21 Ιανουαρίου 2012

Θέματα Εφαρμογών Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας

Φεβρουάριος 1999 (Α' Κλιμάκιο):

Ο Α.Β καταδικάσθηκε από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών για πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος σε ποινή φυλάκισης τριών ετών. Εναντίον της καταδικαστικής απόφασης ο ανωτέρω άσκησε αίτηση αναίρεσης ισχυριζόμενος ότι το Τριμελές Εφετείο διέπραξε τις ακόλουθες διαδικαστικές πλημμέλειες:

α. Δεν ανέγνωσε το φερόμενο ως πλαστό έγγραφο, για την πλαστότητα του οποίου καταδικάσθηκε

β. Δεν ανέγνωσε γραφολογική έκθεση από ιδιώτη εμπειρογνώμονα που προσκόμισε ο Α.Β. και η οποία αποδείκνυε ότι το φερόμενο ως πλαστό έγγραφο ήταν γνήσιο

γ. Σχημάτισε την κρίση για την ενοχή από το έγγραφο, το οποίο δεν αναγνώσθηκε, αλλά αναφέρεται σε άλλο έγγραφο, που αναγνώσθηκε.

Στοιχειοθετούν οι ανωτέρω διαδικαστικές πλημμέλειες...

...λόγους αναίρεσης (και ποιούς) και πώς εκτιμάτε τη βασιμότητά τους; (Οι απαντήσεις έπρεπε να δωθούν μόνο επί του εντύπου)

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 1999 (Α' Κλιμάκιο):

Ο πλούσιος Κοσμάς ζητεί από τους αρχιτέκτονες Τριστάνο και Παρσιφάλ, να εκπονήσουν, ο καθένας χωριστά, σχέδια για την ανέγερση πολυτελούς βίλας, με τη συμφωνία να επιλέξει το καλύτερο και να δώσει βραβείο ενός εκατομμυρίου δρχ. στο δημιουργό του. Ο Τριστάνος δεν έχει εμπειρία σε τέτοια σχέδια, πληροφορείται όμως ότι ο Παρσιφάλ εκπόνησε ωραιότατο σχέδιο, το οποίο όμως δεν πρόφτασε να υποβάλει, διότι χρειάστηκε εσπευσμένα να φύγει στο εξωτερικό. Επωφελούμενος από την απουσία του ανταγωνιστή του, ο Τριστάνος φωτοτυπεί το σχέδιο του Παρσιφάλ, βάζοντας λευκό χαρτί στο χώρο της σφραγίδας και υπογραφής, και, αφού θέτει στο κενό της φωτοτυπίας την δική του σφραγίδα και υπογραφή, εμφανίζει το σχέδιό στον Κοσμά ώς δικό του. Ο Κοσμάς ενθουσιασμένος του καταβάλλει το ένα εκατομμύριο δρχ. και του αναθέτει το έργο αποκλείοντας τον Παρσιφάλ. Ο τελευταίος μηνύει τον Τριστάνο για πλαστογραφία.

Ερωτάται:

α) Είναι ορθός αυτός ο νομικός χαρακτηρισμός;

β) Τέλεσε ο Τριστάνος αξιόποινες πράξεις και ποιές;

(Η απάντηση έπρεπε να δωθεί μόνο επί του εντύπου)

Δικονομικό Ιούνιος 2000: Ο Γ.Α κηρύχθηκε ένοχος από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε βρασμό ψυχικής ορμής, (άρθρο 299 παρ.2 Π.Κ.) και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 18 ετών.Ύστερα από έφεση που ο Γ.Α άσκησε εναντίον της απόφασης αυτής το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών τον κήρυξε ένοχο για την ίδια πράξη και του επέβαλε την ίδια ποινή. Παράλληλα όμως το Δικαστήριο δέχθηκε στην αιτιολογία του ότι από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεν πείσθηκε για τη συνδρομή βρασμού ψυχικής ορμής του Γ.Α κατά την απόφαση και εκτέλεση της πράξης του.Ο Γ.Α. υπέβαλε αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών προτείνοντας ως λόγο, υπέρβαση εξουσίας εξαιτίας της επελθούσας χειροτέρευσης της θέσης του από την εκτεθείσα παραδοχή της αιτιολογίας, η οποία τον μειώνει ηθικά. Ερωτάται, άν είναι βάσιμη η αίτηση αναίρεσης του Γ.Α.

-----------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2000  (Α' Κλιμάκιο):

Θέματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου: Ο Κοσμάς αγοράζει από τον έμπορο τέχνης Τάκη τον πίνα του διάσημου ζωγράφου Bali «Η Ιερά Εξέταση» καταβάλλει το τίμημα με τη συμφωνία να παραμείνει ο πίνακας στη γκαλερί . Αυτό το έκανε για να προσελκύσει πελάτες λόγω της φήμης του πίνακα. Ο ανταγωνιστής του Τάκη , ο Χρήστος παριστά ψευδώς ότι ο Τάκης θα φυγαδεύσει τον πίνακα στις ΗΠΑ. Αυτό το έπραξε για να προκαλέσει την αντίδραση του Κοσμά υπολογίζοντας ότι θα αφαιρέσει τον πίνακα και θα περιορίσει την πελατεία του Τάκη. Πράγματι ο Κοσμάς αφαιρεί τη νύχτα τον πίνακα. Έτσι η πελατεία του Τάκη μειώνεται με αύξηση των κερδών του Χρήστου. Τελέστηκαν αξιόποινες πράξεις και ποιες;

Θέματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου: Ο Α.Ω. δικηγόρος κηρύχτηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία του συγκατηγορουμένου του Χ.Ζ. από το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Αθηνών. Το δικαστήριο επέβαλλε ποινή φυλάκισης 3 ετών σε καθένα. Κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών ο Α.Ω. ζήτησε: - Να ενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τη γνησιότητα του φερόμενου ως πλαστού εγγράφως όπως ενόρκως κατέθεσε ο Χ.Ζ. γεγονός το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της ψευδορκίας. - Να μην αξιολογήσει την απολογία του συγκατηγορουμένου του Χ.Ζ. επειδή περιελάμβανε επιβαρυντικά στοιχεία για τον Α.Ω. Το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμες τις αιτήσεις και κήρυξε ως ενόχους για τις ίδιες πράξεις τους Α.Ω. και Χ.Ζ. αλλά μείωσε τις ποινές φυλάκισης σε 2 έτη. Παράλληλα επέβαλλε παρεπόμενη ποινή στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων που συνεπάγεται και την απώλεια της ιδιότητας του δικηγόρου για τον Α.Ω. Μπορεί ο Α.Ω. να ασκήσει αίτηση αναίρεσης και για ποιους λόγους;

-----------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2001 (Α' Κλιμάκιο):

Ουσιαστικό Μέρος: Ο Α σε ένα χιονοδρομικό κέντρο όπου έχει πάει για διακοπές αντιλαμβάνεται ότι ο Β έχει πέσει σε χαράδρα και κινδυνεύει να πεθάνει. Αποφασίζει να κατευθυνθεί στο πλησιέστερο σημείο προκειμένου να καλέσει σε βοήθεια γιατί το κινητό του δεν έχει σήμα. Κατά την πορεία ο Α συναντά τον Γ και του ανακοινώνει το περιστατικό. Ο Γ επιθυμώντας το θάνατο του Β γρονθοκοπεί τον Α ώστε να μην μπορέσει να μεταβεί. Συγχρόνως αφαιρεί το κινητό προκειμένου να αποκλείσει κάθε δυνατότητα επικοινωνίας του Α με τα σωστικά συνεργεία δηλαδή πράττει με σκοπό να του το επιστρέψει όταν επιτευχθεί ο επιδιωκώμενος θάνατος του Β. Ο Β πεθαίνει. Ο δράστης είχε επιπρόσθετο σκοπό να χρησιμοποιήσει το κινητό τηλέφωνο καθόσο χρόνο το είχε στην κατοχή του. Αξιόποινο του Γ.

Δικονομικό Μέρος: Ο ιδιωτικός αστυνομικός Ι.Α. προκειμένου να διαπιστώσει την τέλεση παράνομης ιδιοποίησης χρημάτων του ταμείου του ιερού ναού εκ μέρους ορισμένων επιτρόπων μαγνητοσκόπησε κρυφά τη σχετική διαδικασία. Στις βιντεοκασέτες φαινόταν η παράνομη ιδιοποίηση. Ο Ι.Α. υπέβαλλε τις βιντεοκασέτες στον Εισαγγελέα Πλημμελιοδικών Αθηνών. Αυτός άσκησε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος εναντίον των Α.Β. και Γ.Δ.. Οι Α.Β. και Γ.Δ. τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό αρνήθηκαν τη χρήση των βιντεοκασετών υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για παράνομα αποδεικτικά μέσα. Το Δικαστήριο απέρριψε τις σχετικές αντιρρήσεις και τους κήρυξε ενόχους για την πράξη αξιοποιώντας τις βιντεοκασέτες.

Ερωτάται:

Μπορούν οι κατηγορούμενοι να ασκήσουν αίτηση αναίρεσης στηριζόμενοι στην αξιοποίηση εκ μέρους του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου των βιντεοκασσετών ισχυριζόμενοι ότι πρόκειται για παράνομα αποδεικτικά μέσα; Αναπτύξατε τη σχετική προβληματική.

---------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2001 (Α' Κλιμάκιο):

Ουσιαστικό μέρος: Ο Α με την παρέα του μεταβαίνει στο στο κέντρο διασκέδασης του Β και αφού κατανάλωσε (έχοντας την πρόθεση να πληρώσει)εδέσματα,ποτά και άνθη αξίας 1000 ευρώ στη συνέχεια αρνείται να πληρώσει τον λογαριασμό(αποφασίζει να μην πληρώσει) ισχυριζόμενος στον σερβιτόρο Γ ότι είναι υπερβολικός.Όταν ο Γ διαμαρτύρεται,αυτός του λέγει: «Παράτα με ήσυχο αλλιώς θα σας καταγγείλω στο ΣΔΟΕ για φοροδιαφυγή».Ο Γ,που είναι απλός εργαζόμενος,αναφέρει το περιστατικό στον Β,ο οποίος του λέγει «Άσ’τον να φύγει,περίμενέ τον στην γωνία και εκεί παρ’του δια της βίας τα λεφτά». Ο Γ πράγματι καραδοκεί στην γωνία και μόλις αυτός εμφανίζεται του αφαιρεί 1000ευρώ από τα 1500 που είχε συνολικά μαζί του ο Α. Αξιόποινο των Α,Β και Γ. (Σημειωτέον ότι το ύψος του λογαριασμού είναι νόμιμο).

Δικονομικό μέρος: Ο Α.Κ ειδοποιείται ξαφνικά από το Αστυνομικό Τμήμα της κατοικίας του ότι επίκειται άμεση σύλληψή του σε εκτέλεση καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε βάρος του,που του επιβάλλει ποινή φυλάκισης δύο ετών, ενόψει του ότι έχει καταστεί αμετάκλητη λόγω άπρακτης παρέλευσης των προθεσμιών άσκησης των ενδίκων μέσων έφεσης και αναίρεσης. Ύστερα από έρευνα του φακέλλου της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι το κλητήριο θέσπισμα βάση του οποίου είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο -και η καταδικαστική απόφαση είχαν επιδοθεί σ'αυτόν σύμφωνα με το 156ΚΠΔ, αφού εκείνος που ενήργησε τις επιδόσεις τον αναζήτησε στην ίδια διεύθυνση,αλλά σε άλλο Δήμο και συγκεκριμένα αντί για την Αθήνα στην Κηφισιά. Μπορεί πάραυτα, ο Α.Κ να ασκήσει αντί για αίτηση ακύρωσης της απόφασης το ένδικο μέσο της έφεσης και σε περίπτωση θετικής απάντησης με ποια επιχειρηματολογία;

-------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2002  (Α' Κλιμάκιο):

Ο εφοριακος Α, που διενεργει ελεγχο στα βιβλια του επιχειρηματια Β, διαπιστωνει οτι ο τελευταιος οφειλει φορο 200.000 ευρω. Απευθυνομενος στον Β του λεει, ψευδως οτι ο φοροςπου του αναλογει ανερχεται στις 500.000 ευρω,αλλα οτι μπορει να βεβαιωσει μονο 200.000 αν παρει δωρο 50.000. Ο Β δεχεται και του καταβαλει το ποσο των 250.000, τα οποια ο Α ιδιοποιειται μετα απο προτροπη της συζυγου του Γ, η οποια δεν ειναι υπαλληλος.Ο Α διωκεται ποινικα. Προδικαστικως διαπιστωνεται οτι κατα τον ελεγχο ειχε κανει λαθος και οτι η οφειλη ηταν πραγματι 500.000. Αξιοποινο Α και Γ. 

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: Ο Π.Β. κατηγορούμενος για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος δεν εμφανίσθηκε στην κύρια ανάκριση για να απολογηθεί ύστερα από νόμιμη κλητευσή του,αλλά μέσω του εμφανισθέντος συνηγόρου του ενημέρωσε τον Ανακριτή ότι ταξίδευε σε ποντοπόρο πλοίο εκτός Ελλάδας, προσκομίζοντας και σχετική βεβαίωση της πλοιοκτήτριας εταιρείας και ζήτησε να ορισθεί νέα ημερομηνία απολογίας του μετά από την επιστροφή του στην Ελλάδα. Όμως ο Ανακριτής, αρνήθηκε να δεχθεί το αίτημα του κατηγορουμένου και περάτωσε την ανάκριση με έκδοση εντάλματος σύλληψης του κατηγορουμένου κατ'εφαρμογή του άρθρου 270 παρ. 2 Κ.Π.Δ.

α) Είναι ορθή η ενέργεια του Ανακριτή;





β) Μπορεί ο ανωτέρω κατηγορούμενος να ζητήσει να κηρυχθεί η απόλυτη ακυρότητα του εκδοθέντος εις βάρος του εντάλματος; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας προσδιορίζοντας και το δικαιοδοτικό όργανο, που είναι αρμόδιο να κρίνει το αντίστοιχο αίτημα του κατηγορουμένου.


---------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2002 (Α' Κλιμάκιο):

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ: Ο Α, υπάλληλος ιδιωτικής επιχείρησης, απειλεί τον διευθυντή του Χ, ο οποίος του οφείλει 10.000 Ευρώ από δάνειο, ότι αν δεν εξοφλήσει το (ήδη ληξιπροθεσμο) χρέος του, θα τον διασύρει στο internet με σειρά καταγγελιών ως δήθεν καταχραστή. Επειδή ο Χ αρνείται, ο Α πείθει τον συνάδελφό του Β να δημοσιεύσει στην σελίδα του οικείου Επιμελητηρίου μια πρώτη ψευδή καταγγελία, ότι ταχα ο Χ έχει υπεξαιρέσει από την εταιρεία 100.000 Ευρώ, του υπόσχεται δε ως αμοιβη, αν το πράξει, 1000 Ευρώ. Ο Β συντάσσει πράγματι την αναληθή επιστολή, γνωρίζοντας ότι ο Χ ουδεμία υπεξαίρεση έχει διαπράξει, αγνοώντας όμως ότι σκοπός του Α ήταν να εξαναγκάσει τον Χ στην καταβολή της ληξιπρόθεσμης οφειλής (νόμιζε ότι απλώς ήθελε να τον διαβάλει) και την αποστέλλει την επομένη. Από λάθος στην πληκτρολόγηση, ωστόσο, η επιστολή καταλήγει στην ιστοσελίδα του Συλλόγου των Φίλων της Φώκιας, του οποίου ο Πρόεδρος κατα σύμπτωση ονομάζεται Χ, με αποτέλεσμα όλοι να νομίζουν, ότι ο τελευταίος είναι υπεξαιρετης. Ο Β, αντιλαμβανόμενος το λάθος του, στέλνει στη συνέχεια την επιστολή στη σωστή διεύθυνση. Ερωτάται:1. Συνιστά αξιόποινη πράξη η "χρησιμοποίηση" του Β εκ μέρους του Α; (αναφέρατε τα ζητήματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που τίθενται σχετικά).2. Αξιόποινο του Β.

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: Ο Α.Κ. καλείται στις 13/06/2002 απ' τον Πταισματοδίκη Αθηνών να απολογηθεί σε δικογραφία που έχει σχηματιστεί εναντίον του για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ Α.Ε." στις 10/01/2002. Η σχετική δικογραφία σχηματίστηκε εναντίον του μετά την άσκηση ποινικής δίωξης που στηρίχθηκε σε έγκληση που κατέθεσε στις 30/04/2002 ο μέτοχος της ανωτέρω Ανώνυμης Εταιρείας Β.Λ., δηλώνοντας στο κείμενο της έγκλησής του προσωπικά παράσταση πολιτικής αγωγής. Κατά την εμφάνιση του Α.Κ. ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών ζήτησε με γραπτή αίτησή του να του χορηγηθούν με δαπανη του αντίγραφα των εγγράφων της ανάκρισης και του κατηγορητηρίου. Ο Πταισματοδίκης του χορηγεί αντίγραφα όλων των εγγράφων της ανάκρισης εκτός απο το κατηγορητήριο. Ο Α.Κ. εμφανιζόμενος μετά τη λήξη της προθεσμίας που πήρε για απολογία, αρνείται να απολογηθεί, αιτούμενος να του ανακοινωθεί εγγράφως το περιεχόμενο του εναντίον του κατηγορητηρίου και να του χορηγηθεί αντίγραφο αυτού. Ωστόσο ο Πταισματοδίκης δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια, κλείνει τη δικογραφία και την επιστρέφει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.Μετά την άρνηση του Πταισματοδίκη να του γνωστοποιήσει το κατηγορητηριο, ο Α.Κ. απευθύνεται στον δικηγόρο Π.Ρ., που τον συμβουλεύει να αναμείνει και ότι στο παρόν στάδιο δεν μπορεί να πράξει το παραμικρό. Στις 12/11/2002 επιδίδεται στον Α.Κ. κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο παραπέμπεται απευθείας στο ακροατήριο, προκειμένου να δικασθεί για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Είναι δικονομικώς ορθές οι ενέργειες:

α) του Πταισματοδίκη και ειδικότερα η μη έγγραφη γνωστοποίηση του κατηγορητηρίου και η μη χορήγηση αντιγράφου αυτού στον Α.Κ. παρά το σχετικό αίτημα που υπέβαλε ο τελευταίος,

β) του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που παρέπεμψε την υπόθεση απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου;Ήταν σωστή η ενημέρωση που παρείχε ο συνήγορος του Α.Κ. και σε τι δικονομικές ενέργειες μπορεί να προβεί στο παρόν στάδιο (αμέσως μετά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος) ο κατηγορούμενος Α.Κ.;

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2002 (Β' Κλιμάκιο):

Η Α που είναι σφοδρά ερωτευμένη με τον Β (μη ανταποκρινόμενο) του παριστά ψευδώς για να τον δελεάσει, ότι εινσι κάτοχος μεγάλης κινητής περιουσίας, ήτοι χρημάτων και κοσμημάτωντα οποία κατακρατεί δήθεν ως δικά του ο «κακός εξάδελφος» Γ. Όταν μάλιστα εκμυστηρεύεται τον πόνο της στη φίλη της Δ, αυτή την παροτρύνει να κατακτήσει τον Β «πάση θυσία». Παρακινημένη από τα λόγια αυτά, η Α προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:α) καταμηνύει ψευδώς τον Γ για υπεξαίρεση και β) ζητεί από τον παιδικό φίλο της Ε, που είναι τυπογράφος και για τον οποίο η Α γνωρίζει ότι έχει αναλάβει την εκτύπωση ομολόγων της τράπεζας Τ, να της εκτυπώσει για λογαριασμό της και 10 ομόλογα επιπλέον, προκειμένου αυτή να τα επιδείξει στον Β και έτσι να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της για την μεγάλη οικονομική της επιφάνεια. Ο Ε δέχεται και πράγματι κατασκευάζει γι’ αυτήν 10 ομόλογα ολόϊδια με εκείνα που εκτύπωσε για την Τ, χρησιμοποιώντας τις ίδιες προδιαγραφές ασφαλείας (μελάνι χρυσό, χαρτί ασφαλείας, πλαίσιο ασφαλειας κ.τ.λ.) που χρησιμοποιεί για τα εκτυπωθέντα κατά παραγγελία της Τ ομόλογα. Τούτο πράττει με αποκλειστικό σκοπό να βοηθήσει την Α να «κερδίσει» τον αγαπημένο της. Κατηγορούμενη η Α για ψευδή καταμήνυση, ισχυρίζεται ότι δεν είχε σκοπό την ποινική δίωξη του Γ, αλλά μόνο να δελεάσει τον Β.

Ερωτάται:

α) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της Α ότι δεν είχε άμεσο δόλο α’ βαθμού;

β) Είναι πλαστά τα ομόλογα που κατασκεύασε ο Ε;

γ) Τέλεσε πλαστογραφία ο Ε;

δ) Είναι η Α ηθική αυτουργός σε κάποια αξιόποινη πράξη;

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: Ο Α.Β. καταδικάσθηκε ερήμην από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών αν και δεν είχε κλητευθεί στη δίκη, για συκοφαντική δυσφήμηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών. Εναντίον της καταδικαστικής απόφασης άσκησε έφεση, με την οποία πρότεινε και την ένστασή του για την παράλειψη κλήτευσής του στην πρωτοβάθμια δίκη. Κατά την εκδίκαση της έφεσης το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχτηκε τυπικά την έφεση και προχώρησε στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, καταδικάζοντας τον Α.Β. στην ίδια ποινή λαμβάνοντας υπόψη και την απολογία του συγκατηγορουμένου του για την ίδια πράξη Γ.Δ.. Μπορεί ο Α.Β. να θεμελιώσει λόγους αναιρέσεως της καταδικαστικής απόφασης; (αναφέρατε και τα προβλήματα που προκύπτουν από τα ζητήματα).

--------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2004 (Α' Κλιμάκιο):

1. Σε βάρος των Α (δικηγόρου) και Β (πολιτικού μηχανικού)ασκείται ποινική δίωξη για κακουργηματική πλαστογραφία. Μετά το πέρας της ανάκρισης ο τακτικός ανακριτής στέλνει τη δικογραφία στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα για τον μεν Α για κακουργηματική πλαστογραφία, για το δε Β για κακουργηματική απάτη. Το βούλευμα επιδίδεται και στους δύο στις 15/6/2005. Στις 20/6/2005 ο Α ασκεί έφεση κατά του βουλεύματος και την ίδια μέρα ο Β ασκεί αναίρεση.

α) Τι λόγο έφεσης επικαλείται ο Α; Τι λόγο αναίρεσης μπορεί να επικαλεστεί ο Β;

β)Τι θα αποφασίσει το Συμβούλιο Εφετών; Τι θα αποφασίσει το Σύμβούλιο του Αρείου Πάγου;

γ) Αν μετά παραπεμφθούν εκ νέου οι Α και Β ποιό θα είναι το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο; Έχει σημασία το ότι ο Α είναι δικηγόρος;

δ) Κατά του νέου αυτού παραπεμπτικού βουλεύματος επιτρέπεται να ασκηθεί ξανά ένδικο μέσο;

2. Ο Α αποφασισμένος καταρτίζει μια πλαστή εξοφλητική απόδειξη με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει εναντίον του Β στο δικαστήριο αν χρειαστεί. Τελικά μετανιώνει και εξοφλεί το Β, τη δε πλαστή απόδειξη τη βάζει στο γραφείο και τη λησμονεί. Μετά από 3 χρόνια στη βρίσκει, αποφασίζει να κάνει αγωγή κατά του Β και προσκομίζει στο δικαστήριο και τις δύο αποδείξεις, και τη γνήσια και την πλαστή και λέει ότι κατέβαλε δύο φορές (τη μία αχρεωστήτως). Ο δε Β αποφασισμένος απειλεί τη Γ, σύζυγο του Α, ότι αν δεν παραιτηθεί από την αγωγή ο άντρας της, θα την καταγγείλει για φοροδιαφυγή, την οποία αυτή έχει τελέσει. Αξιόποινο Α και Β.

------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2004  (Α' Κλιμάκιο):

Ο Α συνοδεύοντας τη δωδεκάχρονη θυγατέρα του Β συναντά τον οικογενειακό γνωστό Γ, ο οποιός του προτείνει 2000 ευρώ αν του επιτρέψει να ασελγήσει επί της Β, πράγμα που ο Α δέχεται και προς το σκοπό αυτό δίνουν "ραντεβού" την ίδια νύχτα σε σκοτεινό τόπο. Εκεί ο Γ πληρώνει τον Α με πλαστά χαρτονομίσματα και ασελγεί επί της Β.

Ερωτάται:

α) Ευθύνεται ποινικά ο Α σε σχέση με την τελεσθείσα από τον Γ αποπλάνηση παιδιού (άρθρο ΠΚ 339);

β) Ευθύνεται ποινικά ο Γ για βλάβη της περιουσίας του Α;

γ) Αν ο Α είχε εμφανίσει στο νυχτερινό "ραντεβού" αντί της (ανήλικης) Β την ενήλικη θυγατέρα του Δ, ο δε Γ είχε πληρώσει με γνήσια χαρτόνομίσματα, ασελγεί δε επί της Δ νομίζοντας ότι πρόκειται για την ανήλικη (δωδεκάχρονη) Β, επηρεάζεται η ποινική ευθύνη του Γ;

δ) Στην ως άνω περίπτωση ευθύνεται ποινικά ο Α;

Οι Κοσμάς και Ηλίας κατηγορούνται για απάτη σε βαθμό κακουργήματος και πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος. Ο Κοσμάς απολογείται ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή για τις πράξεις αυτές. Μετά την απολογία του ο ανακριτής εκδίδει ένταλμα προσωρινής κράτησης για την κακουργηματική πράξη, στο αιτιολογικό του οποίου αναφέρει:

Α) Κρίνεται αναγκαία η προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου προς αποφυγή τελέσεως νέων εγκλημάτων και επιβάλλεται προς μείζονα εξασφάλιση, αν και η επιβολή εγγυοδοσίας ποσού ιδιαιτέρως μεγάλου ύψους, θα μπορούσε ενδεχομένως να εξασφαλίσει την παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Είναι νόμιμη η αιτιολογία του εντάλματος;

Β) Ο Ηλίας δεν εκλήθη ενώπιον του Τακτικού Ανακριτήν για να απολογηθεί, διότι ο Ανακριτής θεώρησε πως δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξης ενοχής γι' αυτόν. Νομίμως περατώθηκε η ανάκριση χωρίς να ληφθεί απολογία του Ηλία σε αυτή την περίπτωση;

Γ) Μετά το πέρας της ανάκρισης ο Κοσμάς παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για απάτη σε βαθμό κακουργήματος και πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος. Ο Κοσμάς ασκεί έφεση κατά του βουλεύματος και το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτει την έφεση κρίνοντας επιπλέον ότι η πλαστογραφία που τέλεσε είναι σε βαθμό κακουργήματος και όχι πλημμελήματος. Νομίμως το Συμβούλιο μεταβάλει την κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος;

(Να απαντηθούν όλα τα ερωτήματα επί του εντύπου και μόνο).

---------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2005 (Α' Κλιμάκιο):

Ο Α, πρώην υπάλληλος Χ, είναι υποήφιος μαζί με τον μόνο συνυποψήφιό του Β, για τη θέση διευθυντή στην Ψ. Ο Α θέλει να πείσει ότι έιχε αυξημένα προσόντα και για αυτό εισδύει κρυφά στο λογιστήριο της Χ, βρίσκει ένα τιμολόγιο αποστολής μηχανημάτων που αυτός είχε εκδώσει (φέρει μόνον την υπογραφή του) 5 χρόνια νωρίτερα και συμπληρώνει πάνω σε αυτό και δίπλα στην αναγραφή συγκεκριμένου μηχανήματος υψηλής τεχνολογίας την αναληθή φράση ‘εφευρέτης ο Α’ . Ο Α φωτοτυπεί το ανωτέρο έγγραφο και υποβάλλει την φωτοτυπία στην Ψ με αποτέλεσμα να προσληφθεί αυός αντί του Β, που αντικειμενικά υπερείχε. Για να μπει ο Α στο λογιστήριο της Χ χρειαζόταν κωδικό εισόδου που του έδωσε η Δ. Τελικά δεν χρησιμοποίησε τον κωδικό γιατί ήταν η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο Β πληροφορείται τί έγινε, εξοργίξεται, αποφασίζει εκδίκηση κι αναθέτει στον Γ να σπάσει στο ξύλο τον Α. Ο Γ δέχεται κι αμφότεροι (Β και Γ) κατευθύνονται προς συνάντηση του Α, τον οπίο και εντοπίζουν σεεστιατόριο να γευματίζει τη μνηστή του Δ. Ο Γ αυτογνώμως αποφασίζει αντί του Α, να στραφεί κατά της Δ (μνηστή του Α) την οποία και θεωρεί υπεύθυνη για το όλο συμβάν. Της καταφέρει ραπίσματα για να μάθει. Αξιόποινο Α,Β, και Δικαιούται να αμυνθεί ο Α χτυπώντας τον Β (κι όχι τον Γ);

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: Ο Α καταδικάστηκε από το Τριμ. Πλημ. Αθηνών σε 12 μήνες φυλάκιση για κλοπή. Ο Α άσκησε έφεσηκαι η ποινή του μειώθηκε σε 8 μήνες φυλάκιση. Στην τελεσίδικη απόφαση ο Α ασκεί αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Η ανείρεση γλινεται δεκτή από τον Άρειο Πάγο που παραπέμπει την υπόθεση για νέα κατ’ουσία εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών με άλλη σύνθεση. Ο Α αν και νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητευθείς δεν παρουσιάζεται. Ποια πρέπει να είναι η απόφαση του Εφετείου Αθηνών που εκδικάζει εκ νέου την έφεση του Α;Μετά από 2 χρόνια ο Α παραπέμπεται στο ΜΟΔ για απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά του Β, που ύστερα από πολύμηνη παραμονή του στο νοσοκομείο και μια μέρα πριμ την έναρξη της δίκης παθαίνει. Το ΜΟΔ καταδικάζει τον Α σε κάθειρξη 18 ετών για ανθρωποκτονί αμε πρόθεση . Κατά της απόφασης ο Α ασκεί έφεση στο ΜΟΕ προβάλλοντας τους εξής λόγους:

1. η σύνθεση ήταν ελλιπής

2. η μεταβολή της κατηγορίας ήταν ανεπίτρεπτη

3. λήφθηκαν υπόψη καταθέσεις μαρτύρων εξ ακοής στις οποίες και δόθηκε αποδεικτική αξία μεγαλύτερη από κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2005 (Β' Κλιμάκιο):

Ουσιαστικό Δίκαιο:

Οι Α και Β εισέρχονται στο σπίτι του Γ (με τη σύζυγο του οποίο ο Α διατηρεί ερωτικό δεσμό) για να κλέψουν ό, τι βρουν. Ο Α αντιλαμβανόμενος ότι ο Γ κοιμάται μόνος στο υπνοδωμάτιό του ,του ρίχνει αναισθητικό σπρευ (εν αγνοία του Β) ώστε να μην ξυπνήσει και έτσι να δράσουν ανενόχλητοι,στη συνέχεια δε ανακοινώνει την ενέργειά του αυτή στο Β, ο οποίος του λέει: "μπράβο ,καλά έκανες!". Τελικά οι Α και Β δεν βρίσκουν τίποτε ενδιαφέρον και αποχωρούν άπρακτοι. Γίνονται όμως αντιληπτοί από τη Δ, σύζυγο του Γ, η οποία και τους απειλεί με μήνυση. Τότε ο Α της παριστά ψευδώς ότι διαθέτει βιντεοταινίες όπου αυτός και εκείνη εμφανίζονται σε άσεμνες στάσεις και αν δεν παραιτηθεί των απειλών της θα τις αποστείλει στο σύζυγό της. Η Δ φοβούμενη το σκάνδαλο δηλώνει ότι δε θα τους καταγγείλει, και πράγματι τηρεί την υπόσχεσή της. Αξιόποινο των Α και Β.

--------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2006 (Α' Κλιμάκιο):

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ: Η Α, λίγες ώρες μετά τον τοκετό του εξώγαμου τέκνου της, το εγκαταλείπει στην άκρη του δρόμου επιδιώκοντας την θανάτωσή του από διερχόμενο αυτοκίνητο. Ο πεζός Β αντιλαμβάνεται το βρέφος και αποφασίζει να το σώσει. Καθώς όμως ετοιμάζεται να το πάρει στα χέρια του, παρασύρεται και τραυματίζεται σοβαρά από το αυτοκίνητο το απρόσεκτου οδηγού Γ, ο οποίος απομακρύνεται αμέσως από το σημείο του ατυχήματος για να αποφύγει τις ευθύνες του. Από το ίδιο σημείο περνά στη συνέχεια και η οδηγός Δ η οποία, αν και βλέπει τον τραυματία Β (όχι όμως το βρέφος) στην άκρη του οδοστρώματος, προσπερνά χωρίς να τον βοηθήσει. Τελικά ο Β και το βρέφος περισυλλέγονται από άλλον οδηγό και σώζονται.

α) Ποια η ποινική ευθύνη της Α;

β) Ποια η ποινική ευθύνη του Γ αναλόγως με το αν αυτός μετά το ατύχημα αποδέχεται
   
    I) τον θάνατο ή
   
    II) μόνο κίνδυνο της ζωής του Β;

γ) Έχει ποινική ευθύνη η Δ;

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: Στους Α, Β και Γ επιδίδεται την 14.06.2006 με θυροκόλληση κλήση στην κατοικία τους με την οποία καλούνται να εμφανιστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών την 29.06.2006 κατηγορούμενοι σύμφωνα με το διατακτικό του επιδοθέντος βουλεύματος για πλαστογραφία έξι επιταγών συνολικής αξίας 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία (οι Α και Β) και χρήση των αυτών πλαστών επιταγών (ο Γ) με σκοπό οφέλους (όλοι οι κατηγορούμενοι).Κατά την αυτή δικάσιμο καλείται με κλήση που θυροκολλείται την 15.06.2006 στην κατοικία του ο Π ο οποίος είχε υποβάλει μήνυση κατά των Α, Β και Γ ισχυριζόμενος ότι η υπογραφή του ως εκδότη των ανωτέρω επιταγών είναι πλαστή και έχει δηλώσει με αυτήν ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων εναντίον τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Κατά την διάρκεια της δικασίμου της 29.06.2006 ο Α δεν εμφανίζεται στο ακροατήριο ούτε ο συνήγορός του Σ τον οποίο είχε διορίσει ως αντίκλητο απολογούμενος στην προανάκριση. Επίσης, δεν εμφανίζεται ούτε ο Π ούτε ο συνήγορός του Ρ τον οποίο είχε διορίσει αντίκλητό του με τη μήνυση. Ο Β εμφανίζεται αυτοπροσώπως, για δε τον Γ εμφανίζεται ο δικηγόρος του Σ με εξουσιοδότηση του Γ να τον εκπροσωπήσει.

Το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης ερήμην του Α και με την απόφασή του καταδικάζει τους Α και Β σε φυλάκιση 3 ετών και αθωώνει τον Γ με την αιτιολογία ότι αυτός είχε ενδεχόμενο δόλο ως προς την πράξη της χρήσεως των πλαστών επιταγών.

1) Έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως ο Α και σε ποιους νομικούς λόγους μπορεί να τη στηρίξει; (Αναφέρατε όλους τους λόγους εφέσεως που θεωρείται βάσιμους)

2) Έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση ο Π κατά της απόφασης και για ποιο λόγο;

3) Έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση ο Γ κατά της απόφασης και για ποιο λόγο;

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Μάιος 2007 (Β΄ Κλιμάκιο):

Ο Α ειναι εφημερευων γιατρος σε νοσοκομειο.Κατα τη διαρκεια της βραδιας του διακομιζεται ο ασθενης Β που παρουσιαζει συμπτωματα νεφρικης ανεπαρκειας οπως εντονη ωχροτητα κλπ. Ο Α,ενω κατα τους κοινως αναγνωρισμενους κανονες της ιατρικης επιστημης ωφειλε να λαβει το ιστορικο του Β,να δωσει εντολη να γινουν ιατρικες εξετασεις και να εισαχθει αμεσως στο νοσοκομειο,αρκεστηκε σε απλη κλινκη εξεταση και σε χορηγηση ασπιρινης επιτρεποντας στον ασθενη να επιστρεψει στην κατοικοια του.Κατοπιν τουτων ο Β απεβίωσε.Οταν η Γ,συζυγος του Β,διαμαρτυρεται στην δοιηκηση του νοσοκομειου για το θανατο του συζυγου της,αναφεροντας ταυτοχρονα οτι θα ζητησει αποζημιωση 100.000 ευρώ, ο Α την απειλει,οτι θα καταγειλλει την αδελφη της Γ για φοροδιαφυγή,που η τελευταια εχει οντως τελεσει.Προς υποστηριξη μαλιστα της απειλης του ο Α ισχυριζεται ψευδως οτι διαθετει και εγγραφα αποδεικτικα στοιχεια,τα οποια δεν εχει.

Ερωτάται:

Έχει τελεσει ο Α αξιοποινες πραξεις και αν ναι σε ποια σχεση τελουν αυτες μεταξυ τους;

-------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2009 (Α΄ Κλιμάκιο):

Ο Α εισέρχεται στην οικία της Β με σκοπό να αφαιρέσει τα κοσμήματά της. Συναντά εκεί τη Β και προκειμένου να κάμψει την αντίστασή της, της επιτίθεται με γροθιές και την αφήνει αναίσθητη. Στη συνέχεια, όμως, ανακαλύπτει ότι η Β φυλάει τα κοσμήματά της μέσα σε χρηματοκιβώτιο, το οποίο ο Α δεν μπορεί να διαρρήξει. Γι' αυτό ο Α τηλεφωνεί στο γνωστό του Γ, ειδικό στις διαρρήξεις, στον οποίο ανακοινώνει την πραγματοποιηθείσα επίθεσή του κατά της Β και τον καλεί να διαρρήξει το χρηματοκιβώτιο. Πράγματι ο Γ έρχεται στην οικία της (πάντα αναίσθητης) Β και ανοίγει το χρηματοκιβώτιο, από το οποίο οι Α και Γ αφαιρούν πολλά κοσμήματα, συνολικής αξίας άνω των 73.000 ευρώ. Μόλις οι Α και Γ εξέρχονται από την οικία της Β κουβαλώντας και οι δύο τα κοσμήματα, γίνονται αντιληπτοί από τον Δ, σύζυγο της Β, ο οποίος τους επιτίθεται για να τα πάρει πίσω. Τότε ο Α παρακινεί τον Γ να πυροβολήσει με το όπλο του στον αέρα, ώστε να φοβηθεί ο Δ και να φύγει. Όμως η σφαίρα από το όπλο του Γ εξοστρακίζεται και πετυχαίνει τον Δ , ο οποίος σκοτώνεται ακαριαία, γεγονός το οποίο αμφότεροι οι Α και Γ θα μπορούσαν εύκολα να είχαν προβλέψει. Το ίδιο βράδυ οι Α και Γ πωλούν και παραδίδουν τα κοσμήματα προς τον Ε , ο οποίος, όμως ,τους παραπλανά και τους πληρώνει με πλαστά χαρτονομίσματα.

Την επόμενη μέρα οι Α και Γ συλλαμβάνονται από την Αστυνομία. Στο αστυνομικό τμήμα, όπου κρατούνται, ζητούν να έχουν τη συμπαράσταση δικηγόρου, όμως οι Αστυνομικοί δεν τους δίνουν τη δυνατότητα αυτή και εξετάζουν αυτούς ως μάρτυρες, χωρίς όρκο (ανωμοτί). Στις καταθέσεις τους αυτές οι Α και Γ ομολογούν όλες τις πράξεις τους. Στη συνέχεια, μετά την περάτωση της ανακρίσεως, οι Α και Γ παραπέμπονται στο ακροατήριο. Εκεί ο Α αρνείται ότι παρακίνησε τον Γ να πυροβολήσει στον αέρα.Το δικαστήριο όμως καταδικάζει τον Α και για την πράξη αυτή στηριζόμενο στα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα: α) στην ομολογία του Α ενώπιον των Αστυνομικών και β) στην απολογία του Γ στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στην οποία επιβεβαιώνεται η προτροπή αυτή.

Ερωτάται:

α) Ποινική ευθύνη των Α, Γ και Ε ή όχι και γιατί;

β1) Ποια η ακολουθητέα διαδικασία για την παραπομπή των Α και Γ στο ακροατήριο μετά την περάτωση της ανακρίσεως ;

β2) Είναι ορθή η καταδίκη του Α για την προτροπή προς τον Γ με βάση τα ως άνω αποδεικτικά μέσα;

----------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2009 (Β' Κλιμάκιο):

Ο Α χολωμένος που ο αποθανών πατέρας τουκατέλιπε έναν πολύτιμο πίνακα ζωγραφικής αξίας 20.000 Ευρώ στον αδερφό του Β, υπόσχεται αμοιβή 10.000 Ευρώ στον θηριώδη Γ, αν αυτός εξαναγκάσει τον αδερφό του (Β) να καταστρέψει τον πίνακα.Ο Γ πράγματι μεταβαίνει στο σπίτι του Β και με την απειλή πιστολιού απαιτεί από τον Β να καταστρέψει μπροστά του "τον πίνακα που κληρονόμησε".Ο Β, προκειμένου να σώσει τον κληρονομιαίο πίνακα, καταστρέφει έναν άλλον, που ανήκει στον φίλο του Δ και τον οποίο κατέχει ως θεματοφύλακας, αξίας 19.000 Ευρώ, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο Γ δεν γνώριζε για ποιον ακριβώς πίνακα επρόκειτο. Αξιόποινο των Α και Γ.

Ο Β για να δικαιολογηθεί έναντι του Δ προφασίζεται ότι ο πίνακας εκλάπη και κατόπιν αυτού ο Δ υποβάλλει κατά του Β έγκληση για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, πράξη για την οποία ασκείται κατά του Β ποινική δίωξη. Απολογούμενος ο Β ενώπιον του Ανακριτή περιγράφει τις συνθήκες, υπό τις οποίες αναγκάστηκε να καταστρέψει τον πίνακα του Δ. Κατόπιν αυτού ο Ανακριτής εκδίδει κατά του Γ ένταλμα συλλήψεως. Είναι νόμιμη η έκδοση του εντάλματος;

Μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης και ενόσω η δικογραφία εκκρεμεί στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για την υποβολή πρότασης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ο Δ δηλώνει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την πράξη της υπεξαίρεσης και η σχετική δήλωση καταχωρείται σε έκθεση, που συντάσσεται ενώπιον του γραμματέα της Εισαγγελίας.Τελικώς εκδίδεται βούλευμα, το οποίο αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά του Β για την πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος.Κατά του απαλλακτικού βουλεύματος ο Δ ασκεί έφεση πριν επιδοθεί σε αυτόν το βούλευμα.Είναι παραδεκτή η έφεση του Δ;

------------------------------------------------------------------------------------------

Ioύνιος 2009 (Α' Κλιμάκιο):

Ο Β δανείζεται 10.000 ευρώ απο τον Α και του δίνει ένα έγγραφο όπου να βεβαιώνεται ότι πήρε αυτό το ποσό απο τον Α και ότι θα του τα επιστρέψει εντός τριμήνου. Στο μεταξύ ο Α βγάζει αντίγραφο μη επικυρωμένο του εγγράφου και πάει το πρωτότυπο σπίτι όπου το καταστρέφει κατα λάθος το παιδί του. Περνάει το τρίμηνο και ο Β δεν πληρώνει οπότε ο Α για να εκδικηθεί παραποιεί το έγγραφο της φωτοτυπίας και το κάνει να φαίνεται ότι ο Β του χρωστά 100.000 ευρώ με στόχο να πάει τον Β δικαστικά και να του επιδικαστεί το ποσό. Στο μεταξύ ο Α φεύγει για ένα διάστημ α στο εξωτερικό και η γυναίκα του αναφέρει στον Β τι ετοιμάζεται να κάνει ο Α. Ο Β για να τον εκδικηθεί πάει στο γραφείο του Α και πείθει τη γραμματέα του Γ να υπογράψει με την υπογραφή του Α και να σφραγίσει μία εξουσιοδότηση με την οποία ο Β θα μπορεί να πάρει από τον Δ τις αξιώσεις του Α από σύμβαση που είχε συνάψει ο τελευτάιος με τον Δ ύψους 200.000 ευρώ. Ο Β πειθει τη γραμματέα Γ λεγοντάς της οτι επειγόντως τον εξουσιοδότησε ο Α για να εισπράξει επειδή ο Δ είναι στα όρια της πτώχευσης.Τελικά πάει ο Β στον Δ και εισπράττει και φυσικά δε δίνει αυτά τα λεφτά ποτέ στον Α. Ο Α γυρίζει από το εξωτερικό μαθαίνει τα γεγονότα , κάνει μήνυση στον Β και αποφασίζει να μη δείξει πουθενά την παραποιημένη φωτοτυπία για να αποφύγει άλλα μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη. Γίνεται προκαταρτική εξέταση και κύρια ανάκριση. Στο δικαστήριο δεν εμφανίζεται η Γ που έχει κληθεί ως μάρτυρας χωρίς να έχει σοβαρό λόγο και ο δικαστής διαβάζει την κατάθεση πυ αυτή έδωσε κατά την ανάκριση παρά την αντίδραση του Β. Ο Β ασκεί έφεση στην απόφαση που βγαίνει εις βάρος του αλλά επειδή στην πρώτη δίκη απουσιάζει ο Δ ως ουσιώδης μάρτυρας η δίκη αναβάλλεται και ορίζεται νέα δικάσιμος.  Στη νέα δικάσιμο ο Β απουσιάζει και το δικαστήριο απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη.

Ερωτάται:

α) Εχει ποινική ευθύνη ο Α ναι ή όχι και γιατί;

β) Έχουν ποινική ευθύνη ο Β και η Γ ναι ή όχι και γιατί;

γ) Ορθά το δικαστήριο ανέγνωσε την κατάθεση της Γ;

δ) Ορθά το δικαστήριο απέρριψε την έφεση; Πώς μπορεί να στραφεί ο Β κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης;

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2009 (Β' Κλιμάκιο):

Οι Α και Β έχουν αποφασίζει να αφαιρέσουν με ληστεία 100.000€ από τον Π και ζητούν από τον Γ να τους βοηθήσει (να "φυλάξει τσίλιες"). Ο Γ τους αποτρέπει από τη διάπραξη της ληστείας λέγοντας ότι είναι επικίνδυνο εγχείρημα και ότι ο Π οπλοφορεί και τους συμβουλεύει να διαπράξουν κλοπή. Τους λέει επίσης ότι δεν συμφωνεί να φυλάξει τσίλιες. Οι Α και Β, κατόπιν της συμβουλής του Γ, αποφασίζουν να κλέψουν τα χρήματα από τον Π. Φτάνουν στο σπίτι του Π και χτυπούν το κουδούνι της εξώπορτας με την απόφαση αν μεν είναι κάποιος στο σπίτι να αποχωρήσουν, αν δεν είναι να εισχωρήσουν με διάρρηξη. Καθώς δεν απαντά κανείς, μπαίνουν μέσα στο σπίτι. Ο Β σύντομα εγκαταλείπει την προσπάθεια και αποχωρεί. Ο Α συνεχίζει και αφαιρεί 100.000€.

α) Αξιόποινο των Α, Β, και Γ.

β)  Έχουν οι Α και Β ποινική ευθύνη αν ο Π βρισκόταν στο σπίτι και απαντούσε στο χτύπημα του κουδουνιού και αυτοί κατόπιν αποχωρούσαν;

Ο Α συλλαμβάνεται αμέσως μόλις βγήκε από το σπίτι και εξεταζόμενως ενόρκως απο τον αστυνομικό Δ ομολογεί. Την επομένη ο Α προσάγεται στον τακτικό Ανακριτή και απολογούμενος ενώπιον του ανακαλεί την ομολογία του. Ο Α παραπέμπεται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για κλοπή και τρεις μέρες μετά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος προσφεύγει στο Συμβούλιο Εφετών αιτούμενος να κηρυχθεί άκυρη η προδικασία γιατί παρανόμως εξετάσθηκε ενόρκως από τον Δ. Είναι βάσιμη η προσφυγή του Α;

Στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ο Π δηλώνει για πρώτη φορά παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του Α και ζητά χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ύψους 44€. Ο Α εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ε, υποβάλλει ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής επικαλούμενος ότι έχει ήδη γίνει δεκτή με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αγωγή με την οποία ο Π ζητά να καταβάλει ο Α αποζημίωση 100.000€, χωρίς επιφύλαξη. Είναι νόμιμη η ένσταση του Π;

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων καταδικάζει τον Α σε κάθειρξη έξι ετών και αποφαίνεται η έφεσή του να έχει αναστέλλουσα ισχύ. Πέντε μέρες από την έκδοση της απόφασης και ενώ ο Ε δεν έχει ασκήσει ακόμη έφεση για λογαριασμό του Α, ο Α συλλαμβάνεται σε εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης. Είναι νόμιμη η σύλληψη του Α;

------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος  2009 (Α’ Κλιμάκιο):

Η Βάσω (Β) προκειμένου να επιτύχει σε διαγωνισμό Τράπεζας και να προσληφθεί ως υπάλληλος ζητεί από τη φιλόλογο αδελφή της Αγλαΐα να διαγωνισθεί αντί αυτής στο μάθημα της έκθεσης με τη βεβαιότητα ότι η Α θα γράψει καλύτερα από αυτήν. Η Α δέχεται, συμμετέχει στο διαγωνισμό επιδεικνύοντας την ταυτότητα της Β και πράγματι επιτυγχάνει, ώστε η Β να βαθμολογηθεί με 18/20. Έτσι η Β επιτυγχάνει και προσλαμβάνεται, ενώ είναι βέβαιο ότι αν δεν είχε συμμετάσχει η Α, αφενός μεν δεν θα είχε επιτύχει η Β, αφετέρου δε θα είχε προσληφθεί αντ' αυτής η Γεωργία (Γ) που είχε λάβει 17/20. Η Β τελικώς διορίζεται και εισπράττει τον μισθό της (2.000 ευρώ/μήνα), επί 5 χρόνια, έως ότου παραιτείται. Αξιόποινο των Α και Β.

Το ''τέχνασμα'' της Βάσως αντιλαμβάνεται η συνυποψήφια Δήμητρα (Δ), η οποία δεν έλαβε προβιβάσιμο βαθμό σε κανένα από τα μαθήματα του διαγωνισμού. Η Δήμητρα υποβάλλει μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ελευθερίας (Ε), δυνάμει συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, έγκληση κατά των Α και Β, στην οποία περιγράφει τη μεθόδευση της Βάσως και δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη ως συμμετασχούσα στο διαγωνισμό. Το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έχει ημερομηνία προγενέστερη της κατάθεσης της εγκλήσεως, αλλά προσκομίζεται στην Εισαγγελεία Πλημμελειοδικών από την Ε την επόμενη ημέρα. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η Α με το υπόμνημα της παροχής εξηγήσεων προβάλλει ένσταση ακυρότητας της προκαταρκτικής εξέτασης λόγω παράνομης παράστασης της Δ ως πολιτικώς ενάγουσας. Είναι βάσιμη η ένσταση της Α;

Η Β με το υπόμνημα παροχής εξηγήσεων ζητά από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να αρχειοθετήσει την έγκληση της Δ λόγω του ότι παραβιάστηκαν οι προβλεπόμενες στο νόμο διατυπώσεις τόσο ως προς τον τύπο όσο και ως προς το χρόνο προσκομιδής του πληρεξουσίου. Είναι νόμιμο το αίτημα της Β;

----------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2009 (Κλιμάκιο Β' ):

Ο Β, ναρκομανής ανήλικος γιος του Α (16 ετών), ζητά από τον πατέρα του χρήματα προκειμένου να προμηθευτεί ηρωίνη. Επειδή ο Α αρνείται να δώσει τα χρήματα, ο Β, ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, παίρνει έναν μπαλτά και επιτίθεται κατά του Α (μέσα στην οικία τους) με σκοπό να τον σκοτώσει. Ο Α τότε, εντελώς ψύχραιμος και παρόλο που έχει τη δυνατότητα να εξέλθει από την οικία του και να αποφύγει την επίθεση, πυροβολεί με το όπλο του τον Β, ο οποίος πέφτει αιμόφυρτος. Στη συνέχεια ο Α, υπολαμβάνοντας ότι ο αναίσθητος Β είναι νεκρός, τον μεταφέρει και τον ρίχνει σε ένα γκρεμό με σκοπό να εξαφανίσει το πτώμα. Στην πραγματικότητα, ο Β ήταν ακόμη ζωντανός και πεθαίνει όταν ο Α τον ρίχνει στον γκρεμό από τα τραύματα. Όταν μετά ταύτα ο Α επιστρέφει σπίτι του, η σύζυγός του Γ, του δηλώνει ότι θα αναφέρει τα συμβάντα στην Αστυνομία. Ο Α τότε αποφασίζει να αυτοκτονήσει, κλείνεται στην κουζίνα και ανοίγει την στρόφιγγα από μια φιάλη του υγραερίου με σκοπό να δηλητηριασθεί. Η Γ παρακολουθεί τη σκηνή αδιάφορη και εγκαταλείπει το σπίτι χωρίς να ασχοληθεί περαιτέρω με τον Α. Τελικά, όμως, ο θάνατος του Α δεν επέρχεται, λόγω εξαντλήσεως του υγραερίου στη φιάλη.

Στη συνέχεια ασκείται ποινική δίωξη κατά των Α και Γ και διενεργείται τακτική ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει αμφότερους στο ακροατήριο. Κατά του βουλεύματος ασκεί έφεση ο Α, πλην όμως το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, διότι εκ παραδρομής του αρμόδιου Γραμματέως του τμήματος ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου έλλειπε η υπογραφή του (του Γραμματέως) από τη συνταχθείσα έκθεση εφέσεως.

Κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου εμφανίζεται ο Δ, επίσης γιος του Α, και δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του πατέρα του, αιτούμενος 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του αδερφού του. Ο Α προσφέρεται να καταβάλλει αμέσως στον Δ το αιτηθέν ποσό, το οποίο όμως ο Δ αρνείται να δεχτεί. Για το λόγο αυτό, ο Α προβαίνει σε δημόσια κατάθεση του ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και δανείων και στη συνέχεια ζητά αποβολή του Δ από την πολιτική αγωγή,ενώ αυτός επιμένει να παραστεί.

Α) Έχει ποινική ευθύνη ο Α ή όχι και γιατί;

Β) Έχει ποινική ευθύνη η Γ ή όχι και γιατί;

Γ) Υπήρξε ορθή η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών; Μπορεί ο Α να στραφεί κατά της απόφασης που κρίνει την έφεση ως απαράδεκτη;

Δ) Είναι νόμιμο το αίτημα του Α για αποβολή του Δ από την παράσταση πολιτικής αγωγής;

---------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2010 ( Κλιμάκιο Α΄):

Ο Α παρουσιάζεται στον φυλακα χωρου σταθμευσης αυτοκινητου ως εξουσιοδοτημενος απο τον Β, ιδιοκτητη του αυτοκινητου (αξιας 80000  ευρω) που τελικα παιρνει φευγοντας. Στη συνεχεια τηλεφωνει στον Β και του λεει πως αν δεν του δωσει 30000 ευρω θα του καταστρεψει το αυτοκινητο και θα το δωσει για ανταλλακτικα. Ο Β σε συνενοηση με την αστυνομια αφηνει φακελο με χρηματα στον Α, τα χαρτονομισματα ομως ειναι προσημειωμενα με αποτελεσμα οταν ο Α παραλαμβανει το φακελο να τον συλλαβουν οι αστυνομικοι. Επειδη εκνευριστηκε πολυ με αυτο, ο Α δινει εντολη στον Γ να σπασει στο ξυλο τον Β μεχρι να τον αφησει αναπηρο. Ο Γ παιρνει ενα πιστολι απο τον Δ, οχι με σκοπο να το χρησιμοποιησει, αλλα για να νιωθει σιγουρια σε περιπτωση που ο Β προβαλλει αντισταση. Πραγματι, ο Γ βρισκει τον Β, τον σπαει στο ξυλο, δεν χρησιμοποιει το οπλο, ωστοσο ο Β πεθαινει απο τον ξυλοδαρμο.

Οι Α και Γ καταδικαζονται απο πρωτοβαθμιο δικαστηριο. Ο Γ ασκει εφεση κατα της αποφασης ωστοσο αυτη απορριπτεται ως ανυποστηρικτη για το λογο οτι ο Γ δεν εμφανιστηκε παροτι ειχε κλητευθει νομιμως. Ο Γ ασκει αναιρεση κατα της αποφασης του δευτεροβαθμιου δικαστηριου 20 μερες μετα την καθαρογραφηση της αποφασης και 15 μερες μετα την επιδοση της αποφασης σε αυτον.

1) Αξιοποινο των Α, Γ, Δ η οχι και γιατι;

2) Αρμοδιο δικαστηριο να δικασει τους Α και Γ;

3) Ειναι παρεδεκτη η αιτηση αναιρεσης που ασκει ο Γ;

-----------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2012 (Κλιμάκιο Α'):

Σε κάποιο χωριό της ελληνικής επαρχίας μεταξύ των οικογενειών Χ και Ψ επικρατεί άσβεστο προαιώνιο μίσος. Την ώρα δε που ο Α, μέλος της οικογενείας Χ, βόσκει τα πρόβατα του, αντιλαμβάνεται τη Β, μέλος της αντίπαλης οικογενείας, να διέρχεται από το πλησίον μονοπάτι. Τότε ο Α (ο οποίος δεν πάσχει από οποιαδήποτε ψυχική ασθένεια) στη θέα και μόνο της Β, εξοργίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε αρπάζει μια μεγάλη πέτρα και χωρίς καθόλου να σκέπτεται ούτε τι πάει να κάνει ούτε ποιες θα είναι οι συνέπειες της πράξεως του, επιτίθεται με αυτή για να σκοτώσει τη Β (η οποία μάλιστα βρίσκεται σε κατάσταση προχωρημένης εμφανούς εγκυμοσύνης). Πράγματι ο Α, εξακολουθώντας να διατελεί υπό καθεστώς ταραχής ρίχνει στο έδαφος τη Β και τη χτυπάει με την πέτρα στο κεφάλι, ο δε θάνατος της παρεμποδίζεται τελικώς από το γιγαντόσωμο Γ, αδελφό της Β, ο οποίος επιτίθεται με γροθιές κατά του Α και έτσι τον απομακρύνει από τη Β. Από το θυμό του όμως και τη συνεπακόλουθη ταραχή του (λόγω της επιθέσεως κατά της αδελφής του) ο Γ συνεχίζει να καταφέρει χτυπήματα κατά του Α ακόμη και όταν η αντίσταση του τελευταίου έχει εξουδετερωθεί. Έτσι ο Α πέφτει αναίσθητος, προκαλείται δε σ’ αυτόν κρανιοεγκεφαλική κάκωση, από την οποία θα μπορούσε να προκληθεί ακόμη και εγκεφαλική παράλυση (ενδεχόμενο το οποίο τελικώς δεν πραγματώθηκε). Αντίθετα από τα χτυπήματα του Α κατά της Β η τελευταία μένει δια βίου παράλυτη. Παράλληλα, από την επίθεση προξενείται βίαια διακοπή της κυήσεως της και ο θάνατος του κυοφορούμενου τέκνου της, γεγονός το οποίο ο Α όφειλε και θα μπορούσε να είχε προβλέψει. Τελικώς ο Α συλλαμβάνεται από την αστυνομία και ζητεί να απολογηθεί παρουσία δικηγόρου. Οι αστυνομικοί όμως του απαντούν ότι στο παρόν δικονομικό στάδιο δεν προβλέπεται παρουσία δικηγόρου και τον εξετάζουν ανωμοτί ως μαρτύρα. Στην εξέταση του αυτή ο Α περιγράφει τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. Στη συνέχεια ο Α παραπέμπεται στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, καταδικάζεται σε πρώτο βαθμό και ασκεί έφεση. Ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ο συνήγορος του Α ζητεί να υποβάλει ερωτήσεις σε εξεταζόμενο μάρτυρα, ο Πρόεδρος όμως απορρίπτει το αίτημα με το αιτιολογικό ότι ο μάρτυρας έχει ήδη διαφωτίσει πλήρως το δικαστήριο. Επίσης ο Α ισχυρίζεται στο ακροατήριο ότι επετέθη στη Β επειδή εκείνη επιχειρούσε να του αφαιρέσει ένα πρόβατο. Το δικαστήριο τότε αναγιγνώσκει την κατάθεση του Α ενώπιον των αστυνομικών αρχών (χωρίς ο τελευταίος να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση) και μετά ταύτα καταδικάζει τον Α απορρίπτοντας τον προαναφερθέντα ισχυρισμό του με επίκληση της καταθέσεως αυτής, επιβάλλει δε σ’ αυτόν μειωμένη ποινή σε σχέση με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατόπιν αναιρέσεως από τον Α, η υπόθεση αναιρείται και παραπέμπεται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για νέα εκδίκαση, όπου όμως ο Α δεν εμφανίζεται, παρόλο που έχει νομίμως κλητευθεί.

Ερωτήσεις: 

1) Ποινική ευθύνη των Α και Γ και γιατί;

2) Ιδρύεται ή όχι λόγος αναιρέσεως α) από την άρνηση του Προέδρου να επιτρέψει την εξέταση του μάρτυρα από το συνήγορο και β) από την ανάγνωση της καταθέσεως του Α στο ακροατήριο;

3) Τι θα αποφασίσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στη μετ’ αναίρεσιν εκδίκαση της υποθέσεως εν όψει της απουσίας του Α από το ακροατήριο;

--------------------------------------------------------------------------------------------- 

Φεβρουάριος 2012 (Κλιμάκιο Μυλωνόπουλου-Αναγνωστόπουλου):

Ο 19χρονος (Κ) μεταβαίνει στο γραφείο του παππού του (Π), πλούσιου επιχειρηματία, αφαιρεί κρυφά το μπλοκ επιταγών του τελευταίου και αποχωρεί. Στη συνέχεια, συμπληρώνει ένα φύλλο επιταγής με το ποσό των 100.000 ευρώ, πετά στα απορρίμματα το μπλοκ και προκειμένου να υφαρπάσει τη γνήσια υπογραφή του Π αναθέτει στο φίλο του Φαινάρετο ( Φ) να μεταβεί στο γραφείο του Π με ανθοδέσμη, υποδυόμενος υπάλληλο ανθοπωλείου και να ζητήσει από τον Π να υπογράψει την απόδειξη παραλαβής, τοποθετώντας τεχνηέντως το κάτω μέρος της επιταγής στη θέση της απόδειξης, έτσι ώστε ο Φ, επωφελούμενος της ασθενούς οράσεως του Π , να επιτύχει ώστε ο τελευταίος να υπογράψει στο σημείο του εκδότη της επιταγής. Ο Φ αποδέχεται και πράγματι υφαρπάζει την υπογραφή του Π. Μετά ταύτα ο Κ αναθέτει στην ανυποψίαστη εξαδέρφη του Ευλαμπία ( Ε) να εμφανισθεί στην πληρώτρια Τράπεζα του Π, και να εισπράξει την επιταγή, πράγμα που η Ε πράττει, αγνοώντας τα ανωτέρω διαδραματισθέντα. Κατόπιν τούτων ο Π μετά παρέλευση 6 μηνών από τότε που πληροφορήθηκε την πράξη του εγγονού του υποβάλλει μήνυση για τις παραπάνω πράξεις. Έχουν τελεσθεί αξιόποινες πράξεις από τους Κ, Φ και Ε και ποια η ποινική τους αντιμετώπιση;

Ο Κ μόλις πληροφορείται ότι καταμηνύθηκε από τον Π για αντιπερισπασμό υποβάλλει κατά του Π έγκληση αφενός για κακουργηματική υπεξαίρεση συνιστάμενη στο ότι ο Π είχε δανεισθεί από τον Κ ποσό 120.000 €, το οποίο ο Π παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις ουδέποτε του επέστρεψε και αφετέρου για εξύβριση συνιστάμενη στο ότι, όπως πληροφορήθηκε από την εξαδέρφη του Ε δύο ημέρες πριν από την κατάθεση της εγκλήσεως, ο Π την 15-1-2007 είχε αποκαλέσει ενώπιον της Ε τον Κ « αργόσχολο και χαραμοφάη». Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, αφού μελέτησε την έγκληση, εξέδωσε ως προς την υπεξαίρεση απορριπτική διάταξη, για δε την εξύβριση παρέπεμψε τον Π στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου στη δικάσιμο της 10-2-2012 με Κλητήριο Θέσπισμα, που επιδόθηκε στον Π την 10-1-2012. Κατά τη δικάσιμο αυτή ο Π εκπροσωπείται στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σωτηρία (Σ). Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε την ένσταση παραγραφής, την οποία πρόβαλε η Σ, και καταδίκασε τον Π σε φυλάκιση είκοσι ημερών με αναστολή. Η Σ ασκεί κατά της καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου αναίρεση την 24-2-2102 επικαλούμενη ως μοναδικό λόγο αναιρέσεως την παραγραφή.

Ερωτάται:

1) Ορθώς ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών εξἐδωσε απορριπτική διάταξη για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης χωρίς να διατάξει προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση;

2) Είναι βάσιμη η ένσταση παραγραφής της Σ;

3) Είναι παραδεκτή η αναίρεση, που ασκεί η Σ;

------------------------------------------------------------------------------------------- 



Ιούνιος 2012  (Κλιμάκιο Α'):



Ο Α αγοράζει από τον Β ένα ακίνητο και συμφωνούν ότι ένα μέρος του τιμήματος ύψους 130.000 ευρώ θα πιστωθεί και θα καταβληθεί μετά από ένα έτος. Κατά την υπογραφή του συμβολαίου ο Α παρεμβάλλει μεταξύ των φύλλων τα όποια υπογράφει ο Β μια απόδειξη είσπραξης του πιστωθέντος τιμήματος, την όποια επίσης υπογράφει χωρίς να τη διαβάσει ο Β, αγνοώντας το περιεχόμενο της και υπολαμβάνοντας ότι υπογράφει φύλλο του συμβολαίου. Όταν μετά από ένα έτος το πιστωθέν τίμημα δεν πληρώνεται, ο Β εγείρει αγωγή κατά του Α ζητώντας την καταβολή του ποσού των 130.000 ευρώ, πλην όμως ο Α προσκομίζει στο δικαστήριο την απόδειξη την όποια εν αγνοία του είχε υπογράψει ο Β και προβάλλει ένσταση εξόφλησης, η όποια γίνεται δεκτή από το δικαστήριο απορριπτόμενης της αγωγής. Τότε ο Β εξοργίζεται με τη συμπεριφορά του Α, εισέρχεται στην οικία του τελευταίου, επιτίθεται κατά του Α και τον χτυπά με γροθιές πολύ δυνατά με σκοπό  να κάμψει την αντίσταση του και να τον αφήσει παράλυτο, για να του αφαιρέσει ζωγραφικό πινάκα αξίας 130.000 ευρώ. Πράγματι ο Α μένει παράλυτος δε Β παίρνει τον πινάκα και αποχωρεί.

Κατά του Β ασκείται ποινική δίωξη και μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης η δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ο όποιος με πρόταση του την εισάγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Το συμβούλιο με βούλευμα του παραπέμπει τον Β στο ακροατήριο. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δηλώνει ο Α παράσταση πολίτικης αγωγής για 44 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την πράξη του Β, ο δε Β προσφέρει αμέσως στον Α το ποσό αυτό και επειδή ο τελευταίος αρνείται να το παραλάβει προβαίνει ο Β σε δημόσια κατάθεση του στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων και στη συνέχεια υποβάλλει ένσταση αποβολής της πολίτικης αγωγής. Τελικά ο Β καταδικάζεται και ασκεί έφεση 12 ημέρες μετά τη δημοσίευση της απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Κατά της αποφάσεως αυτής ο Β ασκεί αναίρεση, με δήλωση την όποια επιδίδει στον εισαγγελέα του Άρειου Πάγου, με την όποια επικαλείται ότι εσφαλμένως απερρίφθη η έφεση ως εκπρόθεσμη, αφού η δέκατη και η ενδεκάτη ημέρα από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης ήσαν αργίες.

Ερωτάται:

1) Ποινική ευθύνη των Α και Β η όχι και γιατί;

2) Είναι σύννομη η ενέργεια του εισαγγελέως και του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών;

3) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο επί της ενστάσεως για την αποβολή της πολίτικης αγωγής;

4) Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος επί της αναιρέσεως;



---------------------------------------------------------------------------------------------------------




Φεβρουάριος 2013 (Σειρά Β' - Μυλώνοπουλος, Αναγνωστόπουλος, Λίβος, Τζανετής )



Ο οδηγός ταξί Α παραλαμβάνει τον Β για να τον μεταφέρει στο σιδηροδρομικό σταθμό, φορτώνει δε τη βαλίτσα του επιβάτη στο χώρο αποσκευών. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ακούγοντας το Β να μιλά στο κινητό του, σχηματίζει  (ο Α) την εντύπωση ότι στη βαλίτσα βρίσκεται χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ, το οποίο και αποφασίζει να ιδιοποιηθεί. Προς τον σκοπό αυτό, μόλις ο Β αποβιβάζεται και πριν προλάβει να παραλάβει  τη βαλίτσα από το χώρο αποσκευών , ο Α επιταχύνει αιφνιδίως και απομακρύνεται, μεταβαίνει στην οικία του και βρίσκει πράγματι στη βαλίτσα χρήματα, πλην όμως όχι 150000 αλλά 20.000 ευρώ. Το ίδιο βράδυ περιχαρής τα επιδεικνύει στο φίλο του Γ ο οποίος ψευδώς του παριστά  ότι τα χρήματα είναι πλαστά και τον πείθει να του τα δώσει για να τα «ξεφορτωθεί», λέγοντάς του: «θέλεις να αγοράσω μ’ αυτά δύο ρολόγια; Να πάρεις εσύ το ένα και εγώ το άλλο».ο Α δέχεται και πράγματι ο Γ με τα (γνήσια) χρήματα αγοράζει 2 ρολόγια, έναντι όμως συνολικού ποσού 10.χιλ ευρώ (δίνει δηλαδή 5 χιλιάδες για το καθένα. Παριστά ψευδώς στον  Α ότι έκαστο κόστισε 10 χιλιάδες , παρακρατεί τις λοιπές 10 χιλιάδες και δίνει το ένα ρολόι στον Α.

Ερωτάται: Αξιόποινο των Α και Γ

Ο Β υποβάλλει έγκληση κατά του Α για τη μη απόδοση της βαλίτσας. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασκεί αμέσως ποινική δίωξη κατά του Α και παραγγέλλει τη διενέργεια προανάκρισης από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, προκειμένου να διεξαχθεί έρευνα στην κατοικία του Α. Κατά την έρευνα αυτή, η οποία διενεργείται από δύο αστυνομικούς χωρίς την παρουσία δικαστικού οργάνου, ανευρίσκεται και κατάσχεται η βαλίτσα του Β (χωρίς χρήματα) επί της οποίας εντοπίζονται δακτυλικά αποτυπώματα του σεσημασμένου Γ. Μετά το πέρας της προανάκρισης ο Εισαγγελέας παραπέμπει με κλητήριο θέσπισμα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο τους Α και Γ ως συναυτουργούς της πράξης που περιγράφεται στην έγκληση του Β. Πέντε ημέρες μετά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ο προσφεύγει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών επικαλούμενος ακυρότητα της προδικασίας λόγω του ότι αφενός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο χωρίς να έχει προηγουμένως ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη και αφετέρου δεν κλήθηκε σε απολογία κατά την προανάκριση.

Ερώτημα 1ο: Είναι παραδεκτή/βάσιμη η προσφυγή του Γ;

Στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, εμφανίζεται αυτοπροσώπως ο Γ  ενώ ο Α έχοντας κληθεί στο ακροατήριο ως αγνώστου διαμονής δικάζεται ερήμην, αμφότεροι δε καταδικάζονται σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με το σκεπτικό ότι «η ενοχή των Α και Γ προκύπτει αναμφίβολα από τη βαλίτσα του Β που βρέθηκε στην οικία του Α και τα δακτυλικά αποτυπώματα του Γ πάνω στη βαλίτσα, αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη εφόσον ο παρών κατηγορούμενος  Γ δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητά τους».

Ερώτημα 2ο: Είναι νόμιμη η αιτιολογία της απόφασης;

Έξι χρόνια μετά την έκδοση της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης ο Α συλλαμβάνεται σε εκτέλεση της και ασκεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αυθημερόν αίτηση ακύρωσης της απόφασης για το λόγο ότι κακώς κλητεύθηκε στο ακροατήριο ως αγνώστου διαμονής ενώ αποδεδειγμένα είχε γνωστή διεύθυνση κατοικίας.

Ερώτημα 3ο: Τι θα αποφασίσει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο;



------------------------------------------------------------------------------------------------------




Ιούνιος 2013 (Κλιμάκιο Μυλωνόπουλου – Τζανετή):



Ζήτημα Ουσιαστικού Ποινικού:

Ο αρτοποιός Κ υφίσταται κατά το τελευταίο διάστημα επανειλημμένες κλοπές αρτοσκευασμάτων στο φούρνο του (από τους ίδιους δράστες), οι οποίες δεν είναι ούτε πολύ σημαντικές ούτε ευτελούς αξίας. Έτσι, αποφασίζει να τοποθετήσει δίπλα στο ταμείο του φούρνου του δέκα δηλητηριασμένα κρουασάν, με σκοπό να σκοτώσει αυτούς που του διαρρηγνύουν το μαγαζί (είναι βέβαιο ότι όποιος φάει το κρουασάν θα πεθάνει). Ο Δ, ο οποίος δεν είναι ένας από αυτούς τους δράστες, εισβάλλει ένα βράδυ στο φούρνο του Κ με σκοπό να αφαιρέσει πράγματα από το μαγαζί. Βλέποντας την πιατέλα με τα κρουασάν, παίρνει στα χέρια του ένα και πάει να το φάει, όταν ξαφνικά χτυπάει ο αντικλεπτικός συναγερμός του μαγαζιού. Με το που ακούει το συναγερμό ο Κ, πετάγεται μέσα στο μαγαζί και ορμάει στον Δ για να του πάρει το κρουασάν από το χέρι, ώστε να μην το φάει. Τότε ο Δ χτυπά τον Κ για να κρατήσει το κρουασάν, που όμως τελικά του φεύγει από το χέρι. Ο Δ αποχωρεί από το μαγαζί.

Ερωτάται:

α) Αξιόποινο των Κ και Δ;

β) Έχει ποινική ευθύνη ο Κ αν τα κρουασάν ανεκαλύπτοντο πριν από την απόπειρα κλοπής;;

Ζήτημα Ποινικής Δικονομίας:

Ο Π εισβάλλει στον φούρνο του Κ και τελεί κλοπή αξίας 60€, ενώ την ίδια ώρα η σύντροφός του Σ εκτελεί χρέη τσιλιαδόρου έξω από το μαγαζί. Ωστόσο, ο παρατυχών  αστυνομικός Η, ο οποίος αντιλαμβάνεται το περιστατικό, επεμβαίνει και συλλαμβάνει τον Π, ενώ η Σ καταφέρνει να ξεφύγει. Στη συνέχεια ο Η οδηγεί τον Π στο Πρωτοδικείο των Αυτοφώρων, όπου ο τελευταίος καταδικάζεται με την ειδική διαδικασία του Αυτοφώρου. Κατά της πρωτόδικης απόφασης ο Π ασκεί έφεση, προβάλλοντας για πρώτη φορά (στον β’ βαθμό) την ακυρότητα της διαδικασίας, επειδή ο Η εξετάστηκε ως μάρτυρας στην πρωτοβάθμια δίκη.

Ερώτημα 1ο: Θα ευδοκιμήσει η ένσταση ακυρότητας του Π;

Το εφετείο αθωώνει τελικά τον Π, κηρύσσοντας την παύση της ποινικής δίωξης, επειδή ο παθών εκ του εγκλήματος Κ δεν υπέβαλε έγκληση για την ευτελούς αξίας κλοπή (60€), την οποία υπέστη. Στο μεταξύ, όμως, η Σ συλλαμβάνεται  και παραπέμπεται στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου (με την τακτική διαδικασία), όπου και καταδικάζεται ως απλή συνεργός κλοπής. Ακολούθως, η Σ ασκεί έφεση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, ζητώντας να επεκταθεί η ωφέλιμη συνέπεια της εφέσεως του Π και σε αυτήν.

Ερώτημα 2ο: Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς το αίτημα της Σ για την επέκταση;

Η έφεση της Σ απορρίπτεται τελικά ως ανυποστήρικτη και η Σ ασκεί αναίρεση, υποβάλλοντας δήλωση προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 5 ημέρες μετά την καθαρογραφή της δευτεροβάθμιας αποφάσεως. Ως λόγο αναιρέσεως, η Σ προτείνει ότι ουδέποτε της επιδόθηκε κλητήριο θέσπισμα.

Ερώτημα 3ο:  Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος ως προς την αναίρεση;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιανουάριος 2014 (Κλιμάκιο Κοτσαλή):

Ο Α είχε εταιρία με υπηρεσίες ασφαλείας. Συμφωνεί με τον Β να του φέρνει πελατεία και του υπόσχεται ότι θα παίρνει ποσοστά από τα κέρδη. Μάλιστα, προς άγρα πελατών συμφωνούν να τρομοκρατούν του πελάτες. Αγοράζουν και εκτυπωτικά μηχανήματα για να εκδίδουν εφημερίδα με τοπικά νέα και ψευδείς ειδήσεις περί αύξησης εγκληματικότητας κλπ.

Ο Β εμφανίζεται (μετά από παρότρυνση του Α) στον Γ και του παρουσιάζει ψευδές δημοσίευμα της εφημερίδας ότι σχεδιάζεται απαγωγή του Γ και της οικογένειάς του, έτσι ώστε ο Γ να πάρει σωματοφύλακες από την εταιρία του Α. Πράγματι ο Γ προσλαμβάνει σεκιουριτάδες από τον Α και πληρώνει για ένα χρόνο 36.000€. Πάει ο Β να πάρει το ποσοστό του αλλά ο Α δεν του δίνει τίποτα. Άλλωστε εξ αρχής ο Α δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει κανένα ποσοστό. Έτσι, ο Β, για να εκδικηθεί τον Α, του παριστά ψευδώς ότι επίκειται μεγάλος σεισμός στην περιοχή (εκμεταλλευόμενος ότι ο Α κλάνει μέντες με τους σεισμούς) και τον πείθει να πουλήσει το σπίτι του άρον-άρον και να εγκατασταθεί αλλού.

Πράγματι ο Α βρίσκει τον Δ (σεισμολόγο-γεωφυσικό-), του λέει για τους σεισμούς και ότι πουλάει το σπίτι του (αξίας 300.000€) 150.000€. Ο Δ (σεισμολόγος-γεωφυσικός-γουατεβερ) γνωρίζοντας ότι τα περί σεισμού είναι τρίχες κατσαρές, δεν λέει τίποτα στον Α και όντως αγοράζει το σπίτι. Να σημειωθεί ότι ο Γ ήταν το μόνο θύμα των Α-Β, αφού μετά τα "σπάσανε".

Ο Α και ο Β παραπέμπονται στο ακροατήριο και καταδικάζονται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ο Α ασκεί αναίρεση και προβάλλει για πρώτη φορά ότι α) η κλήση προς εμφάνιση που του επιδόθηκε δεν είχε υπογραφή Εισαγγελέα, και β) στο σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης αναφέρεται ότι ελήφθη υπόψιν η εφημερίδα που είχαν εκδώσει χωρίς όμως αυτή να έχει διαβαστεί στο ακροατήριο.

Ερωτάται:

1. Αξιόποινο Α, Β και Δ, αν όχι και γιατί;
2. Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος;

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιανουάριος 2014 (Κλιμάκιο Μυλωνόπουλου):

Ζήτημα Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου:

Ο Α προκειμένου να συγκεντρώσει το ποσό των 150.000€ και να ανοίξει δικό του ξενώνα αποφασίζει να αφαιρεί σιγά σιγά χρήματα από το ταμείο της ξενοδοχειακής μονάδας όπου εργάζεται και το οποίο διαχειρίζεται ο ταμίας Β. Για την επίτευξη του σκοπού του ζητεί από την Γ, επίσης υπάλληλο στην ξενοδοχειακή μονάδα, να απασχολεί τον Β και να τον απομακρύνει από το ταμείο κάθε φορά που ο Α θέλει να πάει να αφαιρέσει χρήματα. Πράγματι το κάνει και μετά από λίγο καιρό με τις σταδιακές αφαιρέσεις έχει συγκεντρώσει το ποσό των 1.200€. Η Γ του προτείνει να ληστέψει το ταμείο της επιχείρησης για να πετύχει το σκοπό του "μια και καλή" και ο Α με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του εμφανίζεται στον ταμία Β και υπό την απειλή όπλου του αποσπά από το ταμείο 15.000€. Ποια η ποινική ευθύνη του Α και της Γ;

Ζητήματα Δικονομικού Ποινικού Δικαίου:

Ο Δ (διευθυντής) κάνει μήνυση κατά του Ε, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο και ασκείται δίωξη κατά του Ε για τα 15.000€. Διεξάγεται κύρια ανάκριση, στην οποία η Γ, χωρίς να αποκαλύψει τη δική της συμμετοχή, υποστηρίζει στη μαρτυρική της κατάθεση πως υπεύθυνος είναι ο Α και για τα 1.200€. Ο ανακριτής περατώνει χωρίς απολογία τη δίωξη για τον Ε, καλεί δε σε απολογία τον Α για τα 15.000€ και του απαγγέλλει κατηγορία και για τα 1.200€.

Ερωτάται: 

α. Μπορεί ο ανακριτής να καλέσει τον Α σε απολογία για τα 15.000€; Μπορεί για τα 1.200€;
β. Ορθά περάτωσε την ποινική δίωξη για τον Ε κατ’ αυτόν τον τρόπο;
γ. Μπορεί να οδηγηθεί ο Α στο ακροατήριο με μόνη τη μαρτυρική κατάθεση η της Γ;

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2014 (Κλιμάκιο Μυλωνόπουλου):

Ζητήματα Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου

Ο Α που εχθρεύεται τον Γ, προσφέρει 5.000 ευρώ στον Β προκειμένου να φονεύσει τον Γ. Ο Β όμως για να τελέσει την πράξη, απαιτεί εν τέλει από τον Α το ποσό των 10.000 ευρώ τα οποία ο Α δεν έχει. Ο Β τότε στρέφεται στον Δ επίσης εχθρό του Γ και προσφέρεται να σκοτώσει τον Γ έναντι 5.000 ευρώ που μαζί με το ποσό του Α θα έφτανε στο ποσό των 10.000 ευρώ (να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η προσφορά του Α ίσχυε ακόμα). O Δ δέχεται και έτσι ο Β πυροβολεί τον Γ αποτυγχάνει δε και σταματά την προσπάθεια, γιατί ωστόσο ο Γ είχε τραπεί σε φυγή. Μετά τα ως άνω ο Β ζητά από τον Α το ποσό των 5.000 ευρώ, ο οποίος αρνείται αφού δεν είχε τελεσθεί ο φόνος και τότε ο Β τον απειλεί ότι σε περίπτωση που δεν δώσει τα χρήματα ''θα του κάψει το σπίτι". Ο Α για να γλυτώσει τον εμπρησμό δίνει στον Β 5.000 ευρώ σε πλαστά χαρτονομίσματα.
Ποια η ποινική ευθύνη των Α, Β και Δ;

Ζητήματα Δικονομικού Ποινικού Δικαίου

Ο Β πήγε στην Τράπεζα να καταθέσει τα χρήματα και συλλαμβάνεται καθώς έγινε αντιληπτή η πλαστότητα τους. Ο Β κατέθεσε ως μάρτυρας στους Αστυνομικούς ότι τα πλαστά χαρτονομίσματα τα έλαβε από τον Α. Ο Εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί εναντίον του ποινική δίωξη για παραχαράξη νομισμάτων σε βαθμό κακουργήματος. Μετά την απολογία του Β, του επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας με την αιτιολογία ότι δεν απάντησε κατά την απολογία του στις απαντήσεις του Ανακριτή. Κατά την ανάκριση ο Β υποβάλλει αίτηση να κηρυχθεί άκυρη η προδικασία για τον λόγο ότι ασκήθηκε η ποινική του δίωξη χωρίς να έχει διενεργηθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση από Εισαγγελέα. Στην συνέχεια ο Ανακριτής ασκεί ποινική δίωξη για το ίδιο αδίκημα και στον Α. Κατά του βουλεύματος με το οποίο ο Α και Β παραπέμπονται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. O Α ασκεί έφεση με την αιτιολογία ότι το βούλευμα στηρίχθηκε αποκλειστικά στην μαρτυρική κατάθεση του Β.

Ερωτάται:



α. Είναι νόμιμη η επιβολή εγγυοδοσίας;

β. Είναι παραδεκτή η αίτηση του Β για ακυρότητα της προδικασίας;

γ. Είναι παραδεκτή η έφεση του Α και αν ναι ευνοεί και τον Β;

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2014 (Κλιμάκιο Α΄):

Η Α δίνει προς φύλαξη στον Β, υπάλληλο σταθμού πάρκινγκ το πολυτελές αμάξι της, αξίας 40.000 ευρώ, μαζί με τα κλειδιά του αμαξιού. Ο Γ στη συνέχεια εμφανίζεται στον Β και του παριστά ψευδώς ότι είναι ο σύζυγος της Α, η οποία λόγω έκτακτου κωλύματος δεν μπόρεσε να παραλάβει η ίδια το αμάξι. Ο Β πείθεται και παραδίδει στον Γ το αμάξι (σημειωτέον ότι ο Γ προβαίνει συστηματικά σε τέτοιου είδους πράξεις) . Μετά την παράδοση του αμαξιού, ο Γ τηλεφωνεί στην Α και την απειλεί πως αν δεν του καταβάλει 8.000 ευρώ, τότε θα πωλήσει για ανταλλακτικά το αυτοκίνητο της. Η Α αρνείται να καταβάλει το ποσό, και στην συνέχεια αναθέτει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Δ την ανεύρεση του αυτοκινήτου της. Ο Δ ανακαλύπτει πως το αυτοκίνητο το έχει ο Γ, ωστόσο αποφασίζει να πάρει το αυτοκίνητο για τον εαυτό του. Για τον λόγο αυτό, παρουσιάζεται στον Γ και τον απειλεί ότι έχει στοιχεία για την εγκληματική του δραστηριότητα (τα οποία όντως έχει) και ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία αν δεν του παραδώσει το αυτοκίνητο. Ο Γ από τον φόβο της σύλληψης παραδίδει το αυτοκίνητο στον Δ, ο οποίος και το δωρίζει στην φίλη του Ε, παριστά δε ύστερα ψευδώς στην Α ότι οι έρευνες του απέβησαν άκαρπες. Μετά την πληροφορία αυτή, η Α εγκαταλείπει την αναζήτηση του αυτοκινήτου.

Ο αστυνόμος Χ, πληροφορούμενος μέσω πληροφοριοδοτών του για την εγκληματική δράση του Γ, τον συλλαμβάνει ανακαλύπτοντας παράλληλα στον χώρο της σύλληψης και άλλα αυτοκίνητα που είχαν έρθει στην κατοχή του με παρόμοιο τρόπο. Ο Γ παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο όπου καταδικάζεται σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό. Τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταθέτει ως μάρτυρας ο Χ ο οποίος ωστόσο, αν και του ζητήθηκε, αρνήθηκε να κατονομάσει τους πληροφοριοδότες του, ενώ ο Γ αρνήθηκε και στο πρωτοβάθμιο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να απολογηθεί, γεγονός που αξιολογήθηκε αποδεικτικά εις βάρος του Γ από τους δικαστές. Για την καταδίκη του Γ, το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν την κατάθεση του μάρτυρα Χ. Ο Γ ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, όπου και προβάλλει για πρώτη φορά ως λόγους αναίρεσης ότι: α) Ο Χ δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο με τους μάρτυρες που του γνωστοποιήθηκε στον δεύτερο βαθμό β) Εσφαλμένα το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν του την κατάθεση του Χ γ) Εσφαλμένα το δικαστήριο αξιολόγησε αποδεικτικά με αρνητικό τρόπο την άρνηση απολογίας του Γ.

Α) Αξιόποινο των Γ, Δ.

Β) Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος για τους λόγους αναίρεσης;



----------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2015 - Κλιμάκιο Α' (Γιαννίδης, Δημάκης, Λιούρδη, Διονυσοπούλου)

Ο Α μπαίνει στην οικία του Χ για να ληστέψει. Τον γρονθοκοπεί με σκοπό να καταλύσει την αντίσταση του και του δημιουργεί βαριά εγκεφαλική κάκωση (με αποτέλεσμα την αναπηρία) πράγμα που και επεδίωκε. Κατόπιν τούτου, επειδή ο Α θέλει να αφαιρέσει το χρηματοκιβώτιο και μόνος του δεν μπορεί, καλεί τον φίλο του Β να τον βοηθήσει να το μεταφέρουν στο αμάξι. Ο Β πράγματι έρχεται, μεταφέρουν το χρηματοκιβώτιο στο αμάξι , πάνε στο κρησφύγετο τους όπου το ανοίγουν και μοιράζονται αυτά που είχε μέσα (χρήματα και κοσμήματα). Ο Α φεύγει με το αμάξι. Λόγω αμελούς οδήγησης τραυματίζει τον Ψ ο οποίος αιμορραγεί ακατάπαυστα. Ο Α, αν και μπορούσε να προβλέψει ότι ο Ψ λόγω της αιμορραγίας θα πεθάνει, δεν σταματάει ούτε καλεί σε βοήθεια από φόβο μήπως τον βρουν και τον συλλάβουν. Ο Ψ τελικά πεθαίνει ενώ αν είχε καλέσει βοήθεια ο Α αυτός θα ζούσε. Κατόπιν το αμάξι του Α παθαίνει βλάβη σε μια ερημική περιοχή. Ζητάει από τον Γ που περνούσε από εκεί να του δώσει το τηλέφωνο του να τηλεφωνήσει στο φιλο του (δεν είχε μαζί του κινητό) και ο Γ δέχεται, μονό αν του δώσει 5.000€, αλλιώς ο Α θα πρέπει να περπατήσει πολλά χιλιόμετρα. Ο Α πείθεται και δίνει 5.000€ που είχε μαζί του από τα λεφτά του Χ.

Αφού ο Α παραπέμπεται στο ακροατήριο, ασκούν πολιτική αγωγή για πρώτη φόρα οι κληρονόμοι του Χ για ηθική ικανοποίηση του Χ, ο οποίος είχε αποβιώσει. Ο Α ζητεί να αποκλειστούν από τη διαδικασία. Ο Α ασκεί ένσταση στο δικαστήριο γιατί κατά τη διάρκεια της προδικασίας ο μάρτυρας Μ κατέθεσε χωρίς να ορκιστεί. Ο μάρτυρας Ν αν και έχει κλητευθεί, δεν εμφανίζεται από απείθεια στο δικαστήριο, παρ' όλα αυτά διαβάζεται η κατάθεση του, αν και ο Α αντέτεινε.

Ερωτάται:

1) Αξιόποινο Α, Β, Γ.

2)
 Είναι παραδεκτή η άσκηση της πολιτικής αγωγής;


3) Τι θα αποφανθεί το δικαστήριο για την ένσταση του Α;

4) Είναι νόμιμη η ανάγνωση της κατάθεσης του Ν;

Η διατύπωση του θέματος αποδίδεται κατά προσέγγιση.

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2015 - Κλιμάκιο Β' (Μυλωνόπουλος, Αναγνωστόπουλος, Λίβος, Τζαννετής)

Ο Α, αφού διασκέδασε με φίλους του στην ταβέρνα του Β, όπου κατανάλωσαν εδέσματα και ποτά, αρνείται να πληρώσει το λογαριασμό (πράγμα που δεν είχε αποφασίσει εξ αρχής) επειδή πιστεύει ότι είναι υπερβολικός και αποχωρεί. Τότε ο Β απευθυνόμενος στους σερβιτόρους Γ και Δ, τους δείχνει τον Α και τους λέγει: «ποιος από σας θα πάει να του δείξει;». Αμφότεροι οι Γ και Δ προθυμοποιούνται, οπότε ο Β απευθυνόμενος στον Γ του λέγει: «θα πας εσύ». Ο Γ ακολουθεί τον Α και σε μικρή απόσταση από την ταβέρνα τον αρπάζει, του καταφέρει χτύπημα από το οποίο προκαλείται κάταγμα στην κλείδα και του αφαιρεί ακριβώς τα χρήματα του λογαριασμού (450 ευρώ) και επί πλέον 50 ευρώ «για να μάθει να μην το ξανακάνει». Μετά τη ανάρρωση του Α, ο Ε, φίλος του τελευταίου, του λέγει: «θέλεις να πάω και 'γω να σπάσω στο ξύλο τον Β;». Ο Α δέχεται και τότε ο Ε τελεί σε βάρος του Β απλή σωματική βλάβη.

Ερωτάται:

α) Ευθύνεται ο Β για ό,τι έπραξε σε βάρος του Α;

β) Ο Γ, κατηγορούμενος για επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος του Α, ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται διότι ακόμη και αν δεν είχε πάει αυτός, θα είχε πάει ο Δ. Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του;

γ) Ευθύνεται ο Α για την πράξη του Ε, εν όψει του ότι ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να τελέσει την πράξη;

Μετά από έγκληση του Β ο Ε παραπέμπεται στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης με κλητήριο  θέσπισμα, το οποίο επιδίδεται σε αυτόν πέντε ημέρες πριν την ορισθείσα δικάσιμο. Ο Ε δεν εμφανίζεται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και καταδικάζεται ερήμην σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, η οποία μετατρέπεται προς 10 ευρώ ημερησίως.

Ο Ε ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης πέντε ημέρες μετά την επίδοσή της  σε αυτόν με αποστολή τηλεγραφήματος στο γραμματέα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Την επομένη της ασκήσεως της εφέσεως ο Ε συλλαμβάνεται σε εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης.

Ερωτάται:

α) Νομίμως καταδικάστηκε ερήμην o Ε;

β) Είναι νόμιμη η σύλληψη του Ε;

γ) Με ποιον τρόπο μπορεί ο Ε να επιδιώξει την μη καταβολή του ποσού της μετατροπής μέχρι να κριθεί η έφεσή του κατά της πρωτόδικης απόφασης;

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απορρίπτει την έφεση του Ε ως ανυποστήρικτη, έχοντας προηγουμένως απορρίψει αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο αδελφός του Ε με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε το προβληθέν κώλυμα εμφάνισης του Ε (απουσία στο εξωτερικό). Ο Ε ασκεί κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αίτηση ακύρωσης επικαλούμενος αποδεικτικά στοιχεία (εισιτήριο, απόδειξη διαμονής στο ξενοδοχείο) από τα οποία προέκυπτε ότι πράγματι απουσίαζε στο εξωτερικό.

Ερωτάται:

Ποια η τύχη της αιτήσεως ακυρώσεως του Ε;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2015 ( Κλιμάκιο Α' - Γιαννίδης, Λιούρδη, Δημάκης, Διονυσοπούλου)


Η Α, έγκυος τριών μηνών, υποβάλλεται από τον ιατρό Β σε προγεννητικό έλεγχο για να ελεγχθεί η κατάσταση της υγείας του κυοφορουμένου εμβρύου της. Παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα του ελέγχου δεν είναι ικανοποιητικά και υπάρχουν ενδείξεις για πιθανό σοβαρό πρόβλημα υγείας του εμβρύου, ο Β, παρατηρώντας βιαστικά και επιφανειακά τις εξετάσεις της Α, παραλείπει να της συστήσει περαιτέρω εξειδικευμένο προγεννητικό έλεγχο, ο οποίος θα ήταν ιατρικά ενδεδειγμένος εν όψει και της προχωρημένης ηλικίας της Α (40 ετών). Τελικά η Α φέρνει στον κόσμο ένα τέκνο το οποίο πάσχει από βαρεία ανίατη ασθένεια η οποία επηρεάζει ιδιαιτέρως τόσο τη νοητική όσο και τη σωματική του ανάπτυξη. Ο Γ, σύζυγος τής Α και πατέρας του τέκνου, πληροφορούμενος αμέσως μετά τον τοκετό τα ανωτέρω γεγονότα και αντιλαμβανόμενος ότι αν είχε λάβει χώρα ο περαιτέρω έλεγχος, θα είχε διαγνωσθεί εγκαίρως το πρόβλημα υγείας του κυοφορουμένου και η Α θα είχε υποβληθεί σε άμβλωση (το πρόβλημα του κυοφορουμένου δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί ιατρικώς), οργίζεται ιδιαίτερα από τις παραπάνω παραλείψεις του Β και επιτίθεται με γροθιές κατ’ αυτού, με αποτέλεσμα να του σπάσει τη μύτη. Παράλληλα λίγες ώρες μετά τον τοκετό και ενώ διαρκεί ακόμη η ταραχή της Α από τη διαδικασία αυτή, αλλά και από το γεγονός της γεννήσεως ενός παιδιού με σοβαρά προβλήματα υγείας, η Δ, μητέρα της Α, συζητώντας με την Α μέσα στο μαιευτήριο, της εκθέτει πόσο δύσκολη, έως δραματική, είναι η ζωή μιας μητέρας που έχει παιδί με νοητική και σωματική καθυστέρηση. Η Α διαβλέπει το ενδεχόμενο να επηρεασθεί η Α από την τη όλη συζήτηση και να επιχειρήσει να σκοτώσει το τέκνο της, πράγμα το οποίο και αποδέχεται. Η Α είχε όμως ήδη αποφασίσει να προβεί σε παρόμοια ενέργεια, χωρίς να έχει αναφέρει περί αυτού το παραμικρό στη μητέρα της. Έτσι, μόλις η Δ αποχωρεί από το δωμάτιο, αρπάζει ή Α ένα μαξιλάρι και  το βάζει πάνω στο πρόσωπο του τέκνου που κοιμόταν δίπλα της, ώστε αυτό να πεθάνει από ασφυξία. Προτού όμως επέλθει ο θάνατος, η Α σκέπτεται ότι είναι πολύ πιθανό η πράξη της αυτή να αποκαλυφθεί και έτσι, προ του φόβου της τιμωρίας, αφήνει τελικά το τέκνο να αναπνεύσει και να σωθεί.
Κατά της Α ασκείται ποινική δίωξη και διατάσσεται τακτική ανάκριση, στο πλαίσιο της οποίας η Α ζητά από τον Ανακριτή να εξετάσει έναν μάρτυρα υπερασπίσεως. Ο Ανακριτής απορρίπτει σιωπηρά το αίτημα αυτό. Μετά την περάτωση της ανακρίσεως η υπόθεση εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών το οποίο παραπέμπει την Α στο ακροατήριο. Κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ασκεί έφεση η Α επικαλούμενη απόλυτη ακυρότητα από την άρνηση του Ανακριτή να εξετάσει τον προταθέντα μάρτυρα υπερασπίσεως Το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτει την έφεση. Πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο, η Α αντιλέγει στην πρόοδο της δίκης, επικαλούμενη το γεγονός ότι η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο παραδόθηκε μεν στην ίδια αυτοπροσώπως, δεν επιδόθηκε όμως αντίγραφο της κλήσεως στον νόμιμα διορισμένο, ήδη από την ανάκριση, συνήγορο υπερασπίσεως της και αντίκλητό της. Επίσης, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Α αντιλέγει στην ανάγνωση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης που είχε διεξαγάγει δικαστικός πραγματογνώμων μετά από σχετική διάταξη του Ανακριτή, διότι η διάταξη αυτή δεν της είχε κοινοποιηθεί και έτσι δεν μπόρεσε η Α να ορίσει τεχνικό σύμβουλο.

Ερωτάται:

1) Ποινική ευθύνη των Α, Β, Γ, και Δ ή όχι και γιατί;

2) Είναι ορθή η απόρριψη της εφέσεως της Α από το Συμβούλιο Εφετών;

3) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο:
α) αναφορικά με τη μη επίδοση της κλήσεως στον αντίκλητο της Α και
β) αναφορικά με την ανάγνωση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2015 (Κλιμάκιο Β' Μυλωνόπουλος, Λίβος, Τζαννετής, Ανδρουλάκης)


Ο εισαγωγέας αυτοκινήτων Α επιθυμώντας να καταστρέψει οικονομικά τον ανταγωνιστή του Β, πείθει τον επαγγελματία απατεώνα Γ να παραγγείλει στον Β 12 οχήματα συνολικής αξίας 160 χιλ. ευρώ και να τον πληρώσει με πλαστές επιταγές. Προς τούτο ο Γ αποφασίζει να  συνεργαστεί με τον Δ, παλαιό γνώριμο από τις φυλακές. Έτσι τον πείθει, με δική ταυ πρωτοβουλία, να ενεργήσουν από κοινού. Ειδικότερα, συμφωνούν να εμφανιστούν στον Β ως επιχειρηματίες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, να τον πείσουν να δεχτεί τις επιταγές, να πωλήσουν τα οχήματα σε συμμορία της αλλοδαπής και να μοιραστούν τα κέρδη (υπολογίζουν ότι κάθε όχημα θα πωληθεί περ. 5. χιλ. ευρώ, δηλ .θα αποκομίσουν συνολικά 60 χιλ. ευρώ και θα πάρει ο καθένας από 30 χιλ.). Εις εκτέλεση του σχεδίου των και προκειμένου να εμφανιστούν στον Β ως μεγαλοεπιχειρηματίες, παραγγέλλουν στον πλαστογράφο Ε επαγγελματικές κάρτες, διαφημιστικά φυλλάδια και πλαστές εγγυητικές επιστολές. Εφοδιασμένοι με τα ανωτέρω, οι Γ και Δ εμφανίζονται στο κατάστημα του Β, ο οποίος όμως είχε κηρύξει πτώχευση και την αντιπροσωπεία έχει αναλάβει ο (άγνωστος στον Α) επιχειρηματίας Ζ. Οι Γ και Δ. νομίζοντας ότι απευθύνονται στον Β, επιχειρούν να εξαπατήσουν τον Ζ, εμφανίζοντας σ' αυτόν τα φυλλάδια και τις πλαστές εγγυητικές επιστολές, πλην όμως ο Ζ δεν πείθεται. Οι Γ και Δ επανέρχονται σε δεύτερη επίσκεψη με πλαστές επιταγές που χορήγησε σ' αυτούς ο κορυφαίος πλαστογράφος Η και μόνον τότε ο Ζ πείθεται και τους πωλεί και τους παραδίδει τα οχήματα, υφιστάμενος αντίστοιχη ζημία.

1ον Υπέχει ποινική ευθύνη ο Α:
α) εν όψει του ότι οι Γ Δ εξαπάτησαν τον Ζ και όχι τον Β;
β) εν όψει του ότι επεδίωκε μόνον την βλάβη του Β; και
γ) εν όψει του ότι ουδόλως απευθύνθηκε στον Δ;

2ον Υπέχει ποινική ευθύνη ο Ε εν όψει του ότι η βοήθειά του τελικώς δεν συνετέλεσε στην πλάνη του Ζ;

3ον Οι Γ και Δ, κατηγορούμενοι για απάτη. μπορούν βασίμως να υποστηρίξουν ότι ευθύνονται μόνον σε βαθμό πλημμελήματος;

Στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακ/μάτων παραπέμπονται οι μεν Γ και Δ για κακουργηματική απάτη σε βάρος του Ζ, ο δε Η για κακουργηματική πλαστογραφία  Στο δικαστήριο ο Γ εμφανίζεται αυτοπροσώπως ο Δ δικάζεται ωσεί παρών, ενώ ο Η εκπροσωπείται από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο X. Ο Γ προβάλλει ένσταση κακής κλητεύσεως, διότι η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο επιδόθηκε σε αυτόν συγχρόνως με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών. Είναι βάσιμη η ένσταση του Γ;

Άπαντες οι κατηγορούμενοι καταδικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακ/μάτων σε κάθειρξη 6 ετών και το δικαστήριο αποφαίνεται να έχει η έφεση για όλους αναστέλλουσα δύναμη. Την επομένη της έκδοσής της πρωτόδικης απόφασης, ο Η συλλαμβάνεται σε εκτέλεσή της χωρίς να έχει ασκήσει έφεση. Είναι νόμιμη η σύλληψη του Η;

Ο Δ ασκεί μετά την πάροδο της προθεσμίας έφεσης αναίρεση κατά της πρωτόδικης απόφασης για το λόγο ότι αυτή είναι  παντελώς αναιτιολόγητη. Ποια η τύχη της αναίρεσης του Δ;


Οι Γ και Η καταδικάζονται κατ΄έφεση από το Πενταμελές Εφετείο σε κάθειρξη 5 ετών. Ο Γ ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου για το λόγο ότι στην κατ' έφεση δίκη δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά ο Ζ. Είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης του Γ και αν ναι, μπορεί να ευνοήσει και τον Η, που δεν άσκησε αναίρεση;

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------


Σεπτέμβριος 2015 (Κλιμάκιο Α')


Η Ευδοκία διαφημίζεται στο διαδίκτυο ως έχουσα μεταφυσικές ικανότητες να διαγιγνώσκει όλες τις παθήσεις αγγίζοντας τους ασθενείς στο στέρνο, και εν συνεχεία να τις θεραπεύει, έναντι αμοιβής. Στην πραγματικότητα, η Ευδοκία συνεργάζεται με τον Νίκο, ο οποίος είναι υπάλληλος στον τομέα μηχανογράφησης δημοσίου ασφαλιστικού ταμείου, έχει πρόσβαση στα αρχεία των ασθενώς και πληροφορεί την Ευδοκία για τις παθήσεις και τη λαμβανομένη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών-πελατών της Ευδοκίας. Η Βάσια, πάσχουσα από ένα σοβαρό νόσημα, αφελής αλλά και απελπισμένη, επισκέπτεται την Ευδοκία, η οποία, έχοντας λάβει από τον Νίκο τα πλήρη στοιχεία του ιατρικού φακέλου-ιστορικού της, αφού δήθεν "διέγνωσε" σωστά το πρόβλημα υγείας της αγγίζοντας την και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη της, την πείθει να παρακολουθήσει 5 θεραπευτικές "συνεδρίες" και να της προκαταβάλει συνολικά 35.000 ευρώ ως αμοιβή, υποσχόμενη την πλήρη θεραπεία της. Η Βάσια, όμως, παραδίδει στην Ευδοκία 35.000 ευρώ σε παραχαραγμένα χαρτονομίσματα.


Κατά τη διάρκεια της πρώτης θεραπευτικής "συνεδρίας" η Ευδοκία δίνει στη Βάσια να πιεί ένα μείγμα φυτικών βοτάνων το οποίο παρουσιάζει ως θαυματουργό φάρμακο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για απλά χόρτα του βουνού, χωρίς καμμία θεραπευτική ιδιότητα. Η Βάσια, όμως, λόγω της ασθένειάς της δεν ενδείκνυται να λαμβάνει κάποιο από τα συστατικά του μείγματος και πίνοντάς το παθαίνει αλλεργικό σοκ και πέφτει σε κώμα, συνέπεια την οποία η Ευδοκία δεν προέβλεψε, αλλά και δεν μπορούσε να προβλέψει, λόγω ελλείψεως ιατρικών γνώσεων. Επισημαίνεται ότι ο μέσος συνετός ιατρός θα γνώριζε ότι αντενδείκνυται να χορηγηθούν παρόμοια συστατικά σε ασθενή όπως η Βάσια. Μόλις επέρχεται το σοκ της Ευδοκίας τρομοκρατημένη τηλεφωνεί στον Νίκο, τον ενημερώνει ότι κινδυνεύει η ζωή της Βάσιας και τον ρωτά τι να κάνει. Αυτός της λέγει να εξαφανισθεί για να μην την πιάσουν και να αφήσει την Βάσια στην τύχη της. Η Ευδοκία τελικώς μεταφέρει με το αυτοκίνητο της τη Βάσια και την αφήνει έξω από το τμήμα επειγόντων περιστατικών ενός Νοσοκομείου απ' όπου εξαφανίζεται χωρίς να γίνει αντιληπτή. Αντίθετα, οι ιατροί του Νοσοκομείου αντιλαμβάνονται τη Βάσια και την περιθάλπουν. Έτσι αυτή διαφεύγει τον θάνατο, αλλά παραμένει μια βαρύτατη εγκεφαλική βλάβη, η οποία της στερεί την πνευματική της διαύγεια.

Κατά της Ευδοκίας και του Νίκου ασκείται δίωξη και διατάσσεται τακτική ανάκριση, καλούνται δε αυτοί από τον ανακριτή σε απολογία. Ενώπιον του ανακριτή εμφανίζεται η δικηγόρος Ματίνα, εφοδιασμένη με σχετική εξουσιοδότηση της Ευδοκίας, η οποία ζητά να εκπροσωπήσει την Ευδοκία στο στάδιο αυτό. Στη συνέχεια η υπόθεση παραπέμπεται στο ακροατήριο. Εκεί ο Δημήτρης, συνήγορος της πολτικώς εναγούσης Βάσιας, ζητά να ακουσθεί στο ακροατήριο παρανόμως ληφθείσα μαγνητοφωνημένη συνομιλία μεταξύ της Ευδοκίας και του Νίκου στην οποία ο Νίκος παραδέχεται τη συμμετοχή του στις δραστηριότητες της Ευδοκίας. Η Ματίνα αντιλέγει στην ακρόαση της συνομιλίας, αλλά ο Δημήτρης, προκειμένου να επιτραπεί η λήψη υπ' όψιν του μέσου αυτού, επικαλείται το (αληθές) γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει η ενοχή του Νίκου. Το Δικαστήριο τελικώς καταδικάζει τους Ευδοκία και Νίκο, οι οποίοι ασκούν έφεση. Ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου παραλείπουν αμφότεροι να εμφανισθούν και η έφεσή τους απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Τότε ασκούν αναίρεση επιδίδοντας σχετική εξώδικη δήλωση στον Εισαγγελέα του Α.Π. 15 ημέρες μετά την επίδοση σε αυτούς της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, εκθέτουν δεν στην αναίρεσή τους ότι η κλήτευση τους ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου δεν ήταν νόμιμη, διότι οι ίδιοι μεν κλητεύθηκαν με κλήση η οποία τους επεδόθη με θυροκόλληση, δεν επεδόθη όμως αντίστοιχη κλήση και στους διορισμένους συνηγόρους τους και αντικλήτους τους.

Ερωτάται:

1. Ποινική ευθύνη της Ευδοκίας, του Νίκου και της Βάσιας ή όχι και γιατί;


2. Είναι επιτρεπτή η εκπροσώπηση της Ευδοκίας από τη Ματίνα ενώπιον του ανακριτή;

3. Είναι επιτρεπτή η λήψη υπ' όψιν της μαγνητοφωνημένης συνομιλίας από το Δικαστήριο;

4. Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος επί της αναιρέσεως της Ευδοκίας και του Νίκου;

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2016

Ο Α πηγαίνει σε ένα σούπερ μάρκετ και αφού ελέγξει βάζει στην τσέπη του δυο βαζάκια με ακριβό χαβιάρι. Στο σούπερ μάρκετ έχουν τοποθετηθεί νομίμως κάμερες και ο υπάλληλος Β τον αντιλαμβάνεται και καλεί την αστυνομία. Όταν πάει να ξεφύγει τον κρατάει με την βία και στην προσπάθεια του να μην του ξεφύγει του προξενεί αμυχές και μώλωπες.

Ο ταμίας Γ ενώ ο ιδιοκτήτης Ε του έχει πει να βάζει τα λεφτά στον τραπεζικό λογαριασμό του ο Γ επειδή κάτι έχει να πληρώσει για την κόρη του τα παίρνει τα 800€ της ημέρας αλλά την επόμενη βάζει 800€ στον λογαριασμό του Ε.
Ο Δ  διευθύνων υπάλληλος δίνει τρεις ανυπόγραφες επιστολές στον ιδιοκτήτη Ε λέγοντας του ότι είναι προσφορές για κάποια καταστήματα όμως στην πραγματικότητα η μια επιστολή ειναι άφεση χρέους για ποσό 40000 € που οφείλει ο Δ στον Ε. Ο Ε επειδή εμπιστεύεται τον Δ υπογράφει τις επιστολές χωρίς να δει το περιεχόμενο τους

Ερωτάται:

Αξιόποινο Α,Β,Γ,Δ ή όχι και γιατί ;


Ποινική Δικονομία 


1. Στον Δ δίνεται κλητήριο θέσπισμα που δεν έχει την σφραγίδα του Εισαγγελέα και ασκεί προσφυγή του 322. Και όντως δεν υπάρχει σφραγίδα

Τι πρέπει να πράξει ο εισαγγελέας εφετών ;

2. Πρωτοδίκως ο Δ αθωώνεται και ασκεί έφεση ο εισαγγελέας κατα της αθωωτικής απόφασης.Ο Ε ο οποίος ηταν πολιτικώς ενάγων πρωτοδίκως για χρηματική ικανοποίηση ζητάει να παραστεί στην κατα έφεση δίκη για χρηματική ικανοποίηση 

Μπορεί να παραστεί ο Ε;

3. Στην κατα έφεση δίκη καταδικάζεται ο Δ ο οποίος ασκεί αναίρεση γιατί στην καταδίκη Λήφθηκε υπόψην έγγραφο χωρίς να αναγνωστεί στην δίκη.


Τι θα αποφασίσει ο ΑΠ;

*η διατύπωση είναι κατά προσέγγιση


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2016 (Κλιμάκιο Α'-Δημάκης, Λιούρδη, Διονυσοπούλου)


Η Ειρήνη, γνωστή παρουσιάστρια της τηλεόρασης, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον Κωνσταντίνο, με τον οποίο στο παρελθόν διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Ο Κωνσταντίνος της ζητά να του επιστρέψει το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο είχε δανείσει στην Ειρήνη και πράγματι αυτή του το οφείλει, αλλιώς της δηλώνει ότι θα δημοσιοποιήσει στο διαδίκτυο βίντεο ερωτικού περιεχομένου με την ίδια, το οποίο έχει στην κατοχή του, και θα καταστρέφει έτσι την καριέρα της.


Η Ειρήνη, η οποία δεν διαθέτει το οφειλόμενο ποσό, εκμυστηρεύεται το πρόβλημά της στην αδελφή της Αγγελική, η οποία επίσης δεν διαθέτει το ποσό αυτό, αλλά ενεργώντας με δική της πρωτοβουλία για να βοηθήσει την Ειρήνη, ανοίγει το συρτάρι του εργοδότη της Ηλία στον χώρο της εργασίας της και παίρνει μέσα από αυτό την κάρτα αναλήψεως μετρητών του τελευταίου. Στη συνέχεια και εν αγνοία τόσο του Ηλία όσο και της Ειρήνης, η Αγγελική χρησιμοποιεί την κάρτα (της οποίας γνωρίζει τον κωδικό αριθμό) και προβαίνει στην ανάληψη του ποσού των 10.000 ευρώ από τον τραπεζικό λογαριασμό του εργοδότη της το οποίο παράδίδει στην Ειρήνη, λέγοντας της ότι πρόκειται για τις οικονομίες της, τις οποίες της δωρίζει. Η Ειρήνη συναντάται με τον Κωνσταντίνο και του παραδίδει το ποσό αυτό, πλην όμως αυτός, αντίλαμβανόμενος ότι έχει τή δυνατότητα να αποσπά εσαεί χρήματα από την Ειρήνη, της ζητά να του καταβάλει επιπλέον, εντός 24ώρου, το μη οφειλόμενο ποσό των 20.000 ευρώ, απειλώντας ότι διαφορετικά θα προβεί στη δημοσιοποίηση του βίντεο και θά καταστρέφει τη σταδιοδρομία της.

Λίγο πριν παρέλθει το 24ωρο η Ειρήνη, απελπισμένη και μην έχοντας τη δυνατότητα νά καταβάλει το ποσό αυτό, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. από ντροπή επειδή θα δημοσιευθεί το βίντεο, και πηδάει από το μπαλκόνι του σπιτιού της. πέφτοντας πάνω στο οδόστρωμα. Την αντίδραση αυτή τής Ειρήνης θα μπορούσε να έχει προβλέψει ο Κωνσταντίνος, ο οποίος γνώριζε το ευαίσθητον του χαρακτήρα της και τη σημασία που απέδιδε στην τηλεοπτική της παρουσία.

Από την πτώση προκαλούνται σοβαρότατα κατάγματα σε όλο το σώμα της Ειρήνης και βλάβες στα εσωτερικά της όργανα, τα οποία δεν επιφέρουν μεν τον θάνατο αυτής, αλλά την αφήνουν δια βίου παράλυτη και κατάκοιτη, να υποφέρει από φρικτούς πόνους. Δεδομένου ότι ζωή της καθίσταται πλέον ψυχικώς και σωματικώς αφόρητη, η Ειρήνη ζητά από την Αγγελική να τη σκοτώσει, πράγμα που η Αγγελική αρνείται να πράξει. Όταν κάποια στιγμή η Αγγελική μεταφέρει την Ειρήνη στο μπάνιο, η τελευταία βρίσκει την ευκαιρία και αρπάζει ένα μπουκάλι με χλωρίνη, την οποία και καταπίνει και έτσι θέτει τέλος στη ζωή της. Τη σκηνή παρακολουθεί η Αγγελική, η οποία, ενώ έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει την Ειρήνη, δεν το πράττει, από οίκτο προς αυτήν.


Μετά την πτώση της Ειρήνης από το μπαλκόνι η Αστυνομία διερευνά το συμβάν και αναζητώντας τα αίτια της απόπειρας αυτοκτονίας εξετάζει ενόρκως ως μάρτυρα τον Κωνσταντίνο, ο οποίος, διακατεχόμενος από τύψεις, αποκαλύπτει στους αστυνομικούς τι είχε προηγηθεί. Ασκείται τότε ποινική δίωξη κατά του Κωνσταντίνου, ο οποίος παραπέμπεται στο ακροατήριο. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο Κωνσταντίνος απολογούμενος αρνείται την τέλεση των πράξεων του. Τότε το Δικαστήριο αναγιγνώσκει σε αυτόν αποσπάσματα από τη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της Αστυνομίας στα οποία παραδέχεται την τέλεση των πράξεων του και στη συνέχεια καταδικάζει αυτόν. Ο Κωνσταντίνος ασκεί έφεση. Μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρόντος του Κωνσταντίνου, αποφασίζεται η αναβολή της δίκης προκειμένου να κλητευθεί και να προσέλθει η Αγγελική, της οποίας η μαρτυρία κρίνεται ουσιώδης. Κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο ο Κωνσταντίνος απουσιάζει, αλλά ούτε και εκπροσωπείται από δικηγόρο, το δε Δικαστήριο απορρίπτει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκεί αναίρεση ο Κωνσταντίνος με εξώδικο υπογεγραμμένο από τον ίδιο, το οποίο επιδίδει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την όγδοη ημέρα από την επίδοση σε αυτόν της καθαρογραμμένης αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Ερωτάται:

1. Ποινική ευθύνη των Κωνσταντίνου και Αγγελικής.

2. Είναι νόμιμη η ανάγνωση της μαρτυρικής καταθέσης του Κωνσταντίνου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο;

3. Είναι ορθή η απόρριψη της εφέσεως του Κωνσταντίνου ως ανυποστήρικτη;

4. Είναι παραδεκτή η ασκηθείσα αναίρεση του Κωνσταντίνου;

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2016 (Κλιμάκιο 'Β-Μυλωνόπουλος, Λίβος, Τζαννετής, Ανδρουλάκης)

Η Α καλείται από την κατάκοιτη νονά της Ν να την βοηθήσει στην σύνταξη και εκτέλεση ιδιόχειρης εντολής προς την τράπεζα της τελευταίας, με την οποία θα εξουσιοδοτείται η Α να ζητήσει την μεταφορά 500 € από τον λογαριασμό της Ν σε λογαριασμό του προσωπικού γιατρού της Ν. Επειδή όμως η Α επιθυμεί να ταξιδέψει με τον φίλο της Β στο εξωτερικό, χωρίς κάποιος από τους δυο τους να διαθέτουν τα απαιτούμενα για τον σκοπό αυτό χρήματα, παίρνει την απόφαση, με την παραίνεση και του Β, κατά την σύνταξη της εντολής να δώσει στη νονά της όχι τον αριθμό του δικού της (της Ν) τραπεζικού λογαριασμού, αλλα εκείνον του Β, ώστε η μεταφορά των χρημάτων να γίνει στην πραγματικότητα σε αυτόν. Μάλιστα η Α προσθέτει στην συνέχεια ένα επί πλέον μηδενικό στο ποσόν που αναγράφεται στην εντολή και συμφωνεί με την εξής πρόταση που της κάνει ο Β: «θα καταθέσω τα μεν 500 € στον λογαριασμό του γιατρού της Ν, τα δε υπόλοιπα 4.500 € θα σου τα παραδώσω, για να πληρώσεις τα έξοδα του ταξιδιού μας». Πράγματι, η Α εμφανίζεται στην τράπεζα και εκτελεί την «εντολή» της νονάς της, αντίθετα όμως προς όσα είχαν συμφωνηθεί με τον Β, αυτός εξαφανίζεται και αναλώνει το ήδη κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό του ποσόν για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του προς τους φίλους του X και Ψ, πράγμα άλλωστε που ευθύς εξ αρχής είχε σχεδιάσει να πράξει και είχε μάλιστα ρητά υποσχεθεί σε αυτούς. Πώς θα αξιολογηθούν ποινικά οι πράξεις των Α και Β;


Η Α, η οποία επιθυμεί να εκδικηθεί τους Β , X και Ψ, ενθυμείται ότι ένα χρόνο πριν ο Β είχε θέσει την υπογραφή της Ν σε έγγραφο, με το οποίο η Ν αναγνώριζε ότι οφείλει συνολικά 99.000 Ευρώ στους Β, X, Ψ (33.000 Ευρώ σε έκαστο) και μάλιστα είχε επιτύχει τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής της Ν από τον επιστήθιο φίλο του Φ υπάλληλο ΚΕΠ. Αυτό το έγγραφο τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε και παρέμεινε στο συρτάρι της Α, η οποία το επέδειξε στη Ν. Η Ν θορυβημένη υποβάλει αμέσως έγκληση κατά των Β, X, Ψ και Φ. Μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης παραπέμπονται με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου οι μεν Β, X και Ψ για πλαστογραφία κατά συναυτουργία (άρθρο 216 παρ. 1 εδ. Α' ), ο δε Φ για ψευδή βεβαίωση (άρθρο 242 παρ. 1). Το Τριμελές Πλημ/κείο, στο οποίο παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα η Ν αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καταδίκασε τους Β, X και Ψ ερήμην σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών και τον Φ, που ήταν παρών σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών. Άπαντες οι καταδικασθέντες άσκησαν νομίμως και εμπροθέσμως έφεση με μοναδικό λόγο την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Στο Τριμελές Εφετείο Πλημ/μάτων ο Φ υπέβαλε αίτημα αναβολής λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, το οποίο απορρίφθηκε από το δικαστήριο, ενώ οι Β, X και Ψ υπέβαλαν δια του πληρεξουσίου συνηγόρου τους τις ακόλουθες ενστάσεις:

α) Ότι το επιδοθέν σε αυτούς κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο διοτι σε αυτό δεν αναγράφεται το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. Α' ΠΚ.

β) Ότι παρανόμως παρέστη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η Ω, θυγατέρα της Ν, η οποία είχε στο μεταξύ αποβιώσει.

Ερώτημα 1ο: Είναι βάσιμες οι δύο ενστάσεις;
Τελικώς το Τριμελές Εφετείο Πλημ/μάτων αθώωσε τους Β, X και Ψ λόγω αμφιβολιών στηριζόμενο σε γνωμάτευση γραφολόγου, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η υπογραφή στο επίδικο έγγραφο προέρχεται πράγματι από τη Ν και απέρριψε την έφεση του Φ ως ανυποστήρικτη.

Ερώτημα 2ο: Ορθώς απορρίφθηκε η έφεση του Φ ως ανυποστήρικτη παρά την αθώωση των Β, X και Ψ;
Ο Φ ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή του ως ανυποστήρικτη για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την επομένη της καθαρογραφής της αποφάσεως.

Ερώτημα 3ο: Είναι παραδεκτή η αναίρεση του Φ;

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2017 (Κλιμάκιο Α')

Ο Α δανείζει χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ στον Β, συνάδελφό του στην ίδια δουλειά, και συμφωνούν ότι ο Β θα επιστρέψει το δάνειο μετά από ένα έτος. Για τον σκοπό αυτό ο Β συντάσσει και παραδίδει έγγραφο στον Α, υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον Β, στον οποίο συνομολογεί την οφειλή του αυτή. Όταν όμως έρχεται η ώρα της αποπληρωμής του δανείου, ο Β αποφασίζει να μην επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό και προκειμένου να αποφύγει τη δικαστική διεκδίκηση του από τον Α, αναζητά στο γραφείο του συναδέλφου του το έγγραφο το οποίο του είχε παραδώσει και αλλοιώνει αυτό, σβήνοντας τα δύο τελευταία μηδενικά από το οφειλόμενο ποσό, εις τρόπον ώστε να φαίνεται ότι οφείλει 1.500 ευρώ. Ο Α, όταν ανακαλύπτει την αλλοίωση αυτή, οργίζεται και προκειμένου να επιτύχει τη δικαστική επιδίκαση της αξιώσεώς του, συντάσσει νέο έγγραφο, στο οποίο ο Β φέρεται να αναγνωρίζει την οφειλή του των 150.000 ευρώ, θέτει δε σε αυτό την υπογραφή του Β εν αγνοία του τελευταίου. Στη συνέχεια, ο Α ασκεί αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και στη σχετική δίκη προσκομίζει το νέο αυτό έγγραφο και επιτυγχάνει την έκδοση δικαστικής απόφασης με την οποία ο Β υποχρεώνεται να του καταβάλει τα 150.000 ευρώ. Μετά από λίγες ημέρες, ο Β συναντά τον Α στο δρόμο και εκνευρισμένος για την τροπή που πήραν τα πράγματα, αρχίζει να χτυπάει με γροθιές τον Α, προκαλώντας του κατάγματα στα οστά του προσώπου. Ο Α, τρέχοντας να γλυτώσει από την επίθεση του Β, γλιστρά στον βροχερό δρόμο, παραπατάει και τραυματίζεται θανάσιμα. Τότε ο Β αποφασίζει να ψάξει τις τσέπες του ήδη νεκρού Α, ανακαλύπτει το πορτοφόλι του και παίρνει μέσα από αυτό το χρηματικό ποσό των 600 ευρώ.

Κατά του Β ασκείται αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, και μετά το πέρας της ανακρίσεως παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στο ακροατήριο. Ο Β ασκεί τότε έφεση κατά του βουλεύματος με την οποία ισχυρίζεται ότι παρά τον νόμο δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής για ηθική βλάβη οι κληρονόμοι του Α κατά αυτού, αφού οι ίδιοι δεν έχουν υποστεί άμεση ζημία από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Επίσης επικαλείται και το ότι δεν του γνωστοποιήθηκε η εισαγγελική πρόταση προς το Δικαστικό Συμβούλιο, παρ'όλο που αυτός είχε υποβάλει αντίστοιχο αίτημα πριν την υποβολή της. Τελικά ο Β καταδικάζεται σε α΄βαθμό και, μετά από την άσκηση εφέσεως από τον ίδιο, και σε β' βαθμό. Ασκεί δε αναίρεση με την οποία επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας εκ του ότι το δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του ότι τρίτο πρόσωπο (ο Χ) ήταν εκείνο που είχε προβεί στην αλλοίωση της δηλώσεως αναγνωρίσεως χρέους προς τον Α. Επίσης επικαλείται ότι για πρώτη φορά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η οποία δεν είχε επιβληθεί πρωτοδίκως.

Ερωτάται:

1. Τέλεσαν οι Α και Β αξιόποινες πράξεις ή όχι και γιατί;


2. Τι θα αποφασίσει το Δικαστικό Συμβούλιο επί της εφέσεως του Β;

3. Τι θα αποφασίσει ο ΑΠ επί των λόγων αναιρέσεως του Β;

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2017 (Κλιμάκιο Β')

Ο Α παριστά ψευδώς στον Β, ο οποίος κατηγορείται για υπεξαίρεση σε βάρος της εταιρείας Χ ύψους 250.000 ευρώ που τελέστηκε με πέντε μερικότερες πράξεις ύψους 50.000 ευρώ εκάστη, ότι έχει φιλικές σχέσεις με τον Πρόεδρο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που θα τον δικάσει και ότι μπορεί έναντι 50.000 ευρώ να επιτύχει αθωωτική απόφαση για αυτόν. Παριστά επίσης ψευδώς ότι τα χρήματα αυτά (50.000 ευρώ) θα δοθούν στον ανωτέρω δικαστή. Ο Β πείθεται και του παραδίδει τα εν λόγω χρήματα, λαμβάνοντας σχετικό δάνειο από Τράπεζα.
Εν συνεχεία, ο Β πληροφορείται ότι, εάν επιστρέψει τα χρήματα στη  παθούσα εταιρεία, θα τύχει εφαρμογής των ευεργετικών διατάξεων του 384 ΠΚ. Προκειμένου να αποκτήσει τα χρήματα, τελεί ληστεία σε βάρος του Γ.

Ερωτάται:

1. Ποιος ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός της πράξης υπεξαίρεσης για την οποία κατηγορείται ο Β;

2. Πώς αξιολογείτε ποινικώς τη συμπεριφορά του Α έναντι του Β;

3. Θα ωφεληθεί πράγματι ο Β από τις διατάξεις του άρθρου 384 ΠΚ αν επιστρέψει τα αποκτηθέντα κατά τον ανωτέρω τρόπο χρήματα;

4. Ο Β, αντί να επιτρέψει τα χρήματα και προκειμένου να επιτύχει τη μη εμφάνιση στο εις βάρος του Δικαστήριο, του βασικού μάρτυρα κατηγορίας Δ, διευθυντικού στελέχους της παθούσας εταιρείας, τον απειλεί ευθέως ότι, εάν εμφανισθεί, θα αποκαλύψει στη σύζυγο του τελευταίου (του Δ) αποδείξεις για ερωτική σχέση του Δ με τη γραμματέα του. Έτσι ο Δ δεν εμφανίζεται και ο Β αθωώνεται κατά πλειοψηφία. Πώς αξιολογείτε ποινικώς την απειλή του Β προς τον Δ;



Κατά της αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ασκεί έφεση ο Εισαγγελέας Εφετών εννέα ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης για το λόγο ότι αξιολογήθηκαν εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά και οι αποδείξεις. Στο Πενταμελές Εφετείο παρίσταται εκ νέου,  ως πρωτοδίκως, ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης η εταιρεία Χ εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ψ, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο με πρακτικό του ΔΣ της Χ. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο απουσιάζει εκ νέου ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας Δ, ο οποίος έχει στο μεταξύ αποχωρήσει από την εταιρεία και έχει μετεγκατασταθεί  σε άλλη πόλη. Το Πενταμελές Εφετείο κατόπιν αιτήματος της πολιτικής αγωγής -και παρά την εναντίωση του Β- αναγιγνώσκει την ένορκη μαρτυρική του κατάθεση που έχει δώσει ο Δ κατά την προδικασία και στηριζόμενο σε αυτήν καταδικάζει τον Β. Ο Β ασκεί κατά της καταδικαστικής απόφασης αναίρεση με δήλωση στον γραμματέα  του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εντός 15 ημερών από την καθαρογραφή της απόφασης επικαλούμενος ως μοναδικό λόγο την απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι ένα από τα μέλη της σύνθεσης του Πενταμελούς Εφετείου συμμετείχε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Ερωτάται:

1. Είναι παραδεκτή η έφεση του Εισαγγελέα Εφετών;

2. Είναι νόμιμη η παράσταση πολιτικής αγωγής της εταιρείας Χ ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου;

3. Νομίμως αναγνώσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η προδικαστική κατάθεση του Δ;

4. Ποια η τύχη της αναίρεσης του Β;

---------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2017  Α' κλιμάκιο

Ο Α κατά τις διακοπές του επισκέπτεται νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Επειδή παρενοχλεί τις κοπέλες που εργάζονται στο κατάστημα η Β ιδιοκτήτρια του καταστήματος κάνει ένα χαρακτηριστικό νεύμα στον υπάλληλο Γ το οποίο έχει την έννοια , όπως έχουν προσυνεννοηθεί , να οδηγήσει ο Γ τον Α εκτός του καταστήματος και εκεί να του δώσει μερικές γροθιές προκαλώντας του μερικές ελαφρές αμυχές και μώλωπες προκειμένου να τον συνετίσει.Όμως ο Γ αναγνωρίζοντας στον Α παλαιό ερωτικό του αντίζηλο οργίζεται αιφνιδίως και εκτός αυτού αποφασίζει να γρονθοκοπήσει τον Α μέχρι θανάτου για να τον εκδικηθεί για προηγούμενη συμπεριφορά του.Όταν ο Α κείται νεκρός στον δρόμο ο Γ αποφασίζει και του παίρνει και το πορτοφόλι.

Στη συνέχεια περνά από εκείνο το σημείο με ιλιγγιώδη ταχύτητα ΙΧ οδηγούμενο κατά τρόπο απρόσεκτο από τον 19αχρονο Δ ο οποίος το είχε αφαιρέσει για να κάνει βόλτα και στη συνέχεια να το επιστρέψει.Το αυτοκίνητο προσκρούει πάνω στο άψυχο σώμα του Α ο δε Δ σταματά και υπολαμβάνει ότι σκότωσε ο ίδιο τον Α. Έντρομος τρέπεται σε φυγή εγκαταλείποντας το αυτοκίνητο στο σημείο αυτό.

Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη κατά του Γ για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση παραγγέλοντας κύρια ανάκριση . Ο Ανακριτής καλεί τον Γ σε απολογία για την πράξη της ανθωποκτονίας με πρόθεση. Καλεί επίσης την Β να απολογηθεί για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή.Μετά την περάτωση της ανάκρισης η δικογραφία διαβιβάζεται τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.Οι Β και Γ υποβάλλουν αίτηση στην Εισαγγελία για να λάβουν γνώση της εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Μετά την υποβολή της πρότασης αυτής και χωρίς να έχουν ειδοποιηθεί οι Β και Γ να λάβουν γνώση αυτής, το συμβούλιο τους παραπέμπει να δικαστούν στο ακροατήριο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.Οι Β και Γ ασκούν έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ,προβάλλοντας ως λόγο την παράλειψη ειδοποίησης τους να λάβουν γνώση της εισαγγελικής πρότασης.Το συμβούλιο απορρίπτει την έφεση ως αβάσιμη.
Κατά την ορισθείσα δικάσιμο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής δαδικασίας, η Ε σύζυγος του Α και ο Ζ στενός φίλος του δηλώνουν παράσταση πολιτικής αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης , κατά της οποίας οι Β και Γ δεν προβάλλουν αντιρρήσεις.Το δικαστήριο καταδίκασε τη Β σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και τον Γ σε ποινή κάθειρξης 12 ετών , επιδικάζοντας ταυτόχρονα χρηματική ικανοποίηση στους Ε και Ζ. Η Β ασκεί αίτηση αναίρεσης προβάλλοντας ως λόγους αναίρεσης ότι δεν είχε ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη και ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δέχτηκε την πολιτική αγωγή των Ε και Ζ.

Ερωτάται :

1) Ποια είναι η ποινική ευθύνη των Β, Γ, Δ


2) Ορθώς απέρριψε το Συμβούλιο Εφετών την έφεση των Β και Γ ;

3) Είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης της Β ;

4) Είναι βάσιμοι οι λόγοι της ;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2017  (Β' κλιμακιο Λ-Ω)

Ο συμβολαιογράφος Σωτήρης που ορίστηκε ως εξεταστής σε διαγωνισμό υποψηφίων συμβολαιογράφων μετά την περάτωση της γραπτής δοκιμασίας ενώ έχει στην κατοικία του τα γραπτά προς αξιολόγηση δέχεται την επίσκεψη της υποψήφιας Υ η οποία αφού με λυγμούς του εκθέτει ότι λόγω οικογενειακών προβλημάτων δεν μπόρεσε να δώσει απαντήσεις ανάλογες προς τις γνώσεις της, τον παρακαλεί να της επιτρέψει να διορθώσει ορισμένα λάθη του γραπτού της υποσχόμενη παραλλήλως ότι εάν αυτός δεχτεί εκείνη  " θα είναι καλή μαζί του" . Ο Σ δέχεται και την αφήνει να προβεί στη διόρθωση.Επειδή όμως στη συνέχεια η Υ δεν τηρεί την υπόσχεσή της ο Σ μετανοεί και της ζητεί να επαναφέρει το γραπτό στην αρχική του μορφή,πράγμα που η Υ αρνείται.Τότε ο Σ της αφαιρεί την τσάντα της και την απειλεί ότι θα τη κρατήσει αν εκείνη δεν επαναφέρει το γραπτό.Η Υ επιχειρεί να αναλάβει την τσάντα διά της βίας αλλά ο Σ την απωθεί με δύναμη με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ελαφρά σωματική βλάβη.


Ερωτάται : Ποια η ποινική ευθύνη των Σ και Υ .

Η Υ για να εκδικηθεί τον Σ εμφανίζεται την ίδια μέρα στο αστυνομικό τμήμα και καταγγέλλει ότι ο Σ
επειδή δεν τήρησε την υπόσχεσή της να είναι καλή μαζί του αποπειράθηκε να τη βιάσει προκαλώντας σε αυτήν σωματική βλάβη στην προσπάθεια του να κάμψε την αντίστασή της.Ο Σ συλλαμβάνεται την ίδια ημέρα και αφού δίδει ένορκη μαρτυρική κατάθεση ενώπιον των αστυνομικών ,προσάγεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ο οποίος ασκεί ποινική δίωξη για απόπειρα βιασμού και παραπέμπει τον Σ στον τακτικό ανακριτή.Μετά την απολογία του ο Σ αφήνεται ελεύθερος με καταβολή εγγυοδοσίας ποσού 10.000 ευρώ ,που επιβάλλεται με διάταξη του Ανακριτή με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα.Ο Σ προσφεύγει κατά της διάταξης του Ανακριτή στο Συμβούλιο Πλημ/κων ,ισχυριζόμενος ότι αδυνατεί να καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ .Το Συμβούλιο όχι μόνο απορρίπτει την προσφυγή με το σκεπτικό ότι η οικονομική αδυναμία που επικαλείται  ο Σ είναι προσχηματική,αλλά καθορίζει την καταβλητέα εγγυοδοσία στο ποσό των 30.000 ευρώ ,το οποίο κρίνει ανάλογο με την οικονομική κατάσταση του Σ και την απαξία της πράξης του.

Α.Σχολιάστε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων.


Μετά την περάτωση της ανάκρισης ο Σ παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων στο ακροατήριο του ΜΟΔ για απόπειρα βιασμού και ασκεί έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος για τους ακόλουθους λόγους:

1.Ότι η παραπομπή του στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση της Υ,η οποία δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο

2.Ότι ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος (απόπειρα βιασμού) χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση .
3.Ότι παρανόμως ο Σ έδωσε ένορκη κατάθεση στο Α.Τ αμέσως μετά τη σύλληψή του.

Β.Εξετάστε το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων εφέσεως.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------




Σεπτέμβριος 2017 (Α' κλιμάκιο)

Η Βασιλική επιθυμεί διακαώς να παντρευτεί γιατρό και να δημιουργήσει μαζί του οικογένεια. Ο Μάριος συστήνεται στην Βασιλική ως αριστούχος πτυχιούχος της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος υπηρετεί ως ειδικευμένος παθολόγος ιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο και αμέσως συνάπτουν δεσμό. Ενόψει του γάμου τον οποίο προγραμματίζουν, η Βασιλική μετά από παραινέσεις του Μάριου, μεταβιβάζει με δωρεά στον Μάριο το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι έναν επαγγελματικό χώρο στο Κολωνάκι αξίας 200.000€, προκειμένου ο Μάριος να στεγάσει σε αυτόν το μελλοντικό του ιατρείο, όταν λάβει την ειδικότητα του παθολόγου. Λίγους μήνες μετά η Βασιλική υποπτευόμενη ότι κάτι δεν πάει καλά με το επάγγελμα του Μάριου, αναθέτει σε ντετέκτιβ να παρακολουθεί κρυφά και (παράνομα) το τηλέφωνό του. Από υποκλαπείσα τηλεφωνική συνομιλία του Μάριου με την Ευδοκία, η Βασιλική διαπιστώνει ότι ο Μάριος ουδέποτε είχε λάβει πτυχίο από την Ιατρική Σχολή. Το πτυχίο το οποίο αυτός κατείχε, του το είχε προμηθεύσει η Ευδοκία η οποία και το κατήρτισε κατόπιν προτροπής του Μάριου, ο οποίος για τον σκοπό αυτό κατέβαλε στην Ευδοκία το ποσό των 10.000€, θέτοντας επί αυθεντικού εντύπου της σχολής τις υπογραφές ανύπαρκτων προσώπων, στην θέση που προορίζεται για τις υπογραφές του Πρύτανη, του Προέδρου και του Γραμματέα της σχολής. Την δραστηριότητα αυτή ασκούσε κατά σύστημα η Ευδοκία, έχοντας αποκομίζει έτσι συνολικά οφέλη της τάξης των 80.000€. Σημειώνεται ότι:

1. Ο Μάριος για την πρόσληψη του ως ειδικευμένος γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο, υπέβαλε και το ως άνω «πτυχίο» της ιατρικής σχολής και βάσει αυτού διορίσθηκε
2. Ο Μάριος από την εργασία του ως ειδικευμένος γιατρός, είχε λάβει από μισθούς μέχρι την στιγμή που τον ανακάλυψε η Βασιλική, το συνολικό ποσό των 60.000€
3. Δεδομένου ότι ο Μάριος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ιατρικές γνώσεις, στο νοσοκομείο του ανετίθετο μόνο απλές βοηθητικές εργασίες και όχι αυτές τις οποίες θα μπορούσε να εκτελέσει ένας ειδικευόμενος γιατρός.
Μόλις η Βασιλική πληροφορείται την δραστηριότητα του Μάριου και της Ευδοκίας, τους καταγγέλλει στον Εισαγγελέα συνυποβάλλοντας και αντίγραφο από την υποκλαπείσα συνομιλία.

Ο εισαγγελέας αμέσως λαμβάνει την καταγγελία, ασκεί ποινική δίωξη κατά της Ευδοκίας και του Μάριου, παραγγέλνοντας προανάκριση. Ο Ανακριτής καλεί αρχικώς την Ευδοκία ως μάρτυρα, η οποία καταθέτει ενόρκως εις βάρος του Μάριου, επιβεβαιώνοντας ως προς αυτόν το περιεχόμενο της καταγγελίας της Βασιλικής. Αρνείται όμως την δική της συμμετοχή. Εν τέλει ο ανακριτής, καλεί και εξετάζει ως κατηγορούμενους τον Μάριο και την Ευδοκία. Αμφότεροι αρνούνται τις κατηγορίες. Ο Μάριος ζητά ειδικότερα να μην χρησιμοποιηθεί η μαγνητοφωνημένη συνομιλία με την Ευδοκία, ενώ η τελευταία ζητά της αξιοποίηση αυτής υποστηρίζοντας ότι με το περιεχόμενο της, θα αποδειχθεί η αθωότητα της. Μετά την περάτωση της ανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει τους Μάριο και Ευδοκία να δικαστούν για κακουργήματα ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Για να καταλήξει στην κρίση του το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του την ένορκη κατάθεση της Ευδοκίας, όχι όμως και την συνομιλία της με τον Μάριο, την οποία θεώρησε παράνομο αποδεικτικό μέσο. Κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ασκούν έφεση, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι. Η Ευδοκία προβάλλει ως λόγους την συνεκτίμηση της κατάθεσης της ως επιβαρυντικού στοιχείου για την ίδια καθώς και την μη λήψη υπόψη της συνομιλίας της με τον Μάριο. Ο Μάριος προβάλλει ως λόγους έφεσης την άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση όπως και την λήψη υπόψη εις βάρος του της ένορκης κατάθεσης της Ευδοκίας.

Ερωτάται:

Α)
Ποινική ευθύνη του Μάριου και της Ευδοκίας (να μην ερευνηθεί το αξιόποινο της τηλεφωνικής υποκλοπής)

Β) Είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι λόγοι έφεσης που προέβαλαν ο Μάριος και η Ευδοκία;

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2017(Β Κλιμάκιο)

Ο πονηρός Γιάννης(Γ) παριστά ψευδώς στον αφελή Χρόνη(Χ) οτι στον επικείμενο ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ <<Βανδαλιακού>> και <<Βαρβαριακού>> θα επικρατήσει η πρώτη ομάδα διότι οι παίκτες της είναι σε πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση και του ζητά να του δώσει 10.000 ευρώ προκειμένου να στοιχηματίσει για λογαριασμό του υπέρ του <<Βανδαλιακού>> (δηλαδή τα κέρδη να πάνε στον Χ).Στην πραγματικότητα ο Γ γνωρίζει ότι μεταξύ των προέδρων  των δύο ΠΑΕ έχει συμφωνηθεί να κερδίσει η δεύτερη και επιδιώκει να ιδιοποιηθεί τα χρήματα του Χ.Ο Χ που έχει πλήρη άγνοια του ποδοσφαίρου διστάζει.Τότε ο Γ στρεφόμενος προς τον κοινό γνωστό τους Δημήτρη(Δ) του λέει<< πες του και συ κάτι,είναι κρίμα να μην παίξει αφού θα έχει σίγουρο κέρδος>>.Ο Δ ,νομίζοντας καλόπιστα ότι οι ισχυρισμοί του Γ είναι αληθείς προσθέτει και αυτός <<Ναι βρε Χρόνη είναι κρίμα να μην παίξεις>>με αποτέλεσμα οι συνδυασμένες προτροπές αμφότερων να πείσουν το πρώτον τον Χ, ο οποίος παραδίδει 10χ. ευρώ στον Γ(δηλαδή μόνος του ο Γ δεν θα είχε πείσει τον Χ).Στον επακολουθήσαντα αγώνα ,ωστόσο,παρά πάσα προσδοκία και συμφωνία νικά ο <<Βανδαλιακός>> και τα κέδρη που θα απεκόμιζε ο Χ αν πράγματι είχε λάβει χώρα ο στοιχηματισμός ,ανέρχονται σε 20.000 ευρώ .Ο Γ βεβαίως δεν έχει στοιχηματίσει για λογαριασμό του Χ αλλά έχει παρακρατήσει τα χρήματα.Ο Γ παριστά ψευδώς στον Χ ότι έχασε το δελτίο και του επιστρέφει τα 10χ. ευρώ ,λέγοντάς του,επίσης ψευδώς οτι τάχα του τα επιστρέφει <<εξ ιδίων>>.

Έχει τελέσει ο Γ αξιόποινη πράξη σε βάρος του Χ;

Αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα ημέρα Σάββατο στις 21.00 ο πρόεδρος του <<Βανδαλιακού>> Βρασίδας συναντά σε καφετέρια τον ομόλογό του του <<Βαρβαριακού>> Πελοπίδα και ενώπιον του κοινού γνωστού Τρύφωνα σε έντονο ύφος τον αποκαλεί <<λαμόγιο>> και <<ξεφτιλισμένο>> επειδή δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα.Ο Πελοπίδας εξοργισμένος γρονθοκοπεί τον Βρασίδα και του προκαλεί αιμορραγία στη μύτη.Ο Βρασίδας μεταβαίνει αμέσως στο ΑΤ και υποβάλει κατά του Πελοπίδα έγκληση για σωματική βλάβη.Το πρωί της Κυριακής ο Τρύφωνας  δίδει στο ΑΤ ένορκη κατάθεση στην οποία περιγράφει όσα συνέβησαν στη συνάντηση Βρασίδα-Πελοπίδα.Ο Πελοπίδας συλλαμβάνεται καθώς επιστρέφει στην οικία του την Κυριακή στις 20.30 και αμέσως μετά τη σύλληψή του υποβάλλει έγκληση κατά του Βρασίδα για εξύβριση .Ο Βρασίδας συλλαμβάνεται την Κυριακή στις 23.00.



Α.Είναι νόμιμη η σύλληψη των Β και Π ;

Ο Εισαγγελέας Πλημ/κων ενώπιον του οποίου προσήχθησαν οι, Βρασίδας και Πελοπίδας ,παραπέμπει αμφότερους στο Αυτόφωρο Μονομέλες Πλημ/κειο.Ο Βρασίδας ζητεί να αναβληθεί η υπόθεση προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ο Τρύφωνας ,ο οποίος αν και κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα ,δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο.Το δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα,αναγιγνώσκει την προδικαστική κατάθεση του Τρύφωνα και βασιζόμενο σε αυτή καταδικάζει αμφότερους τους κατηγορουμένους σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών.Ο Βρασίδας ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης για το λόγο ότι παρανόμως αναγνώσθηκε η ένορκη κατάθεση του Τρύφωνα .Ενώπιον του Αρείου Πάγου εμφανίζεται ο Πελοπίδας ,οποίος δεν άσκησε αναίρεση ,και με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά ανακαλεί την έγκληση που είχε υποβάλει κατά του Βρασίδα για εξύβριση.

Β.Είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης του Β;Αν ναι ωφελεί τον Π;

Γ.Θα ληφθεί υπόψη από τον Άρειο Πάγο η δήλωση του Π ότι ανακαλεί την έγκληση;



------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2018 ( 'Α Κλίμάκιο )



Ο Δημήτρης είναι ένας τυραννικός σύζυγος και πατέρας ,οποίος φέρεται βίαια και επιθετικά στη σύζυγό του Ματίνα και στην ανήλικη κόρη τους Βάσια μαθήτρια Γυμνασίου, τις οποίες κακοποιεί συστηματικά και με ιδιαίτερη σκληρότητα, πολλές φορές ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης ενώ δεν λείπουν και οι σεξουαλικές επιθέσεις του στη Βάσια .Η Ματίνα δεν τολμά να απευθυνθεί στην αστυνομία για να ζητήσει βοήθεια δεδομένου ότι ο Δημήτρης την έχει απειλήσει ότι αν το πράξει αυτό τότε θα σκοτώσει τη Βάσια. Προ της καταστάσεως αυτής η Ματίνα ζητά βοήθεια από τον Νίκο καθηγητή χημείας ο οποίος παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα κατοίκων στη Βάσια, προκειμένου να τη βοηθήσει να εξουδετερώσει το Δημήτρη .Ο Νίκος ο οποίος γνωρίζει την αφόρητη κατάσταση στην οποία ευρίσκονται η Ματίνα και η Βάσια αποφασίζει να τη συνδράμει , επειδή νιώθει οίκτο για τη Βάσια αλλά και επειδή νιώθει μία έντονη ερωτική έλξη για τη Ματίνα και θέλει να ικανοποιήσει την επιθυμία της . Προμηθεύει λοιπόν τη Ματίνα με ένα χημικό σκεύασμα το οποίο επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και μακροπρόθεσμα οδηγεί σε νευρική παράλυση .Πράγματι η Ματίνα προσθέτει μία μικρή δόση από το σκεύασμα στον απογευματινό καφέ του του Δημήτρη σε τακτική βάση και έτσι αυτός καθηλώνεται παράλυτος στο κρεβάτι και αδυνατεί να σηκωθεί . Ενώ ο Δημήτρης βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση ο Νίκος εκδηλώνει τα αισθήματα του προς τη Ματίνα η οποία όμως τον αποκρούει σθεναρά. Κατόπιν αυτού ο Νίκος αποφασίζει να την εκδικηθεί και ένα απόγευμα ενώ έχει επισκεφθεί το σπίτι  της Ματίνας για μάθημα μπαίνει στο υπνοδωμάτιο του παράλυτου Δημήτρη και του ζητά να συντάξει και να υπογράψει διαθήκη με την οποία θα αποπληρώνει τους μοναδικούς του κληρονόμους Ματίνα και Βάσια και θα καθιστά μοναδικό του κληρονόμο τον ίδιο τον Νίκο . Ο Δημήτρης αρνείται  και ο Νίκος για να τον εξαναγκάσει τον γρονθοκοπεί . Από τα χτυπήματα αυτά προκαλεί σοβαρή εγκεφαλική βλάβη στο Δημήτρη ο οποίος πεθαίνει αμέσως χωρίς να συντάξει διαθήκη γεγονός το οποίο ο Νίκος θα μπορούσε να είχε προβλέψει . Η Βάσια αντιλαμβανόμενη τι έχει συμβεί αποφασίζει να δώσει ένα τέλος στην ζωή της και καταπίνει βιτριόλι το οποίο υπάρχει φυλαγμένο στο λουτρό του σπιτιού .Αμέσως πέφτει σφαδάζοντας στο έδαφος. Η Ματίνα βλέποντας τη Βάσια σε αυτή την κατάσταση παίρνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου προκειμένου να μεταφέρει την κόρη της στο νοσοκομείο .Ο Νίκος κλείνει την έξοδο στην Αθηνά, τις παίρνει τα κλειδιά και την εμποδίζει με τη βία να πάει τη Βάσια στο νοσοκομείο ή να καλέσει βοήθεια .Η Βάσια  μετά από λίγο πεθαίνει,αν είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο θα είχε επιβιώσει .

Η Ματίνα υποβάλλει στο Αστυνομικό τμήμα της περιοχής της μήνυση, με την οποία καταγγέλλει τη συμπεριφορά του Νίκου και ζητά την ποινική του δίωξη . Μαζί με τη μήνυση παραδίδει και κασέτα στην οποία έχει καταγράψει ,εν αγνοία του Νίκου ,όλες τις συνομιλίες της με αυτόν ,από τις οποίες αποδεικνύεται η συμμετοχή του στη χορήγηση του σκευάσματος  στο Δημήτρη.Ο αξιωματικός υπηρεσίας συλλαμβάνει τη Ματίνα για τη συμπεριφορά της προς τον Δημήτρη και την προαγάγει αμέσως στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών ,ο οποίος ,με βάση τη μήνυση της Ματίνας και το περιεχόμενο της κασέτας, ασκεί αμέσως ποινική δίωξη κατά της Ματίνας και του Νίκου .

Ερωτάται:α)Ποινική ευθύνη της Ματίνας και του Νίκου. β)Μπορεί να αξιοποιηθεί το περιεχόμενο της κασέτας κατά της Ματίνας και του Νίκου στην εις βάρος τους ποινική διαδικασία ;γ)Ορθώς προέβη ο αξιωματικός υπηρεσίας στη σύλληψη της Ματίνας; δ)Ορθώς άσκησε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ποινική δίωξη κατά της Ματίνας και του Νίκου ;


-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2018 ,(Κλιμάκιο Λ-Ω ) .


Ο ιατρός Α έχει εγκαταστήσει με πάκτωση μικρό χρηματοκιβώτιο στην κατοικία του όπου φυλάσσει αποκλειστικώς απόρρητα έγγραφα της εργασίας του , προσωπικά δεδομένα ασθενών του .Κάποια ημέρα η σύζυγός του Β τον παρακαλεί να επιτρέψει να τοποθετήσει και αυτή τα δικά της κοσμήματα από το φόβο κλοπής .Ο Α συμφωνεί, της λέει ότι ο κωδικός είναι 7545 και τοποθετεί ο ίδιος τα κοσμήματα αξίας 130 χιλιάδων ευρώ στο χρηματοκιβώτιο .Ο Α ωστόσο δεν είπε στη Β τον αληθή κωδικό φοβούμενος μήπως η τελευταία ανοίξει το χρηματοκιβώτιο εν απουσία του και λάβει  γνώση των απόρρητων εγγράφων .Μετά από λίγες ημέρες η Β έχοντας προσπαθήσει εις μάτην να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο επισκέπτεται το νοσοκομείο που εργάζεται ο σύζυγός της και του ζητεί τον αληθή κωδικό .Ο Α αρνείται πιστεύοντας ότι ενδέχεται η Β να  λάβει γνώση των απόρρητων και η Β τον διαβεβαιώνει ότι  δεν έχει τέτοια πρόθεση και πράγματι δεν έχει. Ο Α εμμένει στην άρνησή του διότι δεν την πιστεύει .Τότε η Α για να τον αναγκάσει να της αποκαλύψει τον αριθμό απειλεί με ένα χειρουργικό νυστέρι τη νοσηλεύτρια Αγλαΐα που τυχαία περνούσε από εκεί .Ο Α κάμπτεται και της αποκαλύπτει τον κωδικό .Κατόπιν τούτου,ο Α καταμηνύει τη Β  για εκβίαση ,αυτή δε επικαλείται άμυνα και επικουρικώς κατάσταση ανάγκης

 Ερωτάται : Είναι βάσιμη η καταγγελία του Α ; Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Β ; Συντρέχει στο πρόσωπο του Α λόγος άρσης του άδικου ;

Θεωρείστε την εξής παραλλαγή :Ο Α δίνει τον αληθή κωδικό στη Β .Ο Δ  γνωρίζοντας  την ύπαρξη των κοσμημάτων στο χρηματοκιβώτιο εμφανίζεται στη Β και της παριστά τα ψευδώς ότι έρχεται τάχα εκ μέρους του συζύγου της και επιθυμεί ορισμένα από τα απόρρητα έγγραφα η Β  του επιτρέπει να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο και εκείνος επωφελείται και αφαιρεί τα κοσμήματα . Ποια η ποινική ευθύνη του Δ ;

Ακόλουθη παραλλαγή : Οι Δ και Ε εισέρχονται στην οικία του Α όπου ο Δ παρουσία του Ε αφαιρεί τα κοσμήματα από το χρηματοκιβώτιο του Α.Οι Δ και Ε παραπέμπονται στο μονομελές Εφετείο με κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα Εφετών με σύμφωνη γνώμη του προέδρου Εφετών ,ο πρώτος για κλοπή σε βαθμό κακουργήματος και ο δεύτερος για απλή συνέργεια σε αυτήν .Την επομένη της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος ο Δ υποβάλλει στο συμβούλιο Εφετών αίτηση για κήρυξη ακυρότητας για το λόγο ότι εισαγγελέας Εφετών δεν τον ενημέρωσε να λάβει γνώση της πρότασης που υπέβαλε στον Πρόεδρο Εφετών ,παρόλο που ο Δ είχε υποβάλει εγγράφως το σχετικό αίτημα .
Τι θα αποφασίσει το συμβούλιο Εφετών ;

Το Mονομελές εφετείο καταδίκασε τελικώς τον Δ ως  αυτουργό σε κάθειρξη 7ετών και τον Ε ως απλό συνεργό κακουργηματικής κλοπής σε κάθειρξη έξι ετών .;Το κατ΄΄εφεσιν δικάζον  τριμελές Εφετείο κακουργημάτων καταδικάζει τον Δ ως αυτουργό κακουργηματικής  κλοπής σε κάθειρξη έξι ετών και τον Ε κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό ως άμεσο συ εργό  σε κάθειρξη 5 ετών.Ο Δ  ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης του τριμελούς εφετείου για τον λόγο ότι το δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς πρώτον  το αίτημά του να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί η πραγματική αξία των κοσμημάτων και δεύτερον τον υπερασπιστικό ισχυρισμό του ότι η Β με την οποία  διατηρούσε ερωτική σχέση του είχε δώσει η ίδια τον κωδικό του χρηματοκιβωτίου γιατί ήθελε να του χαρίσει τα κοσμήματα χωρίς όμως να το καταλάβει ο σύζυγός της. Ο ε ασκεί αναίρεση για τον λόγο ότι το τριμελές εφετείο δεν είχε εξουσία να μεταβάλει την κατηγορία από απλή σε άμεση συνέργεια. 

Ποια λόγοι αναίρεσης στοιχειοθετούνται και πως θα κριθούν από τον Άρειο Πάγο .

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2018, ( Κλιμάκιο Α-Κ) .


Ο Α είναι έμπορος μηχανημάτων για μεγάλα τεχνικά έργα. Ο Β, τεχνικός διευθυντής της τεχνικής εταιρείας Ε και στενός συγγενής του Α, επιθυμεί να προωθήσει τις πωλήσεις της επιχειρήσεως του Α και γι' αυτό αποφασίζει να πείσει τους αρμοδίους της Ε να αγοράσει η εταιρεία ένα από τα μηχανήματα του Α. Όμως, τα μηχανήματα αυτά είναι παντελώς ακατάλληλα για το είδος των έργων τα οποία εκτελεί η Ε, πράγμα το οποίο γνωρίζει ο Β. Ο Β προσφεύγει τότε στη βοήθεια του Γ και ζητά από αυτόν να καταρτίσει μια τεχνική μελέτη (ψευδή κατά περιεχόμενο), με την οποία θα βεβαιώνεται η καταλληλότητα των μηχανημάτων του Α για τις εργασίες της Ε. Ο Γ συντάσσει την μελέτη αυτή σε χαρτί που φέρει τον λογότυπο της έγκυρης εταιρείας πιστοποιήσεων Π και υπογράφει αυτή με το όνομά του και δίπλα από αυτό προσθέτει την ιδιότητα του μηχανολόγου - επιστημονικού υπευθύνου της Π (ιδιότητα την οποία δεν διαθέτει). Στη συνέχεια ο Β παρουσιάζει την μελέτη αυτή στον Δ, διευθύνοντα σύμβουλο της Ε και παραπλανά αυτόν για την καταλληλότητα των μηχανημάτων του Α και για την ανάγκη να προμηθευτεί αυτά η Ε. Κατόπιν αυτού,ο Δ εισηγείται προς τα μέλη του Δ.Σ. της Ε να αγοράσουν ένα μηχάνημα το οποίο πωλεί ο Α στην αγοραία αξία αυτού (130.000 ευρώ), αναφέροντας προς αυτά (με καλή πίστη) ότι πρόκειται
για μηχάνημα απολύτως απαραίτητο για τις εργασίες της Ε. Τα μέλη του Δ.Σ. ακολουθώντας την εισήγηση αυτή εγκρίνουν την αγορά του μηχανήματος. Όταν εκ των υστέρων αποκαλύπτεται ότι το μηχάνημα ήταν ακατάλληλο για να εκτελέσει τις εργασίες της εργασίες, ο Δ αναγγέλλει στον Β ότι η εταιρεία θα κινηθεί δικαστικώς εναντίον του και θα διεκδικήσει αποζημίωση. Ο Β του απαντά ότι αν η εταιρεία το πράξει αυτό, τότε ο ίδιος θα την καταγγείλει για (υπαρκτές) φορολογικές παραβάσεις και έτσι η Ε θα αναγκαστεί να πληρώσει υψηλά φορολογικά πρόστιμα. Παρά ταύτα, ο Δ δεν κάμπτεται και η Ε καταγγέλλει τους Β και Γ στις αρχές, οι οποίοι παραπέμπονται στο ακροατήριο, καταδικάζονται σε πρώτο βαθμό και ασκούν έφεση. Στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο Β ισχυρίζεται ότι το μηχάνημα του Α ήταν πλήρως κατάλληλο για τις εργασίες της Ε. Το Δικαστήριο όμως καταδικάζει τους Β και Γ, επικαλούμενο στην απόφασή του σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης διεξαχθείσης κατά το στάδιο της ανακρίσεως από την οποία προκύπτει η ακαταλληλότητα. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ενώπιον του Αρείου Πάγου με αναίρεση μόνο ο Β επικαλούμενος τους ακόλουθους λόγους : α) ότι δεν του είχε γνωστοποιηθεί ο ορισμός και το όνομα του πραγματογνώμονα στο στάδιο της ανακρίσεως και β) ότι η έκθεση της πραγματογνωμοσύνης δεν ανεγνώσθη στο ακροατήριο.

Ερωτάται: 1) Ποινική ευθύνη των Β και Γ 2) Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος ;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2018, (Κλιμάκιο Λ-Ω) .


Ο Α και Β αποφασίζουν να διαπράξουν μια κλοπή σε βάρος του Γ ως εξής: Ο μεν Α θα εισέλθει στον κήπο της κατοικίας του Γ και, αφού αδρανοποιήσει δύο σκυλιά φύλακες με δηλητηριασμένη τροφή, θα εισέλθει στο οίκημα και θα αφαιρέσει χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ από το χρηματοκιβώτιο του Γ, ο δε Β θα << φυλάει τσίλιες >> καθ' όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης της κλοπής. Έτσι, ο Α εισέρχεται στον κήπο του Γ σε χρόνο που, όπως πιστεύει, ο τελευταίος απουσιάζει και πετά τη δηλητηριασμένη τροφή στα σκυλιά, ενώ ο Β περιμένει την ολοκλήρωση της κλοπής εκτός της περίφραξης. Ο Α έχει μαζί του και το πιστόλι του, ώστε σε περίπτωση που το δηλητήριο δεν ενεργήσει, να απωθήσει τα σκυλιά με αυτό (έχουν συμφωνήσει με τον Β ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα το χρησιμοποιήσει εναντίον ανθρώπου). Ωστόσο, γίνεται αντιληπτός από τον Γ, οποίος βρισκόταν στο σπίτι και με φωνές αποτρέπει τα σκυλιά του να αγγίξουν τη δηλητηριασμένη τροφή, ενώ συγχρόνως με το κυνηγετικό του όπλο πυροβολεί στον αέρα φωνάζοντας στους Α και Β << φύγετε αμέσως ! >>. Τότε ο Β απευθυνόμενος στον Α του φωνάζει: << ρίξε στα σκυλιά με το πιστόλι ! >>. Πράγματι ο Α ανασύρει το πιστόλι του, το στρέφει κατά των σκυλιών και απαιτεί από τον Γ να πετάξει το όπλο απειλώντας τον ότι διαφορετικά θα σκοτώσει τα σκυλιά. Συγχρόνως, λέγει στον Β να εισέλθει στην κατοικία και να αφαιρέσει εκείνος τα χρήματα από το χρηματοκιβώτιο, πράγμα που ο Β πράττει. Ο Γ που δεν θέλει να πάθουν τίποτε τα σκυλιά, πετά το όπλο και δεν αντιδρά στην αφαίρεση των χρημάτων του από τον Β. Πώς ευθύνονται οι Α και Β ;

Την επόμενη ημέρα οι Α και Β εισέρχονται στην κατοικία του Δ και αφαιρούν από κοινού ένα ρολόι αξίας 6.000 ευρώ, τιμαλφή αξίας 15.000 ευρώ και μετρητά ύψους 10.000 ευρώ. Οι Α και Β μετά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου για κατά συναυτουργία κλοπή αντικειμένων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ). Ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου ο Α εκπροσωπείται από τον πληρεξούσιο δικηγόρου του Ε,ενώ ο Β δεν εμφανίζεται και δικάζεται ερήμην. Οι Α και Β καταδικάζονται από το Τριμελές Πλημ/κείο σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για κλοπή ρολογιού, των τιμαλφών και (όπως προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία) μετρητών 20.000 και όχι 10.000 ευρώ, που ανέφερε το κλητήριο θέσπισμα.

Ερώτημα 1: Είναι ορθή η καταδίκη των Α και Β για το ποσό των 20.000 ευρώ ; Τι θα ίσχυε, αν προκύψει ότι τα μετρητά που αφαιρέθηκαν ήταν 100.000 ευρώ ;

Ο Α ασκεί δια του παραστάντος συνηγόρου του Ε αυθημερόν έφεση. Κατά τη συζήτηση της έφεσης του Α ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/μάτων η υπόθεση αναβάλλεται κατόπιν σχετικού αιτήματος του Α λόγω κωλύματος του συνηγόρου του Ε. Στην μετ' αναβολή δικάσιμο εμφανίζεται ο Ε, ο οποίος ζητεί αναβολή λόγω ασθενείας Α. Το Τριμελές Εφετείο απορρίπτει το αίτημα αναβολής και ακολούθως και την έφεση του Α ως ανυποστήρικτη.

Ερώτημα 2: Ορθώς απορρίφθηκε η έφεση του Α ως ανυποστήρικτη ;

Ο Α ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου με επίδοση δήλωσης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 5 ημέρες μετά την καθαρογραφή της επικαλούμενος απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι ένα μέλος της σύνθεσης του Τριμελούς Εφετείου συμμετείχε στη σύνθεση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

Ερώτημα 3: Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος ;

Ο Β συλλαμβάνεται σε εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου τρία χρόνια μετά την έκδοσή της και ασκεί την ίδια μέρα έφεση επικαλούμενος για τη δικαιολόγηση του εκπρόθεσμου ότι η πρωτόδικη απόφαση επιδόθηκε σε αυτόν με θυροκόλληση στη διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει κατά την προκαταρκτική εξέταση, από την οποία όμως είχε μετοικήσει κατά το χρόνο της επίδοσης, χωρίς να επιδοθεί και στον διορισθέντα κατά την προκαταρκτική εξέταση πληρεξούσιο δικηγόρου του Ζ. Το Τριμελές Εφετείο απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη με το σκεπτικό ότι στην έκθεση εφέσεως δεν προβάλλεται κανένας λόγος ανωτέρας βίας.

Ερώτημα 4: Ορθώς απορρίφθηκε η έφεση του Β ως εκπρόθεσμη ;

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2019 Κλιμάκιο Α'

Ο Α είναι  Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος στην ανώνυμη εταιρεία Φ. Κατόπιν προτροπής της Β, συζύγου του, η οποία θέλει να πάει ένα μεγάλο ταξίδι αναψυχής με τον Α, ο τελευταίος ανοίγει το χρηματοκιβώτιο της εταιρείας (τα κλειδιά του οποίου είχε μόνο ο ίδιος) και λαμβάνει από εκεί ένα ποσό 60.000 €, το οποίο ξοδεύει στο ταξίδι. Επιστρέφοντας, όμως, και επειδή η έλλειψη του ποσού αυτού έχει γίνει αντιληπτή, ο Α παρακαλεί τον φίλο του Γ να ληστέψει τον πλούσιο X. ώστε από τα χρήματα της ληστείας να καλύψει το έλλειμμα στο ταμείο της Φ. Ο Γ, ο οποίος δεν συγκράτησε ακριβώς τη διεύθυνση του X την οποία του υπέδειξε ο Α, μπαίνει τελικώς στην οικία του επίσης πλούσιου Ψ, τον οποίο εκλαμβάνει ως τον X. Εκεί ο Γ επιτίθεται με γροθιές κατά του Ψ και τον αφήνει αναίσθητο, πλην όμως αδυνατεί να παραβιάσει το χρηματοκιβώτιο του τελευταίου. Κατόπιν αυτού ο Γ τηλεφωνεί στον Δ, ειδικό στις παραβιάσεις αυτές, ο οποίος έρχεται στην οικία του Ψ, όπου και οι δύο μαζί καταφέρνουν να ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο και να πάρουν μέσα από αυτό τα χρήματα και τα κοσμήματα του Ψ, αξίας 200.000 €. Εξερχόμενοι διαπιστώνουν ότι το αυτοκίνητο του Γ με το οποίο θα διέφευγαν, είχε πάθει βλάβη. Τότε ο Γ, προκειμένου να μπορέσουν να φύγουν από την οικία του Ψ χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, καθώς θα κουβαλούσαν τα κινητά του Ψ, τηλεφωνεί στον γνωστό του Ε, του εκθέτει τα διαδραματισθέντα στην οικία του Ψ' και του ζητά να έλθει και να τους παραλάβει με δικό του αυτοκίνητο από την οικία του Ψ και να τους μεταφέρει σε ασφαλές μέρος, όπου θα κρύψουν τα κινητά. Ο Ε ανταποκρίνεται στο αίτημα του Γ και έρχεται με το αυτοκίνητό του να τους παραλάβει και τους βοηθά να μεταφέρουν τα κινητά στην οικία του Γ.
Ερώτημα 1: Ποινική ευθύνη των Α, Β, Γ, Δ. και Ε.

Κατά του Α ασκείται ποινική δίωξη για το έλλειμμα στο ταμείο της Φ. Ο Ανακριτής, στον οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, εκδίδει κατά του Α (ο οποίος είναι γνωστής διαμονής και έχει λευκό ποινικό μητρώο) ένταλμα συλλήψεως, χωρίς προηγουμένως να του επιδώσει κλήση για να απολογηθεί ενώπιόν του.

Ερώτημα 2: Πώς αξιολογείτε την ενέργεια αυτή του Ανακριτή;

Τελικώς ο Α παραπέμπεται στο ακροατήριο για το έλλειμμα στο ταμείο της Φ.

Ερώτημα 3: Επιτρέπεται ο Μ. μέτοχος της Φ, να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του Α;

Ο Α καταδικάζεται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ασκεί έφεση, η οποία όμως απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, διότι ο Α. παρ’ όλο που εκλητεύθη νομίμως. δεν προσήλθε στο Δικαστήριο. Ασκεί τότε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, με την οποία προβάλλει ότι ο Εισαγγελέας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αγόρευσε επί της ενοχής του, όπως άλλωστε προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης.

Ερώτημα 4:Τι θα αποφασίσει ο Αρειος Πάγος;

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2019 Κλιμάκιο Β'

Την ώρα που ο Α έχει διαρρήξει κατάστημα και αναζητεί χρήματα, οι Β και Γ σε συνεννόηση μαζί του φυλάνε «τσίλιες» απ' έξω. Ο διαβάτης Δ, που αντιλαμβάνεται ότι «κάτι περίεργο συμβαίνει», πλησιάζει και κοιτά προς το εσωτερικό του καταστήματος, οπότε ο Β λέγει στο Γ: «τί κοιτάει αυτός- πήγαινε να του δείξεις». Τότε ο Γ, απευθυνόμενος στον Δ του λέγει: «ξεκουμπίσου από δω αμέσως» και του καταφέρει μία ισχυρή γροθιά στην κεφαλή, συνεπεία της οποίας ο Δ πέφτει και χτυπά στη γωνία του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα το θάνατό του. 
Ερωτάται: 1) Έχει ποινική ευθύνη ο Β; 2) Ποία απάντηση αρμόζει στο προηγούμενο ερώτημα αν ο Β είχε πει στο Γ: ρίχτου μια μπουνιά να φύγει; 3) Ποία η ευθύνη του Β αν αυτός συγκρατεί με τα χέρια του τον Δ για να μπορέσει ο Λ να φύγει με τα κλοπιμαία ανενόχλητος;
Σε άλλη υπόθεση με κλητήριο θέσπισμα έχουν παραπεμφθεί στο Μονομελές Πλημ/κείο ο Α για κλοπή σε βάρος του Β και ο Β για σωματική βλάβη σε βάρος του Α, πράξεις που τελέσθηκαν στον αυτό τόπο και χρόνο. Στο Μονομελές Πλημ/κείο ο Α εμφανίζεται αυτοπροσώπως, ενώ ο Β είναι απών, αμφότεροι δε καταδικάζονται σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών και ασκούν έφεση. Στο Τριμελές Πλημ/κείο ο Λ καταδικάζεται και πάλι για κλοπή σε ποινή φυλάκισης 4 μηνών, ενώ η έφεση του Β, ο οποίος εκπροσωπείται από το δικηγόρο του Ε, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Φαρσάλων, ενώ δεν διέμενε καν προσωρινά στην πόλη αυτή.
Ο Ε ασκεί για λογαριασμό του Β αναίρεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου υπό την ιδιότητα του δικηγόρου που παρέστη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να κομίσει πληρεξούσιο του Β, και προβάλλει ως λόγο αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα, διότι δεν δόθηκε ο λόγος σε αυτόν πριν το δικαστήριο απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη.
Ερώτημα 1ο: Ποια η τύχη της αναίρεσης του Β;
Ο Α ασκεί και αυτός αναίρεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου για τους ακόλουθους λόγους:
α. Ότι στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημ/κείου συμμετείχε ο ίδιος Εισαγγελέας, που είχε παρασταθεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο.
β. Ότι στην καταδίκη στηρίχθηκε αποκλειστικά στην απολογία του συγκατηγορουμένου του Β κατά την αστυνομική προανάκριση.
γ. Ότι παρ' όλο που ήταν παρών, δεν απολογήθηκε.


Ερώτημα 2ο: Είναι βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης του Α;

 Ερώτημα 3ο: Αν κάποιος από τους λόγους αναίρεσης του Α είναι βάσιμος μπορεί να ληφθεί   υπόψη και  υπέρ του Β;


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2019  Κλιμάκιο Α (Α-Κ)

O Β δανείζει στον A το ποσό των 40.000 ευρώ και συντάσσουν ιδιωτικό συμφωνητικό σχετικά με τη συναλλαγή αυτή. Ο Α εξοφλεί εμπρόθεσμα το δάνειο και λαμβάνει από τον Β εξοφλητική απόδειξη με την υπογραφή του. Στη συνέχεια ο Β πεθαίνει. Οι δε κληρονόμοι του ανευρίσκουν το συμφωνητικό για το δάνειο και απευθύνονται προς τον Α ζητώντας να μάθουν αν τα χρήματα οφείλονται ακόμη. Ο Α, οποίος έχει απολέσει την εξοφλητική απόδειξη, προκειμένου να αποφύγει δικαστική διεκδίκηση των χρημάτων από τους κληρονόμους καταρτίζει νέα εξοφλητική απόδειξη πανομοιότυπη κατά περιεχόμενο με την απολεσθείσα στην οποία θέτει στην υπογραφή του Β και επιδεικνύει αυτήν στους κληρονόμους οι οποίοι μετά ταύτα πεισθέντες ότι η απαίτηση έχει εξαντληθεί παραλείπουν να εγείρουν απαίτηση του δανείου.
Στη συνέχεια ο Α έχοντας ανάγκη από χρήματα εκμεταλλεύεται το ζωγραφικό του ταλέντο και ζωγράφισε έναν πίνακα με θέμα η «τεθλιμμένη κόρη» στον οποίο θέτει την υπογραφή του γνωστού ζωγράφου Ζ, παραδίδει τον πίνακα αυτόν στον Γ, ιδιοκτήτη γκαλερί, προκειμένου αυτός να τον εκθέσει προς πώληση παριστώντας ψευδώς (Ο Α προς τον Γ) ότι ο πίνακας είναι έργο του Ζ. Ο Γ χωρίς καθόλου να ερευνήσει αν τούτο είναι αληθές εκθέτει τον πίνακα στην γκαλερί ως έργο του Ζ και τελικά πωλεί αυτόν στον φιλότεχνο Δ αντί του ποσού των 200.00 ευρώ το οποίο ο Γ παραδίδει στον Α. Μετά από μερικές ημέρες γεννώνται όμως αμφιβολίες στον Δ περί της γνησιότητας του πίνακα τις οποίες και εκφράζει στον Γ, ο οποίος τον παραπέμπει στον Α. Ο Α προσέρχεται στο Ζ τον οποίο και παρακαλεί να του υπογράψει βεβαίωση ότι ο πίνακας η «τεθλιμμένη  μάνα» είναι δικό του έργο. Ο Ζ έχει πράγματι ζωγραφίαει πίνακα με αυτό το θέμα, και για αυτό υπογράφει την βεβαίωση την οποία του υποβάλλει ο Α, χωρίς να ελέγξει προσεκτικά το περιεχόμενο της. Στην πραγματικότητα η βεβαίωση αφορά την «τεθλιμμένη κόρη», γεγονός το οποίο παρείδε ο Ζ παραπλανηθείς από τον Α. Ο Α παραδίδει τη βεβαίωση αυτή στον Δ, ο οποίος πείθεται έτσι ότι ο πίνακας στον οποίο αγόρασε είναι γνήσιος και μετά ταύτα παραλείπει να διεκδικήσει από τον Α το καταβληθέν τίμημα.

Ποινική ευθύνη Α

Κατά του Α ασκείται ποινική δίωξη για την υπόθεση του ζωγραφικού πίνακα και παραπέμπεται στο ακροατήριό του αρμόδιου δικαστηρίου το οποίο τον καταδίκασε σε κάθειρξη οκτώ ετών.
 Ο Α ασκεί έφεση με την οποία προβάλει το πρώτο μεταξύ άλλων: α) ότι η κλήση παράστασης στο δικαστήριο του επιδόθηκε μόλις δέκα μέρες πριν τη δικάσιμο β) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει επί του αιτήματος του να κληθεί ο Ζ ως μάρτυρας στη δίκη, προκειμένου να εξεταστεί επί της γνησιότητος του πωληθέντος πίνακα.

Τι θα αποφανθεί το δικαστήριο επί των παραπάνω λόγων εφέσεως.

Τελικώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδικάζει τον Α σε κάθειρξη έξι ετών. Ο τελευταίος ασκεί αναίρεση κατά της αποφάσεως ο δε Άρειος πάγος αναιρεί καθ’ ολοκληρίαν την απόφαση λόγω κακής σύνθεσης του δικάσαντος δικαστηρίου και παραπέμπει την υπόθεση του δευτεροβάθμιο δικαστήριο για νέα κρίση. Στην μετ’ αναίρεσιν δικάσιμο, ο Α δεν εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου, καίτοι έχει νομίμως κλητευθεί.

Τι θα πράξει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο;

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτέμβριος 2019  Κλιμάκιο Β (Λ-Ω) 

Ο Α αποφασίζει να φονεύσει την σύζυγό του Β διότι η τελευταία τον απατά. Προς τον σκοπό αυτό της επιτίθεται και προσπαθεί να τη στραγγαλίσει. Κατόπιν τούτου ο Α ανασπά μεταλλική ράβδο και επιχειρεί με αυτήν να της καταφέρει χτύπημα στην κεφαλή χωρίς όμως επιτυχία διότι Β αποφεύγει τα πλήγματα. Ο Α τότε ανασύρει εγχειρίδιο που κατείχε και την κυνηγά προκειμένου να τις καταφέρει με αυτό θανατηφόρα πλήγματα. πριν καταφέρει να την προσεγγίσει εμφανίζεται και ο εραστής της Γ. Τότε ο Α, αντιλαμβανόμενος την έλευση του τελευταίου, εγκαταλείπει την προσπάθεια θανάτωσης της Β και στρέφεται κατά του Γ και του καταφέρνει πλήγματα με το μαχαίρι του με σκοπό η θανάτωση του. Ο Γ πέφτει αιμόφυρτος και ο Α τον εγκαταλείπει νομίζοντας ότι είναι νεκρός, πράγμα που δεν αληθεύει. Ο Γ μεταφέρεται σε παρακείμενο νοσηλευτικό ίδρυμα και μετά από εργώδεις προσπάθειες των γιατρών διαφεύγει τον κίνδυνο ζωής πλην υφίσταται απώλεια αριστερού οφθαλμού. Ο Α, πληροφορηθείς τα γεγονότα, προσέρχεται στο νοσοκομείο και φονεύει τον Γ με το πιστόλι του.

Πώς θα αξιολογηθεί ποινικά όλη συμπεριφορά του Α;

Ο Α συλλαμβάνεται αμέσως μετά τη θανάτωση του Γ και αφού προηγουμένως δώσει στην αστυνομία ένορκη κατάθεση στην οποία ομολογεί την πράξη του, προσάγεται ενώπιον του εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί σε βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γ και παραγγέλλει την διενέργεια κύριας ανάκρισης.
Απολογούμενος ενώπιον του ανακριτή, ο Α ανακαλεί την ομολογία του ισχυρίζεται ότι θανάτωσε τον Γ ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας. Μετά την απολογία διατάσσεται η προσωρινή κράτηση του Α. Ακολούθως εμφανίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του ανακριτή η Β, η οποία καταθέτει ενόρκως ότι ο Α προσπάθησε να τη δολοφονήσει. Κατόπιν αυτού, ο ανακριτής καλεί τον Α σε συμπληρωματική απολογία για την απόπειρα ανθρωποκτονίας στο κατά της Β και επιβάλλει με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα στον Α τον περιοριστικό όρο της εγγυοδοσίας ποσού 100.000 ευρώ. Ο Α προσφεύγει κατά της διάταξης επιβολής του περιοριστικού όρου στο συμβούλιο πλημμελειοδικών επικαλούμενος οικονομική αδυναμία καταβολής της εγγύησης. Στην πρόταση του στο συμβούλιο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών προτείνει ότι πρέπει να επιβληθεί στον Α εγγυοδοσία ύψους 200.000 ευρώ αντί 100.000 ευρώ, επικαλούμενος τη σοβαρότητα του αδικήματος.
Ο Α υποβάλει πριν από την έκδοση του βουλεύματος υπόμνημα στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, στο οποίο ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα ακυρότητα διότι α) αν και ζήτησε να λάβει αντίγραφο της εισαγγελικής πρότασης προς το συμβούλιο, δεν ειδοποιήθηκε και β) ότι το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης δεν στηρίζεται στον νόμο.
Αξιολογήστε τη βασιμότητα των ισχυρισμών του Α.

Μετά την περάτωση της ανάκρισης, ο Α παραπέμπεται στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών για τις τελεσθείσες  σε βάρος των Β και Γ πράξεις. Ο Α ασκεί έφεση κατά του βουλεύματος για τους ακόλουθους λόγους:
Α) ότι παρανόμως ασκήθηκε η ποινική δίωξη για την ανθρωποκτονία του κατά του γ χωρίς να διενεργηθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση
Β) ότι δεν ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά της Β
Γ) το συμβούλιο ως προς την πράξη της ανθρωποκτονίας του γ έλαβε υπόψη την δοθείσα ενώπιον της αστυνομίας ένορκη ομολογία του Α.


Αξιολογήστε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων έφεσης.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2020 (Κλιμάκιο Α')

Ο Α γνωρίζει ότι ο γνωστός του έχει στο διαμέρισμα το οποίο μισθώνει ένα φορητό υπολογιστή κι ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε μετρητά. Προκειμένου να αποκτήσει τα αντικείμενα αυτά, ο Α τηλεφωνεί στο Β, ιδιοκτήτη του διαμερίσματος που μισθώνει ο Χ, και παριστάνοντας ότι είναι ο Χ, δηλώνει στο Β ότι απουσιάζει εκτός Ελλάδας, παρακαλεί δε το Β να εισέλθει στο μισθωμένο διαμέρισμα με το δεύτερο κλειδί που διαθέτει, να πάρει τον υπολογιστή και τα χρήματα και να τα παραδώσει στον φίλο του Α, που θα περάσει εντός ολίγου από την οικία του Β να τα παραλάβει. Ο Β ενεργώντας καλόπιστα και υπολαμβάνοντας ότι έχει όντως συνομιλήσει με τον Χ, εισέρχεται στο διαμέρισμα, βρίσκει έναν υπολογιστή και ένα φάκελο που περιέχει 1000 ευρώ, τα παίρνει μαζί του κι επιστρέφει στην οικία του. Ενώ ο Β αναμένει τον Α να παραλάβει τα αντικείμενα, αποφασίζει να κρατήσει τα μετρητά, και δηλώνει στον Α ότι δε βρήκε λεφτά, παρά μόνο τον υπολογιστή. τον οποίο και του παραδίδει. Όταν ο Χ μετά από μερικές ώρες, επιστρέφει στην οικία του και ανακαλύπτει ότι λείπουν τα χρήματα κι ο φορητός υπολογιστής, επικοινωνεί με τον Β, ο οποίος του δηλώνει ότι τα παρέδωσε στον Α "όπως του ζήτησε ο Χ". Ο Χ οργίιζεται πολύ με τη συμπεριφορά του Α, και την επόμενη μέρα παρακαλεί τον κοινό γνωστό τους Γ, ο οποίος είναι ακαταλόγιστος (πάσχει από σοβαρή ψυχική νόσο), να επιτεθεί κατά του Α και "να του μαυρίσει το μάτι". Ευθύς αμέσως, ο Γ συναντά στο δρόμο τον Α κι επιτίθεται κατά αυτού, ο δε Α (ο οποίος γνωρίζει το ακαταλόγιστο του Γ), ενώ μπορεί να διαφύγει τρέχοντας, γρονθοκοπεί τον Γ για να αποκρούσει την επίθεση του και του προκαλεί κάταγμα στο οστούν του βραχίονα. Ο ίδιος ο Α δεν υπέστη κάποια βλάβη από την επίθεση του Γ.
Ερώτημα 1: Αξιόποινο των Α, Β, Χ. 
Μετά τον τραυματισμό του Γ, επιλαμβάνεται αμέσως η Αστυνομία. Ο αστυνομικός Κ, που ερευνά την υπόθεση, εξετάζοντας τους Α και Χ, υποψιάζεται ότι το ελλείπον χρηματικό ποσό πρέπει να βρίσκεται στην οικία του Β. Αμέσως οι αστυνομικοί υπάλληλοι Λ και Μ επισκέπτονται την οικία του Β στην οποία διεξάγουν έρευνα και βρίσκουν το φάκελο με τα χρήματα. Μετά ταύτα, ο Β παραπέμπεται στο ακροατήριο, πλην όμως αθωώνεται σε πρώτο βαθμό. Κατά της αθωωτικής απόφασης ασκεί έφεση ο αρμόδιος εισαγγελέας, επικαλούμενος ότι : "από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, κι ειδικότερα των μαρτύρων που εξετάστηκαν, των εγγράφων που αναγνώστηκαν,και την απολογία του κατηγορουμένου προκύπτει με βεβαιότητα ότι πράγματι ο Β είχε εισέλθει στο διαμέρισμα του Χ, είχε πάρει τα χρήματα, τα οποία κι είχε κρατήσει κι επομένως είχε τελέσει την πράξη για την οποία κατηγορείτο". Τελικά ο Β καταδικάζεται από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ασκεί αναίρεση στην οποία για πρώτη φορά επικαλείται:
α)ότι κακώς ανεγνώσθη στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η έκθεση έρευνας που είχαν συντάξει οι αστυνομικοί Λ και Μ, οι οποίοι διενέργησαν έρευνα στο διαμέρισμα του.
β)ότι κακώς εξετάστηκε στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ο αστυνομικός Κ, ο οποίος διερεύνησε το συμβάν
γ)ότι η ασκηθείσα εισαγγελική έφεση δεν ήταν νομότυπη
Ερώτημα 2: Συνιστούν οι πλημμέλειες τις οποίες επικαλείται ο Β, βάσιμους λόγους αναιρέσεως;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2020 ( Κλιμάκιο Β')

Ο Κοσμάς (Κ) πλησιάζει σε σκοτεινό σημείο του δρόμου τον Τάκη (Τ) για να τον ληστέψει, τον απειλεί με το μαχαίρι του και του αρπάζει το πορτοφόλι, το οποίο περιείχε 800 ευρώ. Κατά την απομάκρυνση του Κ, ο Τ τον καταδιώκει φωνάζοντας του "φέρε πίσω τα λεφτά". Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ο Κ συναντά τυχαία στο δρόμο το φίλο του Παναγιώτη (Π), του πετά το πορτοφόλι του Τ, λέγοντας του : "κρύψ'τα μέχρι να ξεφύγω". Ο Π παίρνει μεν το πορτοφόλι με σκοπό να το φυλάξει για τον Κ, αλλά τον αντιλαμβάνεται ο Τ, ο οποίος στρέφεται εναντίον του κι επιχειρεί να του το πάρει. Τότε ο Π  του καταφέρνει ισχυρό χτύπημα με σκοπό να παρεμποδίσει την προσπάθεια του να του πάρει το πορτοφόλι κι εξαφανίζεται. Φοβούμενος ωστόσο ότι "έμπλεξε", κρύβει το κλοπιμαίο σε ακατοίκητο οίκημα, με σκοπό να το αναλάβει την επομένη και παριστάνει ψευδώς στον Κ ότι το έχασε ώστε να το κρατήσει ο ίδιος. Ο Κ τον πιστεύει και δεν επιμένει. Έχει τελέσει ο Π αξιόποινες πράξεις;

Κατά του Κ ασκείται ποινική δίωξη για ληστεία. κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προκύπτει ότι τα κλοπιμαία κατέληξαν στην κόρη του Κ, Εύα (Ε). Κατόπιν αυτού ο ανακριτής καλεί σε απολογία την Ε για την αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, κι επιβάλει σε αυτήν, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.Ερώτημα 1ο: Είναι νόμιμες οι πράξεις αυτές του Ανακριτή;

Μετά το πέρας της ανάκρισης ο Κ και η Ε παραπέμπονται με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών και σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών στο Μονομελές Εφετείο για ληστεία κι αποδοχή προϊόντων εγκλήματος αντίστοιχα. Την επόμενη της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, ο Κ ασκεί αίτημα ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών να κηρυχθεί η διαδικασία άκυρη, διότι, αν κι είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, ο Εισαγγελέας Εφετών παρέλειψε να τον ενημερώσει, ώστε να λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης προς τον Πρόεδρο Εφετών. Ερώτημα 2ο: Τι θα αποφασίσει το Συμβούλιο Εφετών;

Στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου ο Κ υποβάλλει αίτημα αναβολής δια του υιού του Μιχάλη, ο οποίος καταθέτει ενόρκως ότι ο πατέρας του είναι κλινήρης με πυρετό. Το αίτημα αναβολής απορρίπτεται για το λόγο ότι η ασθένεια δε βεβαιώνεται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, και κατόπιν ο Κ καταδικάζεται ερήμην σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών για ληστεία, ενώ η Ε καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης ενός έτους για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Μία μέρα μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, η μεν ε ασκεί έφεση, ο δε Κ υποβάλλει αίτηση ακύρωσης για το λόγο ότι κακώς απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής, διότι ήταν όντως ασθενής, όπως αποδεικνύεται με την πρώτη φορά προσκομιζόμενη βεβαίωση ασθένειας από νοσηλευτικό ίδρυμα. Η αίτηση ακυρώσεως του Κ απορρίπτεται από το Μονομελές Εφετείο. Ερώτημα 3ο: Ορθώς απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως;

Ο Κ ασκεί έφεση κατά της δικαστικής απόφασης 20 ημέρες μετά την έκδοση της και 5 πέντε μέρες μετά την έκδοση της απόφασης που απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως. Το Τριμελές Εφετείο απορρίπτει την έφεση του Κ ως εκπρόθεσμη, αλλά αθωώνει την Ε με το σκεπτικό ότι ο μάρτυρας Τ κατέθεσε ότι λόγω του σκότους και της ταραχής θεώρησε πεπλανημένα ότι υπήρξε θύμα ληστείας. Ο Κ ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου για το λόγο ότι παρανόμως απορρίφθηκε η αίτηση του ως εκπρόθεσμη κι αντί αυτού έπρεπε να αθωωθεί για τον λόγο που αθωώθηκε κι η Ε. Ερώτημα 4ο: Είναι βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης του Κ;


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2020 (Κλιμάκιο Α’)

Ο Α και ο Β εισέρχονται στο κοσμηματοπωλείο του Κ, προκειμένου να αφαιρέσουν κοσμήματα. Την ώρα που εξέρχονται από το κοσμηματοπωλείο με τα κοσμήματά τοποθετημένα σε τσάντες, εμφανίζεται ο Κ, και κινείται προς αυτούς για να τα πάρει πίσω. Αμέσως, ο Α και Β αποφασίζουν καθένας ξεχωριστά και χωρίς καμία συνεννόηση μεταξύ τους να επιτεθούν κατά Κ πυροβολώντας τον με τα όπλα τους για να τον σκοτώσουν και έτσι να κρατήσουν τα κοσμήματα. Ω Α ρίχνει και τις έξι σφαίρες που είχε στη διάθεσή του αλλά δεν πετυχαίνει τον Κ και ο Β ρίχνει τις τέσσερις από τις έξι σφαίρες που είχε χωρίς και αυτός να πετύχει τον Κ, καταλαμβάνεται όμως τότε από τύψεις και διακόπτει τους πυροβολισμούς. Μετά από αυτό και οι δύο αρχίζουν να τρέχουν και διαφεύγουν διατηρώντας τα κοσμήματα.
Ερώτημα 1: Ποια η ποινική ευθύνη των A και B.

Κατά των Α και Β ασκείται ποινική δίωξη και διατάσσεται τακτική ανάκριση μετά το πέρας της οποίας παραπέμπονται αμφότεροι με βούλευμα του Συμβουλίου πλημμελειοδικών στο ακροατήριό του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά του βουλεύματος ασκεί έφεση ο Α και προβάλλει ότι στην σύνθεση του Συμβουλίου πλημμελειοδικών συμμετείχε ως μη έδει (παράγραφος 2 άρθρο 305 ΚΠΔ) και ο Ανακριτής.
Ερώτημα 2: Τι θα αποφασίσει το συμβούλιο εφετών επί της έφεσης;

Τελικώς Α και Β καταδικάζονται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ασκούν αμφότεροι αναίρεση με την οποία προβάλλουν ότι κακώς δηλώθηκε παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας λόγω ηθικής βλάβης στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό για πρώτη φορά από τους κληρονόμους του Κ, ο οποίος είχε αποβιώσει κατά το στάδιο της προδικασίας.
Ερώτημα 3: Ιδρύεται βάσιμος λόγος αναιρέσεως από τα προβαλλόμενα με την αίτηση αναιρέσεως;
-----------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούνιος 2020 (Κλιμάκιο Β΄)

ΘΕΜΑΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ
Ο Α , συνέταιρος του πλούσιου Γ, πείθει τον πολύπειρο φίλο του Β να εισέλθει στην πολυτελή κατοικία του Γ από ένα μικρό παράθυρο του ισογείου, που ο Γ αφήνει πάντα ανοιχτό και να αφαιρέσει από το χρηματοκιβώτιο του γραφείου χρήματα και τιμαλφή αντικείμενα, τα οποία ο Α γνωρίζει από ακριτομυθίες του Γ ότι φυλάσσονται εκεί. Σύμφωνα με το σχέδιο που καταστρώνουν, ο Α θα μοιραστεί με τον Β την λεία, ενώ θα του αποκαλύψει και τον συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου όταν βρεθεί εντός της κατοικίας, καθώς τυχαίνει να τον γνωρίζει αφού πρόκειται για το ίδιο χρηματοκιβώτιο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα στην εταιρεία με τον Γ, πριν ο τελευταίος το πάρει σπίτι του για δική του αποκλειστικά χρήση. Πράγματι μία μέρα που ο Γ απουσίαζε σε επαγγελματικό ταξίδι, ο Β κατοπτεύει την κατοικία του και επειδή δεν βρίσκει ανοιχτό το παράθυρο του ισογείου εισέρχεται σε αυτήν ανοίγοντας την εξωτερική θύρα με ειδικό εργαλείο. Αμέσως μετά ο Β τηλεφωνεί στον Α, ο οποίος του αποκαλύπτει πράγματι τον συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου. Όμως όταν ο Β το ανοίγει δεν βρίσκει σε αυτό παρά έναν μικρό πίνακα μεγάλου Έλληνα Ζωγράφου τον οποίο Β αφαιρεί, αλλά σε σχετική ερώτηση του Α, ο Β απαντά ότι "δεν βρήκε τίποτα" στο χρηματοκιβώτιο. Ωστόσο, ο Α πληροφορείται αργότερα την πράξη του Β και του ζητάει εξηγήσεις. Τότε του αποκαλύπτει την πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο πίνακας είχε φιλοτεχνηθεί από την εκλιπούσα φιλότεχνη σύζυγό του Γ και ότι η αγοραία αξία του ήταν μηδαμινή, ενώ ήταν απλώς "συναισθηματική" για τον Γ. Αξιόποινο Α, Β.

ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης κατηγορούνται ως συναυτουργοί σε πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος που φέρονται να έχουν τελέσει με την από κοινού κατάρτιση πλάστης διαθήκης του θείου τους. Αμφότεροι κηρύσσονται ένοχοι σε πρώτο και δεύτερο βαθμό παρά το γεγονός ότι ο διορισθείς κατά την ανάκριση πραγματογνώμων γνωμοδότησε ότι διαθήκη τα γνήσια. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θεμελίωσε την καταδικαστική κρίση του σε ένορκη κατάθεσή του Γιώργου ως μάρτυρα κατά την προκαταρκτική εξέταση στην οποία ανέφερε ότι είχε πλαστογραφήσει τη διαθήκη μαζί με τον Παναγιώτη για να κληρονομήσουν τον θείο τους. Αμφότεροι ασκούν εμπρόθεσμα αίτηση αναίρεσης κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης προβάλλοντας τους κάτωθι λόγους:
ο Γιώργος (α) ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψιν κατάθεση του μάρτυρα και (β) το δικαστήριο οφείλει να τον αθωώσει συντασσόμενο με τη γνωμοδότηση πραγματογνώμονα.
ο Παναγιώτης ότι η απόφαση ήταν η αιτιολογημένη χωρίς να διευκρινίσει σε τι συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας. Παραδεκτό και βάσιμο αιτήσεων αναιρέσεως.

(ο χωρισμός των κλιμακίων, και τα περιορισμένα θέματα συμφώνως με την από 28/5/20 απόφαση (ΑΔΑ: ΨΜΛΓ46ΨΖ2Ν-ΥΝΞ) της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ)
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτεμβρίου 2020 (Κλιμάκιο Α-Κ): 

Ο Α αναχωρεί για διακοπές και παραδίδει έναν ζωγραφικό πίνακα αξίας 60.000 € στον Β για να τον φυλάει όσο θα λείπει (σύμβαση παρακαταθήκης). Ο Β, όμως, παριστώντας ψευδώς ότι είναι κύριος του πίνακα, πωλεί και μεταβιβάζει αυτόν αντί τιμήματος 60.000 € στον καλόπιστο Γ, ο οποίος αγνοεί ότι ο πίνακας ανήκει κατά κυριότητα στον Α. Έτσι ο Γ αποκτά κυριότητα επί του πίνακα με βάση τις διατάξεις για την καλόπιστη κτήση κινητού πράγματος (άρ. 1036 επ. Α.Κ.). Όταν ο Α επιστρέφει από τις διακοπές του και πληροφορείται τι έχει γίνει, επισκέπτεται τον Β και αξιώνει να του παραδώσει ο Β κοσμήματα και έργα τέχνης αξίας 60.000 €. Επειδή ο Β αρνείται, ο Α τον γρονθοκοπεί για να μπορέσει να του αποσπάσει τα πράγματα αυτά. Από τα χτυπήματα προκαλούνται πολλαπλά κατάγματα, πράγμα το οποίο επιδιώκει ο Α, λόγω των οποίων ο Β πρέπει να παραμείνει για μακρό χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο. Ο Α, όμως, δεν προλαβαίνει να αφαιρέσει τα κινητά του Β, διότι συλλαμβάνεται από Αστυνομικούς οι οποίοι επεμβαίνουν.

Ερώτημα 1ο: Ποινική ευθύνη των Α και Β.

Μετά την έξοδο από το Νοσοκομείο, ο Β παραπέμπεται στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών σε σχέση με την πώληση του πίνακα στον Γ. Κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ασκεί προσφυγή, η οποία απορρίπτεται από τον Εισαγγελέα Εφετών ως εκπρόθεσμη, και δη ως ασκηθείσα την 11η ημέρα μετά την επίδοση σε αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος. Όμως ο Εισαγγελέας Εφετών είχε παραβλέψει ότι η 10η ημέρα ήταν αργία και επομένως η προσφυγή δεν είχε ασκηθεί εκπροθέσμως.

Ερώτημα 2ο: Τι μπορεί να κάνει ο Β σε σχέση με το ζήτημα αυτό;

Ο Β καταδικάζεται σε 1ο και 2ο βαθμό. Ασκεί αναίρεση και προβάλλει ότι ο Α παρέστη στο ακροατήριο για την υποστήριξη της κατηγορίας το πρώτον στον 2ο βαθμό.

Ερώτημα 3ο: Ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το παραπάνω γεγονός; 

Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο:

1. Η υπεξαίρεση του πίνακα από τον Β

Ο Β, δυνάμει συμβάσεως παρακαταθήκης, ευρίσκεται, ως θεματοφύλακας, στην κατοχή ενός ξένου κινητού πράγματος. Η πώληση του πίνακα από τον Β στον Γ συνιστά ιδιοποίηση αυτού, διότι έχει το αντικειμενικό νόημα της οριστικής απώλειας του πίνακα για τον Α. Συνεπώς ο Β τελεί υπεξαίρεση και με δεδομένο ότι ο πίνακας έχει αξία 60.000 €, πρόκειται για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρ. 375 παρ. 1 εδ. α΄ Π.Κ. 2η περίπτωση). Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του εδ. β΄ της παρ. 1, δεδομένου ότι α) η ιδιότητα του θεματοφύλακα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εκεί αναφερομένων ιδιοτήτων (εντολοδόχου, μεσεγγυούχου, διαχειριστή ξένης περιουσίας κ.λπ.) και επομένως η εφαρμογή του εδαφίου αυτού στην υπό κρίσιν περίπτωση θα συνιστούσε απαγορευμένη αναλογία και β) η παράδοση του πίνακα από τον Α, ο οποίος αναχωρεί για διακοπές, στον Β δεν συνιστά εμπίστευση λόγω ανάγκης.

 

2. Η συμπεριφορά του Β έναντι του Γ

Θα πρέπει να ερευνηθεί εν προκειμένω αν ο Β τελεί απάτη εις βάρος του Γ. Ο Β προβαίνει στην ψευδή παράσταση ότι είναι κύριος του πίνακα, παραπλανά τον Γ και πείθει αυτόν να προβεί σε περιουσιακή διάθεση, καταβάλλοντας 60.000 € για την απόκτησή του. Είναι ζήτημα, όμως, αν ο Γ υφίσταται περιουσιακή βλάβη, δεδομένου ότι αποκτά έναν πίνακα ίσης αξίας προς τα χρήματα που κατέβαλε, και επιπροσθέτως αποκτά και την κυριότητα του πίνακα, έστω και με βάση τις διατάξεις για την καλόπιστη κτήση κυριότητας κινητού παρά μη κυρίου. Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, γινόταν δεκτό ότι υπάρχει περιουσιακή βλάβη του Γ διότι η κυριότητα του πίνακα βαρύνεται με «ηθικό στίγμα». Και σήμερα, όμως, θεωρείται ότι ο Γ υφίσταται περιουσιακή βλάβη, δεδομένου ότι είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο να αμφισβητήσει ο Α την καλή του πίστη και εντεύθεν την κυριότητά του επί του πίνακα. Κατ’ αυτή τη θεωρία, το ενδεχόμενο να αμφισβητηθεί η κυριότητα του Γ επί του πίνακα επιδρά στη δυνατότητα του Γ να μεταπωλήσει αυτόν και τελικά επιδρά στην αγοραία αξία του πίνακα: Πιο εύκολα πωλείται ένας πίνακας του οποίου δεν αμφισβητείται η κυριότητα από έναν πίνακα του οποίου η κυριότητα είναι εκτεθειμένη σε αμφισβήτηση. Στη δεύτερη περίπτωση η αμφισβήτηση αυτή επιδρά στην αγοραία αξία του και έτσι ο πίνακας, αν πωληθεί, θα πωληθεί σε χαμηλότερη αξία. Η μείωση αυτή της αξίας συνιστά την περιουσιακή βλάβη του Γ.

Συνεπώς ο Β τελεί απάτη εις βάρος του Γ.

 

3. Η συρροή της υπεξαιρέσεως και της απάτης

Δεδομένου ότι με την ίδια πράξη της πωλήσεως του πίνακα, τελείται τόσο η ιδιοποίηση του πίνακα όσο και η απάτη, έπεται ότι τα δύο εγκλήματα συρρέουν μεταξύ τους κατ’ ιδέαν. Η συρροή αυτή είναι αληθής κατ’ ιδέαν, καθώς από τα δύο εγκλήματα προκαλούνται δύο διαφορετικές βλάβες, στον Α και τον Γ.

 

4. Το αξιόποινο του Α

Γενικές αρχές

Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 29 του νέου Π.Κ. για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, «στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η πρόκληση του οποίου τιμωρείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, τότε η ποινή αυτή επιβάλλεται στον αυτουργό ή στο συμμέτοχο μόνο αν το αποτέλεσμα οφείλεται τουλάχιστον σε αμέλειά τους, εφ’ όσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη».

Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 29 Π.Κ. προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα που προκαλείται από το βασικό έγκλημα θα πρέπει να τυποποιείται και αυτοτελώς στον νόμο, ως έγκλημα αμελείας. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να συγκροτήσει εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα κατά την έννοια του άρθρου 29 Π.Κ.

Περαιτέρω προβλέπεται ρητά στη νέα διάταξη ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα που προκαλείται από την τέλεση του βασικού εγκλήματος πρέπει να οφείλεται «τουλάχιστον σε αμέλεια». Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των εκ του αποτελέσματος διακρινομένων εγκλημάτων εφαρμόζονται όχι μόνο όταν το βαρύτερο αποτέλεσμα επέρχεται από αμέλεια του δράστη, αλλά και όταν και όταν ο δράστης έχει δόλο για την πρόκλησή του («μη γνήσια» εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα).

Επίσης, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 29 Π.Κ., όπως συνάγεται από τη ρήτρα σχετικής επικουρικότητας που περιέχεται σε αυτή, οι διατάξεις για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα (γνήσια ή μη γνήσια) τότε μόνο δεν εφαρμόζονται, όταν η  πράξη τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη, π.χ. με βάση τις ρυθμίσεις περί της κατ’ ιδέαν συρροής του βασικού εγκλήματος και του (εκ δόλου ή εξ αμελείας) προκαλουμένου βαρύτερου αποτελέσματος. Με τη ρύθμιση αυτή του νέου Π.Κ. αποφεύγονται οι αξιολογικές αντινομίες οι οποίες μπορούσαν να προκύψουν όταν η εφαρμογή των κανόνων της κατ’ ιδέαν συρροής οδηγούσε σε χαμηλότερη ποινή από την ποινή του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος.

 

Σε ό,τι αφορά την απόπειρα του εκ του αποτελέσματος διακρινομένου εγκλήματος, η νέα διάταξη της παρ. 3 του άρ. 42 Π.Κ. προβλέπει ότι «αν ο υπαίτιος απόπειρας ενός εγκλήματος που τιμωρείται βαρύτερα όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα (άρθρο 29), προκαλέσει με υπαιτιότητά του το αποτέλεσμα αυτό, τιμωρείται με την ποινή του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 83, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη».

Με τη διάταξη αυτή επιλύεται η διαμάχη η οποία υφίστατο υπό τον προϊσχύσαντα Π.Κ. σχετικά με τη μεταχείριση της απόπειρας του εκ του αποτελέσματος διακρινομένου εγκλήματος και προβλέπεται ότι στην περίπτωση που το βασικό έγκλημα μείνει στο στάδιο της απόπειρας, αλλά επέλθει το βαρύτερο αποτέλεσμα, τότε επιβάλλεται η ποινή του εκ του αποτελέσματος διακρινομένου εγκλήματος, ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ.

Δεδομένου ότι στη διάταξη προβλέπεται ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα πρέπει να έχει προκληθεί «με υπαιτιότητα» του δράστη, συνάγεται ότι η διάταξη εφαρμόζεται τόσο στα γνήσια εκ του αποτελέσματος εγκλήματα (στα οποία το βαρύτερο αποτέλεσμα προκαλείται από αμέλεια του δράστη) όσο και στα μη γνήσια (στα οποία το βαρύτερο αποτέλεσμα οφείλεται σε δόλο του δράστη).

Τέλος, και στη ρύθμιση του άρ. 42 παρ. 3 περιέχεται ρήτρα σχετικής επικουρικότητας και επομένως η διάταξη αυτή εφαρμόζεται εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη, π.χ. με βάση τις διατάξεις για την κατ’ ιδέαν συρροή της απόπειρας του βασικού εγκλήματος και του εκ δόλου ή εξ αμελείας προκαλουμένου βαρύτερου αποτελέσματος. Για να διαπιστώσουμε, επομένως, αν θα πρέπει να εφαρμοσθεί η ρήτρα αυτή θα συγκρίνουμε: α) αφ’ ενός μεν την ποινή της απόπειρας του εκ του αποτελέσματος διακρινομένου εγκλήματος (δηλ. την ποινή που προβλέπεται για το έγκλημα αυτό, μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83), β) αφ’ ετέρου δε την συνολική ποινή που θα μπορούσε να σχηματισθεί, κατ’ άρ. 94 παρ. 2 Π.Κ., σε περίπτωση κατ’ ιδέαν συρροής της απόπειρας του βασικού εγκλήματος και της (εκ δόλου ή εξ αμελείας) προκλήσεως του βαρύτερου αποτελέσματος

Στην προκειμένη περίπτωση ισχύουν τα ακόλουθα:

α. Τέλεση απόπειρας ληστείας από τον Α

Ο Α αποπειράται να αφαιρέσει κινητά πράγματα από την κατοχή του Β, τα οποία ανήκουν στην κυριότητα του τελευταίου. Για επιτύχει τον σκοπό του αυτόν, γρονθοκοπεί τον Β και του προκαλεί σωματική βλάβη, ώστε να κάμψει την αντίστασή του. Το γρονθοκόπημα και η σωματική βλάβη, την οποία προκαλεί, συνιστούν άσκηση σωματικής βίας κατά προσώπου και επομένως ο Α τελεί απόπειρα ληστείας κατά του Β.

Επισημαίνεται ότι συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου της ληστείας, δηλ. ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης. Το γεγονός ότι ο Α έχει αξίωση αποζημιώσεως ύψους 60.000 € κατά του Β από την προηγηθείσα υπεξαίρεση του πίνακα, δεν του χορηγεί αξίωση επί των συγκεκριμένων κοσμημάτων και έργων τέχνης, τα οποία επιδιώκει να αφαιρέσει, και επομένως δεν αίρεται το παράνομο της σκοπουμένης  ιδιοποιήσεως.

Τέλος, δεδομένου ότι ο Α συνελήφθη από αστυνομικούς προτού αφαιρέσει τα κινητά του Β, έχει τελέσει απόπειρα ληστείας.

β. Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης

Περαιτέρω, η προκληθείσα στον Β σωματική βλάβη συνιστά βαριά σωματική βλάβη, δεδομένου ότι από τα προκληθέντα κατάγματα ο Β παρέμεινε για μακρό χρονικό διάστημα στο Νοσοκομείο και επομένως η σωματική βλάβη «τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιήσει το σώμα (…) του» (βλ. άρ. 310 παρ. 2 Π.Κ.). Δεδομένου δε ότι, κατά το πρακτικό, ο Α επεδίωκε την  πρόκληση των τραυμάτων αυτών, πρόκειται για σκοπουμένη βαριά σωματική βλάβη (άρ. 310 παρ. 1 εδ. β΄ Π.Κ.).

γ. Εφαρμογή των άρθρων 29, 42 παρ. 3 και 380 παρ. 2 Π.Κ., στην προκειμένη περίπτωση

Για την περίπτωση που η απόπειρα ληστείας έχει βαρύτερο αποτέλεσμα θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης τίθεται θέμα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 380 παρ. 2 Π.Κ. σε συνδυασμό με τις νέες ρυθμίσεις των άρθρων 29 και 42 παρ. 3 Π.Κ.

Κατόπιν αυτών προκύπτουν τα ακόλουθα: Από την πράξη της απόπειρας ληστείας προκλήθηκε στον Β το προβλεπόμενο στο άρ. 380 παρ. 2 βαρύτερο αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης. Η πράξη της σωματικής βλάβη τιμωρείται και ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, στο άρθρο 314 Π.Κ., άρα η διάταξη του άρ. 380 παρ. 2 προβλέπει ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα επί του οποίου μπορούν να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των άρ. 29 και 42 παρ. 3 Π.Κ.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την παρ. 3 του άρ. 42  είναι εμφανές ότι η πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης οφείλεται «σε υπαιτιότητα» του Α, και δη σε άμεσο δόλο α΄ βαθμού του Α (επιδίωξη). Επομένως, είναι κατ’ αρχήν εφαρμοστέα η παρ. 3 του άρ. 42, η οποία προβλέπει την επιβολή της ποινής του άρ. 380 παρ. 2 μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ., εκτός αν η συγκεκριμένη πράξη τιμωρείται βαρύτερα «κατ’ άλλη διάταξη».

«Άλλη διάταξη» θα μπορούσε συνιστά η ρύθμιση του άρθρου 94 παρ. 2 Π.Κ. περί της αληθούς κατ’ ιδέαν συρροής α) της απόπειρας του βασικού εγκλήματος της ληστείας (παρ. 1 του άρ. 380 Π.Κ. σε συνδ. με άρ. 42, 83 Π.Κ.) και β) της σκοπουμένης βαριάς σωματικής βλάβης του άρθρου 310 παρ. 1 εδ. β΄ Π.Κ. Πλην όμως:

1) Αφ’ ενός μεν το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα της ληστείας της παρ. 2 του άρ. 380 Π.Κ. τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή. Επομένως η απόπειρα αυτού τιμωρείται, κατά το άρ. 83 Π.Κ., με κάθειρξη μέχρι 15 έτη (5-15 έτη) ή στερητική της ελευθερίας ποινή 2 έως 8 ετών (και δυνητικά χρηματική ποινή).

2) Αφ’ ετέρου δε α) το βασικό έγκλημα της ληστείας, κατά την παρ. 1 του άρ. 380 Π.Κ., τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη (=μέχρι 15 έτη) και χρηματική ποινή, και επομένως η απόπειρα αυτού τιμωρείται, κατά το άρ. 83 Π.Κ., με στερητική της ελευθερίας ποινή 2 έως 8 ετών (και δυνητικά χρηματική ποινή), ενώ β) η βαριά σκοπουμένη σωματική βλάβη τιμωρείται κατά το άρθρου 310 παρ. 1 εδ. β΄ Π.Κ. με κάθειρξη μέχρι 10 έτη. Συνεπώς, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 94 παρ. 2 Π.Κ., η επιβλητέα ποινή στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο του είδους της ποινής, δηλαδή τα 15 έτη καθείρξεως (βλ. άρ. 52 παρ. 2 Π.Κ.). Επομένως, η εφαρμογή των κανόνων της κατ’ ιδέαν συρροής δεν οδηγεί στην προκειμένη περίπτωση σε βαρύτερη ποινική μεταχείριση, σε σχέση με την εφαρμογή της απόπειρας του άρ. 380 παρ. 2 Π.Κ. και επομένως εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρ. 380 παρ. 2 Π.Κ. σε συνδυασμό με το άρ. 42 παρ. 3.

Συνεπώς, ο Α είναι τιμωρητέος για απόπειρα εκ του αποτελέσματος διακρινομένης ληστείας (άρ. 380 παρ. 2 σε συνδ. με άρ. 43 παρ. 2 και άρ. 83 Π.Κ.).


Δικονομικό Δίκαιο:

1. Η εσφαλμένη απόρριψη της προσφυγής του Β

Ο Εισαγγελέας Εφετών απέρριψε εκ πλάνης την προσφυγή του Β ως εκπρόθεσμη.  Για την περίπτωση αυτή το άρ. 325 ΚΠΔ προβλέπει ότι όταν η προσφυγή ασκείται εκπρόθεσμα δεν εφαρμόζονται ο διατάξεις των άρ. 322 και 323 ΚΠΔ. Αν όμως ο ασκών την προσφυγή έχει αντιρρήσεις κατά της απορρίψεως της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, μπορεί να τις προβάλει μόνο στο δικαστήριο που δικάζει. Συνεπώς ο Β θα προβάλει στο ακροατήριο του δικαστηρίου τις αντιρρήσεις του κατά της απορρίψεως της προσφυγής ως εκπρόθεσμης. Το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή οφείλει, σύμφωνα με τη ρύθμιση το άρθρου 325, να δεχθεί τις αντιρρήσεις και να κηρύξει τη συζήτηση απαράδεκτη ωσότου αποφανθεί επί της προσφυγής ο Εισαγγελέας Εφετών.

2. Η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας στον 2ο βαθμό

Κατά τη διάταξη του άρθρου 67 παρ. 1 ΚΠΔ η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας μπορεί να γίνει το αργότερο ώσπου να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Η παράσταση όμως αυτή πρέπει να δηλωθεί υποχρεωτικά ήδη στον 1ο βαθμό. Αν η παράσταση δηλωθεί το πρώτον στον 2ο βαθμό, τότε ο κατηγορούμενος αποκτά έναν αντίδικο-υποστηρικτή της κατηγορίας  το πρώτον στην κατ’ έφεσιν δίκη και έτσι επέρχεται (έμμεση) χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, η οποία απαγορεύεται κατά το άρ. 470 ΚΠΔ. Όταν επέρχεται η χειροτέρευση αυτή, τότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του και καθιστά την απόφασή του αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ΄ ΚΠΔ. Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως.

Από μερίδα της νομολογίας υποστηρίζεται η άποψη ότι η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας το πρώτον στον δεύτερο βαθμό επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ’ αρ. 171 παρ. 3 Κ.Π.Δ. (παρά τον νόμο παράσταση του υποστηρικτή της κατηγορία στο ακροατήριο) και έτσι ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ. Και αυτή η απάντηση γίνεται δεκτή.

 -----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεμπτεμβρίου 2020 (Κλιμάκιο Κ-Ν):

Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο: Ο Αντώνης χτυπά µε σιδηρολοστό στο κεφάλι τον Βασίλη τραυµατίζοντας τον σοβαρά αποδεχόµενος ακόµη και την πιθανότητα θανάτου του Βασίλη. Ο Βασίλης µεταφέρεται αµέσως στο νοσοκοµείο, όπου συνδέεται µε µηχάνηµα υποστήριξης των ζωτικών λειτουργιών του. ΄Ύστερα από µερικές ώρες το µηχάνηµα παύει να λειτουργεί και ο Βασίλης πεθαίνει . Η διακοπή λειτουργίας του µηχανήµατος οφείλεται αποκλειστικά στην παράλειψη του αρµόδιου υπαλλήλου Σωτήρη να ενεργήσει τον τακτικό περιοδικό έλεγχο του µετασχηµατιστή παροχής ενέργειας, που πρέπει να διενεργείται ανά εξάµηνο. ∆ιαπιστώνεται ότι, αν το µηχάνηµα λειτουργούσε αδιάλειπτα, οι πιθανότητες του Βασίλη να επιζήσει θα ήταν 70 %. Μετά τον θάνατο του Βασίλη, ο Φίλιππος εισέρχεται στο δωµάτιο που βρίσκονται τα ρούχα και προσωπικά αντικείµενα του Βασίλη και αφαιρεί το πορτοφόλι του, το οποίο τοποθετεί στον χαρτοφύλακά του. Γίνεται όµως αντιληπτός από τον φύλακα Χαρίλαο, ο οποίος τον ακινητοποιεί και ειδοποιεί τον υπεύθυνο ασφαλείας του νοσοκοµείου. Να αξιολογηθεί η το αξιόποινο του Αντώνη, του Σωτήρη και του Φίλιππου.

 

 ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ: Για την πληρότητα της απάντησης θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: 1. Ο Αντώνης έχει τελέσει βαριά σωµατική βλάβη κατά του Βασίλη. Έχει ενδεχόµενο δόλο τέλεσης ανθρωποκτονίας Ανάλογα µε την απάντηση που θα δοθεί στο δεύτερο ζήτηµα έχει τελέσει απόπειρα ανθρωποκτονίας ή (πιθανότερο) ανθρωποκτονία. Σε κάθε περίπτωση, η ανθρωποκτονία/απόπειρα ανθρωποκτονίας απορροφά την βαριά σωµατική βλάβη.

 2. Σφάλµα του συντηρητή Σωτήρη που συνίσταται σε παράλειψη Ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση που πηγάζει από το νόµο/σύµβαση Το ζήτημα µπορεί να αντιμετωπισθεί ως διακοπή αιτιώδους συνάφειας (λόγω της παρεμβολής της αμελούς συμπεριφοράς του συντηρητή) ή, ορθότερα, ως θέμα αντικειμενικού καταλογισμού. Υπάρχει όμως αμέλεια του συντηρητή που να συνδέεται αιτιωδώς µε το αποτέλεσμα που επήλθε; (θάνατος του Βασίλη). Υποθετική αιτιότητα: Διαφορετικές απόψεις: Α) Κατά την κρατούσα άποψη απαιτείται πιθανότητα εγγίζουσα τη βεβαιότητα. ∆εν υπάρχει εδώ άρα όχι ανθρωποκτονία από αμέλεια του Σωτήρη. Β) Άλλες απόψεις απαιτούν πολύ µμεγάλη πιθανότητα ή σημαντική αύξηση της πιθανότητας] και οδηγούν σε κατάφαση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Αν ακολουθήσει κανείς την άποψη ότι δεν υπάρχει ανθρωποκτονία από αμέλεια του Σ, τότε ανθρωποκτονία µε πρόθεση που τέλεσε ο Αντώνης (αυτός ο κίνδυνος πραγματώθηκε). Αν ο θάνατος αποδίδεται στην αμέλεια του Σωτήρη, ανθρωποκτονία από αμέλεια του Σωτήρη και απόπειρα ανθρωποκτονία; του Αντώνη.

3. ∆εν υπάρχει κατοχή του Βασίλη στο πορτοφόλι μετά τον θάνατό του . Αν γίνει δεκτή κατοχή των υπευθύνων του νοσοκομείου, τότε κλοπή. Αν δεν υπάρχει κατοχή σε κανέναν, τότε υπεξαίρεση σε βάρος των κληρονόµων, που δεν ασκούν φυσική κατοχή. Και στις δύο περιπτώσεις, τελειωµένη πράξη , αφού ο Φίλιππος µε την τοποθέτηση του πορτοφολιού θεµελιώνει δική του δική του κατοχή (σφαίρα εξουσίας).

 

Δικονομικό Δίκαιο: Ο Αρίστος και ο ∆ηµήτρης κατηγορούνται για κλοπή κατά συναυτουργία σε βαθµό κακουργήµατος. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθµό ο Αρίστος καταδικάζεται σε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών, ενώ ο ∆ηµήτρης κηρύσσεται αθώος. Ο εισαγγελέας εφετών ασκεί έφεση κατά της αθωωτικής διάταξης της απόφασης προβάλλοντας ως λόγο ότι «το δικαστήριο δεν εκτίµησε ορθά τις αποδείξεις». Ο Αρίστος ασκεί επίσης έφεση κατά της καταδικαστικής διάταξης της απόφασης για τον ίδιο λόγο. Κατά τη δίκη στο δεύτερο βαθµό ο Αρίστος επικαλείται άλλοθι ισχυριζόµενος ότι κατά τον χρόνο της κλοπής βρισκόταν στο σπίτι φίλου του, ο οποίος εξεταζόµενος ως µάρτυρας επιβεβαιώνει τον ισχυρισµό του. Ο ∆ηµήτρης κληθείς από το δικαστήριο να απολογηθεί είπε ότι προτιµά να σιωπήσει. Το δικαστήριο κηρύσσει αµφοτέρους ενόχους, χωρίς να απαντήσει στον ισχυρισµό που προέβαλε ο Αρίστος και αιτιολογώντας την κρίση του για τον ∆ηµήτρη µε την άρνησή του να απολογηθεί.

Ερωτάται: 1. Ήταν παραδεκτές οι εφέσεις του εισαγγελέα και του Αρίστου κατά της πρωτοβάθµιας απόφασης; 2. Ήταν ορθή η αιτιολογία της δευτεροβάθµιας απόφασης;

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Η έφεση του εισαγγελέα δεν ήταν παραδεκτή, διότι ήταν αναιτιολόγητη. Η έφεση του εισαγγελέα δεν ήταν ειδικά και εµπεριστατωµένα αιτιολογηµένη, όπως απαιτεί το άρθρο 487 ΚΠ∆. Ειδικότερα θα πρέπει να αναφέρονται στην έκθεση εφέσεως τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προκύπτει η ενοχή και επιπρόσθετα να αντικρούεται µε συλλογισµούς και αναφορά των αποδεικτικών µέσων η αθωωτική κρίση της εκκαλουµένης . 2. Αντίθετα η έφεση του Αρίστου ήταν παραδεκτή, διότι, κατά τη θεωρία και τη νοµολογία, για το παραδεκτό της έφεσης του κατηγορουµένου αρκεί η επίκληση της εσφαλµένης εκτίµησης των αποδείξεων από το δικαστήριο. 3. Η προβολή άλλοθι έχει αντιµετωπιστεί από τη νοµολογία άλλοτε ως αυτοτελής και άλλοτε ως αρνητικός της κατηγορίας. Υπό την πρώτη εκδοχή έπρεπε να απαντηθεί ειδικά ο σχετικός ισχυρισµός του Αρίστου, οπότε η αιτιολογία δεν είναι ορθή. Υπό τη δεύτερη εκδοχή δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισµού. Ευρύτερη ανάπτυξη του ζητήµατος συναντούµε στις Θεµελιώδεις Έννοιες, σελ. 497-498, όπου ο Ανδρουλάκης υποστηρίζει ότι ο δικαστής οφείλει να απαντήσει όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισµούς, που έχουν ένα minimum πραγµατικής στήριξης . 4. Σε ό,τι αφορά τον ∆ηµήτρη, η αιτιολογία δεν είναι ορθή γιατί ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα σιωπής. Η άσκησή του δεν µπορεί να αξιοποιηθεί εις βάρος του. (άρθρο 104 παρ. 3 ΚΠ∆)


----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σεπτεμβρίου 2020 (Κλιμάκιο Ξ-Ω)

Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο

Ο πιανίστας Π, που πρόκειται να δώσει ένα ρεσιτάλ σε μία επαρχιακή πόλη, αισθάνεται απογοητευμένος, διότι τα τοπικά ΜΜΕ δεν αναγνωρίζουν το ταλέντο του. Προκειμένου να προσελκύσει ακροατές, αναρτά σε τοπική ιστοσελίδα συνοικεσίων αγγελία στην οποία αναγράφεται ότι ευπαρουσίαστη και πλούσια χήρα αναζητεί σύζυγο, στους δε ενδιαφερόμενους ορίζει συνάντηση στον τόπο του ρεσιτάλ. Συνολικά απαντούν και προσέρχονται 160 ενδιαφερόμενοι, οι οποίοι και αγοράζουν ισάριθμα εισιτήρια προς 50 ευρώ έκαστο. Ο Π ουδόλως ενδιαφέρεται για κέρδος από το ρεσιτάλ, αλλά μόνον να αναγνωριστεί το ταλέντο του.

Ερωτάται: Έχει τελέσει απάτη ο Π ή όχι;

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΕΛ. 148-149 ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ κ. ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

 

Δικονομικό Δίκαιο

Κατά τη διάρκεια του ρεσιτάλ οι θεατές Α και Β διαπληκτίζονται και ο Α γρονθοκοπεί τον Β. Ο παριστάμενος θεατής Γ συλλαμβάνει τον Α. Ο Α οδηγείται στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα, όπου ο Β υποβάλλει έγκληση κατά του Α για απλή σωματική βλάβη (άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ). Στο Αυτόφωρο Μονομελές Πλημ/κείο η υπόθεση αναβάλλεται κατ’ άρθρο 352 ΚΠΔ, προκειμένου να προσέλθει ο ουσιώδης μάρτυρας Γ. Στη μετ’ αναβολή δικάσιμο ο Β δηλώνει για πρώτη φορά ότι παρίσταται για υποστήριξη της κατηγορίας κατά του Α, ο οποίος καταδικάζεται τελικά από το Μονομελές Πλημ/κείο σε ποινή φυλάκισης 30 ημερών. Ο Α ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης για απόλυτη ακυρότητα, διότι ο Β παρανόμως δήλωσε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας για πρώτη φορά στη μετ’ αναβολήν δικάσιμο. Ενώπιον του Αρείου Πάγου ο Β ανακαλεί την έγκληση κατά του Α.

Ερωτάται:

Α. Είχε δικαίωμα ο Γ να συλλάβει τον Α;

Η σύλληψη είναι παράνομη πριν από την υποβολή έγκλησης για έγκλημα κατ’ έγκληση διωκόμενο (άρθρο 275 παρ. 2)

Β. Είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης; Ασκεί επιρροή η ανάκληση της έγκλησης;

Δεν είναι δυνατόν να δηλωθεί υποστήριξη της κατηγορίας στην αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις γιατί έχει ήδη αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (άρθρο 67 παρ. 1). Όμως απόλυτη ακυρότητα επιφέρει κατ’ άρθρο 171 παρ. 3 μόνο η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του υποστηρίζοντος την κατηγορία και όχι άλλες διαδικαστικές πλημμέλειες της δήλωσης. Η ανάκληση της έγκλησης είναι αδιάφορη, διότι επιτρέπεται μέχρι την δημοσίευση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (άρθρο 55 παρ. 2). 

 -----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιουνίου 2021 (Κλιμάκιο Κ-Ν)

Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο

Ο Άρης, φίλος της Ηλέκτρας, εκμεταλλευόμενος την μακρά απουσία της στο εξωτερικό, δίνει το κλειδί του σπιτιού της στον Διομήδη και τον πείθει να εισέλθει με αυτό στην κατοικία της και να αφαιρέσει από το κομοδίνο του υπνοδωματίου τα κοσμήματά της και «όσα χρήματα βρει σε αυτό». Ο Διομήδης προσπαθεί την επόμενη νύχτα να εισέλθει στην κατοικία της Ηλέκτρας, αλλά επειδή αυτό είναι αδύνατο με το (προφανώς λάθος) κλειδί που του έδωσε ο Άρης, σκαρφαλώνει στο παράθυρο του μπάνιου, το σπάει και εισέρχεται από αυτό στο σπίτι. Στο σαλόνι του τραβούν την προσοχή δύο μικροί πίνακες του Μόραλη κι επειδή εκτιμά ότι εάν τους πωλήσει θα κερδίσει τουλάχιστον 100.000 ευρώ για τον καθένα, τους αποσπά και τους μεταφέρει στο αυτοκίνητό του ( στην πραγματικότητα πρόκειται για φθηνά αντίγραφα). Στην συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι για να πάρει και τα πράγματα από το κομοδίνο, ανακαλύπτει όμως ότι εκεί δεν υπάρχει τίποτα από όσα του είπε ο Άρης και τότε σπεύδει να φύγει. Κατά την έξοδό του από το σπίτι τον βλέπει ωστόσο ο Ορέστης, γείτονας της Ηλέκτρας, κι ενώ ο Διομήδης μπαίνει στο αυτοκίνητό κι ετοιμάζεται να φύγει, ο Ορέστης παρατηρεί ότι σ’ αυτό υπάρχουν οι πίνακες της Ηλέκτρας. Τότε προλαβαίνει και τρυπάει με τον σουγιά του τα λάστιχα του αυτοκινήτου του Διομήδη και τον ακινητοποιεί. Πώς θα αξιολογηθούν οι πράξεις του Άρη, του Διομήδη και του Ορέστη;

Δικονομικό Δίκαιο

Οι Α και Β συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω να τελούν εκβίαση σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος του Ε. Οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι, αφού λαμβάνουν απολογίες τους, τους προσάγουν στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί εις βάρος τους ποινική δίωξη για εκβίαση που τελέστηκε από κοινού. Ακολούθως ο Ανακριτής λαμβάνει απολογίες από τον Α και Β αλλά και τον Γ, για τον οποίο προκύπτουν ενδείξεις ενοχής για την ίδια πράξη. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται την τέλεση της πράξης και με κοινή αίτησή τους ζητούν από τον ανακριτή την κλήση αυτόπτων μαρτύρων που κατονομάζουν, αλλά ο ανακριτής δεν απαντά στο αίτημά τους. Μετά την περάτωση της ανάκρισης οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται με βούλευμα στο αρμόδιο δικαστήριο με την κατηγορία της εκβίασης από κοινού. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκούν έφεση οι Β και Γ προβάλλοντας ως λόγο την παράλειψη του ανακριτή να απαντήσει στο αίτημά του για κλήση των αυτόπτων μαρτύρων. Ασκεί επίσης έφεση ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών προβάλλοντας ως λόγο ότι κακώς ασκήθηκε δίωξη κατά του Γ.

Ερωτάται:

Α. Είναι παραδεκτή η έφεση των κατηγορουμένων Β και Γ; Είναι παραδεκτός και βάσιμος ο λόγος της;

Β. Αν γίνει η έφεση αυτή δεκτή, θα ωφεληθεί ο Α;

Γ. Είναι παραδεκτή η έφεση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών; Είναι παραδεκτός και βάσιμος ο λόγος της;


----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φεβρουάριος 2023 (Κλιμάκιο Κ-Ν)

Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

Ο Αλέξανδρος επισκέπτεται το κατάστημα πώλησης κινητών τηλεφώνων του Ιωάννη για να αγοράσει μία συσκευή που φέρει το σήμα της γνωστής εταιρείας PERFECT η οποία, όπως αναγράφεται στην βιτρίνα, πωλείται στην «τιμή ευκαιρίας» των 399€ έναντι 780€, που πωλείται συνήθως. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «ανώνυμη» συσκευή αξίας 40€, στην οποία ο έμπορος Ιωάννης έχει επικολλήσει ετικέτα της εταιρείας PERFECT. Αποχωρώντας λίγο αργότερα, ο Αλέξανδρος δέχεται την παρενόχληση των Φώτη και Σάββα. Ο μεν Φώτης, τον απασχολεί ζητώντας του δήθεν ποσό για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ ο Σάββας αφαιρεί από την τσάντα του Αλέξανδρου την θήκη με το κινητό τηλέφωνο. Όταν μετά από λίγο ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται τι συνέβη, αρχίζει να φωνάζει «πιάστε τους, μου πήραν το κινητό», τρέχοντας προς την κατεύθυνση των Φώτη και Σάββα. Σε βοήθειά του σπεύδει η Κατερίνα, η οποία βλέποντας τον Γρηγόρη που διασχίζει τρέχοντας την διάβαση, τον εκλαμβάνει ως δράστη της αξιόποινης πράξης που επιχειρεί να διαφύγει και τον χτυπά στα πόδια με ένα καρότσι, προκαλώντας του κάταγμα. Ενώ η Κατερίνα ετοιμάζεται να χτυπήσει τον Γρηγόρη και πάλι στο κεφάλι, ο Σάββας για να ξεφύγει ευκολότερα, αλλά και για να παραστήσει τον αμέτοχο, καλόπιστο τρίτο, την σπρώχνει και την ρίχνει στο έδαφος προκαλώντας της επιφανειακό τραύμα στο δεξί χέρι και έτσι ο Γρηγόρης αποφεύγει το χτύπημα στο κεφάλι. Μέσα στην γενική αναστάτωση, ο Σάββας εξαφανίζεται και αργότερα συναντά τον Φώτη στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης.

Να εξετασθεί η ποινική ευθύνη των εμπλεκόμενων προσώπων.

Δεν εξετάζονται ζητήματα ειδικών ποινικών νόμων και γενικότερα αξιόποινων πράξεων που δεν περιλαμβάνονται στην εξεταστέα ύλη.

Δικονομικό ποινικό δίκαιο

Ο Α υποβάλλει έγκληση κατά του Β ζητώντας την ποινική δίωξή του για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης η οποία διενεργείται χωρίς να κληθεί ο Β για παροχή εξηγήσεων, ασκεί ποινική δίωξη κατά του Β για την υπεξαίρεση παραγγέλλοντας κύρια ανάκριση. Ο ανακριτής, αφού εξετάζει μάρτυρες, καλεί τον Β σε απολογία. Αυτός αρνείται την κατηγορία και ζητεί να κληθούν από τον ανακριτή και να εξετασθούν τρεις νέοι μάρτυρες που έχουν άμεση γνώση της υπόθεσης. Αυτός δεν απαντά στο αίτημά του. Μετά το τέλος της απολογίας εκδίδει με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών διάταξη προσωρινής κράτησης του Β, διότι κρίνει ότι από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του συνάγεται πως, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Μετά την περάτωση της ανάκρισης το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει τον Β να δικαστεί στο αρμόδιο δικαστήριο με την κατηγορία της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος του Α. Ο Β ασκεί έφεση κατά του βουλεύματος προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1.      Ότι κακώς δεν κλήθηκε για παροχή εξηγήσεων στην προκαταρκτική εξέταση

2.      Ότι δεν απαντήθηκε από τον ανακριτή το αίτημά του για κλήση και εξέταση μαρτύρων

3.      Ότι κακώς διατάχθηκε η προσωρινή κράτησή του.

Είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι λόγοι αυτοί;

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ιούλιος 2023 (Κλιμάκιο Κ-Ν)

Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

Ο Νικόλας απογοητευμένος που ο υπέργηρος παππούς του δεν θα τον δει πτυχιούχο πριν κλείσει τα μάτια, συζητά την ατυχία του με τον φίλο του Χαρίλαο, επαγγελματία γραφίστα. Ο Χαρίλαος συγκινημένος του προτείνει αντί 50 ευρώ να κατασκευάσει στον ειδικό εκτυπωτή του ένα πτυχίο Νομικής, αποκλειστικά και μόνον προκειμένου ο Νικόλας να το δείξει στον παππού του «για να φύγει ήσυχος». Ο Νικόλας δέχεται και του δίνει 50 ευρώ. Ωστόσο, αντί να το δείξει μόνον στον παππού του, έχει εξ αρχής σκοπό να το χρησιμοποιήσει για να γραφτεί ως ασκούμενος δικηγόρος στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. 

Λίγες μέρες αργότερα συναντά τυχαία την Ελένη που τον κορόιδευε για τις συνεχείς αποτυχίες του στις εξετάσεις και εκνευρισμένος αποφασίζει να της δώσει ένα μάθημα. Την αρπάζει από το πουκάμισο και φορώντας στο χέρι σιδηρογροθιά της λέει απειλητικά: «με θυμάσαι;». Ενώ ετοιμάζεται να την χτυπήσει στο πρόσωπο, παρεμβαίνει ο Παύλος, ο οποίος αρπάζει ένα κεραμικό βάζο πό το μαγαζί του Σωτήρη και το σπάει στο κεφάλι του Νικόλα, πριν αυτός χτυπήσει την Ελένη. Ο Νικόλας λατεβάζει το χέρι του και ξαφνιασμένος αρχίζει να παραπατά, έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος. Η Ελένη παρά ταύτα, εμφανώς τρομοκρατημένη, του δίνει μια γερή σπρωξιά και ο Νικόλας πέφτει άτσαλα στο πεζοδρόμιο. Τελικά το χτύπημα του Παύλου του προξενεί μόνον μώλωπες στο κεφάλι αλλά η πτώση του στο πεζοδρόμιο έχει ως αποτέλεσμα να υποστεί ρήξη χιαστών. Μέσα στο συνωστισμό, ο Φίλιππος αφαιρεί το πορτοφόλι του Παύλου και απομακρύνεται διακριτικά. Ερευνώντας το περιεχόμενο του πορτοφολιού διαπιστώνει ότι αυτό ανήκει στον γιο της δασκάλας που είχε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του. Συγκινημένος προσέρχεται στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, όπου παραδίδει το πορτοφόλι. 


Να αξιολογηθεί η ποινική ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων προσώπων. 


Δικονομικό ποινικό δίκαιο


Κατά των Αριστείδη, Βελισάριου και Γρηγόρη ασκείται ποινική δίωξη για απόπειρα απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος κατόπιν εγκλήσεως του Θεόκτιστου. Ο αρμόδιος ανακριτής εκδίδει αμέσως ένταλμα σύλληψης κατά των Αριστείδη και Βελισάριου χωρίς να τους κλητεύσει σε απολογία και παρά την αντίθετη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Μετά τη σύλληψη και απολογία των Αριστείδη και Βελισάριου, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτοί υπέδειξαν τον Γρηγόρη ως αποκλειστικό υπαίτιο του αδικήματος, εκδίδονται εντάλματα προσωρινής κράτησής τους. Στη συνέχεια η ανάκριση περατώνεται χωρίς ο ανακριτής να καλέσει τον Γρηγόρη σε απολογία. 


Ερώτημα 1: Σχολιάστε τις ενέργειες του ανακριτή. 

Τελικώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει μόνο τους Αριστείδη και Βελισάριο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ως συναυτουργούς κακουργηματικής απάτης. Κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ασκεί έφεση ο Αριστείδης επικαλούμενος ως λόγους α) ότι τα ψευδή γεγονότα που φέρεται να παρέστησε σαν αληθινά ανάγονται στην πραγματικότητα στο μέλλον και β) ότι δεν κλήθηκε από τον ανακριτή προκειμένου «να υπογράψει το τυπικό πέρας της ανάκρισης». 

Το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτει την έφεση. 


Ερώτημα 2: Σχολιάστε το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. 

Οι Αριστείδης και Βελισάριος καταδικάζονται από το Τριμελές Εφετείο και ξανά από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων για απάτη. Κατά της απόφασης ασκεί αναίρεση μόνο ο Αριστείδης, για τον λόγο ότι α) ο Θεόκτιστος δήλωσε ότι παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας για πρώτη φορά ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου και β) ο εισαγγελέας της έδρας καταφέρθηκε στην αγόρευσή του εναντίον του Αριστείδη χαρακτηρίζοντάς τον «απόβρασμα της κοινωνίας που του αξίζει να σαπίσει στη φυλακή». 


Ερώτημα 3: Είναι βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης; Αν ναι, θα ωφελήσουν και τον Βελισάριο που δεν άσκησε αναίρεση; 

3 σχόλια:

  1. Σεπτέμβριος 2017 Α' κλιμάκιο

    Η Βασιλική επιθυμεί διακαώς να παντρευτεί γιατρό και να δημιουργήσει μαζί του οικογένεια. Ο Μάριος συστήνεται στην Βασιλική ως αριστούχος πτυχιούχος της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος υπηρετεί ως ειδικευμένος παθολόγος ιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο και αμέσως συνάπτουν δεσμό. Ενόψει του γάμου τον οποίο προγραμματίζουν, η Βασιλική μετά από παραινέσεις του Μάριου, μεταβιβάζει με δωρεά στον Μάριο το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι έναν επαγγελματικό χώρο στο Κολωνάκι αξίας 200.000€, προκειμένου ο Μάριος να στεγάσει σε αυτόν το μελλοντικό του ιατρείο, όταν λάβει την ειδικότητα του παθολόγου. Λίγους μήνες μετά η Βασιλική υποπτευόμενη ότι κάτι δεν πάει καλά με το επάγγελμα του Μάριου, αναθέτει σε ντετέκτιβ να παρακολουθεί κρυφά και (παράνομα) το τηλέφωνό του. Από υποκλαπείσα τηλεφωνική συνομιλία του Μάριου με την Ευδοκία, η Βασιλική διαπιστώνει ότι ο Μάριος ουδέποτε είχε λάβει πτυχίο από την Ιατρική Σχολή. Το πτυχίο το οποίο αυτός κατείχε, του το είχε προμηθεύσει η Ευδοκία η οποία και το κατήρτισε κατόπιν προτροπής του Μάριου, ο οποίος για τον σκοπό αυτό κατέβαλε στην Ευδοκία το ποσό των 10.000€, θέτοντας επί αυθεντικού εντύπου της σχολής τις υπογραφές ανύπαρκτων προσώπων, στην θέση που προορίζεται για τις υπογραφές του Πρύτανη, του Προέδρου και του Γραμματέα της σχολής. Την δραστηριότητα αυτή ασκούσε κατά σύστημα η Ευδοκία, έχοντας αποκομίζει έτσι συνολικά οφέλη της τάξης των 80.000€. Σημειώνεται ότι:
     Ο Μάριος για την πρόσληψη του ως ειδικευμένος γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο, υπέβαλε και το ως άνω «πτυχίο» της ιατρικής σχολής και βάσει αυτού διορίσθηκε
     Ο Μάριος από την εργασία του ως ειδικευμένος γιατρός, είχε λάβει από μισθούς μέχρι την στιγμή που τον ανακάλυψε η Βασιλική, το συνολικό ποσό των 60.000€
     Δεδομένου ότι ο Μάριος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ιατρικές γνώσεις, στο νοσοκομείο του ανετίθετο μόνο απλές βοηθητικές εργασίες και όχι αυτές τις οποίες θα μπορούσε να εκτελέσει ένας ειδικευόμενος γιατρός.
    Μόλις η Βασιλική πληροφορείται την δραστηριότητα του Μάριου και της Ευδοκίας, τους καταγγέλλει στον Εισαγγελέα συνυποβάλλοντας και αντίγραφο από την υποκλαπείσα συνομιλία.

    Ο εισαγγελέας αμέσως λαμβάνει την καταγγελία, ασκεί ποινική δίωξη κατά της Ευδοκίας και του Μάριου, παραγγέλνοντας προανάκριση. Ο Ανακριτής καλεί αρχικώς την Ευδοκία ως μάρτυρα, η οποία καταθέτει ενόρκως εις βάρος του Μάριου, επιβεβαιώνοντας ως προς αυτόν το περιεχόμενο της καταγγελίας της Βασιλικής. Αρνείται όμως την δική της συμμετοχή. Εν τέλει ο ανακριτής, καλεί και εξετάζει ως κατηγορούμενους τον Μάριο και την Ευδοκία. Αμφότεροι αρνούνται τις κατηγορίες. Ο Μάριος ζητά ειδικότερα να μην χρησιμοποιηθεί η μαγνητοφωνημένη συνομιλία με την Ευδοκία, ενώ η τελευταία ζητά της αξιοποίηση αυτής υποστηρίζοντας ότι με το περιεχόμενο της, θα αποδειχθεί η αθωότητα της. Μετά την περάτωση της ανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει τους Μάριο και Ευδοκία να δικαστούν για κακουργήματα ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Για να καταλήξει στην κρίση του το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του την ένορκη κατάθεση της Ευδοκίας, όχι όμως και την συνομιλία της με τον Μάριο, την οποία θεώρησε παράνομο αποδεικτικό μέσο. Κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ασκούν έφεση, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι. Η Ευδοκία προβάλλει ως λόγους την συνεκτίμηση της κατάθεσης της ως επιβαρυντικού στοιχείου για την ίδια καθώς και την μη λήψη υπόψη της συνομιλίας της με τον Μάριο. Ο Μάριος προβάλλει ως λόγους έφεσης την άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση όπως και την λήψη υπόψη εις βάρος του της ένορκης κατάθεσης της Ευδοκίας.

    Ερωτάται:
    Α) Ποινική ευθύνη του Μάριου και της Ευδοκίας (να μην ερευνηθεί το αξιόποινο της τηλεφωνικής υποκλοπής)
    Β) Είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι λόγοι έφεσης που προέβαλαν ο Μάριος και η Ευδοκία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θέματα ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ Σεπτέμβριος 2019(α' κλιμάκιο) κατά προσέγγιση:

    Ο Β δανείζει στον Α 40.000€. Ο Α του επιστρέφει τα χρήματα και ο Β καταρτίζει εξοφλητική απόδειξη και τη δίνει στον Α. Ο Β πεθαίνει και οι κληρονόμοι ρωτούν τον Α αν έχει εξοφλήσει το δάνειο. Ο Α, που έχασε την εξοφλητική απόδειξη, καταρτίζει μια ίδια και βάζει την υπογραφή του Β. Την επιδεικνύει στους κληρονόμους του Β, για να μην μπλέκει με δικαστήρια. Αυτοί πείθονται και δεν ζητούν τα χρήματα.
    Ο Α, επειδή χρειάζεται χρήματα, εκμεταλλεύεται το ταλέντο του και ζωγραφίζει πίνακα, στον οποίο βάζει την υπογραφή του γνωστού ζωγράφου Ζ. Δίνει στον Γ, συλλέκτη, τον πίνακα, ώστε ο τελευταίος να τον εκθέσει στην γκαλερί του προς πώληση. Ο φιλότεχνος Δ αγοράζει τον πίνακα για 200.000€ τα οποία παραδίδει στον Γ και αυτός στον Α. Μερικές μέρες μετά, γεννώνται στον Δ αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα του πίνακα. Ο Γ παραπέμπει τον Δ στον Α. Ο Α τότε καταρτίζει βεβαίωση που λέει ότι ο πίνακας "η τεθλιμμένη κόρη" είναι του Ζ και την πηγαίνει στον Ζ ώστε να την υπογράψει, λέγοντας του ότι αναφέρεται στον πίνακα "η τεθλιμμένη μάνα" που είναι πράγματι του Ζ. Αυτός δεν προσέχει και υπογράφει την βεβαίωση. Ο Α επιδεικνύει την βεβαίωση στον Δ και τον πείθει ότι ο πίνακας που αγόρασε ο τελευταίος είναι του Ζ.
    ΕΡΩΤΗΜΑ 1: Αξιόποινο του Α.

    Κατά του Α ασκείται ποινική δίωξη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τού επιβάλλει ποινή κάθειρξης 8 ετών. Κατά της απόφασης αυτής ο Α προβάλλει τους εξής λόγους έφεσης:
    α) Η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο επιδόθηκε στον Α μόλις 10 μέρες πριν την δικάσιμο.
    β) Το Δικαστήριο δεν απάντησε σε αίτημα του Α να προσέλθει ως μάρτυρας ο Ζ προς απόδειξη της γνησιότητας του πίνακα.
    ΕΡΩΤΗΜΑ 2: Τι θα αποφασίσει το Δικαστήριο ως προς τους λόγους έφεσης;

    Στη δίκη ενώπιον του Εφετείου επιβάλλεται στον Α κάθειρξη 6 ετών. Η υπόθεση φτάνει στον Άρειο Πάγο μετά από άσκηση αναίρεσης από τον Α. Η απόφαση αναιρείται λόγω κακής σύνθεσης του Εφετείου. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Εφετείο. Ο Α δεν εμφανίζεται στην δικάσιμο ενώπιον του Εφετείου.
    ΕΡΩΤΗΜΑ 3: Τι πρέπει να πράξει το Εφετείο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θέματα Σεπτεμβρίου 2023 (Κλιμάκιο Κ-Ν)

    Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
    Ο Βασίλης υπάλληλος γραφείου, έχει "βάλει στο μάτι" το χρυσό ρολόι του συναδέλφου του Δημήτρη, αξίας 35,000€, και αποφασίζει με την πρώτη ευκαιρία που θα τον πετύχει μόνο του, να τον ακινητοποιήσει υπό την απειλή όπλου και να του το αφαιρέσει. Εκθέτει το σχέδιο του στον φίλο του Γιάννη, ο οποίος αμέσως του λέει ότι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο και πολύ πρόχειρα σχεδιασμένο, και ότι πιθανόν θα συλληφθεί. Τον πείθει αντ'αυτού να περιμένει τη στιγμή που ο Δημήτρης θα βγάλει το ρολόι από το χέρι του και να του το αφαιρέσει με προσοχή. Έτσι την επομένη, όταν ο Δημήτρης κάποια στιγμή βγάζει και αφήνει το ρολόι στο τραπεζάκι, ο Βασίλης γρήγορα και με προσεκτικές κινήσεις, χωρίς να γίνει αντιληπτός, το βάζει στην τσέπη του. Στη συνέχεια βγαίνει από το γραφείο, πηγαίνει στο απέναντι γκαράζ, όπου βρίσκεται σταθμευμένο το αυτοκίνητο του, και κρύβει το ρολόι σε μία εσωτερική θήκη στο αυτοκίνητο. Επιστρέφοντας ωστόσο στη θέση του, μισή ώρα πιο μετά, βλέπει τον προϊστάμενο Αλέξανδρο να έρχεται προς το μέρος του, με αυστηρό ύφος. Φοβούμενος ότι έγινε αντιληπτός, του δίνει (του Αλέξανδρου) μια γροθιά στο μάτι, σπάζοντας του τα γυαλιά, και φεύγει τρέχοντας από το γραφείο, προς το αυτοκίνητο του, με το οποίο εξαφανίζεται. Ο Αλέξανδρος, που στην πραγματικότητα είχε δει τον Βασίλη απλώς να λείπει από τη θέση του για αρκετή ώρα, και ήθελε να του κάνει παρατήρηση, μόλις συνέρχεται, αντιλαμβάνεται ότι ένα μικρό θραύσμα από τα σπασμένα του γυαλιά είναι καρφωμένο λίγα εκατοστά δίπλα από το δεξί του μάτι, και συνειδητοποιεί ότι θα μπορούσε να είχε χάσει την όραση του.
    Αξιολογείστε ποινικώς τις πράξεις των Βασίλη και Γιάννη.

    Ποινική Δικονομία
    Ο Αναξίμανδρος καταθέτει έγκληση σε βάρος του Θεόκλητου, Μάκη και Gerhard, για κακουργηματική απάτη. Ο εισαγγελέας παραγγέλνει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Στο πλαίσιο της τελευταίας, ο αρμόδιος πταισματοδίκης καλεί προς παροχή εξηγήσεων τους Θεόκλητο και Μάκη. Ωστόσο, παραλείπει την κλήτευση του (Ελβετού υπηκόου και κατοίκου Ζυρίχης) Gerhard, επειδή η μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας δεν είναι εφικτή λόγω έλλειψης χρημάτων για την πληρωμή του μεταφραστή. Ο εισαγγελέας, στον οποίο επιστρέφει η δικογραφία, ασκεί την ποινική δίωξη κατά όλων των εγκαλουμένων, με την παραγγελία κύριας ανάκρισης.
    Ερωτάται 1: Μπορούσε να παραλειφθεί η κλήση προς παροχή εξηγήσεων του Gerhard; Μπορεί ο Gerhard να προσβάλει την τελευταία ως άνω ενέργεια του εισαγγελέα;

    Μετά το πέρας της ανάκρισης, οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, όπου καταδικάζονται όλοι σε κάθειρξη 7 ετών, ασκούν δε αυθημερόν έφεση. Κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων η υπόθεση αναβάλλεται κατόπιν σχετικού αιτήματος του Θεόκλητου, λόγω κωλύματος του συνηγόρου του Ευγένιου. Στη μετ'αναβολή δικάσιμο εμφανίζεται ο Ευγένιος, ο οποίος ζητεί αναβολή λόγω ασθένειας του Θεόκλητου, δηλώνοντας ότι δεν έχει εξουσιοδότηση για να τον εκπροσωπήσει. Το Πενταμελές Εφετείο απορρίπτει το αίτημα αναβολής και ακολούθως και την έφεση του Θεόκλητου ως ανυποστήρικτη.
    Ερωτάται 2: Ορθώς έπραξε το Πενταμελές Εφετείο;

    Κατά τη συνέχεια της συζήτησης ο Μάκης ζητεί να αναβληθεί η υπόθεση, προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ο μάρτυρας Τάσος, ο οποίος αν και κλητεύθηκε από τον εισαγγελέα, δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Το δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα, αναγιγνώσκει την προδικαστική κατάθεση του Τάσου και βασιζόμενο σε αυτήν καταδικάζει τους κατηγορούμενους σε ποινή κάθειρξης 6 ετών. Ο Μάκης ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης για το λόγο ότι παρανόμως αναγνώστηκε η ένορκη κατάθεση του Τάσου.
    Ερωτάται 3: Είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης; Αν ναι, θα ωφελήσει και τον Gerhard, που δεν άσκησε αναίρεση;

    ΑπάντησηΔιαγραφή