Του Αναπληρωτή Καθηγητή Κ. Παπαγεωργίου
Σύμφωνα με ανακοίνωση της γραμματείας:
Η εξεταστέα ύλη στο μάθημα της "Φιλοσοφίας του Δικαίου" θα εκτείνεται φέτος από τους σοφιστές μέχρι και τον Αριστοτέλη. Εκτός από το βιβλίο του κ. Σούρλα, παρατίθεται στη συνέχεια μια σύντομη εισαγωγή του κ. Παπαγεωργίου και μια βιβλιογραφία που οι φοιτητές μπορούν να συμβουλευτούν.
Κ. Παπαγεωργίου
Δίκαιο και Δικαιοσύνη, Εισαγωγικές σημειώσεις...
...και βιβλιογραφικές υποδείξεις φιλοσοφίας του δικαίου, 2011/12
Tι είναι δίκαιο να κάνουμε, ποια είναι η δίκαιη πόλη, τι είναι το Δίκαιο
1. Εισαγωγή: τι είναι φιλοσοφία
Tί είναι Φιλοσοφία; Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσουμε το ερώτημα. Ο ένας είναι να ακολουθήσουμε την πεπατημένη οδό που μας παραπέμπει στο πως ορίζουν οι φιλόσοφοι το πεδίο τους. Έχουμε εδώ μια πληθώρα από χρήσιμους και ενδιαφέροντες ορισμούς που εκφράζουν το πως βλέπουν οι φιλόσοφοι αυτό που κάνουν και πως το ταξινομούν. Μπορούμε εδώ να παρακάμψουμε αυτήν την “εγκυκλοπαιδική προσέγγιση” κρατώντας μόνο την ακόλουθη όμορφη και απλή διατύπωση του Simon Blackburn.
- φιλοσοφία είναι ανθρώπινη σκέψη που έχει αποκτήσει αυτοσυνειδησία. Tα θέματά της είναι η ζωή, το σύμπαν, ό,τι μπορεί να την αφορά. Περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες της θρησκευτικής, καλλιτεχνικής, μαθηματικής, λογικής, (ηθικής) σκέψης. Η φιλοσοφία καταλαμβάνει πεδία περιπλοκότητας και αμφισημίας, μέρη όπου διακρίνουμε μόνο κάποιες αβέβαιες πινελιές που έχουν νόημα ( Russel).
Την απλή αυτή διατύπωση μπορούμε να τη συνοδεύσουμε και με δύο νοητικές εικόνες που συνιστούν παράλληλα δύο γόνιμες, αν και αλληλοσυγκρουόμενες ενδεχομένως μεταφορές
α. Να κτίζεις μια πυραμίδα (θεμέλια της γνώσης δεδομένα, δεδομένες ορθολογικές μέθοδοι επιβεβαίωσης και επαγωγής)
β. Να είσαι μέσα σε μια καλοφτιαγμένη βάρκα (συνοχή, ολισμός).
Η εικόνα αυτή παραπέμπει σε μια αναλογία του Νόυρατ για τη βάρκα που επιδιορθώνεται εν πλω επειδή δεν είναι δυνατόν να φτιάξουμε μια καινούρια βάρκα όταν έχουμε πια ανοιχτεί στο πέλαγος. Η αναλογία εδώ είναι με τον τρόπο που δημιουργείται η γλώσσα και το ρόλο που παίζει η αλήθεια. Ο Νόυρατ υπονομεύει την ιδέα ενός «ισομορφισμού» και μιας αντιστοιχίας γλώσσας και πραγματικότητας υιοθετώντας αντ’ αυτού την ιδέα της «αλήθειας ως συνοχής» με το σύνολο των προτάσεων που έχουν διατυπωθεί (βλ. και ολισμός).
Υπάρχει ένας πιο άμεσος τρόπος να συλλάβουμε το ερώτημα; Η σχετικά συντομογραφική τοποθέτηση "σκέψη πάνω στη σκέψη" ή "σκέψη που απέκτησε αυτοσυνειδησία" ίσως να παραμένει κάπως αφηρημένη, αλλά αν σκεφθούμε λίγο πάνω στη δυναμική που περικλείει η απάντηση αυτή, μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε τις βασικές παραμέτρους του ερωτήματος. Θα λέγαμε ότι η φιλοσοφία είναι μια δυναμική έννοια γιατί προϋποθέτει όχι μόνο ιστορικά αλλά και εννοιολογικά ένα παιγνίδι με περισσότερους παίκτες. Η φιλοσοφία δεν είναι αυτοσκοπός• γεννιέται μέσα από μια ανάγκη και μάλιστα διπλή ανάγκη
α. θεώρησης του κόσμου αφ’ ενός και
β. νομιμοποίησης του υποκειμένου (περιλαμβανομένων των πράξεων και των πεποιθήσεών του) αφετέρου.
Η φιλοσοφία είναι κατά τούτο κάτι περισσότερο από μια στατική σύλληψη, διαπίστωση ή περιγραφή του κόσμου που μας περικλείει (φυσικά την προσέγγιση αυτή υποβάλλουν καμμιά φορά οι ανάγκες της παρουσίασης και της ευσύνοπτης ταξινόμησης). Κατά κάποιο τρόπο οι άλλοι δύο παίκτες σε αυτό το παιγνίδι εξηγούν γιατί η φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό από την παρατήρηση των φυσικών φαινομένων και την διατύπωση εξηγητικών νόμων.
Η μεταφυσική δεν ενδιαφέρεται για το τι και πως συμβαίνει (επιστήμη), αλλά για την εξερεύνηση των (αντικειμενικών) προϋποθέσεων για το ότι συμβαίνει. Το τι περικλείει ο κόσμος μετατρέπεται έτσι σε ένα ερώτημα των κατηγοριακών και εννοιολογικών θεμελίων του κόσμου. Δεν μας ενδιαφέρει πια το ότι συγκρούονται οι μπάλες του μπιλιάρδου και γιατί, αλλά μας ενδιαφέρει η έννοια της αιτιότητας (όπως αντίστοιχα στη θεωρία του δικαίου ο “καταλογισμός” ενός αποτελέσματος και μιας συμπεριφοράς σε έναν δράστη). Δεν μας ενδιαφέρει φιλοσοφικά η σύλληψη και περιγραφή των φυσικών φαινομένων, αλλά η ενότητα (ταυτότητα) και διαφορά. Δεν μας ενδιαφέρει τι σημαίνει κάθε λέξη, αλλά τι ακριβώς είναι και πως δημιουργείται το νόημα. Δεν μας ενδιαφέρει τόσον αν μια πρόταση είναι αληθής, αλλά τι είναι αλήθεια (πως γνωρίζουμε ότι η πρόταση χ είναι αληθής και τι σημαίνει αυτό). Δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν γνωρίζουμε κάτι, αλλά τι σημαίνει ακριβώς ότι “έχω γνώση για κάτι” και πως άγομαι σε αυτήν. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο τι λέει ο κόσμος για ένα θέμα, αλλά τι είναι ορθό να πιστεύουμε για ένα θέμα. Δεν μας ενδιαφέρει τις μας λένε ότι πρέπει να κάνουμε, τι πιστεύουν οι άνθρωποι αλλά τι είναι ορθό να κάνουμε (άρα, όπως μας ενδιαφέρει τι είναι αλήθεια, μας ενδιαφέρει και τι είναι δικαιοσύνη κλπ.)
Ο φιλόσοφος W.V. Quine διηγείται με αφορμή το ερώτημα αυτό την ιστορία δύο ιστιοπλόων που από λάθος πληροφόρηση απέπλευσαν από τη Βοστώνη για τις Βερμούδες ενώ ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Στην εφημερίδα της 7ης Νοεμβρίου του 1918 έγραφε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει• αλλά δεν είχε τελειώσει. Έφτασαν στον προορισμό τους μετά από τέσσερεις μέρες πιστεύοντας πως ο πόλεμος είχε ήδη τελειώσει και στην πραγματικότητα είχε ήδη τελειώσει. Αλλά η συγκεκριμένη τους πεποίθηση περί του γεγονότος δεν συνιστούσε γνώση γιατί η βάση της, αν και εύλογη (είχαν διαβάσει την εφημερίδα) ήταν λανθασμένη. Η γνώση δεν είναι απλώς δεδικαιολογημένη, νομιμοποιημένη αλλά αληθής πεποίθηση.
Πως συμβαίνει αυτό, τι μας κάνει να ενδιαφερόμαστε για τέτοιου είδους ερωτήματα, τι μας ωθεί στο να μπαίνουμε σε τόσο βαθιά νερά; Πέρα από μια έμφυτη επιθυμία για γνώση και επικοινωνία (αλλά και ανάγκη για επιβίωση μέσα από τη συνύπαρξη και συνεργασία), ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει μια στέρεα βάση για το κόσμο, για τον εαυτό του, για τον τρόπο που συγκροτεί τη γνώση του για τον εαυτό του και τον κόσμο. Ο άνθρωπος οφείλει να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά γιατί είναι αναγκασμένος από την κοινωνική και πολιτική του φύση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ερωτήματα αυτά είναι πρωτογενώς πολιτικά, αλλά η απάντηση στα ερωτήματα αυτά υπαγορεύεται από την κοινωνική και πολιτική ανάγκη νομιμοποίησης των πεποιθήσεών μας για τον κόσμο και νομιμοποίησης της συμπεριφοράς μας έναντι των άλλων.
Νομιμοποίηση σημαίνει να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε με πειθώ όταν και αν ερωτηθούμε γιατί “πιστεύουμε ότι χ”, γιατί “πράττουμε ψ” κλπ. Ας αντικαταστήσουμε το χ με "δεν έγινε ποτέ το ολοκαύτωμα" και το ψ με "καταδικάζω τον Α σε φυλάκιση" για να γίνει αντιληπτό τι εννοώ. Για να αντιμετωπίσουμε έναν τέτοιου είδους έλεγχο (βλ. σωκρατική μέθοδος) από τους συνομιλητές μας πρέπει να έχουμε μια συγκροτημένη άποψη για τον κόσμο και τη γνώση μας για αυτόν, πρέπει με άλλα λόγια αυτά που (θεωρούμε ορθό να) πιστεύουμε ότι συμβαίνουν ή συνέβησαν (πχ. ότι η άλωση της Πόλης έγινε στις 29 Μαίου του 1453 αλλά και ότι η συστηματική και μαζική εξόντωση ενός λαού είναι ένα πέραν αμφισβητήσεως ιστορικό γεγονός κλπ.) να έχουν ενότητα και συνοχή ώστε να αντέχουν, να μην γκρεμιστούν με την πρώτη κριτική που θα μας ασκηθεί. Θα πρέπει να αποδίδουμε μια βαρύτητα σες κάποιες γραπτές πηγές που αναφέρονται σε κάποια γεγονότα, σε κάποιες θεμελιώδεις αξιολογήσεις για το καλό και το κακό, για το τι είναι ιστορία, τι σημασία της ιστορίας για την πολιτική κλπ. (Είναι για παράδειγμα ένας “ιστορικός αναθεωρητισμός” για το αν πράγματι συνέβη το ολοκαύτωμα κατά των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία μια επιστημονική άποψη που μπορεί να συζητείται σοβαρά και πως συμβιβάζεται μια τέτοια άποψη με τα συναισθήματα και τη μνήμη ανθρώπων που, οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους, έζησαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Αν απαγορεύαμε και τιμωρούσαμε από την άλλη τη διατύπωση τέτοιων, όχι απλώς αμφιλεγόμενων αλλά ακραία προκλητικών, απόψεων μήπως θα προσβάλλαμε το δικαίωμα στην ελευθερία της (επιστημονικής) έκφρασης που είναι τόσο θεμελιώδες για τη λειτουργία της δημοκρατίας;)
Μπορεί για τον φιλοσοφικά ακατέργαστο νου να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα να πιστεύει ό,τι έτυχε να πιστεύει, επειδή έτσι το έμαθε, ή έτσι τον συμφέρει κλπ. Στο βαθμό που δεν αμφισβητείται αυτό που πιστεύει ή πράττει δεν υπάρχει γι' αυτόν πρόβλημα. Ένας αναχωρητής ή ένας “άγριος” δεν δέχεται ορθολογικά ερεθίσματα και κατασκευάζει τον κόσμο του βάσει μιας “μαγικής” αντίληψης για την προέλευση και τη λειτουργία του. Για τον άνθρωπο όμως που ζει με τους άλλους ανθρώπους, για τον άνθρωπο της πόλης που εκτίθεται στη γνώμη των άλλων, για τον πολίτη τίποτε δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο. Όταν ανοίγει ο ορίζοντας των ιδεών και της διανθρώπινης επικοινωνίας, οι έννοιες αρχίζουν να περνάνε από κόσκινο. Η φιλοσοφία μας προφυλάσσει από την (αυτο)υπονομευτική ασυνέπεια και αυθαιρεσία στους λόγους και στις πράξεις μας, εν τέλει δε μας διδάσκει γιατί έχει σημασία αυτά που πιστεύουμε για τον κόσμο να έχουν μια ενότητα και συνοχή.
Η εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών δεν είναι γραμμική και αρμονική. Καμμιά φορά οι φιλόσοφοι κτίζουν και καμμιά φορά γκρεμίζουν, καμμιά φορά σαλπίζουν και άλλοτε θεραπεύουν. Προφανώς χρειάζονται και τα δύο. Υπάρχουν πολλών ειδών ύφη και τρόποι του φιλοσοφείν. Χωρίς να είναι όλοι αυτοί οι τρόποι στο ίδιο επίπεδο, όλοι έχουν τη θέση τους. Καμμία βασική έννοια δεν έμεινε χωρίς αντίλογο στην ιστορία της φιλοσοφίας και για τις περισσότερες δόθηκαν ομηρικές μάχες. Πάντως οι περισσότεροι φιλόσοφοι χτίζουν την υπόληψή τους, όπως λέει ο Simon Blackburn θέτοντας σε αμφισβήτηση κυρίαρχες σημασίες. Η επιτυχία τους έγκειται στο να δείξουν ότι οι φιλοσοφικοί πρόγονοι παρανόησαν τις κατηγορίες της εμπειρίας, του λόγου, της απόδειξης, της αντίληψης, της συνείδησης, της αρετής, του δικαίου. Αλλά το εγχείρημα είναι περίπλοκο και χρονοβόρο. Δυστυχώς δεν υπάρχει ένας βασιλικός δρόμος προς την αλήθεια. Όπως αναφέρει ο ιστορικός A.O. Lovejoy 1824 δύο πολίτες (Dupuis/Cotonet) μιας γαλλικής πολίχνης (La Ferte-sous-Jouarre) ανέλαβαν να ερευνήσουν τη σημασία του ρομαντισμού συγκεντρώνοντας όλους τους ορισμούς που είχαν δοθεί από τις μέχρι τούδε αυθεντίες. Η επίπονη επιχείρηση κράτησε 12 χρόνια και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία.
Η υπόθεση με την οποία θέλω να ξεκινήσουμε αυτές τις παραδόσεις είναι ότι ο αγώνας για τις θεμελιώδεις φιλοσοφικές έννοιες έχει μια ηθική (και κατ' επέκταση πολιτική) σημασία. Έχουν να κάνουν με τον ερώτημα της αυθεντίας, ποιός δικαιούται (αν δικαιούται) να ομιλεί, ποιός έχει τα εχέγγυα να προτείνει μια ανάγνωση του κόσμου, ποιός έχει το κύρος να καθοδηγήσει τη συμπεριφορά μας. Όπως γνωρίζουμε στις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό, αν μπορούμε να πούμε ότι τίθεται το ερώτημα αυτό, είναι συγκεντρωτικού χαρακτήρα: κάποιες θεϊκές δυνάμεις, μια υπερβατική τάξη, ένα ιερατείο και οι απαντήσεις εμπεριέχονται στην "λαϊκή κουλτούρα", στην προφορική παράδοση, όπως αυτή καταγράφεται στα έπη, στις διάφορες θεογονίες κλπ. Ο άνθρωπος νομίζει ότι ό,τι κάνει και ό,τι πιστεύει είναι θεόπνευστο. Η αντιλήψεις αυτές σπάνε σιγά σιγά όταν περί τον 6ο αιώνα αφυπνίζεται ξαφνικά η φιλοσοφική συνείδηση. Προτού εξετάσουμε το τις περιστάσεις αυτής της αιφνίδιας μεταλλαγής στην Ιωνία θα ήθελα να κάνουμε μια παρέκβαση.
2. Από τη δικαιοσύνη στο δίκαιο: η νεώτερη Φιλοσοφία του Δικαίου
Η φιλοσοφία του δικαίου (ΦΔ) είναι κλάδος της φιλοσοφίας (αλλά και της νομικής επιστήμης) που κατατάσσεται λόγω θεματικής & αντικειμένου στην πρακτική φιλοσοφία (παρ' όλον ότι εγείρονται και θέματα που άπτονται της επιστημολογίας και της μεταφυσικής). Η ΦΔ, αν και αποτελεί πανάρχαιο, όπως θα δούμε, κλάδο της φιλοσοφίας, έχει διαμορφώσει από το 19ο αιώνα και ιδιαίτερα τον 20ο μια ιδιαίτερη παράδοση στον τρόπο που κατηγοριοποιεί τη θεματική της. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους μοντέρνους θεωρητικούς της ΦΔ προσεγγίζουν τη θεματική τους σαν να είναι οι πρώτοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτήν, σαν να ανακαλύπτουν τα προβλήματα εξ αρχής. Αυτό δεν οφείλεται αναγκαστικά σε κάποια ύβρι ή ματαιοδοξία των νεωτέρων.
Οι δύο τελευταίοι αιώνες ήταν αιώνες μεγάλων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών που επέδρασαν καθοριστικά και στην αντίληψη και λειτουργία του δικαίου. Ας αναλογισθούμε παραδειγματικά τις επιδράσεις της Γαλλικής Επανάστασης στην κοινωνία και την πολιτική, τη δημιουργία των εθνών-κρατών ή τις συνέπειες των τεχνολογικών επαναστάσεων στις κοινωνικές μεταλλάξεις των ευρωπαϊκών κρατών. Το Δίκαιο δεν ήταν δυνατόν να μείνει ανεπηρέαστο ή ανέπαφο από τις κοσμογονικές αυτές αλλαγές. Έπρεπε να διεκδικήσει μια νέα ενότητα και συστηματικότητα, ένα νέο νόημα. Συνεπώς και η θεωρητική ενασχόληση με το Δίκαιο, η "σκέψη πάνω στην σκέψη" του δικαίου έπρεπε να μηδενίσει τους χιλιομετρικούς δείκτες σαν να μην είχαν προϋπάρξει ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Χομπς, o Καντ και πολλοί άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι που είχαν θέσει ήδη κλασσικά μεν ερωτήματα αλλά εν τούτοις ερωτήματα που αφορούσαν εν πολλοίς και την εποχή τους.
Μπορούμε λοιπόν cum grano salis να πούμε ότι η νεώτερη φιλοσοφική παράδοση προσεγγίζει και σκέφτεται το Δίκαιο με ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο απ' ότι η κλασσική ή μεσαιωνική φιλοσοφία του Δικαίου. Ο 19ος αιώνας μοιάζει μάλιστα προς στιγμήν να τραβάει και μια δεύτερη γραμμή (η πρώτη έχει προηγηθεί στο πέρασμα από τη μεσαίωνα στη νεωτερικότητα) έναντι της παράδοσης του νεώτερου φυσικού δικαίου και των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου. Στο επίκεντρο δεν είναι πλέον τα μεγάλα ερωτήματα, όπως τι είναι δικαιοσύνη ή αρετή, ο διαχωρισμός της θεϊκής από την ανθρώπινη τάξη, ή ακόμα (νεώτερα ερωτήματα) τι είναι ελευθερία ή δημοκρατία ή δικαιώματα. Η φιλοσοφία του Δικαίου του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου (ιδιαίτερα η αγγλική αλλά όχι μόνον) θέτει τα μεγάλα ερωτήματα εκτός παρενθέσεως ή τα διαγράφει ολοσδιόλου και στρέφεται σε ένα κεντρικό ερώτημα: τι είναι δίκαιο.
Η στροφή αυτή βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον ανερχόμενο την εποχή εκείνη νομικό θετικισμό και ένα πνεύμα μεταδιαφωτιστικού ορθολογισμού. Οι βρεταννική φερειπείν ΦΔ που έχει τις ρίζες της στον Χομπς και τον Μπένθαμ αναζητεί τις προϋποθέσεις του δικαίου όχι σε κάποιες αξίες ή ηθικές και πολιτικές ιδέες, αλλά σε γεγονότα (“ωμά” ή “θεσμικά”, όπως είναι το γεγονός της θέσης τους από ειδικά εντεταλμένα για το σκοπό αυτό πρόσωπα). Ο Τζων ΄Ωστιν επικεντρώνεται στο χαρακτήρα του δικαίου ως συνόλου προσταγών (= έκφραση επιθυμίας υποστηριζόμενη από απειλή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) του "κυρίαρχου" που γίνονται αποδεκτές από τους κοινωνούς που "συνηθίζουν να υπακούουν".
Γιατί αισθάνονται οι άνθρωποι να δεσμεύονται από το δίκαιο; Είναι μόνον επειδή επιβάλλεται μια υπέρτερη θέληση; Ακόμα και ο Hart που επέκρινε την ψυχολογιστική ωμότητα της περιγραφής αυτής του δικαίου ως εξουσιασμού δεν κατάφερε να λύσει το μυστήριο της κανονιστικότητας. Πως και γιατί αναγνωρίζονται κάποιοι κανόνες ως δεσμευτικοί για την παραγωγή άλλων κανόνων και πως μπορεί το γεγονός της αποδοχής τους από ένα σύνολο ανθρώπων να επιδρά δεσμευτικά; Υπάρχει, όπως βλέπουμε, μια έντονη ενασχόληση στην παράδοση αυτή με το ερώτημα τι είναι δίκαιο και παράλληλα ένας σαφής διαχωρισμός του ερωτήματος από ηθικά ζητούμενα. Το ερώτημα πρέπει να μπορεί να επιδέχεται μια καθαρή απάντηση χωρίς περιπλοκές. Ακόμη και οι νεώτερες τάσεις του νομικού θετικισμού που αναμφισβήτητα διαπιστώνουν τη εμπλοκή της ηθικής σκοπιάς σε διάφορας επίπεδα ανάλυσης του δικαίου και των νομικών κανόνων επινοούν διάφορα άλλοθι για να αποφύγουν ευθέως την εμπλοκή της ηθικής (πχ. η ηθική ανάγεται στο τι πιστεύουν οι άνθρωποι για ορισμένα ζητήματα, ή το δίκαιο που εμπεριέχει γενικές ρήτρες που προϋποθέτουν αξιολόγηση είναι ελλειπές και ανολοκλήρωτο (sic), η ακόμα το δίκαιο ενδέχεται να εμπεριέχει νησίδες ηθικής αξιολόγησης δίχως αυτό να είναι αναγκαίο).
Για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν είτε με μεθοδολογικές παραδόσεις (αναλυτική φιλοσοφία), είτε με πολιτικές αναγνώσεις του δικαίου ως συστήματος συνεργασίας και ειρήνης, είτε με μια επιθυμία ηθικής επιφύλαξης και αποφυγής σύμφυρσης ηθικών και νομικών ζητημάτων υπό το φως της εμπειρίας από ολοκληρωτικά καθεστώτα, η νεώτερη παράδοση ΦΔ προσπαθεί να διαφυλάξει με κάθε τρόπο την αυτονομία της έννοιας του δικαίου. Ουσιαστικά τις τελευταίες μόλις δεκαετίας επανέρχεται η σκοπιά της δικαιοσύνης και των ηθικοπολιτικών αρχών στην φιλοσοφική συζήτηση για την έννοια του δικαίου. Σε αυτό συνέβαλε αναμφισβήτητα και η αναγέννηση της ηθικής και πολιτική φιλοσοφίας μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Η συζήτηση επανέρχεται είτε ως αναπόσπαστο κομμάτι του ερωτήματος τι είναι δίκαιο είτε ως εξωτερικός προβληματισμός της θετικιστικής διδασκαλίας για το πώς πρέπει να είναι το δίκαιο, ποιές πρέπει να είναι οι αρχές βάσει των οποίων οφείλει να διαμορφώνεται. Είναι σαφές ότι και στις δύο περιπτώσεις η ηθική και η πολιτική φιλοσοφία συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι του όλου προβληματισμού. Η ηθική και η πολιτική φιλοσοφία ερευνούν τις αρχές που είναι ορθό να διέπουν την ατομική και συλλογική συμπεριφορά. Η πρακτική φιλοσοφία γίνεται στη μια περίπτωση (για τους μη θετικιστές) υποστηρικτική της έννοιας του δικαίου (πχ. η απαγόρευση των βασανιστηρίων, είτε είναι θεσμοθετημένη είτε όχι, προσκρούει σε μια πυκνή και βαθειά έννοια του ανθρώπου ως ηθικού υποκειμένου που δικαιούται και αξιώνει σεβασμό και προστασία), ενώ στην άλλη υποστηρικτική του αιτήματος αναμόρφωσής του. Παρ' όλο ότι η παλαιά ωφελιμιστική διάκριση ανάμεσα σε περιγραφική και κανονιστική ΦΔ ίσως δεν κάνει νόημα, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ερωτήματα ΦΔ εν στενή εννοία (τί είναι δίκαιο και πως διαφέρει από την ωμή βία, πως ερμηνεύεται το δίκαιο, οφείλουμε υπακοή στο δίκαιο, ποιές πράξεις είναι ποινικά κολάσιμες, τι είναι ευθύνη και καταλογισμός, τι είναι ζημία και πότε οφείλεται αποζημίωση, τι είναι δικαίωμα κλπ), από ερωτήματα ΦΔ εν ευρεία εννοία (τι είναι δικαιοσύνη, δικαιώματα και συλλογική ωφέλεια, ελευθερία και ασφάλεια κλπ).
Τα ερωτήματα αυτά με έναν ίσως λιγότερο περίπλοκο και υποψιασμένο, αλλά καθόλου αφελή τρόπο πρωτοτίθενται στην αρχαία σκέψη. Ανοίγοντας τα πανιά μας και διευρύνοντας ιστορικά τον ορίζοντα της προβληματικής θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα το νόημα αυτών των ερωτημάτων σήμερα, αλλά θα αναγνωρίσουμε παράλληλα τη θαυμαστή παλαιότητά τους. Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ότι οι αρχαίοι (αλλά και οι κλασσικοί εκ των νεωτέρων) πρωτοσυνέβαλαν, αλλά κυρίως μετέθεσαν τεράστιες μάζες ακατέργαστης σκέψης και νοοτροπιών, συναισθημάτων και θεσμών για να ανοίξει ο δρόμος για εννοιολογήσεις που έμελλε να επιδράσουν καταλυτικά στην ιστορία των ιδεών.
Βιβλιογραφία:
Λεξικά:
Simon Blackburn, The Oxford Dictionary of Philosophy, Oxford/NY: Oxford University Press (ελληνική έκδοση Πλάτωνος Πολιτεία
Η βιογραφία του σπουδαιότερου φιλοσοφικού διαλόγου, μετ. Δάφνη-Μαρία Βουβάλη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2007).
Brunschwig Jacques & Lloyd Geoffrey E.R. (ed.), Greek Thought, A Guide to Classical Knowledge, Cambridge Mass.: The Belknap Press of Harvard University, 2000.
Ted Honderich (ed), Oxford Companion to Philosophy, ed. by, Oxford/NY: Oxford University Press, 1995.
W. V. Quine, Quiddities: An Intermittently Philosophical Dictionary, Penguin 1990.
Εισαγωγικά κείμενα:
Nagel Τhomas, What does it all mean? A Very Short Introduction to Philosophy, Oxford: OUP.
Sandel Michael, Δικαιοσύνη, τι είναι το σωστό, μετ. Αλεξ. Κιούπκιολης, Αθήνα, Πόλις, 2011.
Williams, Bertrand, The Legacy of Greek Philosophy, στου ιδίου, The Sense of the Past, Princeton University Press: Princeton, NJ, 2006.
Meier Christian, A Culture of Freedom, Ancient Greece & the Origins of Europe, translated by Jefferson Chase, with a forward by Kurt Raaflaub, Oxford: OUP, 2011.
Bruno Snell, Die Entdeckung des Geistes, Studien zur Entstehung des europäischen Denkens bei den Griechen, Vandenhoeck & Ruprecht: Göttingen, 1980. (Έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά από το
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
Υπό τον τίτλο Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, Ελληνικές ρίζες της ευρωπαϊκής σκέψης.
Σούρλας Παύλος, Κ., Φιλοσοφία του Δικαίου, Μια ιστορική εισαγωγή, Τόμος Α΄: Αρχαιότητα, Αθήνα: εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2000.
Οι προσωκρατικοί
McKirahan Richard, Presocratic Philosophy, The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 5-25.
Mourelatos Alexander (ed.) The Pre-Socratics, Garden City, New York: Anchor Press, 1974, 189-229.
Οι σοφιστές
Τhe Greek Sophists, Penguin Classics, 2003
Gibert John, The Sophists, The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 27-50
Guthrie W.K. C., The Sophists, Cambridge: Cambridge University Press, 1971 (υπάρχει και στα ελληνικά)
Σωκράτης
Brickhouse Thomas C. & Smith Nicholas D., Socrates, The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 55-73.
Kraut Richard, Socrates and the State, Princeton, NJ: Princeton University Press, 1984.
W.K. C. Guthrie, Socrates, Cambridge: Cambridge University Press, 1971 (υπάρχει και στα ελληνικά).
Βλαστός Γρηγόρης, Σωκράτης, Αθήνα: Εστία, 1993.
Πλάτων
Πλάτωνος, Πολιτεία, μετ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Πόλις
Simon Blackburn, Plato’s Republic, A biography, Atlantic books, London, 2006.
Gerasimos Santas, Plato’s Ethics, 118 επ., The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 5-25.
Bernard Willliams, Πλάτων, μετ. Μίρκα Σκάρα, εκδόσεις Ενάλιος, 1996.
Kraut Richard (ed.) Plato's Republic, Critical Essays, Rowman & Littlefield, 1997,
Julia Annas, A Commentary on Plato’s Republic (ελληνική έκδοση: Julias Annas, Eισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, εκδ. ΚΑΛΕΝΤΗΣ, Αθήνα 2006).
Αριστοτέλης
Barnes Jonathan, Αριστοτέλης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2006.
Rorty Amelie Oksenberg (ed.), Essays on Aristotle's Ethics, Berkeley, University of Calif Press, 1980.
Miller Fred D. Jr., Aristotle: Ethics and Politics, στο The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 184-215.
Ελληνιστική φιλοσοφία
R.W. Sharples, Stoics, Epicureans and Sceptics, Routledge: London, New York, 1996.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της γραμματείας:
Η εξεταστέα ύλη στο μάθημα της "Φιλοσοφίας του Δικαίου" θα εκτείνεται φέτος από τους σοφιστές μέχρι και τον Αριστοτέλη. Εκτός από το βιβλίο του κ. Σούρλα, παρατίθεται στη συνέχεια μια σύντομη εισαγωγή του κ. Παπαγεωργίου και μια βιβλιογραφία που οι φοιτητές μπορούν να συμβουλευτούν.
Κ. Παπαγεωργίου
Δίκαιο και Δικαιοσύνη, Εισαγωγικές σημειώσεις...
...και βιβλιογραφικές υποδείξεις φιλοσοφίας του δικαίου, 2011/12
Tι είναι δίκαιο να κάνουμε, ποια είναι η δίκαιη πόλη, τι είναι το Δίκαιο
1. Εισαγωγή: τι είναι φιλοσοφία
Tί είναι Φιλοσοφία; Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσουμε το ερώτημα. Ο ένας είναι να ακολουθήσουμε την πεπατημένη οδό που μας παραπέμπει στο πως ορίζουν οι φιλόσοφοι το πεδίο τους. Έχουμε εδώ μια πληθώρα από χρήσιμους και ενδιαφέροντες ορισμούς που εκφράζουν το πως βλέπουν οι φιλόσοφοι αυτό που κάνουν και πως το ταξινομούν. Μπορούμε εδώ να παρακάμψουμε αυτήν την “εγκυκλοπαιδική προσέγγιση” κρατώντας μόνο την ακόλουθη όμορφη και απλή διατύπωση του Simon Blackburn.
- φιλοσοφία είναι ανθρώπινη σκέψη που έχει αποκτήσει αυτοσυνειδησία. Tα θέματά της είναι η ζωή, το σύμπαν, ό,τι μπορεί να την αφορά. Περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες της θρησκευτικής, καλλιτεχνικής, μαθηματικής, λογικής, (ηθικής) σκέψης. Η φιλοσοφία καταλαμβάνει πεδία περιπλοκότητας και αμφισημίας, μέρη όπου διακρίνουμε μόνο κάποιες αβέβαιες πινελιές που έχουν νόημα ( Russel).
Την απλή αυτή διατύπωση μπορούμε να τη συνοδεύσουμε και με δύο νοητικές εικόνες που συνιστούν παράλληλα δύο γόνιμες, αν και αλληλοσυγκρουόμενες ενδεχομένως μεταφορές
α. Να κτίζεις μια πυραμίδα (θεμέλια της γνώσης δεδομένα, δεδομένες ορθολογικές μέθοδοι επιβεβαίωσης και επαγωγής)
β. Να είσαι μέσα σε μια καλοφτιαγμένη βάρκα (συνοχή, ολισμός).
Η εικόνα αυτή παραπέμπει σε μια αναλογία του Νόυρατ για τη βάρκα που επιδιορθώνεται εν πλω επειδή δεν είναι δυνατόν να φτιάξουμε μια καινούρια βάρκα όταν έχουμε πια ανοιχτεί στο πέλαγος. Η αναλογία εδώ είναι με τον τρόπο που δημιουργείται η γλώσσα και το ρόλο που παίζει η αλήθεια. Ο Νόυρατ υπονομεύει την ιδέα ενός «ισομορφισμού» και μιας αντιστοιχίας γλώσσας και πραγματικότητας υιοθετώντας αντ’ αυτού την ιδέα της «αλήθειας ως συνοχής» με το σύνολο των προτάσεων που έχουν διατυπωθεί (βλ. και ολισμός).
Υπάρχει ένας πιο άμεσος τρόπος να συλλάβουμε το ερώτημα; Η σχετικά συντομογραφική τοποθέτηση "σκέψη πάνω στη σκέψη" ή "σκέψη που απέκτησε αυτοσυνειδησία" ίσως να παραμένει κάπως αφηρημένη, αλλά αν σκεφθούμε λίγο πάνω στη δυναμική που περικλείει η απάντηση αυτή, μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε τις βασικές παραμέτρους του ερωτήματος. Θα λέγαμε ότι η φιλοσοφία είναι μια δυναμική έννοια γιατί προϋποθέτει όχι μόνο ιστορικά αλλά και εννοιολογικά ένα παιγνίδι με περισσότερους παίκτες. Η φιλοσοφία δεν είναι αυτοσκοπός• γεννιέται μέσα από μια ανάγκη και μάλιστα διπλή ανάγκη
α. θεώρησης του κόσμου αφ’ ενός και
β. νομιμοποίησης του υποκειμένου (περιλαμβανομένων των πράξεων και των πεποιθήσεών του) αφετέρου.
Η φιλοσοφία είναι κατά τούτο κάτι περισσότερο από μια στατική σύλληψη, διαπίστωση ή περιγραφή του κόσμου που μας περικλείει (φυσικά την προσέγγιση αυτή υποβάλλουν καμμιά φορά οι ανάγκες της παρουσίασης και της ευσύνοπτης ταξινόμησης). Κατά κάποιο τρόπο οι άλλοι δύο παίκτες σε αυτό το παιγνίδι εξηγούν γιατί η φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό από την παρατήρηση των φυσικών φαινομένων και την διατύπωση εξηγητικών νόμων.
Η μεταφυσική δεν ενδιαφέρεται για το τι και πως συμβαίνει (επιστήμη), αλλά για την εξερεύνηση των (αντικειμενικών) προϋποθέσεων για το ότι συμβαίνει. Το τι περικλείει ο κόσμος μετατρέπεται έτσι σε ένα ερώτημα των κατηγοριακών και εννοιολογικών θεμελίων του κόσμου. Δεν μας ενδιαφέρει πια το ότι συγκρούονται οι μπάλες του μπιλιάρδου και γιατί, αλλά μας ενδιαφέρει η έννοια της αιτιότητας (όπως αντίστοιχα στη θεωρία του δικαίου ο “καταλογισμός” ενός αποτελέσματος και μιας συμπεριφοράς σε έναν δράστη). Δεν μας ενδιαφέρει φιλοσοφικά η σύλληψη και περιγραφή των φυσικών φαινομένων, αλλά η ενότητα (ταυτότητα) και διαφορά. Δεν μας ενδιαφέρει τι σημαίνει κάθε λέξη, αλλά τι ακριβώς είναι και πως δημιουργείται το νόημα. Δεν μας ενδιαφέρει τόσον αν μια πρόταση είναι αληθής, αλλά τι είναι αλήθεια (πως γνωρίζουμε ότι η πρόταση χ είναι αληθής και τι σημαίνει αυτό). Δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν γνωρίζουμε κάτι, αλλά τι σημαίνει ακριβώς ότι “έχω γνώση για κάτι” και πως άγομαι σε αυτήν. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο τι λέει ο κόσμος για ένα θέμα, αλλά τι είναι ορθό να πιστεύουμε για ένα θέμα. Δεν μας ενδιαφέρει τις μας λένε ότι πρέπει να κάνουμε, τι πιστεύουν οι άνθρωποι αλλά τι είναι ορθό να κάνουμε (άρα, όπως μας ενδιαφέρει τι είναι αλήθεια, μας ενδιαφέρει και τι είναι δικαιοσύνη κλπ.)
Ο φιλόσοφος W.V. Quine διηγείται με αφορμή το ερώτημα αυτό την ιστορία δύο ιστιοπλόων που από λάθος πληροφόρηση απέπλευσαν από τη Βοστώνη για τις Βερμούδες ενώ ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Στην εφημερίδα της 7ης Νοεμβρίου του 1918 έγραφε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει• αλλά δεν είχε τελειώσει. Έφτασαν στον προορισμό τους μετά από τέσσερεις μέρες πιστεύοντας πως ο πόλεμος είχε ήδη τελειώσει και στην πραγματικότητα είχε ήδη τελειώσει. Αλλά η συγκεκριμένη τους πεποίθηση περί του γεγονότος δεν συνιστούσε γνώση γιατί η βάση της, αν και εύλογη (είχαν διαβάσει την εφημερίδα) ήταν λανθασμένη. Η γνώση δεν είναι απλώς δεδικαιολογημένη, νομιμοποιημένη αλλά αληθής πεποίθηση.
Πως συμβαίνει αυτό, τι μας κάνει να ενδιαφερόμαστε για τέτοιου είδους ερωτήματα, τι μας ωθεί στο να μπαίνουμε σε τόσο βαθιά νερά; Πέρα από μια έμφυτη επιθυμία για γνώση και επικοινωνία (αλλά και ανάγκη για επιβίωση μέσα από τη συνύπαρξη και συνεργασία), ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει μια στέρεα βάση για το κόσμο, για τον εαυτό του, για τον τρόπο που συγκροτεί τη γνώση του για τον εαυτό του και τον κόσμο. Ο άνθρωπος οφείλει να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά γιατί είναι αναγκασμένος από την κοινωνική και πολιτική του φύση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ερωτήματα αυτά είναι πρωτογενώς πολιτικά, αλλά η απάντηση στα ερωτήματα αυτά υπαγορεύεται από την κοινωνική και πολιτική ανάγκη νομιμοποίησης των πεποιθήσεών μας για τον κόσμο και νομιμοποίησης της συμπεριφοράς μας έναντι των άλλων.
Νομιμοποίηση σημαίνει να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε με πειθώ όταν και αν ερωτηθούμε γιατί “πιστεύουμε ότι χ”, γιατί “πράττουμε ψ” κλπ. Ας αντικαταστήσουμε το χ με "δεν έγινε ποτέ το ολοκαύτωμα" και το ψ με "καταδικάζω τον Α σε φυλάκιση" για να γίνει αντιληπτό τι εννοώ. Για να αντιμετωπίσουμε έναν τέτοιου είδους έλεγχο (βλ. σωκρατική μέθοδος) από τους συνομιλητές μας πρέπει να έχουμε μια συγκροτημένη άποψη για τον κόσμο και τη γνώση μας για αυτόν, πρέπει με άλλα λόγια αυτά που (θεωρούμε ορθό να) πιστεύουμε ότι συμβαίνουν ή συνέβησαν (πχ. ότι η άλωση της Πόλης έγινε στις 29 Μαίου του 1453 αλλά και ότι η συστηματική και μαζική εξόντωση ενός λαού είναι ένα πέραν αμφισβητήσεως ιστορικό γεγονός κλπ.) να έχουν ενότητα και συνοχή ώστε να αντέχουν, να μην γκρεμιστούν με την πρώτη κριτική που θα μας ασκηθεί. Θα πρέπει να αποδίδουμε μια βαρύτητα σες κάποιες γραπτές πηγές που αναφέρονται σε κάποια γεγονότα, σε κάποιες θεμελιώδεις αξιολογήσεις για το καλό και το κακό, για το τι είναι ιστορία, τι σημασία της ιστορίας για την πολιτική κλπ. (Είναι για παράδειγμα ένας “ιστορικός αναθεωρητισμός” για το αν πράγματι συνέβη το ολοκαύτωμα κατά των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία μια επιστημονική άποψη που μπορεί να συζητείται σοβαρά και πως συμβιβάζεται μια τέτοια άποψη με τα συναισθήματα και τη μνήμη ανθρώπων που, οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους, έζησαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Αν απαγορεύαμε και τιμωρούσαμε από την άλλη τη διατύπωση τέτοιων, όχι απλώς αμφιλεγόμενων αλλά ακραία προκλητικών, απόψεων μήπως θα προσβάλλαμε το δικαίωμα στην ελευθερία της (επιστημονικής) έκφρασης που είναι τόσο θεμελιώδες για τη λειτουργία της δημοκρατίας;)
Μπορεί για τον φιλοσοφικά ακατέργαστο νου να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα να πιστεύει ό,τι έτυχε να πιστεύει, επειδή έτσι το έμαθε, ή έτσι τον συμφέρει κλπ. Στο βαθμό που δεν αμφισβητείται αυτό που πιστεύει ή πράττει δεν υπάρχει γι' αυτόν πρόβλημα. Ένας αναχωρητής ή ένας “άγριος” δεν δέχεται ορθολογικά ερεθίσματα και κατασκευάζει τον κόσμο του βάσει μιας “μαγικής” αντίληψης για την προέλευση και τη λειτουργία του. Για τον άνθρωπο όμως που ζει με τους άλλους ανθρώπους, για τον άνθρωπο της πόλης που εκτίθεται στη γνώμη των άλλων, για τον πολίτη τίποτε δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο. Όταν ανοίγει ο ορίζοντας των ιδεών και της διανθρώπινης επικοινωνίας, οι έννοιες αρχίζουν να περνάνε από κόσκινο. Η φιλοσοφία μας προφυλάσσει από την (αυτο)υπονομευτική ασυνέπεια και αυθαιρεσία στους λόγους και στις πράξεις μας, εν τέλει δε μας διδάσκει γιατί έχει σημασία αυτά που πιστεύουμε για τον κόσμο να έχουν μια ενότητα και συνοχή.
Η εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών δεν είναι γραμμική και αρμονική. Καμμιά φορά οι φιλόσοφοι κτίζουν και καμμιά φορά γκρεμίζουν, καμμιά φορά σαλπίζουν και άλλοτε θεραπεύουν. Προφανώς χρειάζονται και τα δύο. Υπάρχουν πολλών ειδών ύφη και τρόποι του φιλοσοφείν. Χωρίς να είναι όλοι αυτοί οι τρόποι στο ίδιο επίπεδο, όλοι έχουν τη θέση τους. Καμμία βασική έννοια δεν έμεινε χωρίς αντίλογο στην ιστορία της φιλοσοφίας και για τις περισσότερες δόθηκαν ομηρικές μάχες. Πάντως οι περισσότεροι φιλόσοφοι χτίζουν την υπόληψή τους, όπως λέει ο Simon Blackburn θέτοντας σε αμφισβήτηση κυρίαρχες σημασίες. Η επιτυχία τους έγκειται στο να δείξουν ότι οι φιλοσοφικοί πρόγονοι παρανόησαν τις κατηγορίες της εμπειρίας, του λόγου, της απόδειξης, της αντίληψης, της συνείδησης, της αρετής, του δικαίου. Αλλά το εγχείρημα είναι περίπλοκο και χρονοβόρο. Δυστυχώς δεν υπάρχει ένας βασιλικός δρόμος προς την αλήθεια. Όπως αναφέρει ο ιστορικός A.O. Lovejoy 1824 δύο πολίτες (Dupuis/Cotonet) μιας γαλλικής πολίχνης (La Ferte-sous-Jouarre) ανέλαβαν να ερευνήσουν τη σημασία του ρομαντισμού συγκεντρώνοντας όλους τους ορισμούς που είχαν δοθεί από τις μέχρι τούδε αυθεντίες. Η επίπονη επιχείρηση κράτησε 12 χρόνια και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία.
Η υπόθεση με την οποία θέλω να ξεκινήσουμε αυτές τις παραδόσεις είναι ότι ο αγώνας για τις θεμελιώδεις φιλοσοφικές έννοιες έχει μια ηθική (και κατ' επέκταση πολιτική) σημασία. Έχουν να κάνουν με τον ερώτημα της αυθεντίας, ποιός δικαιούται (αν δικαιούται) να ομιλεί, ποιός έχει τα εχέγγυα να προτείνει μια ανάγνωση του κόσμου, ποιός έχει το κύρος να καθοδηγήσει τη συμπεριφορά μας. Όπως γνωρίζουμε στις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό, αν μπορούμε να πούμε ότι τίθεται το ερώτημα αυτό, είναι συγκεντρωτικού χαρακτήρα: κάποιες θεϊκές δυνάμεις, μια υπερβατική τάξη, ένα ιερατείο και οι απαντήσεις εμπεριέχονται στην "λαϊκή κουλτούρα", στην προφορική παράδοση, όπως αυτή καταγράφεται στα έπη, στις διάφορες θεογονίες κλπ. Ο άνθρωπος νομίζει ότι ό,τι κάνει και ό,τι πιστεύει είναι θεόπνευστο. Η αντιλήψεις αυτές σπάνε σιγά σιγά όταν περί τον 6ο αιώνα αφυπνίζεται ξαφνικά η φιλοσοφική συνείδηση. Προτού εξετάσουμε το τις περιστάσεις αυτής της αιφνίδιας μεταλλαγής στην Ιωνία θα ήθελα να κάνουμε μια παρέκβαση.
2. Από τη δικαιοσύνη στο δίκαιο: η νεώτερη Φιλοσοφία του Δικαίου
Η φιλοσοφία του δικαίου (ΦΔ) είναι κλάδος της φιλοσοφίας (αλλά και της νομικής επιστήμης) που κατατάσσεται λόγω θεματικής & αντικειμένου στην πρακτική φιλοσοφία (παρ' όλον ότι εγείρονται και θέματα που άπτονται της επιστημολογίας και της μεταφυσικής). Η ΦΔ, αν και αποτελεί πανάρχαιο, όπως θα δούμε, κλάδο της φιλοσοφίας, έχει διαμορφώσει από το 19ο αιώνα και ιδιαίτερα τον 20ο μια ιδιαίτερη παράδοση στον τρόπο που κατηγοριοποιεί τη θεματική της. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους μοντέρνους θεωρητικούς της ΦΔ προσεγγίζουν τη θεματική τους σαν να είναι οι πρώτοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτήν, σαν να ανακαλύπτουν τα προβλήματα εξ αρχής. Αυτό δεν οφείλεται αναγκαστικά σε κάποια ύβρι ή ματαιοδοξία των νεωτέρων.
Οι δύο τελευταίοι αιώνες ήταν αιώνες μεγάλων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών που επέδρασαν καθοριστικά και στην αντίληψη και λειτουργία του δικαίου. Ας αναλογισθούμε παραδειγματικά τις επιδράσεις της Γαλλικής Επανάστασης στην κοινωνία και την πολιτική, τη δημιουργία των εθνών-κρατών ή τις συνέπειες των τεχνολογικών επαναστάσεων στις κοινωνικές μεταλλάξεις των ευρωπαϊκών κρατών. Το Δίκαιο δεν ήταν δυνατόν να μείνει ανεπηρέαστο ή ανέπαφο από τις κοσμογονικές αυτές αλλαγές. Έπρεπε να διεκδικήσει μια νέα ενότητα και συστηματικότητα, ένα νέο νόημα. Συνεπώς και η θεωρητική ενασχόληση με το Δίκαιο, η "σκέψη πάνω στην σκέψη" του δικαίου έπρεπε να μηδενίσει τους χιλιομετρικούς δείκτες σαν να μην είχαν προϋπάρξει ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Χομπς, o Καντ και πολλοί άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι που είχαν θέσει ήδη κλασσικά μεν ερωτήματα αλλά εν τούτοις ερωτήματα που αφορούσαν εν πολλοίς και την εποχή τους.
Μπορούμε λοιπόν cum grano salis να πούμε ότι η νεώτερη φιλοσοφική παράδοση προσεγγίζει και σκέφτεται το Δίκαιο με ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο απ' ότι η κλασσική ή μεσαιωνική φιλοσοφία του Δικαίου. Ο 19ος αιώνας μοιάζει μάλιστα προς στιγμήν να τραβάει και μια δεύτερη γραμμή (η πρώτη έχει προηγηθεί στο πέρασμα από τη μεσαίωνα στη νεωτερικότητα) έναντι της παράδοσης του νεώτερου φυσικού δικαίου και των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου. Στο επίκεντρο δεν είναι πλέον τα μεγάλα ερωτήματα, όπως τι είναι δικαιοσύνη ή αρετή, ο διαχωρισμός της θεϊκής από την ανθρώπινη τάξη, ή ακόμα (νεώτερα ερωτήματα) τι είναι ελευθερία ή δημοκρατία ή δικαιώματα. Η φιλοσοφία του Δικαίου του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου (ιδιαίτερα η αγγλική αλλά όχι μόνον) θέτει τα μεγάλα ερωτήματα εκτός παρενθέσεως ή τα διαγράφει ολοσδιόλου και στρέφεται σε ένα κεντρικό ερώτημα: τι είναι δίκαιο.
Η στροφή αυτή βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον ανερχόμενο την εποχή εκείνη νομικό θετικισμό και ένα πνεύμα μεταδιαφωτιστικού ορθολογισμού. Οι βρεταννική φερειπείν ΦΔ που έχει τις ρίζες της στον Χομπς και τον Μπένθαμ αναζητεί τις προϋποθέσεις του δικαίου όχι σε κάποιες αξίες ή ηθικές και πολιτικές ιδέες, αλλά σε γεγονότα (“ωμά” ή “θεσμικά”, όπως είναι το γεγονός της θέσης τους από ειδικά εντεταλμένα για το σκοπό αυτό πρόσωπα). Ο Τζων ΄Ωστιν επικεντρώνεται στο χαρακτήρα του δικαίου ως συνόλου προσταγών (= έκφραση επιθυμίας υποστηριζόμενη από απειλή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) του "κυρίαρχου" που γίνονται αποδεκτές από τους κοινωνούς που "συνηθίζουν να υπακούουν".
Γιατί αισθάνονται οι άνθρωποι να δεσμεύονται από το δίκαιο; Είναι μόνον επειδή επιβάλλεται μια υπέρτερη θέληση; Ακόμα και ο Hart που επέκρινε την ψυχολογιστική ωμότητα της περιγραφής αυτής του δικαίου ως εξουσιασμού δεν κατάφερε να λύσει το μυστήριο της κανονιστικότητας. Πως και γιατί αναγνωρίζονται κάποιοι κανόνες ως δεσμευτικοί για την παραγωγή άλλων κανόνων και πως μπορεί το γεγονός της αποδοχής τους από ένα σύνολο ανθρώπων να επιδρά δεσμευτικά; Υπάρχει, όπως βλέπουμε, μια έντονη ενασχόληση στην παράδοση αυτή με το ερώτημα τι είναι δίκαιο και παράλληλα ένας σαφής διαχωρισμός του ερωτήματος από ηθικά ζητούμενα. Το ερώτημα πρέπει να μπορεί να επιδέχεται μια καθαρή απάντηση χωρίς περιπλοκές. Ακόμη και οι νεώτερες τάσεις του νομικού θετικισμού που αναμφισβήτητα διαπιστώνουν τη εμπλοκή της ηθικής σκοπιάς σε διάφορας επίπεδα ανάλυσης του δικαίου και των νομικών κανόνων επινοούν διάφορα άλλοθι για να αποφύγουν ευθέως την εμπλοκή της ηθικής (πχ. η ηθική ανάγεται στο τι πιστεύουν οι άνθρωποι για ορισμένα ζητήματα, ή το δίκαιο που εμπεριέχει γενικές ρήτρες που προϋποθέτουν αξιολόγηση είναι ελλειπές και ανολοκλήρωτο (sic), η ακόμα το δίκαιο ενδέχεται να εμπεριέχει νησίδες ηθικής αξιολόγησης δίχως αυτό να είναι αναγκαίο).
Για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν είτε με μεθοδολογικές παραδόσεις (αναλυτική φιλοσοφία), είτε με πολιτικές αναγνώσεις του δικαίου ως συστήματος συνεργασίας και ειρήνης, είτε με μια επιθυμία ηθικής επιφύλαξης και αποφυγής σύμφυρσης ηθικών και νομικών ζητημάτων υπό το φως της εμπειρίας από ολοκληρωτικά καθεστώτα, η νεώτερη παράδοση ΦΔ προσπαθεί να διαφυλάξει με κάθε τρόπο την αυτονομία της έννοιας του δικαίου. Ουσιαστικά τις τελευταίες μόλις δεκαετίας επανέρχεται η σκοπιά της δικαιοσύνης και των ηθικοπολιτικών αρχών στην φιλοσοφική συζήτηση για την έννοια του δικαίου. Σε αυτό συνέβαλε αναμφισβήτητα και η αναγέννηση της ηθικής και πολιτική φιλοσοφίας μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Η συζήτηση επανέρχεται είτε ως αναπόσπαστο κομμάτι του ερωτήματος τι είναι δίκαιο είτε ως εξωτερικός προβληματισμός της θετικιστικής διδασκαλίας για το πώς πρέπει να είναι το δίκαιο, ποιές πρέπει να είναι οι αρχές βάσει των οποίων οφείλει να διαμορφώνεται. Είναι σαφές ότι και στις δύο περιπτώσεις η ηθική και η πολιτική φιλοσοφία συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι του όλου προβληματισμού. Η ηθική και η πολιτική φιλοσοφία ερευνούν τις αρχές που είναι ορθό να διέπουν την ατομική και συλλογική συμπεριφορά. Η πρακτική φιλοσοφία γίνεται στη μια περίπτωση (για τους μη θετικιστές) υποστηρικτική της έννοιας του δικαίου (πχ. η απαγόρευση των βασανιστηρίων, είτε είναι θεσμοθετημένη είτε όχι, προσκρούει σε μια πυκνή και βαθειά έννοια του ανθρώπου ως ηθικού υποκειμένου που δικαιούται και αξιώνει σεβασμό και προστασία), ενώ στην άλλη υποστηρικτική του αιτήματος αναμόρφωσής του. Παρ' όλο ότι η παλαιά ωφελιμιστική διάκριση ανάμεσα σε περιγραφική και κανονιστική ΦΔ ίσως δεν κάνει νόημα, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ερωτήματα ΦΔ εν στενή εννοία (τί είναι δίκαιο και πως διαφέρει από την ωμή βία, πως ερμηνεύεται το δίκαιο, οφείλουμε υπακοή στο δίκαιο, ποιές πράξεις είναι ποινικά κολάσιμες, τι είναι ευθύνη και καταλογισμός, τι είναι ζημία και πότε οφείλεται αποζημίωση, τι είναι δικαίωμα κλπ), από ερωτήματα ΦΔ εν ευρεία εννοία (τι είναι δικαιοσύνη, δικαιώματα και συλλογική ωφέλεια, ελευθερία και ασφάλεια κλπ).
Τα ερωτήματα αυτά με έναν ίσως λιγότερο περίπλοκο και υποψιασμένο, αλλά καθόλου αφελή τρόπο πρωτοτίθενται στην αρχαία σκέψη. Ανοίγοντας τα πανιά μας και διευρύνοντας ιστορικά τον ορίζοντα της προβληματικής θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα το νόημα αυτών των ερωτημάτων σήμερα, αλλά θα αναγνωρίσουμε παράλληλα τη θαυμαστή παλαιότητά τους. Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ότι οι αρχαίοι (αλλά και οι κλασσικοί εκ των νεωτέρων) πρωτοσυνέβαλαν, αλλά κυρίως μετέθεσαν τεράστιες μάζες ακατέργαστης σκέψης και νοοτροπιών, συναισθημάτων και θεσμών για να ανοίξει ο δρόμος για εννοιολογήσεις που έμελλε να επιδράσουν καταλυτικά στην ιστορία των ιδεών.
Βιβλιογραφία:
Λεξικά:
Simon Blackburn, The Oxford Dictionary of Philosophy, Oxford/NY: Oxford University Press (ελληνική έκδοση Πλάτωνος Πολιτεία
Η βιογραφία του σπουδαιότερου φιλοσοφικού διαλόγου, μετ. Δάφνη-Μαρία Βουβάλη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2007).
Brunschwig Jacques & Lloyd Geoffrey E.R. (ed.), Greek Thought, A Guide to Classical Knowledge, Cambridge Mass.: The Belknap Press of Harvard University, 2000.
Ted Honderich (ed), Oxford Companion to Philosophy, ed. by, Oxford/NY: Oxford University Press, 1995.
W. V. Quine, Quiddities: An Intermittently Philosophical Dictionary, Penguin 1990.
Εισαγωγικά κείμενα:
Nagel Τhomas, What does it all mean? A Very Short Introduction to Philosophy, Oxford: OUP.
Sandel Michael, Δικαιοσύνη, τι είναι το σωστό, μετ. Αλεξ. Κιούπκιολης, Αθήνα, Πόλις, 2011.
Williams, Bertrand, The Legacy of Greek Philosophy, στου ιδίου, The Sense of the Past, Princeton University Press: Princeton, NJ, 2006.
Meier Christian, A Culture of Freedom, Ancient Greece & the Origins of Europe, translated by Jefferson Chase, with a forward by Kurt Raaflaub, Oxford: OUP, 2011.
Bruno Snell, Die Entdeckung des Geistes, Studien zur Entstehung des europäischen Denkens bei den Griechen, Vandenhoeck & Ruprecht: Göttingen, 1980. (Έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά από το
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
Υπό τον τίτλο Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, Ελληνικές ρίζες της ευρωπαϊκής σκέψης.
Σούρλας Παύλος, Κ., Φιλοσοφία του Δικαίου, Μια ιστορική εισαγωγή, Τόμος Α΄: Αρχαιότητα, Αθήνα: εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2000.
Οι προσωκρατικοί
McKirahan Richard, Presocratic Philosophy, The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 5-25.
Mourelatos Alexander (ed.) The Pre-Socratics, Garden City, New York: Anchor Press, 1974, 189-229.
Οι σοφιστές
Τhe Greek Sophists, Penguin Classics, 2003
Gibert John, The Sophists, The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 27-50
Guthrie W.K. C., The Sophists, Cambridge: Cambridge University Press, 1971 (υπάρχει και στα ελληνικά)
Σωκράτης
Brickhouse Thomas C. & Smith Nicholas D., Socrates, The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 55-73.
Kraut Richard, Socrates and the State, Princeton, NJ: Princeton University Press, 1984.
W.K. C. Guthrie, Socrates, Cambridge: Cambridge University Press, 1971 (υπάρχει και στα ελληνικά).
Βλαστός Γρηγόρης, Σωκράτης, Αθήνα: Εστία, 1993.
Πλάτων
Πλάτωνος, Πολιτεία, μετ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Πόλις
Simon Blackburn, Plato’s Republic, A biography, Atlantic books, London, 2006.
Gerasimos Santas, Plato’s Ethics, 118 επ., The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 5-25.
Bernard Willliams, Πλάτων, μετ. Μίρκα Σκάρα, εκδόσεις Ενάλιος, 1996.
Kraut Richard (ed.) Plato's Republic, Critical Essays, Rowman & Littlefield, 1997,
Julia Annas, A Commentary on Plato’s Republic (ελληνική έκδοση: Julias Annas, Eισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, εκδ. ΚΑΛΕΝΤΗΣ, Αθήνα 2006).
Αριστοτέλης
Barnes Jonathan, Αριστοτέλης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2006.
Rorty Amelie Oksenberg (ed.), Essays on Aristotle's Ethics, Berkeley, University of Calif Press, 1980.
Miller Fred D. Jr., Aristotle: Ethics and Politics, στο The Blackwell Guide to Ancient Philosophy (ed. by Christopher Shields), Oxford: Blackwell 2003, σ. 184-215.
Ελληνιστική φιλοσοφία
R.W. Sharples, Stoics, Epicureans and Sceptics, Routledge: London, New York, 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου