Του Παναγιώτη Τσιάλα
Πρακτικό:
Η δικηγορική εταιρεία Χ κατέβαλε την 5.5.2009 στη Δ΄ ΔΟΥ Αθηνών (αχρεωστήτως) επιπλέον φόρο του νομίμως οφειλομένου, ύψους 22.000€. Ο φόρος αυτός της επιβλήθηκε με πράξη από 1/3/2008.
Ερωτάται:
α) Με ποια διαδικασία μπορεί να επιδιώξει η εταιρεία Χ δικαστικώς την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου;
β) Μεταβάλλεται η απάντησή σας, εάν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό αφορούσε πρόστιμο από αυθαίρετο και είχε καταβληθεί στη Β Πολεοδομία Μοσχάτου;
γ) Στις παραπάνω δύο περιπτώσεις μπορεί η εταιρεία Χ να προστατευθεί με μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας;
δ) Τι είδους νομιμοποίηση πρέπει...
...να φέρει η εταιρεία στο δικαστήριο (τι πληρεξουσιότητα, ποια παραστατικά κλπ);
Ενδεικτικές απαντήσεις:
α) Όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (ν.1406/83 άρθρο 1 §1), ενώ με βάση το άρθρο 1 του ΚΦΔ (είναι το μόνο άρθρο του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας που εξακολουθεί να ισχύει), οι φορολογικές διαφορές γεννούν διαφορές ουσίας. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, η Χ θα ήθελε πολύ να προσφύγει κατά της πράξεως που της επέβαλε τον υπέρμετρο φόρο, πλην όμως, αφενός έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής της πράξεως επιβολής του φόρου και αφετέρου έχουν ήδη καταβληθεί τα χρήματα. Συνεπώς, η Χ οφείλει να δημιουργήσει μια νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, κατά της οποίας θα στραφεί. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να υποβάλει μια αίτηση επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, προς την αρμόδια αρχή (ή να υποβάλει μια αίτηση ανακλήσεως της αρχικής πράξης). Ακολούθως, η αρμόδια διοικητική αρχή:
Η προθεσμία προσβολής της εκτελεστής σιωπηρής ή ρητής αρνήσεως της διοίκησης είναι 60 ημέρες (66 §1 ΚΔΔ). Αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο είναι αυτό, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή, της οποίας το όργανο εξέδωσε την πράξη ή συντέλεσε την παράλειψη ή επιχείρησε την υλική ενέργεια, από την οποία δημιουργήθηκε η διαφορά (ΚΔΔ 7 §1). Άρα αρμόδιο είναι το τακτικό διοικητικό δικαστήριο των Αθηνών, όπου εδρεύει η αρμόδια ΔΟΥ. Όσο για το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, αυτό είναι το τριμελές πρωτοδικείο (ΚΔΔ 6 §1), και όχι το μονομελές (βλ. και νέα διάταξη του ΚΔΔ 6 §2 περ. β + γ). Αγωγή για επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού δεν επιτρέπεται, διότι η ΚΔΔ 71 §4 την χαρακτηρίζει ως απαράδεκτη, όταν η προβαλλόμενη αξίωση είναι φορολογικού εν γένει περιεχομένου.
β) Και στη δεύτερη περίπτωση του προστίμου για αυθαίρετο κτίσμα, ο πρώτος δρόμος για το διοικούμενο είναι ότι θα πρέπει να δημιουργήσει μια νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, κατά της οποίας θα προσφύγει. Με τι ένδικο βοήθημα, όμως, θα προσφύγει; Η βασική διάταξη 1 §5 του ν.1406/83 ορίζει ότι οι διαφορές που γεννώνται από πράξεις που αφορούν αποκλειστικά την επιβολή προστίμου, αποτελούν διαφορές ουσίας, υπαγόμενες στα κατά τόπο αρμόδια Διοικητικά Πρωτοδικεία. Ωστόσο, η ίδια αυτή διάταξη παραπέμπει και σε τρεις εξαιρέσεις. Μία εξ αυτών είναι το άρθρο 1 §1 περ.(γ) του ν.702/1977, σύμφωνα με το οποίο, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν το χαρακτηρισμό κτισμάτων ή κατασκευών ως αυθαίρετων καθώς και την αυθαίρετη μεταβολή χρήσης και την επιβολή προστίμων αυθαιρέτων. Κατά συνέπεια, η διαφορά είναι ακυρωτική και εισάγεται με αίτηση ακύρωσης στο κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς. Το ΔΕΦ θα δικάσει την αίτηση ακύρωσης, εφαρμόζοντας αναλόγως τις διατάξεις του π.δ. 18/89 (βλ. ν.702/77 άρθρο 4 §1). Για παράδειγμα, οι προθεσμίες ασκήσεως της αίτησης ακύρωσης προκύπτουν από τις διατάξεις του π.δ. 18/89 (60 ημέρες). Πάντως, το ποιο ΔΕΦ είναι αρμόδιο μας το λέει ο ν.702/77 (άρθρο 3 §1, γενική αρμοδιότητα του ΔΕΦ, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η εκδούσα την προσβαλλόμενη πράξη αρχή και συντρέχουσα αρμοδιότητα του ΔΕΦ, στον τόπο του οποίου υπηρετεί ή εκπαιδεύεται ή απασχολείται ο αιτών), και όχι το π.δ.18/89 το οποίο αναφέρεται μόνο στη διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ, χωρίς να προβλέπει τί εφαρμόζεται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Πάντως, εφόσον πρόκειται για χρηματική διαφορά από επιβολή προστίμου και όχι από φόρο, είναι δυνατόν να ασκηθεί και αγωγή, με βάση την ΚΔΔ 71 §1 στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εξ άλλου, το νέο άρθρο 69 γ), κατήργησε την §5 του 71 ΚΔΔ, άρα δεν χρειάζεται να έχει προηγηθεί αίτηση ανακλήσεως ενώπιον της αρμόδιας Πολεοδομίας, πριν ασκηθεί η αγωγή.
γ) Στη φορολογική διαφορά η εταιρεία Χ, θα κάνει αίτηση για επιστροφή του οφειλόμενου ποσού και μετά την πάροδο τριμήνου θα μπορέσει να προσβάλει τη σιωπηρή άρνηση της διοίκησης με προσφυγή, εφόσον είναι εκτελεστή. Όμως, αίτηση αναστολής κατά της αρνητικής πράξης της διοίκησης δεν μπορεί να χωρήσει, διότι τότε θα μπορούσαν τα δικαστήρια να υποκαταστήσουν τη διοίκηση εκδίδοντας το πρώτον διοικητική πράξη (26 Σ). Επίσης, ο ΚΔΔ δεν προβλέπει τη δυνατότητα για προσωρινή επιδίκαση απαίτησης παρά μόνο σε περίπτωση αγωγής. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και στην καταψηφιστική προσφυγή εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, αφού και εδώ υφίσταται η ακριβώς ίδια ανάγκη με την περίπτωση της αγωγής, δηλαδή ζητούνται και εδώ χρήματα (αποχρώσα ομοιότητα). Το μόνο που θα μπορούσε να μας εμποδίσει από την αναλογική εφαρμογή θα ήταν η ρητώς εκπεφρασμένη αντίθετη βούληση του νομοθέτη (ηθελημένο κενό), που όμως εν προκειμένω δεν συντρέχει. Επίσης, η άρνηση της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης θα μπορούσε να στηριχθεί στον αυστηρό χαρακτήρα που διέπει τους δικονομικούς κανόνες, ιδίως δε εδώ στην ανάγκη διαφύλαξης των περιουσιακών στοιχείων του κρατικού κορβανά. Εξ άλλου, οι διατάξεις για την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης εφαρμόζονται πλέον ρητώς και επί νομικών προσώπων, με βάση τη νέα διάταξη ΚΔΔ 213 §1.
Στην ίδια ερώτηση, αν η διαφορά είναι από πρόστιμο, τότε έχουμε και πάλι το ίδιο πρόβλημα με την αίτηση αναστολής κατά αρνητικής πράξεως (Σ 26), όμως, εφόσον ασκηθεί αγωγή, μπορεί ευθέως να ζητηθεί και προσωρινή επιδίκαση απαίτησης.
δ) Στη φορολογική διαφορά (ουσίας), ο διάδικος πρέπει να φέρει πληρεξούσιο, άδεια και καταστατικό της εταιρείας. Εφόσον η δίκη δεν διεξάγεται ενώπιον του ΣτΕ, το πληρεξούσιο δεν χρειάζεται να είναι συμβολαιογραφικό αλλά αρκεί και ιδιωτική εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής (το γνήσιο της υπογραφής δεν μπορεί να βεβαιωθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο). Τα στοιχεία νομιμοποίησης του πληρεξουσίου πρέπει να υποβληθούν στο δικαστήριο, ως την πρώτη συζήτηση (ΚΔΔ 28 §2). Αν δεν υποβληθούν εγκαίρως ή δεν είναι πλήρη μπορεί να ζητηθεί από το διάδικο ή τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο, είτε να αναβάλει τη συζήτηση, είτε να προχωρήσει σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους (αντίστοιχα, αν διαπιστωθεί κατά τη διάσκεψη ότι τα στοιχεία νομιμοποίησης που υποβλήθηκαν δεν είναι πλήρη, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του Τμήματος καλεί τον εμφανιζόμενο ως πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, τάσσοντάς του προς τούτο ανατρεπτική προθεσμία - ΚΔΔ 28 §3). Πάντως, για τις πράξεις της προδικασίας η πληρεξουσιότητα θεωρείται ότι υπάρχει, εφόσον είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους, δηλαδή προφορικά (ΚΔΔ 28 §1). Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση της προφορικής νομιμοποίησης στο ακροατήριο, η άδεια και το καταστατικό της εταιρείας θα πρέπει να προσκομιστούν.
Ως προς τη διαφορά από το πρόστιμο, ο ν.702/1977 μέσω του άρθρου 4 αυτού μας παραπέμπει στις διατάξεις για τις ακυρωτικές διαφορές ενώπιον του ΣτΕ, ήτοι στο π.δ. 18/89. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, εφαρμόζεται κατά παραπομπή το άρθρο 27 §1 του ανωτέρω π.δ., το οποίο ορίζει ότι στα ΝΠΙΔ η πληρεξουσιότητα παρέχεται από το νόμιμο εκπρόσωπό τους με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο ή με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο (άρα όχι με ιδιωτικό έγγραφο) - αν δεν υπάρχει πληρεξούσιο, το δικαστήριο μπορεί μετά από αίτηση του διαδίκου, να αναβάλει τη συζήτηση σε άλλη δικάσιμο, είτε να χορηγήσει εύλογη προθεσμία για τη νομιμοποίηση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτει το ένδικο μέσο (άρθρο 27 §3). Τέλος, εάν ο αντίδικος το ζητήσει, ο δικηγόρος θα πρέπει να έχει το πληρεξούσιό του και στην προσωρινή δικαστική προστασία.
Πρακτικό:
Η δικηγορική εταιρεία Χ κατέβαλε την 5.5.2009 στη Δ΄ ΔΟΥ Αθηνών (αχρεωστήτως) επιπλέον φόρο του νομίμως οφειλομένου, ύψους 22.000€. Ο φόρος αυτός της επιβλήθηκε με πράξη από 1/3/2008.
Ερωτάται:
α) Με ποια διαδικασία μπορεί να επιδιώξει η εταιρεία Χ δικαστικώς την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου;
β) Μεταβάλλεται η απάντησή σας, εάν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό αφορούσε πρόστιμο από αυθαίρετο και είχε καταβληθεί στη Β Πολεοδομία Μοσχάτου;
γ) Στις παραπάνω δύο περιπτώσεις μπορεί η εταιρεία Χ να προστατευθεί με μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας;
δ) Τι είδους νομιμοποίηση πρέπει...
...να φέρει η εταιρεία στο δικαστήριο (τι πληρεξουσιότητα, ποια παραστατικά κλπ);
Ενδεικτικές απαντήσεις:
α) Όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (ν.1406/83 άρθρο 1 §1), ενώ με βάση το άρθρο 1 του ΚΦΔ (είναι το μόνο άρθρο του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας που εξακολουθεί να ισχύει), οι φορολογικές διαφορές γεννούν διαφορές ουσίας. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, η Χ θα ήθελε πολύ να προσφύγει κατά της πράξεως που της επέβαλε τον υπέρμετρο φόρο, πλην όμως, αφενός έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής της πράξεως επιβολής του φόρου και αφετέρου έχουν ήδη καταβληθεί τα χρήματα. Συνεπώς, η Χ οφείλει να δημιουργήσει μια νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, κατά της οποίας θα στραφεί. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να υποβάλει μια αίτηση επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, προς την αρμόδια αρχή (ή να υποβάλει μια αίτηση ανακλήσεως της αρχικής πράξης). Ακολούθως, η αρμόδια διοικητική αρχή:
- είτε θα αρνηθεί ρητώς την επιστροφή του ποσού, οπότε δημιουργείται μια νέα πράξη, η οποία όμως μπορεί να προσβληθεί, μόνον αν είναι εκτελεστή και όχι απλώς βεβαιωτική (δηλαδή θα πρέπει η διοίκηση να υπεισήλθε σε νέες κρίσεις επί νέων πραγματικών δεδομένων), διαφορετικά "αντίο δικαστική προστασία"
- είτε δεν θα εκδώσει αρνητική πράξη αλλά θα σιωπήσει, οπότε η σιωπηρή άρνηση συντελείται μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου (ΚΔΔ 63 §2)
Η προθεσμία προσβολής της εκτελεστής σιωπηρής ή ρητής αρνήσεως της διοίκησης είναι 60 ημέρες (66 §1 ΚΔΔ). Αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο είναι αυτό, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή, της οποίας το όργανο εξέδωσε την πράξη ή συντέλεσε την παράλειψη ή επιχείρησε την υλική ενέργεια, από την οποία δημιουργήθηκε η διαφορά (ΚΔΔ 7 §1). Άρα αρμόδιο είναι το τακτικό διοικητικό δικαστήριο των Αθηνών, όπου εδρεύει η αρμόδια ΔΟΥ. Όσο για το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, αυτό είναι το τριμελές πρωτοδικείο (ΚΔΔ 6 §1), και όχι το μονομελές (βλ. και νέα διάταξη του ΚΔΔ 6 §2 περ. β + γ). Αγωγή για επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού δεν επιτρέπεται, διότι η ΚΔΔ 71 §4 την χαρακτηρίζει ως απαράδεκτη, όταν η προβαλλόμενη αξίωση είναι φορολογικού εν γένει περιεχομένου.
β) Και στη δεύτερη περίπτωση του προστίμου για αυθαίρετο κτίσμα, ο πρώτος δρόμος για το διοικούμενο είναι ότι θα πρέπει να δημιουργήσει μια νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, κατά της οποίας θα προσφύγει. Με τι ένδικο βοήθημα, όμως, θα προσφύγει; Η βασική διάταξη 1 §5 του ν.1406/83 ορίζει ότι οι διαφορές που γεννώνται από πράξεις που αφορούν αποκλειστικά την επιβολή προστίμου, αποτελούν διαφορές ουσίας, υπαγόμενες στα κατά τόπο αρμόδια Διοικητικά Πρωτοδικεία. Ωστόσο, η ίδια αυτή διάταξη παραπέμπει και σε τρεις εξαιρέσεις. Μία εξ αυτών είναι το άρθρο 1 §1 περ.(γ) του ν.702/1977, σύμφωνα με το οποίο, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν το χαρακτηρισμό κτισμάτων ή κατασκευών ως αυθαίρετων καθώς και την αυθαίρετη μεταβολή χρήσης και την επιβολή προστίμων αυθαιρέτων. Κατά συνέπεια, η διαφορά είναι ακυρωτική και εισάγεται με αίτηση ακύρωσης στο κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς. Το ΔΕΦ θα δικάσει την αίτηση ακύρωσης, εφαρμόζοντας αναλόγως τις διατάξεις του π.δ. 18/89 (βλ. ν.702/77 άρθρο 4 §1). Για παράδειγμα, οι προθεσμίες ασκήσεως της αίτησης ακύρωσης προκύπτουν από τις διατάξεις του π.δ. 18/89 (60 ημέρες). Πάντως, το ποιο ΔΕΦ είναι αρμόδιο μας το λέει ο ν.702/77 (άρθρο 3 §1, γενική αρμοδιότητα του ΔΕΦ, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η εκδούσα την προσβαλλόμενη πράξη αρχή και συντρέχουσα αρμοδιότητα του ΔΕΦ, στον τόπο του οποίου υπηρετεί ή εκπαιδεύεται ή απασχολείται ο αιτών), και όχι το π.δ.18/89 το οποίο αναφέρεται μόνο στη διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ, χωρίς να προβλέπει τί εφαρμόζεται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Πάντως, εφόσον πρόκειται για χρηματική διαφορά από επιβολή προστίμου και όχι από φόρο, είναι δυνατόν να ασκηθεί και αγωγή, με βάση την ΚΔΔ 71 §1 στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εξ άλλου, το νέο άρθρο 69 γ), κατήργησε την §5 του 71 ΚΔΔ, άρα δεν χρειάζεται να έχει προηγηθεί αίτηση ανακλήσεως ενώπιον της αρμόδιας Πολεοδομίας, πριν ασκηθεί η αγωγή.
γ) Στη φορολογική διαφορά η εταιρεία Χ, θα κάνει αίτηση για επιστροφή του οφειλόμενου ποσού και μετά την πάροδο τριμήνου θα μπορέσει να προσβάλει τη σιωπηρή άρνηση της διοίκησης με προσφυγή, εφόσον είναι εκτελεστή. Όμως, αίτηση αναστολής κατά της αρνητικής πράξης της διοίκησης δεν μπορεί να χωρήσει, διότι τότε θα μπορούσαν τα δικαστήρια να υποκαταστήσουν τη διοίκηση εκδίδοντας το πρώτον διοικητική πράξη (26 Σ). Επίσης, ο ΚΔΔ δεν προβλέπει τη δυνατότητα για προσωρινή επιδίκαση απαίτησης παρά μόνο σε περίπτωση αγωγής. Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και στην καταψηφιστική προσφυγή εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, αφού και εδώ υφίσταται η ακριβώς ίδια ανάγκη με την περίπτωση της αγωγής, δηλαδή ζητούνται και εδώ χρήματα (αποχρώσα ομοιότητα). Το μόνο που θα μπορούσε να μας εμποδίσει από την αναλογική εφαρμογή θα ήταν η ρητώς εκπεφρασμένη αντίθετη βούληση του νομοθέτη (ηθελημένο κενό), που όμως εν προκειμένω δεν συντρέχει. Επίσης, η άρνηση της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης θα μπορούσε να στηριχθεί στον αυστηρό χαρακτήρα που διέπει τους δικονομικούς κανόνες, ιδίως δε εδώ στην ανάγκη διαφύλαξης των περιουσιακών στοιχείων του κρατικού κορβανά. Εξ άλλου, οι διατάξεις για την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης εφαρμόζονται πλέον ρητώς και επί νομικών προσώπων, με βάση τη νέα διάταξη ΚΔΔ 213 §1.
Στην ίδια ερώτηση, αν η διαφορά είναι από πρόστιμο, τότε έχουμε και πάλι το ίδιο πρόβλημα με την αίτηση αναστολής κατά αρνητικής πράξεως (Σ 26), όμως, εφόσον ασκηθεί αγωγή, μπορεί ευθέως να ζητηθεί και προσωρινή επιδίκαση απαίτησης.
δ) Στη φορολογική διαφορά (ουσίας), ο διάδικος πρέπει να φέρει πληρεξούσιο, άδεια και καταστατικό της εταιρείας. Εφόσον η δίκη δεν διεξάγεται ενώπιον του ΣτΕ, το πληρεξούσιο δεν χρειάζεται να είναι συμβολαιογραφικό αλλά αρκεί και ιδιωτική εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής (το γνήσιο της υπογραφής δεν μπορεί να βεβαιωθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο). Τα στοιχεία νομιμοποίησης του πληρεξουσίου πρέπει να υποβληθούν στο δικαστήριο, ως την πρώτη συζήτηση (ΚΔΔ 28 §2). Αν δεν υποβληθούν εγκαίρως ή δεν είναι πλήρη μπορεί να ζητηθεί από το διάδικο ή τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο, είτε να αναβάλει τη συζήτηση, είτε να προχωρήσει σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους (αντίστοιχα, αν διαπιστωθεί κατά τη διάσκεψη ότι τα στοιχεία νομιμοποίησης που υποβλήθηκαν δεν είναι πλήρη, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του Τμήματος καλεί τον εμφανιζόμενο ως πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, τάσσοντάς του προς τούτο ανατρεπτική προθεσμία - ΚΔΔ 28 §3). Πάντως, για τις πράξεις της προδικασίας η πληρεξουσιότητα θεωρείται ότι υπάρχει, εφόσον είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους, δηλαδή προφορικά (ΚΔΔ 28 §1). Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση της προφορικής νομιμοποίησης στο ακροατήριο, η άδεια και το καταστατικό της εταιρείας θα πρέπει να προσκομιστούν.
Ως προς τη διαφορά από το πρόστιμο, ο ν.702/1977 μέσω του άρθρου 4 αυτού μας παραπέμπει στις διατάξεις για τις ακυρωτικές διαφορές ενώπιον του ΣτΕ, ήτοι στο π.δ. 18/89. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, εφαρμόζεται κατά παραπομπή το άρθρο 27 §1 του ανωτέρω π.δ., το οποίο ορίζει ότι στα ΝΠΙΔ η πληρεξουσιότητα παρέχεται από το νόμιμο εκπρόσωπό τους με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο ή με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο (άρα όχι με ιδιωτικό έγγραφο) - αν δεν υπάρχει πληρεξούσιο, το δικαστήριο μπορεί μετά από αίτηση του διαδίκου, να αναβάλει τη συζήτηση σε άλλη δικάσιμο, είτε να χορηγήσει εύλογη προθεσμία για τη νομιμοποίηση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτει το ένδικο μέσο (άρθρο 27 §3). Τέλος, εάν ο αντίδικος το ζητήσει, ο δικηγόρος θα πρέπει να έχει το πληρεξούσιό του και στην προσωρινή δικαστική προστασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου