμβασης δανείου λόγω απάτης και, επικουρικά, λόγω πλάνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την με αριθμό 1214/2017απόφαση με την οποία απέρριψε το αίτημα ακύρωσης λόγω απάτης, ως μη νόμιμο, και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να εξετασθούν μάρτυρες με τον ισχυρισμό περί πλάνης.
Ο  Α ασκεί έφεση κατά της με αριθμό 1214/2017απόφασης.
Μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας εκδίδεται η με αριθμό 4332/2017 απόφαση με την οποία απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί πλάνης των Α και Β και γίνεται δεκτή η αγωγή της Ε. Η απόφαση επιδίδεται στις 23.6.2017 στον Α, ο οποίος ασκεί έφεση και κατά της με αριθμό 4332/2017 απόφασης, με λόγους εφέσεως την κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς του ισχυρισμού του περί πλάνης και σε κάθε περίπτωση την προβολή του ισχυρισμού ότι η σύμβαση δανείου είναι άκυρη λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη (ΑΚ 179). Κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η Ε ισχυρίζεται με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της ότι ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης, το δικαίωμα του Α έχει αποσβεσθεί, γιατί έχουν περάσει δύο χρόνια από τη σύναψη του δανείου (ΑΚ 157).
Το εφετείο απορρίπτει την έφεση. Η Ε επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά των Α και Β με επίδοση στις 2.2.2018 επιταγής με εκτέλεση. Μετά την επίδοση της επιταγής ο Α πεθαίνει και κληρονομείται από τον Κ.
Ερωτάται:
1) Είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής από τον Α κατά της με αριθμό 1214/2017 απόφασης; 2) Παραδεκτά ασκεί ο Α έφεση για δεύτερη φορά; 3) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Α περί ακυρότητας με βάση τη διάταξη ΑΚ 179 καθώς και ο ισχυρισμός της Ε που προβλήθηκαν στο Εφετείο; 4) Θα μπορούσε το Εφετείο να λάβει υπόψη του τον περιεχόμενο στην αγωγή ισχυρισμό για προηγούμενη εκχώρηση της απαίτησης από τη Ε στην Υ και να απορρίψει την αγωγή γι’ αυτόν τον λόγο (αν και κανένας από τους διαδίκους δεν προέβαλε σχετικό λόγω αγωγής); 5) Πώς θα συνεχισθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε αρχίσει κατά του οφειλέτη Α; Νομίμως επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β;

ΘΕΜΑ 2
Ο Α ασκεί στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικασθεί να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ ως θετική ζημία και το ποσό των 60.000 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος λόγω αδικοπραξίας. Αίτημα για κήρυξη της αποφάσεως ως προσωρινώς εκτελεστής δεν υπέβαλε ο Α. Εκδόθηκε απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή για το ποσό των 20.000 ευρώ για τη θετική ζημία πλέον τόκων από την άσκηση της αγωγής ενώ απέρριψε ως αόριστη την αγωγή σε σχέση με τα διαφυγόντα κέρδη. Η απόφαση επιδόθηκε με πρωτοβουλία του Α στον Β. Κατά της αποφάσεως άσκησε εμπροθέσμως έφεση ο Β ενώ μετά την παρέλευση της προθεσμίας εφέσεως άσκησε αντέφεση ο Α ως προς τη θετική ζημία κατά το μέρος που απερρίφθη η αγωγή του και ως προς τα διαφυγόντα κέρδη. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παρέστη ο Β καίτοι είχε κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως. Έφεση και αντέφεση συνεκδικάσθηκαν με κατάθεση προσώπων από τον Α που παρέστη. Την πρωτοβουλία της κλητεύσεως για τη συζήτηση είχε ο Α.
Εκδόθηκε απόφαση με την οποία απερρίφθη η έφεση του Β ως ανυποστήρικτη και ως ουσία αβάσιμη η αντέφεση του Α ως προς όλα τα αιτήματα.
Στη συνέχεια ο Α ζήτησε, πριν ακόμη λάβει χώρα επίδοση της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, την έκδοση απογράφου με την τήρηση των προβλεπομένων στον νόμο. Με βάση αντίγραφο εξ απογράφου επιτάσσει τον Β να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ εντόκως πλέον τόκων επί τόκων. Ο Β δεν ανταποκρίθηκε γιατί θεωρεί ότι παρανόμως και ανυποστάτως επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση. Γι’ αυτό και ουδέν πράττει. Στη συνέχεια ο Α επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση (άρθρο 953 παρ. 2) σε εμπορεύματα κυριότητας του Β που είχαν πουληθεί στον Γ με επιφύλαξη όμως του δικαιώματος κυριότητας (υπέρ του Β, δηλαδή) (ΑΚ 532). Είχε συμφωνηθεί μεταξύ Β και Γ η αποπληρωμή του τιμήματος με δόσεις. Έως τότε, δηλαδή έως την κατάσχεση, ο Γ αποπλήρωνε κανονικά τις δόσεις.
Ερωτάται:
1) Παραδεκτώς εκδόθηκε το απόγραφο; 2) Παραδεκτώς επιτάσσεται ο Β να καταβάλει τα ποσά που αναφέρονται στην επιταγή προς εκτέλεση; 3) Παραδεκτώς άσκησε ο Α αντέφεση; 4)Είναι ορθή η θεώρηση του Β που ουδέν πράττει; 5) Υπάρχει τρόπος προστασίας του Γ σε σχέση με την επισπευδόμενη εκτέλεση;

ΘΕΜΑ 3
Με βάση συμβολαιογραφικό έγγραφο η εταιρεία Α πώλησε και μεταβίβασε διαμέρισμα στον Β. Συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του τιμήματος με δόσεις με βάση και την πρόοδο των εργασιών γιατί το διαμέρισμα ήταν ημιτελές κατά τον χρόνο της πωλήσεως. Η τελευταία δόση συμφωνήθηκε να καταβληθεί με την πλήρη αποπεράτωση του διαμερίσματος, με το «κλειδί» κατά την έκφραση του κλάδου.
Η Α ισχυριζόμενη ότι το διαμέρισμα αποπερατώθηκε αξιώνει την τελευταία δόση ύψους 35.000 ευρώ. Προσκομίζει για την αποπεράτωση βεβαίωση του επικεφαλής του συνεργείου της. Ο Β φρονεί ότι το διαμέρισμα κάθε άλλο παρά αποπερατωμένο είναι και αρνείται παραλαβή και καταβολή του εναπομείναντος τμήματος.
Κατόπιν τούτου η Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β. Μετά την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου και την έκδοση απογράφου προβαίνει σε επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση. Στη συνέχεια η Α επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε άλλο διαμέρισμα του Β στην πόλη καταγωγής του προς είσπραξη της απαιτήσεώς της.
Ο Β ασκεί ανακοπή κατά της επισπευδομένης εκτελέσεως. Θεωρεί ότι η επίσπευση δεν είναι νόμιμη. Επικουρικώς προβάλλει τις ενστάσεις για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος σε σχέση με την απαίτηση για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση και συμψηφισμού με ισότοπη ανταπαίτησή του από προηγούμενη επαγγελματική σχέση που είχε με την Α. Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ο Β προς απόδειξη των ενστάσεών του επικαλείται και προσκομίζει στη δίκη ένορκες βεβαιώσεις. Η Α με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της θεωρεί ότι απαραδέκτως προβάλλονται τέτοιοι ισχυρισμοί λόγω δεδικασμένου αλλά και της διαδικασίας εντός της οποίας προτείνονται.
Πριν από τον πλειστηριασμό που είχε προσδιορισθεί νόμιμα εκδίδεται τελεσίδικη απόφαση με την οποία καταδικάζεται ο Β να μεταβιβάσει την κυριότητα του κατασχεθέντος διαμερίσματος στην αδελφή του Γ. Η Γ είχε ασκήσει αγωγή πολύ πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Μετά την έκδοση της αποφάσεως η Γ προβαίνει με την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων σε μεταγραφή αυτής σε δημόσια βιβλία. Μετά τη μεταγραφή στη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως αναγγέλλεται και ο Δ ως δανειστής του Β χωρίς πάντως να διαθέτει εκτελεστικό τίτλο.
Ερωτάται:
1) Νομίμως επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β; 2) Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Α που προβάλλονται προς αντίκρουση των λόγων ανακοπής; 3) Επηρεάζει η απόφαση καταδικάζει τον Β να μεταβιβάσει την κυριότητα του διαμερίσματος στην Γ και η μεταγραφή αυτής την αναγκαστική εκτέλεση που είχε δρομολογηθεί από την Α; 4) Ποια η θέση του Δ που αναγγέλλεται στην εκτελεστική διαδικασία ενόψει της μεταγραφής που προηγήθηκε;

Από τα τρία θέματα να απαντηθούν τα δύο.
-----------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2018 (κλιμάκιο Α-Λ)
ΘΕΜΑ 1
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος κτήση κυριότητας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα του τον Π και επικουρικά κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041). Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη ο Μ στον οποίο ο Β είχε παραχωρήσει την κατοχή του ακινήτου με τήρηση των διατάξεων των άρθρων 81 και 238 ΚπολΔ. Το πρωτοβάθμιο δικ. κάνει δεκτή την παρέμβαση του Μ και απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Ο Α ασκεί έφεση την οποία στρέφει κατά του Β, προσβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή των περί κληρονομικής διαδοχής διατάξεων. Έπειτα από την άσκηση της εφέσεως ο Α μεταβιβάζει το ακίνητο στον Γ. Κατά την εκδίκαση της έφεσης του Α ο Β ερημοδικεί. Το δευτεροβάθμιο κάνει δεκτή την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση, κρατεί και δικάζει την αγωγή και την κάνει δεκτή, κρίνοντας ότι απεδείχθη η βάση της τακτική χρησικτησίας και καταδικάζει στον Β στην απόδοση του ακινήτου. Στη συνέχεια ο Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με την επίδοση σε αυτόν στις 12.3.2018 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Ο Β ασκεί αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και ταυτόχρονα ζητεί την αναστολή της εκτελεστότητας της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ωστόσο πριν εκδικασθεί η σχετική αίτηση, ο Γ αποβάλλει τον Β στις 16.3.2018 από το ακίνητο, Ο Β πέντε ημέρες μετά την αποβολή ασκεί ανακοπή προς ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και της αποβολής, επικαλούμενος την εκ μέρους του κτήση κυριότητας επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Α, δικαιοπαρόχου του Γ.
Ερωτάται: 1) Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Α; 2) Είναι ορθή η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς την παραδοχή της αγωγής του Α; 3) Εάν όχι, ποιος λόγος αναιρέσεως στοιχειοθετείται; 4) Είναι ορθή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από τον Γ κατά του Β; 5)Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναίρεσης του Β; 6) Είναι παραδεκτός ο λόγος της ανακοπής του Β;

ΘΕΜΑ 2
Ο Α, κύριος περικλείστου ακινήτου, άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά των Β και Γ, κυρίων ομόρων ακινήτων, και ζήτησε να αναγνωριστεί δικαίωμα δουλείας διόδου επί αυτών. Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του Α. Ο Α επέδωσε την απόφαση στον Β στις 30.1.2018 και στον Γ στις 28.2.2018. Ο Β άσκησε έφεση στις 23.3.2018 κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την οποία έστρεψε κατά των Α και Γ και ζήτησε να εξαφανισθεί αυτή επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ο Γ άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20.3.2018 και ζήτησε να εξαφανισθεί αυτή λόγω κακής εκτίμησης των αποδείξεων και επιπλέον διότι είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά των Γ και Β. ΤΟ δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Β ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης καθώς και την έφεση του Γ δεχόμενο ειδικότερα ότι η επίκληση της ως άνω απόφασης επί της προαναφερθείσας αναγνωριστικής αγωγής δεν επηρεάζει την εκκρεμή δίκη.
Ερωτάται: α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β; β) Είναι παραδεκτή η έφεση του Γ; γ) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Γ για την έκδοση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης μεταξύ των διαδίκων και ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς αυτόν; δ) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεσθεί ο Β αν ήθελε ασκήσει αναίρεση; Ε) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεσθεί ο Γ αν ήθελε ασκήσει αναίρεση;

ΘΕΜΑ 3
Ο Α, για την ικανοποίηση απαίτησης αποζημίωσης από αδικοπραξία κατά του Β, ποσού 15.000 ευρώ, επισπέυθει αναγκαστική εκτέλεση, η οποία οδηγεί σε πλειστηριασμό ακινήτου του Β, που διενεργήθηκε στις 20.1.2018. Το πλειστηρίασμα ανέρχεται σε 1112.000 ευρώ κα με τα εξής δεδομένα των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, συμβολαιογράφο Σ: (α) Απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για καθυστερούμενα εκ μέρους του Β φόρο εισοδήματος 25.000 ευρω. (β) Απαίτηση του δανειστή Δ1 , που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για 30.000 ευρώ ένα (1) έτος πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. Η ισόποση ασφαλιζόμενη απαίτηση του Δ1 είχε επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε δύο (2) μήνες πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. (γ) Απαίτηση του δανειστή Δ2, που είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 30.000 ευρώ τρία (3) έτη πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. Επί της αγωγής που είχε ασκήσει ο Δ3 κατά του Β, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για την επιδίκαση της ισόποσης ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, δεν είχε ακόμα εκδοθεί απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου. (δ) Απαίτηση του δανειστή Δ3, που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 60.000 ευρώ δύο (2) μήνες μετά την επιβολή της κατάσχεσης. Η ισόποση απαίτηση του Δ4 είχε επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε έξι (6) μήνες πριν από την επιβολή της κατάσχεσης. (ε) Απαίτηση του Υ, υπαλλήλου του Β, για οφειλόμενους μισθούς δώδεκα (12) μηνών, πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού συνολικά 20.000, που είχαν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των 12.000 ευρώ, το πλειστηρίασμα βάσει του συνταχθέντος από τον Σ πίνακα κατάταξης, διανεμήθηκε στους αναγγελθέντες δανειστές ως ακολούθως:
-Ποσό 20.000 ευρώ στον Υ –Ποσό 15.000 στο Ελληνικό Δημόσιο - Ποσό 30.000 ευρω στον Δ2 – Ποσό 30.000 ευρώ στον Δ1 – Ποσό 5.000 στον Δ3
Όλοι οι πιο πάνω δανειστές κατατάχθηκαν οριστικά. Ο Σ δεν κατέταξε στον πίνακα τον Α, με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος δεν ανήγγειλε, κατ’ άρθρο 972.1 Κπολ, την απαίτηση του κατά του Β.
Ερωτάται:
1. Ορθώς κατετάγησαν οι πιο πάνω απαιτήσεις στον πίνακα; Ορθώς δεν κατετάγη η απαίτηση του Α;
2. Το Ελληνικό Δημόσιο ασκεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως, στρεφόμενο κατά του Δ1, προτείνοντας τον ισχυρισμό, ότι η καταταχθείσα στον πίνακα απαίτηση του τελευταίο κατά του Β έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το αίτημα της ανακοπής συνίσταται στη μεταρρύθμιση του πίνακα κατατάξεως κατά τρόπο ώστε να αποβληθεί από αυτόν ο Δ1 και να καταταχθεί στη θέση του το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο για το ποσό των 10.000 ευρώ. Ποιος βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου; Μπορεί ο Δ1, προς αντίκρουση της ανακοπής, να επικαλεσθεί το δεδικασμένο της αποφάσεως που επιδίκασε την απαίτηση του κατά του Β;
Να απαντηθούν δύο από τα τρία θέματα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2018

ΘΕΜΑ 1
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλλει το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη στο αυτοκίνητο του, όταν αυτό συγκρούστηκε, με αποκλειστική υπαιτιότητα του Β, με το δικό του αυτοκίνητο, καθώς και το ποσό των 20.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον Α το ποσό των 60.000 ευρώ ως περιουσιακή ζημία και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ο Α άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και επικαλέστηκε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την μη επιδίκαση του συνολικού αιτηθέντος ποσού για την περιουσιακή του ζημία, και ο Β άσκησε αντέφεση προσβάλλοντας την ίδια απόφαση, που αφορούσε τα πραγματικά περιστατικά της υπαιτιότητας του. Ο Α άσκησε μεταγενέστερα δικόγραφο πρόσθετων λόγων, επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την μη πλήρη επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στην δίκη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Β, ζητώντας να απορριφθεί η έφεση του Α και να γίνει δεκτή η έφεση του Β, η ασφαλιστική εταιρία στην οποία ήταν ασφαλισμένο το αυτοκίνητο του Β, η οποία ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση του Α έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, κατά το άρθρο 937 ΑΚ. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εμφανίστηκε ο Α και εκδόθηκε απόφαση που απέρριψε τις εφέσεις, τον πρόσθετο λόγο και την αντέφεση. 
Ερωτάται: (α) είναι παραδεκτή η άσκηση της αντέφεσης του Β; (β) είναι παραδεκτό το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης του Α; (γ)είναι παραδεκτός ο λόγος περί παραγραφής της απαίτησης του Α, που επικαλείται ο προσθέτως παρεμβαίνων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο; (δ) θα μπορούσε ο Α να παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επειδή έμαθε πως ο Β, ως ιατρός είχε σώσει τον πατέρα του Α από βαριά αρρώστια; (ε) μπορεί να επισπεύσει ο Α αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με βάση την πρωτοβάθμια αποφαση που δέχτηκε εν μέρει την αγωγή του;

ΘΕΜΑ 2
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου, επικαλούμενος συμβατική κτήση της κυριότητας επ’αυτού. Υπέρ του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη τηρώντας τους νόμιμους τύπους ο Ε, στον οποίο ο Β είχε παραχωρήσει δικαίωμα επικαρπίας. Οι Α και Ε καταθέτουν εμπροθέσμως προτάσεις ενώ ο β παραλείπει την κατάθεση προτάσεων. Ο Α ισχυρίζεται με το δικόγραφο των προτάσεων του, ότι σε κάθε περίπτωση απέκτησε κυριότητα του ακινήτου και κατά τους κανόνες της τακτικής χρησικτησίας. Το δικαστήριο απορρίπτει τον αγωγικό ισχυρισμό του Α περί συμβατικής κτήσεως κυριότητας ως νόμω αβάσιμο, ωστόσο κάνει δεκτή την αγωγή κρίνοντας πως ο Α απέκτησε κυριότητα κατά τους κανόνες της τακτικής χρησικτησίας και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου. Ο Α ο οποίος ουδέποτε επέδωσε την απόφαση στους Β και Ε, επισπεύδει αναγκαστικά εκτέλεση κατά του Μ στον οποίον είχε παραχωρήσει την χρήση του ακινήτου, έπειτα από την πάροδο τριών ετών από την έκδοση της αποφάσεως, με την επίδοση στον Μ στις 20/10/2017, επιταγής προς εκτέλεση, κάτω από αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως. Ο Μ ενημερώνει τον Ε, ο οποίος στις 30/10/2017 ασκεί αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως, την οποία στρέφει κατά του Α, προβάλλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της κρίσεως περί βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό περί της κτήσεως κυριότητας με τακτική χρησικτησία. 
Ερωτάται: (α) επισπεύδεται ορθώς αναγκαστική εκτέλεση από τον Α κατά του μ; (β) ασκείται παραδεκτά η αίτηση αναιρέσεως του Ε; (γ) σε ποιο λόγο στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως; (δ) εάν ο Β παραιτηθεί από το δικαίωμα προς άσκηση ένδικων μέσων, έχει ο Ε δικαίωμα προς άσκηση αίτησης αναιρέσεως; (ε) μπορεί ο Μ να προσβάλλει την εναντίον του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση; Για ποιο λόγο και σε ποια προθεσμία;

ΘΕΜΑ 3
Ο Α ασκεί αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης κατά του πρώην εργοδότη του Β, κατοίκου Θεσσαλονίκης, για την καταβολή ποσού 20.000 ευρώ ως αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της μεταξύ τους σχέσεως εργασίας. Η αγωγή γίνεται δεκτή με την υπ’αριθμ. 50/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία έπειτα από αίτηση του ενάγοντος κηρύσσεται για όλο το ποσό προσωρινά εκτελεστή. Στην συνέχεια ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β επιδίδοντας σε αυτόν, την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018 επιταγή προς εκτέλεση, κάτω από αντίγραφο του απογράφου της πιο πάνω απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, και επιβάλλοντας κατάσχεση, σε ακίνητο του στην Θεσσαλονίκη, την Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018. Ο Β καταθέτει την Δευτέρα 23 Απριλίου 2018, στο αρμόδιο δικαστήριο, ανακοπή κατά της κατασχέσεως και την επιδίδει στον Α την Παρασκευή 27 Απριλίου 2018. Ως λόγους για την ακύρωση της επιβληθείσας κατασχέσεως προβάλλει (α) ότι παρά τον νόμο η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. (β) ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε πρόωρα. (γ) ότι ήταν απών κατά την ημέρα επίβολής της κατασχέσεως και δεν του επιδόθηκε αντίγραφο της κατασχετήριας εκθέσεως. Ο Β δεν ισχυρίζεται με την ανακοπή ότι η μη επίδοση της κατασχετήριας εκθέσεως του προκάλεσε βλάβη. (δ) ότι είχε ήδη ασκήσει έφεση κατά της 50/2018 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. (ε) ότι είναι ατελής η περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου στην κατασχετήρια έκθεση που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής Δ.
 Ερωτάται: 1)Είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι λόγοι ανακοπής τους Β 2) Αν υποτεθεί ότι η επισπευδόμενη κατά του Β αναγκαστική εκτέλεση οδηγήσει στον πλειστηριασμό του πιο πάνω ακινήτου του, με επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως, ποσού 10.000 ευρώ, πως θα κατατάξει ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος στον συνταχθησόμενο πίνακα κατατάξεως, την πιο πάνω απαίτηση του Α και την απαίτηση ποσού 3.000 ευρώ, του μόνου αναγγελθησόμενου εγχειρόγραφου δανειστή (του Β) τον Γ;

Να απαντηθούν δύο από τα τρία θέματα.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2019 (Κλιμάκιο Α-Λ)

1. Ο Α άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά του Β με αίτημα την καταβολή ορισμένου ποσού λόγω μη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης. Ο Β με τις προτάσεις του ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης και επικουρικώς αβάσιμης. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Κατά της αποφάσεως άσκησε έφεση ο Α αποδίδοντας στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ενώ αυτή ήταν ορισμένη. Παράλληλα ο Α πρόβαλε ως λόγο εφέσεως με το δικόγραφο της εφέσεως τον ισχυρισμό ότι η αγωγή του θεμελιώνεται σε κάθε περίπτωση και στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με τις προτάσεις του ο Β ζήτησε την απόρριψη της εφέσεως. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι ο Α δεν είχε έννομο συμφέρον και δεν ήταν επομένως επιτρεπτή η άσκηση εφέσεως επειδή η αγωγή του είχε απορριφθεί ως αόριστη. Αντίθετα δεν αναφέρθηκε στο θέμα του άλλου λόγου εφέσεως για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό του Β για το απαράδεκτο της εφέσεως. Σε σχέση με την έφεση του Α απέρριψε επίσης τον λόγο εφέσεως που αφορούσε την εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, ως ουσία αβάσιμο, δέχθηκε όμως τον λόγω εφέσεως για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εξαφάνισε την προσβαλλόμενη και δέχθηκε την αγωγή. Ο Β θεωρεί την απόφαση του Εφετείου εσφαλμένη και καταθέτει αίτηση αναιρέσεως. Στη συνέχεια ο Α με εκτελεστό τίτλο την απόφαση του Εφετείου κα μετά την τήρηση της νομίμου προδικασίας επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση των οφειλόμενων και μελλοντικών μισθών εις χείρας του Ε που είναι ο εργοδότης του Β. Ο Β θεωρεί ότι προστατεύεται από την ασκηθείσα αναίρεση που θα ευδοκιμήσει με βεβαιότητα.

Ερωτάται:
α.  Θα είχε ο Β έννομο συμφέρον να ασκήσει ο ίδιος έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου;
β. Ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός του Β για το απαράδεκτο της εφέσεως που άσκησε ο Α;
γ. Είναι ορθή η απόφαση του Εφετείου ενόψει και της δικονομικής συμπεριφοράς του Β στην κατ’ έφεση δίκη;
δ. Είναι νόμιμη η κατάσχεση που επέβαλε ο Α;
ε.  Είναι νομικά βάσιμη η θέση του Β ότι προστατεύεται σε σχέση με την εκτέλεση από την ασκηθείσα αναίρεση;

2. Η εταιρία Α άσκησε κατά των Β και Γ ως απλών ομοδίκων αγωγή με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν να της καταβάλουν ο καθένας το ποσό των 15.000 ευρώ από πωλήσεις συστημάτων συναγερμού και φύλαξης.  Κατά την αγωγή η πώληση είχε καταρτισθεί με τον εκλιπόντα πατέρα των Β και Γ, τον Π, τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου. Οι Β και Γ παρέστησαν στη δίκη και ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής, αρνούμενοι την ύπαρξη του χρέους. Ισχυρίσθηκαν εξόφληση του σχετικού ποσού από τον πατέρα τους, χωρίς όμως να προσκομίσουν κάποιο έγγραφο. Το δικαστήριο μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων εξέδωσε απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή της εταιρίας Α. Το δικαστήριο βασίσθηκε στην μαρτυρία του Μ, προϊσταμένου του λογιστηρίου που εξετάσθηκε με πρωτοβουλία της Α. Η Α επέδωσε την απόφαση μόνο στον Γ, ο οποίος δεν άσκησε έφεση εντός της νομίμου προθεσμίας. Επτά μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η Α, θεωρώντας ότι επήλθε τελεσιδικία με τήρηση της νόμιμης προδικασίας, επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση με επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως σε περιουσιακά στοιχεία των Β και Γ. Εντωμεταξύ ο Γ κατά την τακτοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πατέρα του Π ανευρίσκει για πρώτη φορά στο προσωπικό αρχείο του εξοφλητική απόδειξη της Α για το επίδικο χρέος. Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα δέκα μήνες μετά την έκδοση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, έφεση κατ’ αυτής άσκησε και ο Β για το λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης αποδείξεως. Επικαλέσθηκε την εξοφλητική απόδειξη του πατρός του. Το Εφετείο που επελήφθη της εφέσεως του Β θεωρεί την αγωγή της Α ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής. Χωρίς να ασχοληθεί με τον προβληθέντα λόγο εφέσεως, δέχεται έφεση, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη και απορρίπτει την αγωγή ως προς τον Β ως αόριστη.

Ερωτάται:
α. Είναι ορθή η θεώρηση της Α για την ύπαρξη τελεσιδίκου αποφάσεως ως προς τους Β και Γ;
β. Υπάρχει δικονομική δυνατότητα προστασίας του Γ λόγω της ανευρέσεως της εξοφλητικής απόδειξης;
γ. Νομίμως επιχειρήθηκε η αναγκαστική εκτέλεση από την Α;
δ. Έκρινε ορθά το Εφετείο σε σχέση με την έφεση του Β;
ε. Η απόφαση του Εφετείου θα επηρεάσει τη θέση του Γ;

3. Η κατασκευαστική εταιρία Α πώλησε με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε νομίμως στον Β διαμέρισμα και συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του τιμήματος σε δόσεις. Η τελευταία δόση ποσού 30.000 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί με την παράδοση του διαμερίσματος πλήρως αποπερατωμένου έως 31/05/2017, δηλαδή με το «κλειδί». Την 1η Ιανουαρίου του 2017 η Α ζήτησε από τον Β την καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ, ισχυριζόμενη ότι το διαμέρισμα είχε πλήρως αποπερατωθεί. Παρέδωσε προς τούτο και σχετική βεβαίωσή της (δηλαδή της ίδιας της Α και συγκεκριμένα του εργολάβου της Α) προς τον Β. Ο Β θεωρεί ότι το διαμέρισμα έχει ακόμα ατέλειες και αρνείται την καταβολή του σχετικού ποσού. Κατόπιν τούτου η Α με τήρηση της νόμιμης προδικασίας επιδίδει επιταγή προς εκτέλεση στον Β και επισπεύδει κατ’ αυτού αναγκαστική εκτέλεση. Επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο κυριότητας του Β που βρίσκεται στην Κρήτη. Ο Β ασκεί κατόπιν τούτου αρνητική αναγνωριστική αγωγή κατά της Α με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει το τίμημα των 30.000 ευρώ, φρονώντας ότι αυτό αποτελεί την κατάλληλη νομική ενέργεια. Δύο μέρες μετά την κατάσχεση ο Β ασκεί επίσης ανακοπή του άρθρου 933 και ζητά την ακύρωση της κατασχέσεως με τον ισχυρισμό ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της υπάρξεως βεβαίας και εκκαθαρισμένης απαιτήσεως. Η Α στη συνέχει οδηγεί το πράγμα στον πλειστηριασμό που λαμβάνει χώρα με ανάδειξη τρίτου ως υπερθεματιστή. Μόλις μετά τον πλειστηριασμό εκδίδεται απόφαση επί της ανακοπής του Β που την έκανε δεκτή με την αποδοχή του σχετικού λόγου. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Στο μεταξύ, στον πίνακα κατατάξεως που συντάχθηκε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για το ακίνητο της Κρήτης κατατάσσεται αποκλειστικά η Α ως το πρόσωπο που επέσπευσε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως καίτοι σ’ αυτήν είχαν αναγγελθεί και άλλοι δανειστές.

Ερωτάται:
α. Έκρινε ορθά το δικαστήριο της ανακοπής;
β. Η μεταγενέστερη ευδοκίμηση της ανακοπής με έκδοση τελεσίδικης απόφασης θα επηρεάσει το κύρος του πλειστηριασμού που είχε λάβει χώρα;
γ. Παραδεκτώς ασκήθηκε η αρνητική αναγνωριστική αγωγή με το συγκεκριμένο αίτημα;
δ. Ορθώς έλαβε όλο το πλειστηρίασμα η εταιρία Α;

Από τα τρία θέματα θα πρέπει να απαντηθούν τα δύο. Επιτρέπονται ασχολίαστοι κώδικες.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούλιος 2020 (Α’ ΒΑΡΔΙΑ)

ΘΕΜΑ Ι
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί ο Β να του καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ από ενδοσυμβατική ευθύνη και το ποσό των 40.000 ευρώ από αδικοπραξία (φθορά ξένης ιδιοκτησίας). Το Δικαστήριο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη ως προς την απαίτηση από την ενδοσυμβατική ευθύνη για το ποσό των 15.000 ευρώ και κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση ως προς αυτή, ενώ για την απαίτηση από την αδικοπραξία ανέστειλε την συζήτηση της αγωγής μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση από το ποινικό δικαστήριο για το σχετικό έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Ο Β άσκησε έφεση κατά της προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και ζήτησε να απορριφθεί εν όλω η αγωγή του Α, προσέβαλε δε επιπλέον και την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής, ισχυριζόμενος ότι έσφαλε ως προς το θέμα αυτό το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Α δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της αγωγής και εξαφανίζοντας την απόφαση απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ως προς την αξίωση από την ενδοσυμβατική ευθύνη, ενώ ως προς την απαίτηση από αδικοπραξία απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος ως ουσία αβάσιμη, δεχόμενο ότι καλώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανέστειλε τη δίκη.

Ερωτάται: α)Παραδεκτώς προσβάλλεται η οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από τον Β ως προς τα δύο σκέλη της; β)Μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση ο Α κατά του Β και πώς είναι δυνατόν να προστατευθεί ο τελευταίος; γ)Είναι ορθή η απόφαση του εφετείου κατά το σκέλος της αποδοχής της έφεσης και απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης ως προς την απαίτηση από ενδοσυμβατική ευθύνη και κατά το σκέλος της απόρριψης της έφεσης ως προς την αναστολή της δίκης; δ)Αν απορριπτόταν η έφεση του Β ως ουσία αβάσιμη και αυτός ασκούσε ανακοπή κατά της εκτέλεσης, θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι έχει εξοφλήσει την απαίτηση αυτή πριν από τη συζήτηση της αγωγής;

ΘΕΜΑ II
Ο Α, πωλητής, άσκησε κατά του Β, αγοραστή, διεκδικητική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ισχυριζόμενος ότι η μεταξύ τους σύμβαση πωλήσεως του επίδικου ακινήτου ήταν εικονική και επικουρικά ότι αυτή ήταν προϊόν απάτης. Στη δίκη άσκησε παρέμβαση υπέρ του Β ο Γ, στον οποίο ο Β μεταβίβασε το πωληθέν μετά την άσκηση της αγωγής. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο παρέστησαν μόνον οι Α και Β, ενώ ο Γ δικάσθηκε ερήμην, διότι δεν κατέθεσε εμπροθέσμως προτάσεις. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή κατά την επικουρική βάση της. Κατά της απόφασης άσκησε ανακοπή ερημοδικίας ο Γ. Έφεση άσκησε μόνον ο Β παραπονούμενος για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εξαιτίας της οποίας το δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι η πώληση ήταν προϊόν απάτης. Το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του Β, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και στη συνέχεια έκανε δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση αυτής, διότι έκρινε ότι από τα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε η εικονικότητα της συμβάσεως πώλησης.

Ερωτάται: 1. Είναι παραδεκτή η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον Γ; 2. Έχει έννομο συμφέρον ο Α να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης; 3. Είναι ορθή η απόφαση του Εφετείου; Αν όχι, ποιο ένδικο μέσο θα μπορούσε να ασκηθεί κατ’ αυτής και για ποιον λόγο; 4. Το Εφετείο θα είχε την εξουσία να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, παρά τη μη υποβολή σχετικού λόγου από τον Β;

ΘΕΜΑ III
Οι Α και Β ως αναγκαίοι ομόδικοι άσκησαν αγωγή κατά του Γ για απόδοση μισθίου (ακινήτου) στο πλαίσιο συμβάσεως μισθώσεως που είχαν καταρτίσει. Εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 100/1-5-2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Με πρωτοβουλία του Γ η απόφαση επιδόθηκε στις 5.6.2017 μόνο στον Α, ο οποίος δεν άσκησε έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας. Στις 5.10.2017 την απόφαση προσέβαλε ο Β με λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ισχυριζόμενος ότι η αξίωση για απόδοση του ακινήτου βασίζεται στην ιδιότητα των Α και Β ως κυρίων του ακινήτου. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως του Β ο Γ ζήτησε την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως εκπρόθεσμου με επίκληση της επιδόσεως της αποφάσεως στον Α. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 50/1.11.2018 απόφασή του, δέχθηκε την έφεση τύποις και ουσία έκανε δεκτή την αγωγή των Α και Β, κρίνοντας ότι αυτοί είναι κύριοι του ακινήτου. Ο Γ ασκεί αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως, την οποία στρέφει κατά του Α, προβάλλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της κρίσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου περί της βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό (του Α) περί της κυριότητας των Α και Β επί του επίδικου ακινήτου. Στη συνέχεια, οι Α και Β, μετά την επίδοση στον Γ στις 5.12.2018 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του απογράφου της πιο πάνω αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δίνουν εντολή στον δικαστικό επιμελητή για εκτέλεση. Ο Δ στις 5.2.2020 αποβάλλει τον Γ από το ακίνητο και εγκαθιστά σε αυτό τους Α και Β.

Ερωτάται: α)Ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός του Γ για το εκπρόθεσμο της εφέσεως; β) Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Γ; γ)Ανεξάρτητα από το προηγούμενο ερώτημα, είναι βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως που επικαλείται ο Γ; δ)Μπορεί ο Γ να προσβάλει την εναντίον του επισπευθείσα αναγκαστική εκτέλεση; Για ποιον λόγο και σε ποια προθεσμία;
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2020 (Γ’ ΒΑΡΔΙΑ)

ΘΕΜΑ Ι 
Ο Α κατήρτησε ως πωλητής σύμβαση πωλήσεως με τον Β με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αντικείμενο της πωλήσεως ήταν χαλκός. Συμφωνήθηκε η παράδοσή του μετά από ένα έτος και ως τίμημα ορίστηκε η τιμή του χαλκού, όπως θα είχε διαμορφωθεί τότε στις διεθνείς αγορές και θα πρόκυπτε από τις οικονομικές εφημερίδες. Ο Α παρέδωσε το εμπόρευμα εμπρόθεσμα και αξίωσε το τίμημα. Ως προς το ύψος του ανέκυψε διαφωνία μεταξύ των μερών. Κατόπιν τούτο ο Α με εκτελεστό τίτλο το συμβολαιογραφικό έγγραφο επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β. Επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Β. Ο Β μετά την κατάσχεση προβαίνει σε πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου στον Γ. Παρά τις αντιρρήσεις των Β και Γ που έγιναν και με προφορικές παραστάσεις στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Α συνεχίζει την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Γίνεται πλειστηριασμός και αναδεικνύεται υπερθεματιστής ο Υ με τίμημα που υπερβαίνει την απαίτηση του Α που ήταν και ο μοναδικός δανειστής που συμμετείχε στην διαδικασία.

Ερωτάται: α) Επιτρεπτώς προέβη σε έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης το Α; β) Απέκτησε με τα δεδομένα του πρακτικού κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου ο Υ; γ) Είναι έγκυρη η μεταβίβαση του ακινήτου από τον Β στον Γ; Τι θα γίνει με το επιπλέον τίμημα; 

ΘΕΜΑ ΙΙ
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β. Αξίωσε την καταβολή του ποσού των 40.000 ευρώ ως τίμημα πώλησης για μεταβίβαση εμπορευμάτων και 30.000 ευρώ ως υπόλοιπο δανείου από προηγούμενες συναλλαγές. Ο Β ζήτησε την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής, δηλαδή και ως προς τα δύο αιτήματα. Εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 50/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως προς τα δύο σκέλη. Επιδίκασε το ποσό των 25.000 ευρώ για την πώληση και το ποσό των 10.000 ευρώ για το δάνειο. Με πρωτοβουλία του Α η απόφαση επιδόθηκε στον Β. Έφεση εμπροθέσμως άσκησε ο Α ως προς το κεφάλαιο της αποφάσεως που αφορούσε την πώληση και κατά το μέρος που απερρίφθη η αγωγή του. Μάλιστα μετά την πάροδο της προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοση της αποφάσεως επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση ως προς τις 25.000 ευρώ με επίδοση επιταγής προς πληρωμή (924). Παράλληλα μεταγενέστερα ο Α ασκεί πρόσθετους λόγους εφέσεως και ως προς το απορριφθέν τμήμα του κεφαλαίου της αποφάσεως για το δάνειο. Τι φρονείτε; 

Ο Α άσκησε κατά των Β, Γ και Δ ως αναγκαίων ομοδίκων αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως ποσού 30.000 ευρώ συνολικώς σε σχέση με σύμβαση έργου που είχαν καταρτίσει. Η αγωγή έγινε πλήρως δεκτή με έκδοση αποφάσεως του Πρωτοδικείου (2019). Μετά από αίτημα του Α κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή. Με παραγγελία του Α (άρθρ. 123 ΚΠολΔ) η απόφαση επιδόθηκε στους Β και Γ που δεν άσκησαν έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας. έφεση κατά της αποφάσεως στο όνομά του άσκησε το 2020 ο Δ στον οποίο δεν είχε κοινοποιηθεί η απόφαση. Ως λόγο εφέσεως πρόβαλε την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Επιπροσθέτως πρόβαλε ως λόγο εφέσεως και την εξόφληση με συμβιβασμό (ΑΚ 871) της επίδικης απαίτησης. Ό[πως ισχυρίσθηκε, από παραδρομή δεν είχε προβληθεί η σχετική ένσταση στον πρώτο βαθμό που αποδεικνύεται άλλωστε με το έγγραφο συμβιβασμού. 
Στο μεταξύ ο Α επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητο του Β για το ποσό των 30.000 ευρώ και επισπεύδει πλειστηριασμό. Ο Α θεωρεί ότι η έφεση του Δ είναι εκπρόθεσμη ενώ ασκείται και απαραδέκτως για το λόγο ότι δεν ασκήθηκε από όλους τους αναγκαίους ομοδίκους. Προσέτι, υποστηρίζει ότι η ένσταση εξοφλήσεως με τον συμβιβασμό προβάλλεται απαραδέκτως το πρώτον με την έφεση ενόψει των διατάξεων των άρθρων 527 και 330 ΚΠολΔ. 
Ερωτάται: α) Τι φρονείτε για τους ισχυρισμούς του Α; β) Θα εμποδίσει τυχόν ευδοκίμηση της εφέσεως την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας ή την διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή θα οδηγήσει αυτομάτως σε ακύρωσή του αν ήθελε προηγηθεί της ευδοκιμήσεως τη εφέσεως η διεξαγωγή του πλειστηριασμού με ανάδειξη υπερθεματιστή;  

Από τα τρία θέματα θα πρέπει να απαντηθούν τα δύο. Επιτρέπονται ασχολίαστοι κώδικες.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2020 (Κλιμάκιο Μ-Ω Τσικρικάς, Δεληκωστόπουλος, Τριαντάφυλλου)

ΘΕΜΑ Ι
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος συμβατική κτήση κυριότητας. Υπέρ του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη τηρώντας τους νόμιμους τύπους ο Μ, στον οποίο ο Β είχε εκμισθώσει το ακίνητο. Οι Α και Μ καταθέτουν εμπροθέσμως προτάσεις, ενώ ο Β παραλείπει την κατάθεση προτάσεων. Ο Α ισχυρίζεται με το δικόγραφο των προτάσεων του ότι σε κάθε περίπτωση απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και κατά τους κανόνες της τακτικής χρησικτησίας. Το δικαστήριο απορρίπτει τον αγωγικό ισχυρισμό του Α περί συμβατικής κτήσης της κυριότητας ως νόμο αβάσιμο, ωστόσο κάνει δεκτή την αγωγή κρίνοντας ότι ο Α απέκτησε την κυριότητα κατά τους κανόνες της τακτικής χρησικτησίας και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου. Ο Α, ο οποίος ουδέποτε απέδωσε την απόφαση στους Β και Μ, επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Μ τρία χρόνια μετά την δημοσίευση της απόφασης. Ο Β ασκεί στη συνέχεια αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης, την οποία στρέφει κατά του Α, προβάλοντας ως λόγο την εσφαλμένη θεμελίωση της κρίσης περί της βασιμότητας της αγωγής στον ισχυρισμό περί της κτήσης της κυριότητας από τον Α με τακτική χρησικτησία. 
Ερωτάται: 
α) Επισπεύδεται ορθά αναγκαστική εκτέλεση από τον Α; 
β) Ασκείται παραδεκτά η αίτηση αναίρεσης του Β;
γ) Σε ποιον λόγο στηρίζεται η αίτηση αναίρεσης; 
δ) Εάν υποτεθεί ότι ο Β παραιτείται από το δικαίωμα του προς άσκηση αδίκων μέσων, έχει δικαίωμα προς άσκηση αίτησης αναίρεσης ο Μ;

ΘΕΜΑ  ΙΙ 
Το πιστωτικό ίδρυμα Τ ασκεί κατά του Ο, ως οφειλέτη, και κατά Ε, ως εγγυητή, αγωγή με αίτημα την καταδίκη τους σε απόδοση δανείου ποσού 500.000 ευρώ. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η σύμβαση δανείου είναι άκυρη κατά το άρθρο 179 ΑΚ, ο δε Ο προτείνει επικουρικά σε συμψηφισμό ανταπαίτηση κατά του Τ από άλλη αιτία, ποσού 300.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτή εν μέρει την αγωγή δεχόμενο την ένσταση συμψηφισμού και κηρύσσει την απόφασή του προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 200.000 ευρώ. Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ασκεί έφεση ο Ο, ισχυριζόμενος ότι, σε κάθε περίπτωση, η σύμβαση δάνειου είναι ακυρώσιμη λόγω πλάνης. Έφεση ασκεί και το Τ, την οποία στρέφει κατά του Ο, επικαλούμενο, μεταξύ άλλων, ότι η προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση του Ο έχει ήδη αποσβεσθεί με σύμβαση άφεσης χρέους και ότι εκ παραδρομής δεν προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο σχετικός ισχυρισμός. Προς απόδειξη της βασιμότητας του λόγου εφέσεως του Ο προσκομίζεται η ένορκη βεβαίωση του Μ, ενώ προς απόδειξη του λόγου εφέσεως του Τ προσκομίζεται το έγγραφο της σύμβασης αφέσεως χρέους. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχεται τον λόγο της εφέσεως του Ο περί πλάνης ως παραδεκτό και βάσιμο και στη συνέχεια απορρίπτει την αγωγή. Την έφεση του Τ την κρίνει ως παραδεκτή, αλλά απορρίπτει τον λόγο αυτής περί αποσβέσεως την ανταπαίτησης του Ο ως απαράδεκτο. Εν τω μεταξύ, μετά την άσκηση της εφέσεώς του και πριν την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το Τ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ε. 
Ερωτάται:
α) Είναι ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό του λόγου εφέσεως του Ο; 
β) Είναι παραδεκτή η έφεση του Τ; Αν όχι, ποιος λόγος αναίρεσης θεμελιώνεται; 
γ) Είναι ορθή η απόρριψη ως απαραδέκτου του λόγου εφέσεως, ο οποίος στηρίζεται στον ισχυρισμό του Τ περί αποσβέσεως της ανταπαίτησης του Ο; 
δ) Πώς θα μπορούσε να είχε αποφύγει ο Ε την εναντίον του επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης; 

ΘΕΜΑ ΙΙΙ
Ο Α άσκησε αγωγή ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Β με αίτημα την καταβολή ορισμένου ποσού για δαπάνες από εργασία, που πραγματοποιήθηκαν με βάση τις διατάξεις πει διοίκησης αλλοτρίωνε. Το πολυμελές πρωτοδικείο εξέδωσε οριστική απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή του Α. Η εταιρεία Β, άσκησε έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας. ΚΑτά τη συζήτηση της έφεσης η εκκαλούσα εταιρεία Β δεν εμφανίστηκε. Η ασκηθείσας έφεση απορρίφθηκε λόγω της εημοδικίας της εταιρείας Β. Εν συνεχεία, η εταιρεία άσκησε ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης του εφετείου. Επικαλέσθηκε ανωτέρα βία λόγω εμπύρετης λοίμωξης του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του με την επίδοση αντιγράφου του απογράφου της πρωτόδικης απόφασης στη Β και την κατάσχεση ενός ακινήτου του ομόρρυθμου εταίρου της Ο. 
Ερωτάται: 
α) Η ασκηθείσα έφεση της Β απορρίφθηκε ορθά από το εφετείο; Η εν λόγω απόρριψη της έφεσης έγινε για τυπικούς λόγους ή κατ’ ουσίαν; 
β) Ορθά έκρινε το εφετείο απορρίπτοντας την ανακοπή ερημοδικίας της Β; Με πει κριτήρια εξετάστηκε το ζήτημα της μη παράστασης του πληρεξουσίου δικηγόρου της; 
γ) Στην περίπτωση που η εταιρεία Β επιθυμεί να ασκήσει αναίρεση, κατά ποιων αποφάσεων μπορεί να στραφεί; 
δ) Κατάσχεται νομίμως το ακίνητο του Ο;

Να δοθούν απαντήσεις στα 2 από τα 3 ερωτήματα
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------. 

Ιούλιος 2021 (Κλιμάκιο Μ-Ω)

ΘΕΜΑ Ι 
Η κατασκευαστική εταιρεία Ε, η οποία λειτουργεί με τη μορφή της ετερόρρυθμης εταιρείας, ασκεί αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του κυρίου του έργου Κ και ζητεί την καταβολή του οφειλόμενου εργολαβικού ανταλλάγματος. Ο Κ άσκησε παραδεκτά ανταγωγή κατά της Ε ζητώντας αποζημίωση λόγω ελαττωματικής κατασκευής του έργου. Προς υποστήριξη της αγωγής της Ε ασκεί παραδεκτά παρέμβαση ο ετερόρρυθμος εταίρος της Τ. Οι Κ και Τ καταθέτουν εμπρόθεσμα προτάσεις, ενώ η Ε παραλείπει την κατάθεση προτάσεων τόσο επί της αγωγής όσο και επί της ανταγωγής λόγω αιφνίδιας ασθένειας του πληρεξουσίου δικηγόρου της, η οποία κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων. Ο Κ προς αντίκρουση της αγωγής της Ε επικαλείται με το δικόγραφο της προσθήκης επί των προτάσεων την παραγραφή της αγωγικής αξιώσεως. Το δικαστήριο απέρριψε την μεν αγωγή της Ε ως αόριστη, την δε ανταγωγή του Κ ως νόμω αβάσιμη. 
Ερωτάται: α) Έχουν οι Ε, Τ και Κ δικαίωμα προσβολής της αποφάσεως με τακτικά ένδικά μέσα και σε καταφατική περίπτωση με ποια από αυτά; β) Η εκ μέρους της Ε ή του Κ άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως σχετικά με την κρίση της αγωγής και της ανταγωγής αντίστοιχα παρέχει δυνατότητα ασκήσεως αντεφέσεως στον αντίδικο; γ) Εάν η Ε παραιτηθεί από το δικαίωμα προς άσκηση ενδίκων μέσων, έχει δικαίωμα ο Τ να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως; δ) Μπορεί ο Κ προς αντίκρουση της εφέσεως της Ε να προβάλει και πάλι τον ισχυρισμό περί παραγραφής της αξιώσεως της τελευταίας;

ΘΕΜΑ ΙΙ
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β με αίτημα την καταδίκη του στην καταβολή αποζημιώσεως από αδικοπραξία. Ο Β προσεπικάλεσε την ασφαλιστική εταιρεία Ε, στην οποία είχε ασφαλισθεί για ευθύνη του από αδικοπραξία και ζήτησε να καταδικασθεί η Ε να του καταβάλει όποιο ποσόν καταδικασθεί αυτός να καταβάλει στον Α. Η Ε άσκησε παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του Β και παρέστη στη δίκη, αρνούμενη την υποχρέωσή της για αποζημίωση του Β σε περίπτωση ήττας του, ισχυριζόμενη ότι αυτός είχε παραβιάσει τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, και ζήτησε την απόρριψη της προσεπίκλησης. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και την προσεπίκληση και κήρυξε την απόφασή του προσωρινώς εκτελεστή. Ο Α επέδωσε στην Ε αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως αυτής με επιταγή για εκτέλεση και η Ε κατέβαλε στον Α το ποσόν της επιταγής. Στη συνέχεια η Ε άσκησε έφεση κατά των Α και Β επικαλούμενη ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε την προσεπίκληση, καθώς επίσης ότι η αξίωση του Α ασκείται καταχρηστικά. Ο Α ισχυρίσθηκε ότι η έφεση της Ε είναι απαράδεκτη μετά τη συμμόρφωσή της προς την πρωτοβάθμια απόφαση. 
Ερωτάται: α) Νομιμοποιείται η Ε προς άσκηση εφέσεως; β) Ανεξάρτητα από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, προβάλλεται παραδεκτώς στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο ισχυρισμός της Ε περί καταχρηστικότητας; γ) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός που πρόβαλε ο Α στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δ) Πώς θα μπορούσε η Ε να αναζητήσει το ποσό που κατέβαλε;

ΘΕΜΑ ΙΙΙ

Ο Α άσκησε αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά της εταιρείας Β, με αίτημα την καταδίκη της Β στην καταβολή ορισμένου ποσού για δαπάνες από εργασία, που πραγματοποιήθηκαν με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο εξέδωσε οριστική απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή του Α. Η εταιρεία Β άσκησε έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως η εκκαλούσα εταιρεία Β δεν εμφανίσθηκε. Η ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε λόγω ερημοδικίας κατά της απόφασης του Εφετείου. Η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε. Μετά την απόρριψη της ανακοπής ερημοδικίας, ο Α επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά της Β, συγκεκριμένα επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο της Β για το ποσό που του επιδικάστηκε και ορίσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός. Ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε και αναδείχθηκε υπερθεματιστής ο Γ. Στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναγγέλθηκαν ο δανειστής Δ, που είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης στο επίδικο ακίνητο της Β πριν από την κατάσχεση, καθώς και ο Ε ως εγχειρόγραφος δανειστής της Β με εκτελεστό τίτλο τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση. Ο Α πιστεύει ότι η απαίτησή του δεν κινδυνεύει, διότι ο μεν δανειστής Δ δεν μπορεί πλέον μετά τον πλειστηριασμό να τρέψει την προσημείωσή του σε υποθήκη, ο δε εγχειρόγραφος δανειστής Ε υπολείπεται απέναντί του, αφού δεν έχει την ιδιότητα του κατάσχοντος.

Ερωτάται: α) Είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που απέρριψε την έφεση του Β; β) Επί τη βάσει ποιου εκτελεστού τίτλου επέσπευσε ο Α αναγκαστική εκτέλεση κατά της Β; γ) Είναι ορθή η εκτίμηση του Α ως προς την κατάταξη της απαίτησής του σε σχέση με τον προσημειούχο δανειστή Δ; δ) Είναι ορθή η εκτίμηση του Α ως προς την κατάταξη της απαίτησης του σε σχέση με τον εγχειρόγραφο δανειστή Ε;

Από τα τρία θέματα θα δοθούν απαντήσεις στα δύο

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------


3 σχόλια:

  1. 29.6.2018 Α-Λ

    ΘΕΜΑ 1
    Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος κτήση κυριότητας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής απο τον πατέρα του Π και επικουρικά κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041). Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη ο Μ, στον οποίο ο Β είχε παραχωρήσει την κατοχή του ακινήτου με τήρηση των διατάξεων των άρθρων 81 και 238 ΚπολΔ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κάνει δεκτή την παρέμβαση του Μ και απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Ο Α ασκεί έφεση, την οποία στρέφει κατά του Β, προβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή των περί κληρονομικής διαδοχής διατάξεων. Έπειτα απο την άσκηση της εφέσεως, ο Α μεταβιβάζει το ακίνητο στον Γ. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως του Α, ο Β ερημοδικεί. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κάνει δεκτή την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση, κρατεί και δικάζει την αγωγή και την κάνει δεκτή, κρίνοντας ότι απεδείχθη η βάση της τακτικής χρησικτησίας και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου. Στη συνέχεια ο Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με την επίδοση σε αυτόν στις 12.3.2018 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο Β ασκεί αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ταυτόχρονα ζητεί την αναστολή της εκτελεστότητας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ωστόσο, πριν εκδικασθεί η σχετική αίτηση, ο Γ αποβάλλει τον Β στις 16.3.2018 απο το ακίνητο. Ο Β 5 μέρες μετά την αποβολή ασκεί ανακοπή προς ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και της αποβολής, επικαλούμενος την εκ μέρους του κτήση της κυριότητας επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Α, δικαιοπαρόχου του Γ.
    Ερωτάται:
    1) Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Α;
    2) Είναι ορθή η κρίση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ως προς την παραδοχή της αγωγής του Α;
    3) Εάν όχι, ποιος λόγος αναιρέσεως στοιχειοθετείται;
    4) Είναι ορθή η επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως από τον Γ κατά του Β;
    5) Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Β;
    6) Είναι παραδεκτός ο λόγος της ανακοπής του Β;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΘΕΜΑ 2
    Ο Α, κύριος περίκλειστου ακινήτου, άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά Β & Γ, κύριων όμορων ακινήτων, και ζήτησε να αναγνωριστεί δικαίωμα δουλείας διόδου επί αυτών. Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του Α. Ο Α επέδωσε την απόφαση στον Β στις 30.1.2018 και στον Γ στις 28.2.2018. Ο Β άσκησε έφεση στις 23.3.2018 κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την οποία έστρεψε κατά Α και Γ και ζήτησε να εξαφανιστεί αυτη επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ο Γ άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 20.3.2018 και ζήτησε να εξαφανιστεί λόγω κακής εκτίμησης των αποδείξεων και επιπλέον διότι είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου που είχε απορρίψει τη σχετική αναγνωριστική αγωγή κυριότητας του Α κατά των Β & Γ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Β ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης καθώς και την έφεση του Γ, δεχόμενο οτι η επίκληση της ως άνω απόφασης επί της προαναφερθείσας αναγνωριστικής αγωγής δεν επηρεάζει την εκκρεμή δίκη.
    Ερωτάται:
    α) Είναι παραδεκτή η έφεση του Β;
    β) Είναι παραδεκτή η έφεση του Γ;
    γ) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός του Γ για την έκδοση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης των διαδίκων και ορθή η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς αυτόν;
    δ) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Β, αν ήθελε να ασκήσει αναίρεση;
    ε) Ποιον λόγο αναίρεσης θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Γ αν ήθελε να ασκήσει αναίρεση;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΘΕΜΑ 3
    Ο Α για την ικανοποίηση απαίτησης αποζημίωσης απο αδικοπραξία κατά του Β ποσού 5.000€ επιδπεύδει αναγκαστική εκτέλεση η οποία οδηγεί σε πλειστηριασμό ακινήτου του Β που διενεργείται στις 20.1.2018. Το πλειστηρίασμα ανέρχεται σε 112.000 € και με τα εξής δεδομένα των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στον υπάλληλο πλειστηριασμού συμβολαιογράφο Σ
    (α) Απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για καθυστερούμενο εκ μέρους του Β φόρο εισοδήματος 25.000€
    (β) Απαίτηση του δανειστή Δ1 που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 30.000 € ένα έτος πριν την επιβολή της κατασχέσεως. Η ισόποση ασφαλιζόμενη απαίτηση το Δ1 είχε επιδικαστεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε 2 μήνες πριν απο την επιβολή της κατασχέσεως.
    (γ) Απαίτηση του δανειστή Δ2 που είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 30.000 € 3 έτη πριν απο την επιβολή της κατασχέσεως. Επί της αγωγής που είχε ασκήσει ο Δ2 κατά του Β ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, για την εκδίκαση της ισόποσης ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου.
    (δ) Απαίτηση του δανειστή Δ3 που είχε εγγράψει υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος για ποσό 60.000 € 2 μήνες μετά την επιβολή της κατασχέσεως. Η ισόποση απαίτηση του Δ3 είχε επιδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση η οποία δημοσιθεύθηκε 6 μήνες πριν από την επιβολή της κατασχέσεως.
    (ε) Απαίτηση του Υ, υπαλλήλου του Β, για οφειλόμενους μισθούς 12 μηνών πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, συνολικά 20.000 € που είχαν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
    Μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως, που ανέρχονταν σε 12.000 €, το πλειστηρίασμα, βάσει του συνταχθέντος από τον Σ πίνακα κατατάξεως διανεμήθηκε στους αναγγελθέντες δανειστές ως ακολούθως:
    - Ποσό 20.000 € στον Υ.
    - Ποσό 15.000 € στο Ελληνικό Δημόσιο.
    - Ποσό 30.000 € στον Δ2.
    - Ποσό 30.000 € στον Δ1.
    - Ποσό 5.000 € στον Δ3.
    Όλοι οι παραπάνω δανειστές κατατάχθηκαν οριστικά. Ο Σ δεν κατέταξε στον πίνακα τον Α με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος δεν ανήγγειλε, κατ' άρθρο 972 παρ. 1 ΚπολΔ, την απαίτησή του κατά του Β.
    Ερωτάται:
    1. Ορθ΄βως κατετάγησαν οι πιο πάνω απαιτήσεις στον πίνακα κατατάξεως; Ορθώς δεν κατετάγη στον πίνακα η απαίτηση του Α;
    2. Το Ελληνικό Δημόσιο ασκεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηριίου ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως, στρεφόμενο κατά του Δ1, προτείνοντας τον ισχυρισμό ότι η καταταχθείσα στον πίνακα απαίτηση του τελευταίου κατά του Β έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το αίτημα της ανακοπής συνίσταται στη μεταρρύθμιση του πίνακα κατά τρόπο ώστε να αποβληθεί από αυτόν ο Δ1 και να καταταγεί στη θέση του το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο για το ποσό των 10.000 €. Ποιος βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου; Μπορεί ο Δ, προς αντίκρουση, να επικαλεσθεί το δεδικασμένο της αποφάσεως που επιδίκασε την απαίτησή του κατά του Β;

    ΑπάντησηΔιαγραφή