Του Παναγιώτη Τσιάλα
Σε συνέχεια του χτεσινού πρακτικού διοικητικής δικονομίας, παραθέτω ορισμένες συμπληρωματικές ερωτήσεις και απαντήσεις, μέσα από τις οποίες επιχειρείται μια σύνοψη της διδασκαλίας του καθηγητή Π. Λαζαράτου. Προσωπικά συνιστώ στους συναδέλφους του οικείου Κλιμακίου να αφιερώσουν λίγο χρόνο για να διαβάσουν αυτές τις ερωταπαντήσεις προς καλύτερη προετοιμασία τους εν όψει των επικείμενων εξετάσεων. Πέραν αυτού, ιδιαίτερα ωφέλιμη επανάληψη της ύλης μπορεί να επιχειρηθεί και μέσα από την ανάγνωση της σημείωσης που πρόσφεραν στο wiki πριν από μερικές εβδομάδες η Μαρία Καλογήρου και ο Γιάννης Καμπουράκης (συνοπτική παρουσίαση των βασικότερων σημείων του εγχειριδίου Διοικητικής Δικονομίας του Π. Δ. Δαγτόγλου).
Καλή συνέχεια!
Ως προς το πρόστιμο, ισχύουν κατά παραπομπή από το άρθρο 4 του ν.702/77 οι διατάξεις του π.δ. 18/89 και συγκεκριμένα το άρθρο 25 §2. Σύμφωνα με αυτό, υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται στη Γραμματεία του ΔΕΦ 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Άλλο ένα υπόμνημα μπορεί να υποβληθεί από τον κάθε διάδικο...
...μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αναφορικά με όσα αναπτύχθηκαν σε αυτήν. Αυτό θα πρέπει να το ζητήσουν οι διάδικοι από τον Πρόεδρο και αυτός τάσσει μία προθεσμία για την υποβολή των υπομνημάτων.
Διαφορετικώς έχει το πράγμα στην διαφορά ουσίας για το φόρο. Πιο συγκεκριμένα, η ΚΔΔ 131 §1 ορίζει ότι οι διάδικοι μπορούν να προβάλουν, εκτός από τους λόγους που περιέχονται στο ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε από αυτούς, και πρόσθετους λόγους. Το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων κατατίθεται στη γραμματεία και, με τη φροντίδα του διαδίκου που το ασκεί, επιδίδεται σε κυρωμένο αντίγραφο στους άλλους διαδίκους 15 τουλάχιστον μέρες πριν από την πρώτη συζήτηση. Εξ άλλου, τα υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο 3 εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση. Μετά τη λήξη της ανωτέρω τριήμερης προθεσμίας, ο αντίδικος εκείνου που κατέθεσε υπόμνημα μπορεί εντός προθεσμίας 3 εργάσιμων ημερών, να αντικρούσει τις απόψεις που αναπτύχθηκαν με το υπόμνημα του αντιδίκου του, με δικό του υπόμνημα. Μετά την πάροδο του τριημέρου, απαγορεύεται διά ροπάλου να υποβληθεί υπόμνημα.
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 34 του ν.1968/1991. Ειδικότερα, εφόσον η υπόθεση που άγεται αναρμοδίως ενώπιον του ΣτΕ είναι υπόθεση ουσίας, το ΣτΕ υποχρεούται να παραπέμψει το εισαγόμενο ένδικο βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο και η απόφασή του αυτή περί παραπομπής είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται το ένδικο βοήθημα (πρόκειται για απόφαση που λαμβάνεται στο ακροατήριο). Επιπλέον, σε περίπτωση που ασκηθεί αναρμοδίως ένδικο μέσο ή βοήθημα ενώπιον του ΣτΕ, ο οικείος δικαστικός σχηματισμός με πενταμελή σύνθεση μπορεί με απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο (και όχι στο ακροατήριο), να παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο τις σχετικές υποθέσεις - π.δ. 18/89 άρθρο 34Α §1.
(Σημειωτέον ότι διαφορετικά θα είχε το πράγμα, εάν δεν επρόκειτο για διαφορά ουσίας αλλά για ακυρωτική διαφορά του άρθρου 1 του ν.702/1977, δηλαδή για ακυρωτική διαφορά αρμοδιότητας του ΔΕΦ που αναρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση στο ακροατήριο του ΣτΕ. Στην περίπτωση αυτή, το ΣτΕ έχει την ευχέρεια, αντί να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΦ, να την κρατήσει και να την δικάσει κατ’ ουσία).
Στην περίπτωση αυτή, το Πρωτοδικείο οφείλει με τη σειρά του να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΦ (ΚΔΔ 12 §2 - απόφαση στο ακροατήριο). Εξ άλλου, παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να γίνει και με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο από την τριμελή επιτροπή του άρθρου 126Α §1, ενώ με την ίδια απόφαση παραπέμπεται και η τυχόν εκκρεμής αίτηση παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Στη δίκη ουσίας είναι δυνατόν να ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση εκ μέρους του διαχειριστή της εταιρείας με κατάθεση και επίδοση του δικογράφου της παρέμβασης σε όλους τους διαδίκους (άρα και στην εταιρεία υπέρ της οποίας παρεμβαίνει), 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΚΔΔ 113 §1 και ΚΔΔ 114 §2). Απεναντίας, στην ακυρωτική δίκη δεν επιτρέπεται η άσκηση παρέμβασης κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης παρά μόνον υπέρ της διατήρησης της ισχύος της (π.δ. 18/89 άρθρο 49).
Η απάντηση είναι ότι παρέμβαση που δεν επιδόθηκε εγκαίρως είναι άκυρη. Ωστόσο, η παράλειψη της επίδοσης καλύπτεται, εάν ο διάδικος στον οποίον έπρεπε να έχει γίνει η επίδοση παραστεί στο ακροατήριο και δεν αντιλέξει (ΚΔΔ 114 §2 εδ.γ).
Κατ’ αρχάς, η παρέμβαση είναι ένα δικόγραφο, αφού πρόκειται για έγγραφο που απευθύνεται στο δικαστήριο και αποτελεί στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να φέρει τα αναγκαία στοιχεία ενός δικογράφου και ένα από αυτά είναι το πατρώνυμο εκείνου που το υποβάλλει (ΚΔΔ 45 §1 περ.γ). Το άρθρο 45 δεν αναφέρεται μόνο στα εισαγωγικά δίκης δικόγραφα. Εξ άλλου, η συγκεκριμένη έλλειψη του δικογράφου δεν μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου του, επομένως σύμφωνα με την ΚΔΔ 46 το δικόγραφο είναι αναπόδραστα άκυρο. Ορθότερα, ενεργοποιείται το άρθρο ΚΔΔ 62 §§ 1+2, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο απαγγέλλει την ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων, οι οποίες διενεργήθηκαν, από το ίδιο ή από διάδικο κατά παράβαση των διατάξεων που τις ρυθμίζουν. Η ανωτέρω ακυρότητα απαγγέλλεται από το δικαστήριο:
α) αυτεπαγγέλτως, αν τούτο προβλέπεται ρητώς από το νόμο, ή αν η διαδικαστική πράξη προέρχεται από αναρμόδιο όργανο, ή αν αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας,
β) ύστερα από αίτηση του διαδίκου σε κάθε άλλη περίπτωση και εφόσον κριθεί ότι η παράβαση προκάλεσε σε αυτόν βλάβη, η οποία δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με άλλον τρόπο.
Για να γλιτώσουμε την ακυρότητα της πρόσθετης παρέμβασης υπάρχουν δύο λύσεις. Η μία λύση είναι να θεωρήσουμε ότι το άρθρο 62 §2 α) είναι αντισυνταγματικό, αφού η ακυρότητα δεν θα έπρεπε να είναι απόλυτη, σε περίπτωση που δεν υπάρχει βλάβη του αντιδίκου (βλ. περίπτωση παραδείγματος στην οποία απλώς δεν ανεγράφη το πατρώνυμο στο δικόγραφο). Η δεύτερη λύση είναι να ερμηνεύσουμε το άρθρο 62 σύμφωνα προς το Σύνταγμα, δηλαδή να ερμηνεύσουμε ότι με τη λέξη «τούτο» ο νομοθέτης δεν αναφέρεται απλώς στην πρόβλεψη της ακυρότητας στο νόμο αλλά σωρευτικά και στη ρητή πρόβλεψη της αυτεπάγγελτης απαγγελίας της, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 46 ΚΔΔ.
Πιο ξεκάθαρα εμφανίζονται τα πράγματα στις ακυρωτικές δίκες, στις οποίες η απόλυτη ακυρότητα προβλέπεται ρητώς ότι συντρέχει, μόνον αν υπάρχει βλάβη. Πιο συγκεκριμένα, και πάλι με παραπομπή από το άρθρο 4 του ν.702/1977 οδηγούμαστε στα αναγκαία στοιχεία του δικογράφου μιας αίτησης ακύρωσης, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 17 §2 π.δ. 18/89. Με το άρθρο 40 του π.δ. 18/89 γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ και από αυτές μας ενδιαφέρει ειδικότερα η Κ.Πολ.Δ. 159 περ.3, η οποία απαιτεί όχι μόνο παράβαση διαδικαστικής διάταξης αλλά και βλάβη που μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας μπορεί να αποκατασταθεί. Αυτό είναι απολύτως λογικό, αφού, αν προκύπτει η σοβαρότητα της πρόθεσης του αιτούντος και είναι επαρκώς σαφής η αίτησης δεν υπάρχει ζήτημα ακυρότητας.
ι) Έστω ότι η αγωγή για την επιστροφή του φόρου ασκήθηκε στα πολιτικά δικαστήρια. Τι οφείλουν να πράξουν αυτά; Μετά την πρωτόδικη απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων, μπορεί ο διάδικος να προσφύγει εκπροθέσμως στα διοικητικά δικαστήρια;
Σχετικά με την απάντηση είναι: το άρθρο 9 §4 του ν.1649/1986 και το άρθρο 41 του ν.3659/2008. Τούτο ορίζει ότι, εάν πας σε λάθος δικαιοδοσία, και το ένδικο βοήθημά σου απορριφθεί από το πολιτικό δικαστήριο με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εξ αιτίας της έλλειψης δικαιοδοσίας, τότε το κατάλληλο/σωστό ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος ασκείται παραδεκτώς, ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών. Η τελεσιδικία μπορεί να επέλθει και με την παραίτηση από την έφεση. Εξ άλλου, η προσφυγή που θα γίνει στο αρμόδιο δικαστήριο λογίζεται κατά πλάσμα δικαίου ότι έχει ασκηθεί κατά το χρονικό σημείο που ασκήθηκε το αρχικό ένδικο βοήθημα ενώπιον του αναρμοδίου δικαστηρίου, άρα θεραπεύεται η απώλεια της προθεσμίας, που σίγουρα θα έχει εκπνεύσει στο μεταξύ. Άλλωστε, σύμφωνα με ορθή γνώμη, αρκεί το αρχικό (ακατάλληλο) ένδικο βοήθημα να ασκήθηκε στο αναρμόδιο δικαστήριο εντός της προθεσμίας ασκήσεώς που προβλέπεται γι’ αυτό (π.χ. πενταετία ή εικοσαετία και όχι 6-μηνο - βλ. την περίπτωση στην οποία ο διάδικος θεώρησε εσφαλμένα ότι η διαφορά ενέπιπτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κι έτσι άσκησε αγωγή εντός 10 ετών ή 15 ετών από τη γέννησή της και πάντως εντός της προθεσμίας παραγραφής κλπ). Αυτή είναι και η άποψη της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία άλλαξε την αντίθετη απόφαση της πενταμελούς Επιτροπής του ίδιου δικαστηρίου, που είχε κρίνει τη διάταξη Συνταγματική και πάγια (άρα όχι μεταβατική). Σε αντίθετη περίπτωση θα επρόκειτο για παραβίαση της αρχής της ισότητας, αφού θα γινόταν διάκριση μεταξύ των διαδίκων με βάση ένα τυχαίο γεγονός, το πότε άσκησαν το ακατάλληλο ένδικο βοήθημα.
ια) Εάν την ημέρα της δίκης και κατά τη μετάβαση προς το δικαστήριο, ο δικηγόρος της εταιρείας πάθει καρδιακή προσβολή και πεθάνει, η δε υπόθεση δικαστεί ερήμην της εταιρείας, μπορεί να μετάσχει ο διάδικος στη δίκη;
Εφόσον πρόκειται για μία ακυρωτική έφεση κατά προστίμου, θα μεταβούμε στις σχετικές διατάξεις του π.δ. 18/89 μέσω του άρθρου 4 του ν.702/1977. Ιδίως μας αφορά εν προκειμένω η διάταξη 27 §4 του π.δ. 18/89, σύμφωνα με την οποία, αν πεθάνει ο δικηγόρος που υπέγραψε το δικόγραφο, η δίκη αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως εφάπαξ και για εύλογο διάστημα, όχι μεγαλύτερο από έξι μήνες, αφού εκτιμηθεί η φύση της υπόθεσης, εκτός αν ο εντολέας ζητήσει στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο τη συνέχιση της δίκης. Ωστόσο, το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η συζήτηση έγινε, επομένως δεν μπορεί να ζητηθεί αναβολή και το άρθρο 27 §4 είναι αλυσιτελές.
Όμως, η παράγραφος §5 ορίζει ότι, αν από λόγους ανωτέρας βίας εμποδίστηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως, η οποία κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 10 ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης. Πάντως, στο παράδειγμά μας δεν εμποδίστηκε ακριβώς η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου αλλά η παράστασή του, εξ αιτίας της οποίας εμποδίστηκε να ειδοποιήσει τον πελάτη του για να νομιμοποιήσει κάποιον άλλον στη θέση του.
Εξ άλλου, είναι δυνατόν να ανακύψει ένα ερμηνευτικό πρόβλημα, σε περίπτωση που το δικαστήριο εκδώσει απόφαση πριν την παρέλευση του δεκαημέρου, λόγου χάρη εντός 10 ημερών. Η διάταξη ορίζει ότι η αίτηση επανασυζητήσεως θα πρέπει να υποβληθεί πριν την έκδοση αποφάσεως, ώστε το γράμμα του νόμου στενεύει ασφυκτικά την προθεσμία υποβολής της αίτησης. Παρά ταύτα, με τελεολογική ερμηνεία της διάταξης, σύμφωνη προς το άρθρο 20 §1 Σ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο διάδικος έχει πάντα στη διάθεσή του το δεκαήμερο (κατ’ ελάχιστον).
Η αντίστοιχη αντιμετώπιση του προβλήματος στις διαφορές ουσίας είναι η άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας, εντός 60 ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την πλήρη γνώση της και πάντως το αργότερο 3 χρόνια από τη δημοσίευσή της (ΚΔΔ 90). Το άρθρο ΚΔΔ 89 ορίζει ειδικότερα ότι:
• ο διάδικος,
• που δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου,
• επειδή δεν κλητεύθηκε νόμιμα, ή επειδή, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, δεν μπόρεσε λόγω ανωτέρας βίας, να παρασταθεί
Έχει δικαίωμα να ασκήσει, για τους λόγους αυτούς, κατά της σχετικής απόφασης, ανακοπή.
Εδώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εταιρείας δεν κλητεύθηκε νόμιμα, αφού η κλήση για τη συζήτηση έγινε 20 ημέρες προ της δικασίμου και όχι 30 όπως απαιτεί ο νόμος (ΚΔΔ 128 §2). Ωστόσο, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, γεννώνται υποψίες ότι ελλείπει η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μη νόμιμης κλητεύσεως και της μη παραστάσεως, την οποία όμως απαιτεί η ΚΔΔ 89 ως προϋπόθεση της ανακοπής ερημοδικίας («ως μη κλητευθείς νομίμως» = επειδή δεν κλητεύθηκε νόμιμα), διότι ο πληρεξούσιος, καίτοι μη κλητευθείς νομίμως, εμφανίστηκε στο δικαστήριο - άρα μάλλον δεν ήταν η μη εμπρόθεσμη κλήτευση ο λόγος της μη παράστασης! Πρέπει άραγε να γίνει δεκτή η ανακοπή ερημοδικίας και στη συγκεκριμένη περίπτωση; Η απάντηση είναι πως ΝΑΙ και αυτό απάντησε και η ΣτΕ (Ολ) σε απόφασή της με σκορ 13-12. Εν αμφιβολία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, με βάση το Σ 20 §1 (δικαίωμα ακροάσεως).
[Στη συγκεκριμένη πραγματική περίπτωση, η πληρεξούσια δικηγόρος είχε μπερδέψει τη δίκη, στην οποία πήγε, και επειδή ήταν απροετοίμαστη ζήτησε την προθεσμία, για να φέρει τα νομιμοποιητικά της έγγραφα, αλλά επειδή δεν προλάβαινε να ετοιμαστεί καλά για την υπόθεση επέλεξε να μην πάει στο δικαστήριο].
Πάντως, αντιλαμβάνεται κανείς τον κίνδυνο καταχρήσεως αυτού του όπλου από τους διαδίκους, με σκοπό την επανεκδίκαση των διαφορών από μια πιο «βολική» σύνθεση δικαστηρίου κατόπιν ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας (π.χ. όταν δεν γίνεται εμπρόθεσμη κλήτευση, ο πληρεξούσιος εμφανίζεται κανονικά στο δικαστήριο, εξακριβώνει ποιά σύνθεση θα δικάσει την υπόθεσή του, και αν μεν τον εξυπηρετε, παρίσταται κανονικά, αν πάλι δεν τον εξυπηρετεί, ασκεί ανακοπή ερημοδικίας).
Σε συνέχεια του χτεσινού πρακτικού διοικητικής δικονομίας, παραθέτω ορισμένες συμπληρωματικές ερωτήσεις και απαντήσεις, μέσα από τις οποίες επιχειρείται μια σύνοψη της διδασκαλίας του καθηγητή Π. Λαζαράτου. Προσωπικά συνιστώ στους συναδέλφους του οικείου Κλιμακίου να αφιερώσουν λίγο χρόνο για να διαβάσουν αυτές τις ερωταπαντήσεις προς καλύτερη προετοιμασία τους εν όψει των επικείμενων εξετάσεων. Πέραν αυτού, ιδιαίτερα ωφέλιμη επανάληψη της ύλης μπορεί να επιχειρηθεί και μέσα από την ανάγνωση της σημείωσης που πρόσφεραν στο wiki πριν από μερικές εβδομάδες η Μαρία Καλογήρου και ο Γιάννης Καμπουράκης (συνοπτική παρουσίαση των βασικότερων σημείων του εγχειριδίου Διοικητικής Δικονομίας του Π. Δ. Δαγτόγλου).
Καλή συνέχεια!
ε) Μέχρι πότε μπορούν να καταθέσουν τις προτάσεις τους (=υπομνήματα) οι διάδικοι;
Ως προς το πρόστιμο, ισχύουν κατά παραπομπή από το άρθρο 4 του ν.702/77 οι διατάξεις του π.δ. 18/89 και συγκεκριμένα το άρθρο 25 §2. Σύμφωνα με αυτό, υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται στη Γραμματεία του ΔΕΦ 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Άλλο ένα υπόμνημα μπορεί να υποβληθεί από τον κάθε διάδικο...
...μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αναφορικά με όσα αναπτύχθηκαν σε αυτήν. Αυτό θα πρέπει να το ζητήσουν οι διάδικοι από τον Πρόεδρο και αυτός τάσσει μία προθεσμία για την υποβολή των υπομνημάτων.
Διαφορετικώς έχει το πράγμα στην διαφορά ουσίας για το φόρο. Πιο συγκεκριμένα, η ΚΔΔ 131 §1 ορίζει ότι οι διάδικοι μπορούν να προβάλουν, εκτός από τους λόγους που περιέχονται στο ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε από αυτούς, και πρόσθετους λόγους. Το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων κατατίθεται στη γραμματεία και, με τη φροντίδα του διαδίκου που το ασκεί, επιδίδεται σε κυρωμένο αντίγραφο στους άλλους διαδίκους 15 τουλάχιστον μέρες πριν από την πρώτη συζήτηση. Εξ άλλου, τα υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο 3 εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση. Μετά τη λήξη της ανωτέρω τριήμερης προθεσμίας, ο αντίδικος εκείνου που κατέθεσε υπόμνημα μπορεί εντός προθεσμίας 3 εργάσιμων ημερών, να αντικρούσει τις απόψεις που αναπτύχθηκαν με το υπόμνημα του αντιδίκου του, με δικό του υπόμνημα. Μετά την πάροδο του τριημέρου, απαγορεύεται διά ροπάλου να υποβληθεί υπόμνημα.
στ) Εάν η εταιρεία επιχειρήσει να πάρει πίσω τον αχρεώστητο φόρο με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, τι οφείλει να πράξει το Δικαστήριο;
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 34 του ν.1968/1991. Ειδικότερα, εφόσον η υπόθεση που άγεται αναρμοδίως ενώπιον του ΣτΕ είναι υπόθεση ουσίας, το ΣτΕ υποχρεούται να παραπέμψει το εισαγόμενο ένδικο βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο και η απόφασή του αυτή περί παραπομπής είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται το ένδικο βοήθημα (πρόκειται για απόφαση που λαμβάνεται στο ακροατήριο). Επιπλέον, σε περίπτωση που ασκηθεί αναρμοδίως ένδικο μέσο ή βοήθημα ενώπιον του ΣτΕ, ο οικείος δικαστικός σχηματισμός με πενταμελή σύνθεση μπορεί με απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο (και όχι στο ακροατήριο), να παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο τις σχετικές υποθέσεις - π.δ. 18/89 άρθρο 34Α §1.
(Σημειωτέον ότι διαφορετικά θα είχε το πράγμα, εάν δεν επρόκειτο για διαφορά ουσίας αλλά για ακυρωτική διαφορά του άρθρου 1 του ν.702/1977, δηλαδή για ακυρωτική διαφορά αρμοδιότητας του ΔΕΦ που αναρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση στο ακροατήριο του ΣτΕ. Στην περίπτωση αυτή, το ΣτΕ έχει την ευχέρεια, αντί να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΦ, να την κρατήσει και να την δικάσει κατ’ ουσία).
Εάν, όμως το ΣτΕ κάνει λάθος και στείλει στο πρωτοδικείο το ένδικο βοήθημα αντί στο εφετείο, τι οφείλει να κάνει το πρωτοδικείο;
Στην περίπτωση αυτή, το Πρωτοδικείο οφείλει με τη σειρά του να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΦ (ΚΔΔ 12 §2 - απόφαση στο ακροατήριο). Εξ άλλου, παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να γίνει και με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο από την τριμελή επιτροπή του άρθρου 126Α §1, ενώ με την ίδια απόφαση παραπέμπεται και η τυχόν εκκρεμής αίτηση παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
ζ) Μπορεί να παρέμβει στις ανωτέρω δίκες ο διαχειριστής της εταιρείας Π.Λ. ως φυσικό πρόσωπο και με ποιόν τρόπο;
Στη δίκη ουσίας είναι δυνατόν να ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση εκ μέρους του διαχειριστή της εταιρείας με κατάθεση και επίδοση του δικογράφου της παρέμβασης σε όλους τους διαδίκους (άρα και στην εταιρεία υπέρ της οποίας παρεμβαίνει), 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΚΔΔ 113 §1 και ΚΔΔ 114 §2). Απεναντίας, στην ακυρωτική δίκη δεν επιτρέπεται η άσκηση παρέμβασης κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης παρά μόνον υπέρ της διατήρησης της ισχύος της (π.δ. 18/89 άρθρο 49).
η) Εάν η κατάθεση του δικογράφου της παρέμβασης γίνει 7 μέρες προ της δικασίμου και δεν επιδοθεί 6 μέρες πριν, είναι έγκυρη η παρέμβαση;
Η απάντηση είναι ότι παρέμβαση που δεν επιδόθηκε εγκαίρως είναι άκυρη. Ωστόσο, η παράλειψη της επίδοσης καλύπτεται, εάν ο διάδικος στον οποίον έπρεπε να έχει γίνει η επίδοση παραστεί στο ακροατήριο και δεν αντιλέξει (ΚΔΔ 114 §2 εδ.γ).
θ) Εάν στο δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης δεν ανεγράφη το πατρώνυμο του διαχειριστή της εταιρείας, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της παράλειψης;
Κατ’ αρχάς, η παρέμβαση είναι ένα δικόγραφο, αφού πρόκειται για έγγραφο που απευθύνεται στο δικαστήριο και αποτελεί στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να φέρει τα αναγκαία στοιχεία ενός δικογράφου και ένα από αυτά είναι το πατρώνυμο εκείνου που το υποβάλλει (ΚΔΔ 45 §1 περ.γ). Το άρθρο 45 δεν αναφέρεται μόνο στα εισαγωγικά δίκης δικόγραφα. Εξ άλλου, η συγκεκριμένη έλλειψη του δικογράφου δεν μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου του, επομένως σύμφωνα με την ΚΔΔ 46 το δικόγραφο είναι αναπόδραστα άκυρο. Ορθότερα, ενεργοποιείται το άρθρο ΚΔΔ 62 §§ 1+2, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο απαγγέλλει την ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων, οι οποίες διενεργήθηκαν, από το ίδιο ή από διάδικο κατά παράβαση των διατάξεων που τις ρυθμίζουν. Η ανωτέρω ακυρότητα απαγγέλλεται από το δικαστήριο:
α) αυτεπαγγέλτως, αν τούτο προβλέπεται ρητώς από το νόμο, ή αν η διαδικαστική πράξη προέρχεται από αναρμόδιο όργανο, ή αν αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας,
β) ύστερα από αίτηση του διαδίκου σε κάθε άλλη περίπτωση και εφόσον κριθεί ότι η παράβαση προκάλεσε σε αυτόν βλάβη, η οποία δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με άλλον τρόπο.
Για να γλιτώσουμε την ακυρότητα της πρόσθετης παρέμβασης υπάρχουν δύο λύσεις. Η μία λύση είναι να θεωρήσουμε ότι το άρθρο 62 §2 α) είναι αντισυνταγματικό, αφού η ακυρότητα δεν θα έπρεπε να είναι απόλυτη, σε περίπτωση που δεν υπάρχει βλάβη του αντιδίκου (βλ. περίπτωση παραδείγματος στην οποία απλώς δεν ανεγράφη το πατρώνυμο στο δικόγραφο). Η δεύτερη λύση είναι να ερμηνεύσουμε το άρθρο 62 σύμφωνα προς το Σύνταγμα, δηλαδή να ερμηνεύσουμε ότι με τη λέξη «τούτο» ο νομοθέτης δεν αναφέρεται απλώς στην πρόβλεψη της ακυρότητας στο νόμο αλλά σωρευτικά και στη ρητή πρόβλεψη της αυτεπάγγελτης απαγγελίας της, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 46 ΚΔΔ.
Πιο ξεκάθαρα εμφανίζονται τα πράγματα στις ακυρωτικές δίκες, στις οποίες η απόλυτη ακυρότητα προβλέπεται ρητώς ότι συντρέχει, μόνον αν υπάρχει βλάβη. Πιο συγκεκριμένα, και πάλι με παραπομπή από το άρθρο 4 του ν.702/1977 οδηγούμαστε στα αναγκαία στοιχεία του δικογράφου μιας αίτησης ακύρωσης, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 17 §2 π.δ. 18/89. Με το άρθρο 40 του π.δ. 18/89 γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ και από αυτές μας ενδιαφέρει ειδικότερα η Κ.Πολ.Δ. 159 περ.3, η οποία απαιτεί όχι μόνο παράβαση διαδικαστικής διάταξης αλλά και βλάβη που μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας μπορεί να αποκατασταθεί. Αυτό είναι απολύτως λογικό, αφού, αν προκύπτει η σοβαρότητα της πρόθεσης του αιτούντος και είναι επαρκώς σαφής η αίτησης δεν υπάρχει ζήτημα ακυρότητας.
ι) Έστω ότι η αγωγή για την επιστροφή του φόρου ασκήθηκε στα πολιτικά δικαστήρια. Τι οφείλουν να πράξουν αυτά; Μετά την πρωτόδικη απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων, μπορεί ο διάδικος να προσφύγει εκπροθέσμως στα διοικητικά δικαστήρια;
Σχετικά με την απάντηση είναι: το άρθρο 9 §4 του ν.1649/1986 και το άρθρο 41 του ν.3659/2008. Τούτο ορίζει ότι, εάν πας σε λάθος δικαιοδοσία, και το ένδικο βοήθημά σου απορριφθεί από το πολιτικό δικαστήριο με τελεσίδικη δικαστική απόφαση εξ αιτίας της έλλειψης δικαιοδοσίας, τότε το κατάλληλο/σωστό ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος ασκείται παραδεκτώς, ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών. Η τελεσιδικία μπορεί να επέλθει και με την παραίτηση από την έφεση. Εξ άλλου, η προσφυγή που θα γίνει στο αρμόδιο δικαστήριο λογίζεται κατά πλάσμα δικαίου ότι έχει ασκηθεί κατά το χρονικό σημείο που ασκήθηκε το αρχικό ένδικο βοήθημα ενώπιον του αναρμοδίου δικαστηρίου, άρα θεραπεύεται η απώλεια της προθεσμίας, που σίγουρα θα έχει εκπνεύσει στο μεταξύ. Άλλωστε, σύμφωνα με ορθή γνώμη, αρκεί το αρχικό (ακατάλληλο) ένδικο βοήθημα να ασκήθηκε στο αναρμόδιο δικαστήριο εντός της προθεσμίας ασκήσεώς που προβλέπεται γι’ αυτό (π.χ. πενταετία ή εικοσαετία και όχι 6-μηνο - βλ. την περίπτωση στην οποία ο διάδικος θεώρησε εσφαλμένα ότι η διαφορά ενέπιπτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κι έτσι άσκησε αγωγή εντός 10 ετών ή 15 ετών από τη γέννησή της και πάντως εντός της προθεσμίας παραγραφής κλπ). Αυτή είναι και η άποψη της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία άλλαξε την αντίθετη απόφαση της πενταμελούς Επιτροπής του ίδιου δικαστηρίου, που είχε κρίνει τη διάταξη Συνταγματική και πάγια (άρα όχι μεταβατική). Σε αντίθετη περίπτωση θα επρόκειτο για παραβίαση της αρχής της ισότητας, αφού θα γινόταν διάκριση μεταξύ των διαδίκων με βάση ένα τυχαίο γεγονός, το πότε άσκησαν το ακατάλληλο ένδικο βοήθημα.
ια) Εάν την ημέρα της δίκης και κατά τη μετάβαση προς το δικαστήριο, ο δικηγόρος της εταιρείας πάθει καρδιακή προσβολή και πεθάνει, η δε υπόθεση δικαστεί ερήμην της εταιρείας, μπορεί να μετάσχει ο διάδικος στη δίκη;
Εφόσον πρόκειται για μία ακυρωτική έφεση κατά προστίμου, θα μεταβούμε στις σχετικές διατάξεις του π.δ. 18/89 μέσω του άρθρου 4 του ν.702/1977. Ιδίως μας αφορά εν προκειμένω η διάταξη 27 §4 του π.δ. 18/89, σύμφωνα με την οποία, αν πεθάνει ο δικηγόρος που υπέγραψε το δικόγραφο, η δίκη αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως εφάπαξ και για εύλογο διάστημα, όχι μεγαλύτερο από έξι μήνες, αφού εκτιμηθεί η φύση της υπόθεσης, εκτός αν ο εντολέας ζητήσει στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο τη συνέχιση της δίκης. Ωστόσο, το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η συζήτηση έγινε, επομένως δεν μπορεί να ζητηθεί αναβολή και το άρθρο 27 §4 είναι αλυσιτελές.
Όμως, η παράγραφος §5 ορίζει ότι, αν από λόγους ανωτέρας βίας εμποδίστηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως, η οποία κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 10 ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης. Πάντως, στο παράδειγμά μας δεν εμποδίστηκε ακριβώς η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου αλλά η παράστασή του, εξ αιτίας της οποίας εμποδίστηκε να ειδοποιήσει τον πελάτη του για να νομιμοποιήσει κάποιον άλλον στη θέση του.
Εξ άλλου, είναι δυνατόν να ανακύψει ένα ερμηνευτικό πρόβλημα, σε περίπτωση που το δικαστήριο εκδώσει απόφαση πριν την παρέλευση του δεκαημέρου, λόγου χάρη εντός 10 ημερών. Η διάταξη ορίζει ότι η αίτηση επανασυζητήσεως θα πρέπει να υποβληθεί πριν την έκδοση αποφάσεως, ώστε το γράμμα του νόμου στενεύει ασφυκτικά την προθεσμία υποβολής της αίτησης. Παρά ταύτα, με τελεολογική ερμηνεία της διάταξης, σύμφωνη προς το άρθρο 20 §1 Σ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο διάδικος έχει πάντα στη διάθεσή του το δεκαήμερο (κατ’ ελάχιστον).
Η αντίστοιχη αντιμετώπιση του προβλήματος στις διαφορές ουσίας είναι η άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας, εντός 60 ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την πλήρη γνώση της και πάντως το αργότερο 3 χρόνια από τη δημοσίευσή της (ΚΔΔ 90). Το άρθρο ΚΔΔ 89 ορίζει ειδικότερα ότι:
• ο διάδικος,
• που δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου,
• επειδή δεν κλητεύθηκε νόμιμα, ή επειδή, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, δεν μπόρεσε λόγω ανωτέρας βίας, να παρασταθεί
Έχει δικαίωμα να ασκήσει, για τους λόγους αυτούς, κατά της σχετικής απόφασης, ανακοπή.
Ερώτημα: Εάν εκλήθη ο πληρεξούσιος δικηγόρος στη συζήτηση με κλήση 20 ημέρες προ της δικασίμου, εμφανίστηκε στο δικαστήριο, πήρε προθεσμία 4 ημέρες για να προσκομίσει τα νομιμοποιητικά έγγραφα και δεν τα προσκόμισε, με συνέπεια να απορριφθεί η προσφυγή του ως ανομιμοποίητη, μπορεί να ασκήσει την ανακοπή ερημοδικίας;
Εδώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εταιρείας δεν κλητεύθηκε νόμιμα, αφού η κλήση για τη συζήτηση έγινε 20 ημέρες προ της δικασίμου και όχι 30 όπως απαιτεί ο νόμος (ΚΔΔ 128 §2). Ωστόσο, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, γεννώνται υποψίες ότι ελλείπει η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μη νόμιμης κλητεύσεως και της μη παραστάσεως, την οποία όμως απαιτεί η ΚΔΔ 89 ως προϋπόθεση της ανακοπής ερημοδικίας («ως μη κλητευθείς νομίμως» = επειδή δεν κλητεύθηκε νόμιμα), διότι ο πληρεξούσιος, καίτοι μη κλητευθείς νομίμως, εμφανίστηκε στο δικαστήριο - άρα μάλλον δεν ήταν η μη εμπρόθεσμη κλήτευση ο λόγος της μη παράστασης! Πρέπει άραγε να γίνει δεκτή η ανακοπή ερημοδικίας και στη συγκεκριμένη περίπτωση; Η απάντηση είναι πως ΝΑΙ και αυτό απάντησε και η ΣτΕ (Ολ) σε απόφασή της με σκορ 13-12. Εν αμφιβολία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, με βάση το Σ 20 §1 (δικαίωμα ακροάσεως).
[Στη συγκεκριμένη πραγματική περίπτωση, η πληρεξούσια δικηγόρος είχε μπερδέψει τη δίκη, στην οποία πήγε, και επειδή ήταν απροετοίμαστη ζήτησε την προθεσμία, για να φέρει τα νομιμοποιητικά της έγγραφα, αλλά επειδή δεν προλάβαινε να ετοιμαστεί καλά για την υπόθεση επέλεξε να μην πάει στο δικαστήριο].
Πάντως, αντιλαμβάνεται κανείς τον κίνδυνο καταχρήσεως αυτού του όπλου από τους διαδίκους, με σκοπό την επανεκδίκαση των διαφορών από μια πιο «βολική» σύνθεση δικαστηρίου κατόπιν ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας (π.χ. όταν δεν γίνεται εμπρόθεσμη κλήτευση, ο πληρεξούσιος εμφανίζεται κανονικά στο δικαστήριο, εξακριβώνει ποιά σύνθεση θα δικάσει την υπόθεσή του, και αν μεν τον εξυπηρετε, παρίσταται κανονικά, αν πάλι δεν τον εξυπηρετεί, ασκεί ανακοπή ερημοδικίας).
Στο έ για τις ουσίας απλώς έχεις παραλέιψει να αναφέρεις το άρθρο , ήτοι το το 138 του ΚΔΔ
ΑπάντησηΔιαγραφή