Β) Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος για τους λόγους αναίρεσης;
Φεβρουάριος 2015 - Κλιμάκιο Α' (Γιαννίδης, Δημάκης, Λιούρδη, Διονυσοπούλου)
Αφού ο Α παραπέμπεται στο ακροατήριο, ασκούν πολιτική αγωγή για πρώτη φόρα οι κληρονόμοι του Χ για ηθική ικανοποίηση του Χ, ο οποίος είχε αποβιώσει. Ο Α ζητεί να αποκλειστούν από τη διαδικασία. Ο Α ασκεί ένσταση στο δικαστήριο γιατί κατά τη διάρκεια της προδικασίας ο μάρτυρας Μ κατέθεσε χωρίς να ορκιστεί. Ο μάρτυρας Ν αν και έχει κλητευθεί, δεν εμφανίζεται από απείθεια στο δικαστήριο, παρ' όλα αυτά διαβάζεται η κατάθεση του, αν και ο Α αντέτεινε.
Ερωτάται:
1) Αξιόποινο Α, Β, Γ.
2) Είναι παραδεκτή η άσκηση της πολιτικής αγωγής;
3) Τι θα αποφανθεί το δικαστήριο για την ένσταση του Α;
4) Είναι νόμιμη η ανάγνωση της κατάθεσης του Ν;
Η διατύπωση του θέματος αποδίδεται κατά προσέγγιση.
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2015 - Κλιμάκιο Β' (Μυλωνόπουλος, Αναγνωστόπουλος, Λίβος, Τζαννετής)
Ο Α, αφού διασκέδασε με φίλους του στην ταβέρνα του Β, όπου κατανάλωσαν εδέσματα και ποτά, αρνείται να πληρώσει το λογαριασμό (πράγμα που δεν είχε αποφασίσει εξ αρχής) επειδή πιστεύει ότι είναι υπερβολικός και αποχωρεί. Τότε ο Β απευθυνόμενος στους σερβιτόρους Γ και Δ, τους δείχνει τον Α και τους λέγει: «ποιος από σας θα πάει να του δείξει;». Αμφότεροι οι Γ και Δ προθυμοποιούνται, οπότε ο Β απευθυνόμενος στον Γ του λέγει: «θα πας εσύ». Ο Γ ακολουθεί τον Α και σε μικρή απόσταση από την ταβέρνα τον αρπάζει, του καταφέρει χτύπημα από το οποίο προκαλείται κάταγμα στην κλείδα και του αφαιρεί ακριβώς τα χρήματα του λογαριασμού (450 ευρώ) και επί πλέον 50 ευρώ «για να μάθει να μην το ξανακάνει». Μετά τη ανάρρωση του Α, ο Ε, φίλος του τελευταίου, του λέγει: «θέλεις να πάω και 'γω να σπάσω στο ξύλο τον Β;». Ο Α δέχεται και τότε ο Ε τελεί σε βάρος του Β απλή σωματική βλάβη.
Ερωτάται:
α) Ευθύνεται ο Β για ό,τι έπραξε σε βάρος του Α;
β) Ο Γ, κατηγορούμενος για επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος του Α, ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται διότι ακόμη και αν δεν είχε πάει αυτός, θα είχε πάει ο Δ. Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του;
γ) Ευθύνεται ο Α για την πράξη του Ε, εν όψει του ότι ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να τελέσει την πράξη;
Μετά από έγκληση του Β ο Ε παραπέμπεται στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης με κλητήριο θέσπισμα, το οποίο επιδίδεται σε αυτόν πέντε ημέρες πριν την ορισθείσα δικάσιμο. Ο Ε δεν εμφανίζεται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και καταδικάζεται ερήμην σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, η οποία μετατρέπεται προς 10 ευρώ ημερησίως.
Ο Ε ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης πέντε ημέρες μετά την επίδοσή της σε αυτόν με αποστολή τηλεγραφήματος στο γραμματέα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Την επομένη της ασκήσεως της εφέσεως ο Ε συλλαμβάνεται σε εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης.
Ερωτάται:
α) Νομίμως καταδικάστηκε ερήμην o Ε;
β) Είναι νόμιμη η σύλληψη του Ε;
γ) Με ποιον τρόπο μπορεί ο Ε να επιδιώξει την μη καταβολή του ποσού της μετατροπής μέχρι να κριθεί η έφεσή του κατά της πρωτόδικης απόφασης;
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απορρίπτει την έφεση του Ε ως ανυποστήρικτη, έχοντας προηγουμένως απορρίψει αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο αδελφός του Ε με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε το προβληθέν κώλυμα εμφάνισης του Ε (απουσία στο εξωτερικό). Ο Ε ασκεί κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αίτηση ακύρωσης επικαλούμενος αποδεικτικά στοιχεία (εισιτήριο, απόδειξη διαμονής στο ξενοδοχείο) από τα οποία προέκυπτε ότι πράγματι απουσίαζε στο εξωτερικό.
Ερωτάται:
Ποια η τύχη της αιτήσεως ακυρώσεως του Ε;
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2015 ( Κλιμάκιο Α' - Γιαννίδης, Λιούρδη, Δημάκης, Διονυσοπούλου)
Ιούνιος 2015 (Κλιμάκιο Β' - Μυλωνόπουλος, Λίβος, Τζαννετής, Ανδρουλάκης)
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2015 (Κλιμάκιο Α')
Η Ευδοκία διαφημίζεται στο διαδίκτυο ως έχουσα μεταφυσικές ικανότητες να διαγιγνώσκει όλες τις παθήσεις αγγίζοντας τους ασθενείς στο στέρνο, και εν συνεχεία να τις θεραπεύει, έναντι αμοιβής. Στην πραγματικότητα, η Ευδοκία συνεργάζεται με τον Νίκο, ο οποίος είναι υπάλληλος στον τομέα μηχανογράφησης δημοσίου ασφαλιστικού ταμείου, έχει πρόσβαση στα αρχεία των ασθενώς και πληροφορεί την Ευδοκία για τις παθήσεις και τη λαμβανομένη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών-πελατών της Ευδοκίας. Η Βάσια, πάσχουσα από ένα σοβαρό νόσημα, αφελής αλλά και απελπισμένη, επισκέπτεται την Ευδοκία, η οποία, έχοντας λάβει από τον Νίκο τα πλήρη στοιχεία του ιατρικού φακέλου-ιστορικού της, αφού δήθεν "διέγνωσε" σωστά το πρόβλημα υγείας της αγγίζοντας την και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη της, την πείθει να παρακολουθήσει 5 θεραπευτικές "συνεδρίες" και να της προκαταβάλει συνολικά 35.000 ευρώ ως αμοιβή, υποσχόμενη την πλήρη θεραπεία της. Η Βάσια, όμως, παραδίδει στην Ευδοκία 35.000 ευρώ σε παραχαραγμένα χαρτονομίσματα.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θεραπευτικής "συνεδρίας" η Ευδοκία δίνει στη Βάσια να πιεί ένα μείγμα φυτικών βοτάνων το οποίο παρουσιάζει ως θαυματουργό φάρμακο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για απλά χόρτα του βουνού, χωρίς καμμία θεραπευτική ιδιότητα. Η Βάσια, όμως, λόγω της ασθένειάς της δεν ενδείκνυται να λαμβάνει κάποιο από τα συστατικά του μείγματος και πίνοντάς το παθαίνει αλλεργικό σοκ και πέφτει σε κώμα, συνέπεια την οποία η Ευδοκία δεν προέβλεψε, αλλά και δεν μπορούσε να προβλέψει, λόγω ελλείψεως ιατρικών γνώσεων. Επισημαίνεται ότι ο μέσος συνετός ιατρός θα γνώριζε ότι αντενδείκνυται να χορηγηθούν παρόμοια συστατικά σε ασθενή όπως η Βάσια. Μόλις επέρχεται το σοκ της Ευδοκίας τρομοκρατημένη τηλεφωνεί στον Νίκο, τον ενημερώνει ότι κινδυνεύει η ζωή της Βάσιας και τον ρωτά τι να κάνει. Αυτός της λέγει να εξαφανισθεί για να μην την πιάσουν και να αφήσει την Βάσια στην τύχη της. Η Ευδοκία τελικώς μεταφέρει με το αυτοκίνητο της τη Βάσια και την αφήνει έξω από το τμήμα επειγόντων περιστατικών ενός Νοσοκομείου απ' όπου εξαφανίζεται χωρίς να γίνει αντιληπτή. Αντίθετα, οι ιατροί του Νοσοκομείου αντιλαμβάνονται τη Βάσια και την περιθάλπουν. Έτσι αυτή διαφεύγει τον θάνατο, αλλά παραμένει μια βαρύτατη εγκεφαλική βλάβη, η οποία της στερεί την πνευματική της διαύγεια.
Κατά της Ευδοκίας και του Νίκου ασκείται δίωξη και διατάσσεται τακτική ανάκριση, καλούνται δε αυτοί από τον ανακριτή σε απολογία. Ενώπιον του ανακριτή εμφανίζεται η δικηγόρος Ματίνα, εφοδιασμένη με σχετική εξουσιοδότηση της Ευδοκίας, η οποία ζητά να εκπροσωπήσει την Ευδοκία στο στάδιο αυτό. Στη συνέχεια η υπόθεση παραπέμπεται στο ακροατήριο. Εκεί ο Δημήτρης, συνήγορος της πολτικώς εναγούσης Βάσιας, ζητά να ακουσθεί στο ακροατήριο παρανόμως ληφθείσα μαγνητοφωνημένη συνομιλία μεταξύ της Ευδοκίας και του Νίκου στην οποία ο Νίκος παραδέχεται τη συμμετοχή του στις δραστηριότητες της Ευδοκίας. Η Ματίνα αντιλέγει στην ακρόαση της συνομιλίας, αλλά ο Δημήτρης, προκειμένου να επιτραπεί η λήψη υπ' όψιν του μέσου αυτού, επικαλείται το (αληθές) γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει η ενοχή του Νίκου. Το Δικαστήριο τελικώς καταδικάζει τους Ευδοκία και Νίκο, οι οποίοι ασκούν έφεση. Ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου παραλείπουν αμφότεροι να εμφανισθούν και η έφεσή τους απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Τότε ασκούν αναίρεση επιδίδοντας σχετική εξώδικη δήλωση στον Εισαγγελέα του Α.Π. 15 ημέρες μετά την επίδοση σε αυτούς της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, εκθέτουν δεν στην αναίρεσή τους ότι η κλήτευση τους ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου δεν ήταν νόμιμη, διότι οι ίδιοι μεν κλητεύθηκαν με κλήση η οποία τους επεδόθη με θυροκόλληση, δεν επεδόθη όμως αντίστοιχη κλήση και στους διορισμένους συνηγόρους τους και αντικλήτους τους.
Ερωτάται:
1. Ποινική ευθύνη της Ευδοκίας, του Νίκου και της Βάσιας ή όχι και γιατί;
2. Είναι επιτρεπτή η εκπροσώπηση της Ευδοκίας από τη Ματίνα ενώπιον του ανακριτή;
3. Είναι επιτρεπτή η λήψη υπ' όψιν της μαγνητοφωνημένης συνομιλίας από το Δικαστήριο;
4. Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος επί της αναιρέσεως της Ευδοκίας και του Νίκου;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2016
Ο Α πηγαίνει σε ένα σούπερ μάρκετ και αφού ελέγξει βάζει στην τσέπη του δυο βαζάκια με ακριβό χαβιάρι. Στο σούπερ μάρκετ έχουν τοποθετηθεί νομίμως κάμερες και ο υπάλληλος Β τον αντιλαμβάνεται και καλεί την αστυνομία. Όταν πάει να ξεφύγει τον κρατάει με την βία και στην προσπάθεια του να μην του ξεφύγει του προξενεί αμυχές και μώλωπες.
Ο ταμίας Γ ενώ ο ιδιοκτήτης Ε του έχει πει να βάζει τα λεφτά στον τραπεζικό λογαριασμό του ο Γ επειδή κάτι έχει να πληρώσει για την κόρη του τα παίρνει τα 800€ της ημέρας αλλά την επόμενη βάζει 800€ στον λογαριασμό του Ε.
Ο Δ διευθύνων υπάλληλος δίνει τρεις ανυπόγραφες επιστολές στον ιδιοκτήτη Ε λέγοντας του ότι είναι προσφορές για κάποια καταστήματα όμως στην πραγματικότητα η μια επιστολή ειναι άφεση χρέους για ποσό 40000 € που οφείλει ο Δ στον Ε. Ο Ε επειδή εμπιστεύεται τον Δ υπογράφει τις επιστολές χωρίς να δει το περιεχόμενο τους
Ερωτάται:
Αξιόποινο Α,Β,Γ,Δ ή όχι και γιατί ;
Ποινική Δικονομία
1. Στον Δ δίνεται κλητήριο θέσπισμα που δεν έχει την σφραγίδα του Εισαγγελέα και ασκεί προσφυγή του 322. Και όντως δεν υπάρχει σφραγίδα
Τι πρέπει να πράξει ο εισαγγελέας εφετών ;
2. Πρωτοδίκως ο Δ αθωώνεται και ασκεί έφεση ο εισαγγελέας κατα της αθωωτικής απόφασης.Ο Ε ο οποίος ηταν πολιτικώς ενάγων πρωτοδίκως για χρηματική ικανοποίηση ζητάει να παραστεί στην κατα έφεση δίκη για χρηματική ικανοποίηση
Μπορεί να παραστεί ο Ε;
3. Στην κατα έφεση δίκη καταδικάζεται ο Δ ο οποίος ασκεί αναίρεση γιατί στην καταδίκη Λήφθηκε υπόψην έγγραφο χωρίς να αναγνωστεί στην δίκη.
Τι θα αποφασίσει ο ΑΠ;
*η διατύπωση είναι κατά προσέγγιση
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2016 (Κλιμάκιο Α'-Δημάκης, Λιούρδη, Διονυσοπούλου)
Η Ειρήνη, γνωστή παρουσιάστρια της τηλεόρασης, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον Κωνσταντίνο, με τον οποίο στο παρελθόν διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Ο Κωνσταντίνος της ζητά να του επιστρέψει το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο είχε δανείσει στην Ειρήνη και πράγματι αυτή του το οφείλει, αλλιώς της δηλώνει ότι θα δημοσιοποιήσει στο διαδίκτυο βίντεο ερωτικού περιεχομένου με την ίδια, το οποίο έχει στην κατοχή του, και θα καταστρέφει έτσι την καριέρα της.
Η Ειρήνη, η οποία δεν διαθέτει το οφειλόμενο ποσό, εκμυστηρεύεται το πρόβλημά της στην αδελφή της Αγγελική, η οποία επίσης δεν διαθέτει το ποσό αυτό, αλλά ενεργώντας με δική της πρωτοβουλία για να βοηθήσει την Ειρήνη, ανοίγει το συρτάρι του εργοδότη της Ηλία στον χώρο της εργασίας της και παίρνει μέσα από αυτό την κάρτα αναλήψεως μετρητών του τελευταίου. Στη συνέχεια και εν αγνοία τόσο του Ηλία όσο και της Ειρήνης, η Αγγελική χρησιμοποιεί την κάρτα (της οποίας γνωρίζει τον κωδικό αριθμό) και προβαίνει στην ανάληψη του ποσού των 10.000 ευρώ από τον τραπεζικό λογαριασμό του εργοδότη της το οποίο παράδίδει στην Ειρήνη, λέγοντας της ότι πρόκειται για τις οικονομίες της, τις οποίες της δωρίζει. Η Ειρήνη συναντάται με τον Κωνσταντίνο και του παραδίδει το ποσό αυτό, πλην όμως αυτός, αντίλαμβανόμενος ότι έχει τή δυνατότητα να αποσπά εσαεί χρήματα από την Ειρήνη, της ζητά να του καταβάλει επιπλέον, εντός 24ώρου, το μη οφειλόμενο ποσό των 20.000 ευρώ, απειλώντας ότι διαφορετικά θα προβεί στη δημοσιοποίηση του βίντεο και θά καταστρέφει τη σταδιοδρομία της.
Λίγο πριν παρέλθει το 24ωρο η Ειρήνη, απελπισμένη και μην έχοντας τη δυνατότητα νά καταβάλει το ποσό αυτό, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. από ντροπή επειδή θα δημοσιευθεί το βίντεο, και πηδάει από το μπαλκόνι του σπιτιού της. πέφτοντας πάνω στο οδόστρωμα. Την αντίδραση αυτή τής Ειρήνης θα μπορούσε να έχει προβλέψει ο Κωνσταντίνος, ο οποίος γνώριζε το ευαίσθητον του χαρακτήρα της και τη σημασία που απέδιδε στην τηλεοπτική της παρουσία.
Από την πτώση προκαλούνται σοβαρότατα κατάγματα σε όλο το σώμα της Ειρήνης και βλάβες στα εσωτερικά της όργανα, τα οποία δεν επιφέρουν μεν τον θάνατο αυτής, αλλά την αφήνουν δια βίου παράλυτη και κατάκοιτη, να υποφέρει από φρικτούς πόνους. Δεδομένου ότι ζωή της καθίσταται πλέον ψυχικώς και σωματικώς αφόρητη, η Ειρήνη ζητά από την Αγγελική να τη σκοτώσει, πράγμα που η Αγγελική αρνείται να πράξει. Όταν κάποια στιγμή η Αγγελική μεταφέρει την Ειρήνη στο μπάνιο, η τελευταία βρίσκει την ευκαιρία και αρπάζει ένα μπουκάλι με χλωρίνη, την οποία και καταπίνει και έτσι θέτει τέλος στη ζωή της. Τη σκηνή παρακολουθεί η Αγγελική, η οποία, ενώ έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει την Ειρήνη, δεν το πράττει, από οίκτο προς αυτήν.
Μετά την πτώση της Ειρήνης από το μπαλκόνι η Αστυνομία διερευνά το συμβάν και αναζητώντας τα αίτια της απόπειρας αυτοκτονίας εξετάζει ενόρκως ως μάρτυρα τον Κωνσταντίνο, ο οποίος, διακατεχόμενος από τύψεις, αποκαλύπτει στους αστυνομικούς τι είχε προηγηθεί. Ασκείται τότε ποινική δίωξη κατά του Κωνσταντίνου, ο οποίος παραπέμπεται στο ακροατήριο. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο Κωνσταντίνος απολογούμενος αρνείται την τέλεση των πράξεων του. Τότε το Δικαστήριο αναγιγνώσκει σε αυτόν αποσπάσματα από τη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της Αστυνομίας στα οποία παραδέχεται την τέλεση των πράξεων του και στη συνέχεια καταδικάζει αυτόν. Ο Κωνσταντίνος ασκεί έφεση. Μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρόντος του Κωνσταντίνου, αποφασίζεται η αναβολή της δίκης προκειμένου να κλητευθεί και να προσέλθει η Αγγελική, της οποίας η μαρτυρία κρίνεται ουσιώδης. Κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο ο Κωνσταντίνος απουσιάζει, αλλά ούτε και εκπροσωπείται από δικηγόρο, το δε Δικαστήριο απορρίπτει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκεί αναίρεση ο Κωνσταντίνος με εξώδικο υπογεγραμμένο από τον ίδιο, το οποίο επιδίδει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την όγδοη ημέρα από την επίδοση σε αυτόν της καθαρογραμμένης αποφάσεως του Δικαστηρίου.
Ερωτάται:
1. Ποινική ευθύνη των Κωνσταντίνου και Αγγελικής.
2. Είναι νόμιμη η ανάγνωση της μαρτυρικής καταθέσης του Κωνσταντίνου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο;
3. Είναι ορθή η απόρριψη της εφέσεως του Κωνσταντίνου ως ανυποστήρικτη;
4. Είναι παραδεκτή η ασκηθείσα αναίρεση του Κωνσταντίνου;
Η Α καλείται από την κατάκοιτη νονά της Ν να την βοηθήσει στην σύνταξη και εκτέλεση ιδιόχειρης εντολής προς την τράπεζα της τελευταίας, με την οποία θα εξουσιοδοτείται η Α να ζητήσει την μεταφορά 500 € από τον λογαριασμό της Ν σε λογαριασμό του προσωπικού γιατρού της Ν. Επειδή όμως η Α επιθυμεί να ταξιδέψει με τον φίλο της Β στο εξωτερικό, χωρίς κάποιος από τους δυο τους να διαθέτουν τα απαιτούμενα για τον σκοπό αυτό χρήματα, παίρνει την απόφαση, με την παραίνεση και του Β, κατά την σύνταξη της εντολής να δώσει στη νονά της όχι τον αριθμό του δικού της (της Ν) τραπεζικού λογαριασμού, αλλα εκείνον του Β, ώστε η μεταφορά των χρημάτων να γίνει στην πραγματικότητα σε αυτόν. Μάλιστα η Α προσθέτει στην συνέχεια ένα επί πλέον μηδενικό στο ποσόν που αναγράφεται στην εντολή και συμφωνεί με την εξής πρόταση που της κάνει ο Β: «θα καταθέσω τα μεν 500 € στον λογαριασμό του γιατρού της Ν, τα δε υπόλοιπα 4.500 € θα σου τα παραδώσω, για να πληρώσεις τα έξοδα του ταξιδιού μας». Πράγματι, η Α εμφανίζεται στην τράπεζα και εκτελεί την «εντολή» της νονάς της, αντίθετα όμως προς όσα είχαν συμφωνηθεί με τον Β, αυτός εξαφανίζεται και αναλώνει το ήδη κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό του ποσόν για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του προς τους φίλους του X και Ψ, πράγμα άλλωστε που ευθύς εξ αρχής είχε σχεδιάσει να πράξει και είχε μάλιστα ρητά υποσχεθεί σε αυτούς. Πώς θα αξιολογηθούν ποινικά οι πράξεις των Α και Β;
Η Α, η οποία επιθυμεί να εκδικηθεί τους Β , X και Ψ, ενθυμείται ότι ένα χρόνο πριν ο Β είχε θέσει την υπογραφή της Ν σε έγγραφο, με το οποίο η Ν αναγνώριζε ότι οφείλει συνολικά 99.000 Ευρώ στους Β, X, Ψ (33.000 Ευρώ σε έκαστο) και μάλιστα είχε επιτύχει τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής της Ν από τον επιστήθιο φίλο του Φ υπάλληλο ΚΕΠ. Αυτό το έγγραφο τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε και παρέμεινε στο συρτάρι της Α, η οποία το επέδειξε στη Ν. Η Ν θορυβημένη υποβάλει αμέσως έγκληση κατά των Β, X, Ψ και Φ. Μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης παραπέμπονται με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου οι μεν Β, X και Ψ για πλαστογραφία κατά συναυτουργία (άρθρο 216 παρ. 1 εδ. Α' ), ο δε Φ για ψευδή βεβαίωση (άρθρο 242 παρ. 1). Το Τριμελές Πλημ/κείο, στο οποίο παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα η Ν αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καταδίκασε τους Β, X και Ψ ερήμην σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών και τον Φ, που ήταν παρών σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών. Άπαντες οι καταδικασθέντες άσκησαν νομίμως και εμπροθέσμως έφεση με μοναδικό λόγο την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Στο Τριμελές Εφετείο Πλημ/μάτων ο Φ υπέβαλε αίτημα αναβολής λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, το οποίο απορρίφθηκε από το δικαστήριο, ενώ οι Β, X και Ψ υπέβαλαν δια του πληρεξουσίου συνηγόρου τους τις ακόλουθες ενστάσεις:
α) Ότι το επιδοθέν σε αυτούς κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο διοτι σε αυτό δεν αναγράφεται το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. Α' ΠΚ.
β) Ότι παρανόμως παρέστη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η Ω, θυγατέρα της Ν, η οποία είχε στο μεταξύ αποβιώσει.
Ερώτημα 1ο: Είναι βάσιμες οι δύο ενστάσεις;
Τελικώς το Τριμελές Εφετείο Πλημ/μάτων αθώωσε τους Β, X και Ψ λόγω αμφιβολιών στηριζόμενο σε γνωμάτευση γραφολόγου, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η υπογραφή στο επίδικο έγγραφο προέρχεται πράγματι από τη Ν και απέρριψε την έφεση του Φ ως ανυποστήρικτη.
Ερώτημα 2ο: Ορθώς απορρίφθηκε η έφεση του Φ ως ανυποστήρικτη παρά την αθώωση των Β, X και Ψ;
Ο Φ ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή του ως ανυποστήρικτη για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την επομένη της καθαρογραφής της αποφάσεως.
Ερώτημα 3ο: Είναι παραδεκτή η αναίρεση του Φ;
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2017 (Κλιμάκιο Α')
Ο Α δανείζει χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ στον Β, συνάδελφό του στην ίδια δουλειά, και συμφωνούν ότι ο Β θα επιστρέψει το δάνειο μετά από ένα έτος. Για τον σκοπό αυτό ο Β συντάσσει και παραδίδει έγγραφο στον Α, υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον Β, στον οποίο συνομολογεί την οφειλή του αυτή. Όταν όμως έρχεται η ώρα της αποπληρωμής του δανείου, ο Β αποφασίζει να μην επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό και προκειμένου να αποφύγει τη δικαστική διεκδίκηση του από τον Α, αναζητά στο γραφείο του συναδέλφου του το έγγραφο το οποίο του είχε παραδώσει και αλλοιώνει αυτό, σβήνοντας τα δύο τελευταία μηδενικά από το οφειλόμενο ποσό, εις τρόπον ώστε να φαίνεται ότι οφείλει 1.500 ευρώ. Ο Α, όταν ανακαλύπτει την αλλοίωση αυτή, οργίζεται και προκειμένου να επιτύχει τη δικαστική επιδίκαση της αξιώσεώς του, συντάσσει νέο έγγραφο, στο οποίο ο Β φέρεται να αναγνωρίζει την οφειλή του των 150.000 ευρώ, θέτει δε σε αυτό την υπογραφή του Β εν αγνοία του τελευταίου. Στη συνέχεια, ο Α ασκεί αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και στη σχετική δίκη προσκομίζει το νέο αυτό έγγραφο και επιτυγχάνει την έκδοση δικαστικής απόφασης με την οποία ο Β υποχρεώνεται να του καταβάλει τα 150.000 ευρώ. Μετά από λίγες ημέρες, ο Β συναντά τον Α στο δρόμο και εκνευρισμένος για την τροπή που πήραν τα πράγματα, αρχίζει να χτυπάει με γροθιές τον Α, προκαλώντας του κατάγματα στα οστά του προσώπου. Ο Α, τρέχοντας να γλυτώσει από την επίθεση του Β, γλιστρά στον βροχερό δρόμο, παραπατάει και τραυματίζεται θανάσιμα. Τότε ο Β αποφασίζει να ψάξει τις τσέπες του ήδη νεκρού Α, ανακαλύπτει το πορτοφόλι του και παίρνει μέσα από αυτό το χρηματικό ποσό των 600 ευρώ.
Κατά του Β ασκείται αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, και μετά το πέρας της ανακρίσεως παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στο ακροατήριο. Ο Β ασκεί τότε έφεση κατά του βουλεύματος με την οποία ισχυρίζεται ότι παρά τον νόμο δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής για ηθική βλάβη οι κληρονόμοι του Α κατά αυτού, αφού οι ίδιοι δεν έχουν υποστεί άμεση ζημία από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Επίσης επικαλείται και το ότι δεν του γνωστοποιήθηκε η εισαγγελική πρόταση προς το Δικαστικό Συμβούλιο, παρ'όλο που αυτός είχε υποβάλει αντίστοιχο αίτημα πριν την υποβολή της. Τελικά ο Β καταδικάζεται σε α΄βαθμό και, μετά από την άσκηση εφέσεως από τον ίδιο, και σε β' βαθμό. Ασκεί δε αναίρεση με την οποία επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας εκ του ότι το δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του ότι τρίτο πρόσωπο (ο Χ) ήταν εκείνο που είχε προβεί στην αλλοίωση της δηλώσεως αναγνωρίσεως χρέους προς τον Α. Επίσης επικαλείται ότι για πρώτη φορά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η οποία δεν είχε επιβληθεί πρωτοδίκως.
Ερωτάται:
1. Τέλεσαν οι Α και Β αξιόποινες πράξεις ή όχι και γιατί;
2. Τι θα αποφασίσει το Δικαστικό Συμβούλιο επί της εφέσεως του Β;
3. Τι θα αποφασίσει ο ΑΠ επί των λόγων αναιρέσεως του Β;
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2017 (Κλιμάκιο Β')
Ο Α παριστά ψευδώς στον Β, ο οποίος κατηγορείται για υπεξαίρεση σε βάρος της εταιρείας Χ ύψους 250.000 ευρώ που τελέστηκε με πέντε μερικότερες πράξεις ύψους 50.000 ευρώ εκάστη, ότι έχει φιλικές σχέσεις με τον Πρόεδρο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που θα τον δικάσει και ότι μπορεί έναντι 50.000 ευρώ να επιτύχει αθωωτική απόφαση για αυτόν. Παριστά επίσης ψευδώς ότι τα χρήματα αυτά (50.000 ευρώ) θα δοθούν στον ανωτέρω δικαστή. Ο Β πείθεται και του παραδίδει τα εν λόγω χρήματα, λαμβάνοντας σχετικό δάνειο από Τράπεζα.
Εν συνεχεία, ο Β πληροφορείται ότι, εάν επιστρέψει τα χρήματα στη παθούσα εταιρεία, θα τύχει εφαρμογής των ευεργετικών διατάξεων του 384 ΠΚ. Προκειμένου να αποκτήσει τα χρήματα, τελεί ληστεία σε βάρος του Γ.
Ερωτάται:
1. Ποιος ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός της πράξης υπεξαίρεσης για την οποία κατηγορείται ο Β;
2. Πώς αξιολογείτε ποινικώς τη συμπεριφορά του Α έναντι του Β;
3. Θα ωφεληθεί πράγματι ο Β από τις διατάξεις του άρθρου 384 ΠΚ αν επιστρέψει τα αποκτηθέντα κατά τον ανωτέρω τρόπο χρήματα;
4. Ο Β, αντί να επιτρέψει τα χρήματα και προκειμένου να επιτύχει τη μη εμφάνιση στο εις βάρος του Δικαστήριο, του βασικού μάρτυρα κατηγορίας Δ, διευθυντικού στελέχους της παθούσας εταιρείας, τον απειλεί ευθέως ότι, εάν εμφανισθεί, θα αποκαλύψει στη σύζυγο του τελευταίου (του Δ) αποδείξεις για ερωτική σχέση του Δ με τη γραμματέα του. Έτσι ο Δ δεν εμφανίζεται και ο Β αθωώνεται κατά πλειοψηφία. Πώς αξιολογείτε ποινικώς την απειλή του Β προς τον Δ;
Κατά της αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ασκεί έφεση ο Εισαγγελέας Εφετών εννέα ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης για το λόγο ότι αξιολογήθηκαν εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά και οι αποδείξεις. Στο Πενταμελές Εφετείο παρίσταται εκ νέου, ως πρωτοδίκως, ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης η εταιρεία Χ εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ψ, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο με πρακτικό του ΔΣ της Χ. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο απουσιάζει εκ νέου ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας Δ, ο οποίος έχει στο μεταξύ αποχωρήσει από την εταιρεία και έχει μετεγκατασταθεί σε άλλη πόλη. Το Πενταμελές Εφετείο κατόπιν αιτήματος της πολιτικής αγωγής -και παρά την εναντίωση του Β- αναγιγνώσκει την ένορκη μαρτυρική του κατάθεση που έχει δώσει ο Δ κατά την προδικασία και στηριζόμενο σε αυτήν καταδικάζει τον Β. Ο Β ασκεί κατά της καταδικαστικής απόφασης αναίρεση με δήλωση στον γραμματέα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εντός 15 ημερών από την καθαρογραφή της απόφασης επικαλούμενος ως μοναδικό λόγο την απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι ένα από τα μέλη της σύνθεσης του Πενταμελούς Εφετείου συμμετείχε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Ερωτάται:
1. Είναι παραδεκτή η έφεση του Εισαγγελέα Εφετών;
2. Είναι νόμιμη η παράσταση πολιτικής αγωγής της εταιρείας Χ ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου;
3. Νομίμως αναγνώσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η προδικαστική κατάθεση του Δ;
4. Ποια η τύχη της αναίρεσης του Β;
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2017 Α' κλιμάκιο
Ο Α κατά τις διακοπές του επισκέπτεται νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Επειδή παρενοχλεί τις κοπέλες που εργάζονται στο κατάστημα η Β ιδιοκτήτρια του καταστήματος κάνει ένα χαρακτηριστικό νεύμα στον υπάλληλο Γ το οποίο έχει την έννοια , όπως έχουν προσυνεννοηθεί , να οδηγήσει ο Γ τον Α εκτός του καταστήματος και εκεί να του δώσει μερικές γροθιές προκαλώντας του μερικές ελαφρές αμυχές και μώλωπες προκειμένου να τον συνετίσει.Όμως ο Γ αναγνωρίζοντας στον Α παλαιό ερωτικό του αντίζηλο οργίζεται αιφνιδίως και εκτός αυτού αποφασίζει να γρονθοκοπήσει τον Α μέχρι θανάτου για να τον εκδικηθεί για προηγούμενη συμπεριφορά του.Όταν ο Α κείται νεκρός στον δρόμο ο Γ αποφασίζει και του παίρνει και το πορτοφόλι.
Στη συνέχεια περνά από εκείνο το σημείο με ιλιγγιώδη ταχύτητα ΙΧ οδηγούμενο κατά τρόπο απρόσεκτο από τον 19αχρονο Δ ο οποίος το είχε αφαιρέσει για να κάνει βόλτα και στη συνέχεια να το επιστρέψει.Το αυτοκίνητο προσκρούει πάνω στο άψυχο σώμα του Α ο δε Δ σταματά και υπολαμβάνει ότι σκότωσε ο ίδιο τον Α. Έντρομος τρέπεται σε φυγή εγκαταλείποντας το αυτοκίνητο στο σημείο αυτό.
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη κατά του Γ για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση παραγγέλοντας κύρια ανάκριση . Ο Ανακριτής καλεί τον Γ σε απολογία για την πράξη της ανθωποκτονίας με πρόθεση. Καλεί επίσης την Β να απολογηθεί για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή.Μετά την περάτωση της ανάκρισης η δικογραφία διαβιβάζεται τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.Οι Β και Γ υποβάλλουν αίτηση στην Εισαγγελία για να λάβουν γνώση της εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Μετά την υποβολή της πρότασης αυτής και χωρίς να έχουν ειδοποιηθεί οι Β και Γ να λάβουν γνώση αυτής, το συμβούλιο τους παραπέμπει να δικαστούν στο ακροατήριο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.Οι Β και Γ ασκούν έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ,προβάλλοντας ως λόγο την παράλειψη ειδοποίησης τους να λάβουν γνώση της εισαγγελικής πρότασης.Το συμβούλιο απορρίπτει την έφεση ως αβάσιμη.
Κατά την ορισθείσα δικάσιμο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής δαδικασίας, η Ε σύζυγος του Α και ο Ζ στενός φίλος του δηλώνουν παράσταση πολιτικής αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης , κατά της οποίας οι Β και Γ δεν προβάλλουν αντιρρήσεις.Το δικαστήριο καταδίκασε τη Β σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και τον Γ σε ποινή κάθειρξης 12 ετών , επιδικάζοντας ταυτόχρονα χρηματική ικανοποίηση στους Ε και Ζ. Η Β ασκεί αίτηση αναίρεσης προβάλλοντας ως λόγους αναίρεσης ότι δεν είχε ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη και ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δέχτηκε την πολιτική αγωγή των Ε και Ζ.
Ερωτάται :
1) Ποια είναι η ποινική ευθύνη των Β, Γ, Δ
2) Ορθώς απέρριψε το Συμβούλιο Εφετών την έφεση των Β και Γ ;
3) Είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης της Β ;
4) Είναι βάσιμοι οι λόγοι της ;
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2017 (Β' κλιμακιο Λ-Ω)
Ο συμβολαιογράφος Σωτήρης που ορίστηκε ως εξεταστής σε διαγωνισμό υποψηφίων συμβολαιογράφων μετά την περάτωση της γραπτής δοκιμασίας ενώ έχει στην κατοικία του τα γραπτά προς αξιολόγηση δέχεται την επίσκεψη της υποψήφιας Υ η οποία αφού με λυγμούς του εκθέτει ότι λόγω οικογενειακών προβλημάτων δεν μπόρεσε να δώσει απαντήσεις ανάλογες προς τις γνώσεις της, τον παρακαλεί να της επιτρέψει να διορθώσει ορισμένα λάθη του γραπτού της υποσχόμενη παραλλήλως ότι εάν αυτός δεχτεί εκείνη " θα είναι καλή μαζί του" . Ο Σ δέχεται και την αφήνει να προβεί στη διόρθωση.Επειδή όμως στη συνέχεια η Υ δεν τηρεί την υπόσχεσή της ο Σ μετανοεί και της ζητεί να επαναφέρει το γραπτό στην αρχική του μορφή,πράγμα που η Υ αρνείται.Τότε ο Σ της αφαιρεί την τσάντα της και την απειλεί ότι θα τη κρατήσει αν εκείνη δεν επαναφέρει το γραπτό.Η Υ επιχειρεί να αναλάβει την τσάντα διά της βίας αλλά ο Σ την απωθεί με δύναμη με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ελαφρά σωματική βλάβη.
Ερωτάται : Ποια η ποινική ευθύνη των Σ και Υ .
Η Υ για να εκδικηθεί τον Σ εμφανίζεται την ίδια μέρα στο αστυνομικό τμήμα και καταγγέλλει ότι ο Σ
επειδή δεν τήρησε την υπόσχεσή της να είναι καλή μαζί του αποπειράθηκε να τη βιάσει προκαλώντας σε αυτήν σωματική βλάβη στην προσπάθεια του να κάμψε την αντίστασή της.Ο Σ συλλαμβάνεται την ίδια ημέρα και αφού δίδει ένορκη μαρτυρική κατάθεση ενώπιον των αστυνομικών ,προσάγεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ο οποίος ασκεί ποινική δίωξη για απόπειρα βιασμού και παραπέμπει τον Σ στον τακτικό ανακριτή.Μετά την απολογία του ο Σ αφήνεται ελεύθερος με καταβολή εγγυοδοσίας ποσού 10.000 ευρώ ,που επιβάλλεται με διάταξη του Ανακριτή με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα.Ο Σ προσφεύγει κατά της διάταξης του Ανακριτή στο Συμβούλιο Πλημ/κων ,ισχυριζόμενος ότι αδυνατεί να καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ .Το Συμβούλιο όχι μόνο απορρίπτει την προσφυγή με το σκεπτικό ότι η οικονομική αδυναμία που επικαλείται ο Σ είναι προσχηματική,αλλά καθορίζει την καταβλητέα εγγυοδοσία στο ποσό των 30.000 ευρώ ,το οποίο κρίνει ανάλογο με την οικονομική κατάσταση του Σ και την απαξία της πράξης του.
Α.Σχολιάστε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων.
Μετά την περάτωση της ανάκρισης ο Σ παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων στο ακροατήριο του ΜΟΔ για απόπειρα βιασμού και ασκεί έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος για τους ακόλουθους λόγους:
1.Ότι η παραπομπή του στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση της Υ,η οποία δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο
2.Ότι ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος (απόπειρα βιασμού) χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση .
3.Ότι παρανόμως ο Σ έδωσε ένορκη κατάθεση στο Α.Τ αμέσως μετά τη σύλληψή του.
Β.Εξετάστε το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων εφέσεως.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2017 (Α' κλιμάκιο)
Η Βασιλική επιθυμεί διακαώς να παντρευτεί γιατρό και να δημιουργήσει μαζί του οικογένεια. Ο Μάριος συστήνεται στην Βασιλική ως αριστούχος πτυχιούχος της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος υπηρετεί ως ειδικευμένος παθολόγος ιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο και αμέσως συνάπτουν δεσμό. Ενόψει του γάμου τον οποίο προγραμματίζουν, η Βασιλική μετά από παραινέσεις του Μάριου, μεταβιβάζει με δωρεά στον Μάριο το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι έναν επαγγελματικό χώρο στο Κολωνάκι αξίας 200.000€, προκειμένου ο Μάριος να στεγάσει σε αυτόν το μελλοντικό του ιατρείο, όταν λάβει την ειδικότητα του παθολόγου. Λίγους μήνες μετά η Βασιλική υποπτευόμενη ότι κάτι δεν πάει καλά με το επάγγελμα του Μάριου, αναθέτει σε ντετέκτιβ να παρακολουθεί κρυφά και (παράνομα) το τηλέφωνό του. Από υποκλαπείσα τηλεφωνική συνομιλία του Μάριου με την Ευδοκία, η Βασιλική διαπιστώνει ότι ο Μάριος ουδέποτε είχε λάβει πτυχίο από την Ιατρική Σχολή. Το πτυχίο το οποίο αυτός κατείχε, του το είχε προμηθεύσει η Ευδοκία η οποία και το κατήρτισε κατόπιν προτροπής του Μάριου, ο οποίος για τον σκοπό αυτό κατέβαλε στην Ευδοκία το ποσό των 10.000€, θέτοντας επί αυθεντικού εντύπου της σχολής τις υπογραφές ανύπαρκτων προσώπων, στην θέση που προορίζεται για τις υπογραφές του Πρύτανη, του Προέδρου και του Γραμματέα της σχολής. Την δραστηριότητα αυτή ασκούσε κατά σύστημα η Ευδοκία, έχοντας αποκομίζει έτσι συνολικά οφέλη της τάξης των 80.000€. Σημειώνεται ότι:
1. Ο Μάριος για την πρόσληψη του ως ειδικευμένος γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο, υπέβαλε και το ως άνω «πτυχίο» της ιατρικής σχολής και βάσει αυτού διορίσθηκε
2. Ο Μάριος από την εργασία του ως ειδικευμένος γιατρός, είχε λάβει από μισθούς μέχρι την στιγμή που τον ανακάλυψε η Βασιλική, το συνολικό ποσό των 60.000€
3. Δεδομένου ότι ο Μάριος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ιατρικές γνώσεις, στο νοσοκομείο του ανετίθετο μόνο απλές βοηθητικές εργασίες και όχι αυτές τις οποίες θα μπορούσε να εκτελέσει ένας ειδικευόμενος γιατρός.
Μόλις η Βασιλική πληροφορείται την δραστηριότητα του Μάριου και της Ευδοκίας, τους καταγγέλλει στον Εισαγγελέα συνυποβάλλοντας και αντίγραφο από την υποκλαπείσα συνομιλία.
Ο εισαγγελέας αμέσως λαμβάνει την καταγγελία, ασκεί ποινική δίωξη κατά της Ευδοκίας και του Μάριου, παραγγέλνοντας προανάκριση. Ο Ανακριτής καλεί αρχικώς την Ευδοκία ως μάρτυρα, η οποία καταθέτει ενόρκως εις βάρος του Μάριου, επιβεβαιώνοντας ως προς αυτόν το περιεχόμενο της καταγγελίας της Βασιλικής. Αρνείται όμως την δική της συμμετοχή. Εν τέλει ο ανακριτής, καλεί και εξετάζει ως κατηγορούμενους τον Μάριο και την Ευδοκία. Αμφότεροι αρνούνται τις κατηγορίες. Ο Μάριος ζητά ειδικότερα να μην χρησιμοποιηθεί η μαγνητοφωνημένη συνομιλία με την Ευδοκία, ενώ η τελευταία ζητά της αξιοποίηση αυτής υποστηρίζοντας ότι με το περιεχόμενο της, θα αποδειχθεί η αθωότητα της. Μετά την περάτωση της ανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει τους Μάριο και Ευδοκία να δικαστούν για κακουργήματα ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Για να καταλήξει στην κρίση του το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του την ένορκη κατάθεση της Ευδοκίας, όχι όμως και την συνομιλία της με τον Μάριο, την οποία θεώρησε παράνομο αποδεικτικό μέσο. Κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ασκούν έφεση, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι. Η Ευδοκία προβάλλει ως λόγους την συνεκτίμηση της κατάθεσης της ως επιβαρυντικού στοιχείου για την ίδια καθώς και την μη λήψη υπόψη της συνομιλίας της με τον Μάριο. Ο Μάριος προβάλλει ως λόγους έφεσης την άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση όπως και την λήψη υπόψη εις βάρος του της ένορκης κατάθεσης της Ευδοκίας.
Ερωτάται:
Α) Ποινική ευθύνη του Μάριου και της Ευδοκίας (να μην ερευνηθεί το αξιόποινο της τηλεφωνικής υποκλοπής)
Β) Είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι λόγοι έφεσης που προέβαλαν ο Μάριος και η Ευδοκία;
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2017(Β Κλιμάκιο)
Ο πονηρός Γιάννης(Γ) παριστά ψευδώς στον αφελή Χρόνη(Χ) οτι στον επικείμενο ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ <<Βανδαλιακού>> και <<Βαρβαριακού>> θα επικρατήσει η πρώτη ομάδα διότι οι παίκτες της είναι σε πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση και του ζητά να του δώσει 10.000 ευρώ προκειμένου να στοιχηματίσει για λογαριασμό του υπέρ του <<Βανδαλιακού>> (δηλαδή τα κέρδη να πάνε στον Χ).Στην πραγματικότητα ο Γ γνωρίζει ότι μεταξύ των προέδρων των δύο ΠΑΕ έχει συμφωνηθεί να κερδίσει η δεύτερη και επιδιώκει να ιδιοποιηθεί τα χρήματα του Χ.Ο Χ που έχει πλήρη άγνοια του ποδοσφαίρου διστάζει.Τότε ο Γ στρεφόμενος προς τον κοινό γνωστό τους Δημήτρη(Δ) του λέει<< πες του και συ κάτι,είναι κρίμα να μην παίξει αφού θα έχει σίγουρο κέρδος>>.Ο Δ ,νομίζοντας καλόπιστα ότι οι ισχυρισμοί του Γ είναι αληθείς προσθέτει και αυτός <<Ναι βρε Χρόνη είναι κρίμα να μην παίξεις>>με αποτέλεσμα οι συνδυασμένες προτροπές αμφότερων να πείσουν το πρώτον τον Χ, ο οποίος παραδίδει 10χ. ευρώ στον Γ(δηλαδή μόνος του ο Γ δεν θα είχε πείσει τον Χ).Στον επακολουθήσαντα αγώνα ,ωστόσο,παρά πάσα προσδοκία και συμφωνία νικά ο <<Βανδαλιακός>> και τα κέδρη που θα απεκόμιζε ο Χ αν πράγματι είχε λάβει χώρα ο στοιχηματισμός ,ανέρχονται σε 20.000 ευρώ .Ο Γ βεβαίως δεν έχει στοιχηματίσει για λογαριασμό του Χ αλλά έχει παρακρατήσει τα χρήματα.Ο Γ παριστά ψευδώς στον Χ ότι έχασε το δελτίο και του επιστρέφει τα 10χ. ευρώ ,λέγοντάς του,επίσης ψευδώς οτι τάχα του τα επιστρέφει <<εξ ιδίων>>.
Έχει τελέσει ο Γ αξιόποινη πράξη σε βάρος του Χ;
Αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα ημέρα Σάββατο στις 21.00 ο πρόεδρος του <<Βανδαλιακού>> Βρασίδας συναντά σε καφετέρια τον ομόλογό του του <<Βαρβαριακού>> Πελοπίδα και ενώπιον του κοινού γνωστού Τρύφωνα σε έντονο ύφος τον αποκαλεί <<λαμόγιο>> και <<ξεφτιλισμένο>> επειδή δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα.Ο Πελοπίδας εξοργισμένος γρονθοκοπεί τον Βρασίδα και του προκαλεί αιμορραγία στη μύτη.Ο Βρασίδας μεταβαίνει αμέσως στο ΑΤ και υποβάλει κατά του Πελοπίδα έγκληση για σωματική βλάβη.Το πρωί της Κυριακής ο Τρύφωνας δίδει στο ΑΤ ένορκη κατάθεση στην οποία περιγράφει όσα συνέβησαν στη συνάντηση Βρασίδα-Πελοπίδα.Ο Πελοπίδας συλλαμβάνεται καθώς επιστρέφει στην οικία του την Κυριακή στις 20.30 και αμέσως μετά τη σύλληψή του υποβάλλει έγκληση κατά του Βρασίδα για εξύβριση .Ο Βρασίδας συλλαμβάνεται την Κυριακή στις 23.00.
Α.Είναι νόμιμη η σύλληψη των Β και Π ;
Ο Εισαγγελέας Πλημ/κων ενώπιον του οποίου προσήχθησαν οι, Βρασίδας και Πελοπίδας ,παραπέμπει αμφότερους στο Αυτόφωρο Μονομέλες Πλημ/κειο.Ο Βρασίδας ζητεί να αναβληθεί η υπόθεση προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ο Τρύφωνας ,ο οποίος αν και κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα ,δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο.Το δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα,αναγιγνώσκει την προδικαστική κατάθεση του Τρύφωνα και βασιζόμενο σε αυτή καταδικάζει αμφότερους τους κατηγορουμένους σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών.Ο Βρασίδας ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης για το λόγο ότι παρανόμως αναγνώσθηκε η ένορκη κατάθεση του Τρύφωνα .Ενώπιον του Αρείου Πάγου εμφανίζεται ο Πελοπίδας ,οποίος δεν άσκησε αναίρεση ,και με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά ανακαλεί την έγκληση που είχε υποβάλει κατά του Βρασίδα για εξύβριση.
Β.Είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης του Β;Αν ναι ωφελεί τον Π;
Γ.Θα ληφθεί υπόψη από τον Άρειο Πάγο η δήλωση του Π ότι ανακαλεί την έγκληση;
------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2018 ( 'Α Κλίμάκιο )
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2018 ,(Κλιμάκιο Λ-Ω ) .
Ο ιατρός Α έχει εγκαταστήσει με πάκτωση μικρό χρηματοκιβώτιο στην κατοικία του όπου φυλάσσει αποκλειστικώς απόρρητα έγγραφα της εργασίας του , προσωπικά δεδομένα ασθενών του .Κάποια ημέρα η σύζυγός του Β τον παρακαλεί να επιτρέψει να τοποθετήσει και αυτή τα δικά της κοσμήματα από το φόβο κλοπής .Ο Α συμφωνεί, της λέει ότι ο κωδικός είναι 7545 και τοποθετεί ο ίδιος τα κοσμήματα αξίας 130 χιλιάδων ευρώ στο χρηματοκιβώτιο .Ο Α ωστόσο δεν είπε στη Β τον αληθή κωδικό φοβούμενος μήπως η τελευταία ανοίξει το χρηματοκιβώτιο εν απουσία του και λάβει γνώση των απόρρητων εγγράφων .Μετά από λίγες ημέρες η Β έχοντας προσπαθήσει εις μάτην να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο επισκέπτεται το νοσοκομείο που εργάζεται ο σύζυγός της και του ζητεί τον αληθή κωδικό .Ο Α αρνείται πιστεύοντας ότι ενδέχεται η Β να λάβει γνώση των απόρρητων και η Β τον διαβεβαιώνει ότι δεν έχει τέτοια πρόθεση και πράγματι δεν έχει. Ο Α εμμένει στην άρνησή του διότι δεν την πιστεύει .Τότε η Α για να τον αναγκάσει να της αποκαλύψει τον αριθμό απειλεί με ένα χειρουργικό νυστέρι τη νοσηλεύτρια Αγλαΐα που τυχαία περνούσε από εκεί .Ο Α κάμπτεται και της αποκαλύπτει τον κωδικό .Κατόπιν τούτου,ο Α καταμηνύει τη Β για εκβίαση ,αυτή δε επικαλείται άμυνα και επικουρικώς κατάσταση ανάγκης
Ερωτάται : Είναι βάσιμη η καταγγελία του Α ; Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Β ; Συντρέχει στο πρόσωπο του Α λόγος άρσης του άδικου ;
Θεωρείστε την εξής παραλλαγή :Ο Α δίνει τον αληθή κωδικό στη Β .Ο Δ γνωρίζοντας την ύπαρξη των κοσμημάτων στο χρηματοκιβώτιο εμφανίζεται στη Β και της παριστά τα ψευδώς ότι έρχεται τάχα εκ μέρους του συζύγου της και επιθυμεί ορισμένα από τα απόρρητα έγγραφα η Β του επιτρέπει να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο και εκείνος επωφελείται και αφαιρεί τα κοσμήματα . Ποια η ποινική ευθύνη του Δ ;
Ακόλουθη παραλλαγή : Οι Δ και Ε εισέρχονται στην οικία του Α όπου ο Δ παρουσία του Ε αφαιρεί τα κοσμήματα από το χρηματοκιβώτιο του Α.Οι Δ και Ε παραπέμπονται στο μονομελές Εφετείο με κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα Εφετών με σύμφωνη γνώμη του προέδρου Εφετών ,ο πρώτος για κλοπή σε βαθμό κακουργήματος και ο δεύτερος για απλή συνέργεια σε αυτήν .Την επομένη της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος ο Δ υποβάλλει στο συμβούλιο Εφετών αίτηση για κήρυξη ακυρότητας για το λόγο ότι εισαγγελέας Εφετών δεν τον ενημέρωσε να λάβει γνώση της πρότασης που υπέβαλε στον Πρόεδρο Εφετών ,παρόλο που ο Δ είχε υποβάλει εγγράφως το σχετικό αίτημα .
Τι θα αποφασίσει το συμβούλιο Εφετών ;
Το Mονομελές εφετείο καταδίκασε τελικώς τον Δ ως αυτουργό σε κάθειρξη 7ετών και τον Ε ως απλό συνεργό κακουργηματικής κλοπής σε κάθειρξη έξι ετών .;Το κατ΄΄εφεσιν δικάζον τριμελές Εφετείο κακουργημάτων καταδικάζει τον Δ ως αυτουργό κακουργηματικής κλοπής σε κάθειρξη έξι ετών και τον Ε κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό ως άμεσο συ εργό σε κάθειρξη 5 ετών.Ο Δ ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης του τριμελούς εφετείου για τον λόγο ότι το δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς πρώτον το αίτημά του να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί η πραγματική αξία των κοσμημάτων και δεύτερον τον υπερασπιστικό ισχυρισμό του ότι η Β με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση του είχε δώσει η ίδια τον κωδικό του χρηματοκιβωτίου γιατί ήθελε να του χαρίσει τα κοσμήματα χωρίς όμως να το καταλάβει ο σύζυγός της. Ο ε ασκεί αναίρεση για τον λόγο ότι το τριμελές εφετείο δεν είχε εξουσία να μεταβάλει την κατηγορία από απλή σε άμεση συνέργεια.
Ποια λόγοι αναίρεσης στοιχειοθετούνται και πως θα κριθούν από τον Άρειο Πάγο .
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2018, ( Κλιμάκιο Α-Κ) .
Ο Α είναι έμπορος μηχανημάτων για μεγάλα τεχνικά έργα. Ο Β, τεχνικός διευθυντής της τεχνικής εταιρείας Ε και στενός συγγενής του Α, επιθυμεί να προωθήσει τις πωλήσεις της επιχειρήσεως του Α και γι' αυτό αποφασίζει να πείσει τους αρμοδίους της Ε να αγοράσει η εταιρεία ένα από τα μηχανήματα του Α. Όμως, τα μηχανήματα αυτά είναι παντελώς ακατάλληλα για το είδος των έργων τα οποία εκτελεί η Ε, πράγμα το οποίο γνωρίζει ο Β. Ο Β προσφεύγει τότε στη βοήθεια του Γ και ζητά από αυτόν να καταρτίσει μια τεχνική μελέτη (ψευδή κατά περιεχόμενο), με την οποία θα βεβαιώνεται η καταλληλότητα των μηχανημάτων του Α για τις εργασίες της Ε. Ο Γ συντάσσει την μελέτη αυτή σε χαρτί που φέρει τον λογότυπο της έγκυρης εταιρείας πιστοποιήσεων Π και υπογράφει αυτή με το όνομά του και δίπλα από αυτό προσθέτει την ιδιότητα του μηχανολόγου - επιστημονικού υπευθύνου της Π (ιδιότητα την οποία δεν διαθέτει). Στη συνέχεια ο Β παρουσιάζει την μελέτη αυτή στον Δ, διευθύνοντα σύμβουλο της Ε και παραπλανά αυτόν για την καταλληλότητα των μηχανημάτων του Α και για την ανάγκη να προμηθευτεί αυτά η Ε. Κατόπιν αυτού,ο Δ εισηγείται προς τα μέλη του Δ.Σ. της Ε να αγοράσουν ένα μηχάνημα το οποίο πωλεί ο Α στην αγοραία αξία αυτού (130.000 ευρώ), αναφέροντας προς αυτά (με καλή πίστη) ότι πρόκειται
για μηχάνημα απολύτως απαραίτητο για τις εργασίες της Ε. Τα μέλη του Δ.Σ. ακολουθώντας την εισήγηση αυτή εγκρίνουν την αγορά του μηχανήματος. Όταν εκ των υστέρων αποκαλύπτεται ότι το μηχάνημα ήταν ακατάλληλο για να εκτελέσει τις εργασίες της εργασίες, ο Δ αναγγέλλει στον Β ότι η εταιρεία θα κινηθεί δικαστικώς εναντίον του και θα διεκδικήσει αποζημίωση. Ο Β του απαντά ότι αν η εταιρεία το πράξει αυτό, τότε ο ίδιος θα την καταγγείλει για (υπαρκτές) φορολογικές παραβάσεις και έτσι η Ε θα αναγκαστεί να πληρώσει υψηλά φορολογικά πρόστιμα. Παρά ταύτα, ο Δ δεν κάμπτεται και η Ε καταγγέλλει τους Β και Γ στις αρχές, οι οποίοι παραπέμπονται στο ακροατήριο, καταδικάζονται σε πρώτο βαθμό και ασκούν έφεση. Στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο Β ισχυρίζεται ότι το μηχάνημα του Α ήταν πλήρως κατάλληλο για τις εργασίες της Ε. Το Δικαστήριο όμως καταδικάζει τους Β και Γ, επικαλούμενο στην απόφασή του σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης διεξαχθείσης κατά το στάδιο της ανακρίσεως από την οποία προκύπτει η ακαταλληλότητα. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ενώπιον του Αρείου Πάγου με αναίρεση μόνο ο Β επικαλούμενος τους ακόλουθους λόγους : α) ότι δεν του είχε γνωστοποιηθεί ο ορισμός και το όνομα του πραγματογνώμονα στο στάδιο της ανακρίσεως και β) ότι η έκθεση της πραγματογνωμοσύνης δεν ανεγνώσθη στο ακροατήριο.
Ερωτάται: 1) Ποινική ευθύνη των Β και Γ 2) Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος ;
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2018, (Κλιμάκιο Λ-Ω) .
Ο Α και Β αποφασίζουν να διαπράξουν μια κλοπή σε βάρος του Γ ως εξής: Ο μεν Α θα εισέλθει στον κήπο της κατοικίας του Γ και, αφού αδρανοποιήσει δύο σκυλιά φύλακες με δηλητηριασμένη τροφή, θα εισέλθει στο οίκημα και θα αφαιρέσει χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ από το χρηματοκιβώτιο του Γ, ο δε Β θα << φυλάει τσίλιες >> καθ' όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης της κλοπής. Έτσι, ο Α εισέρχεται στον κήπο του Γ σε χρόνο που, όπως πιστεύει, ο τελευταίος απουσιάζει και πετά τη δηλητηριασμένη τροφή στα σκυλιά, ενώ ο Β περιμένει την ολοκλήρωση της κλοπής εκτός της περίφραξης. Ο Α έχει μαζί του και το πιστόλι του, ώστε σε περίπτωση που το δηλητήριο δεν ενεργήσει, να απωθήσει τα σκυλιά με αυτό (έχουν συμφωνήσει με τον Β ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα το χρησιμοποιήσει εναντίον ανθρώπου). Ωστόσο, γίνεται αντιληπτός από τον Γ, οποίος βρισκόταν στο σπίτι και με φωνές αποτρέπει τα σκυλιά του να αγγίξουν τη δηλητηριασμένη τροφή, ενώ συγχρόνως με το κυνηγετικό του όπλο πυροβολεί στον αέρα φωνάζοντας στους Α και Β << φύγετε αμέσως ! >>. Τότε ο Β απευθυνόμενος στον Α του φωνάζει: << ρίξε στα σκυλιά με το πιστόλι ! >>. Πράγματι ο Α ανασύρει το πιστόλι του, το στρέφει κατά των σκυλιών και απαιτεί από τον Γ να πετάξει το όπλο απειλώντας τον ότι διαφορετικά θα σκοτώσει τα σκυλιά. Συγχρόνως, λέγει στον Β να εισέλθει στην κατοικία και να αφαιρέσει εκείνος τα χρήματα από το χρηματοκιβώτιο, πράγμα που ο Β πράττει. Ο Γ που δεν θέλει να πάθουν τίποτε τα σκυλιά, πετά το όπλο και δεν αντιδρά στην αφαίρεση των χρημάτων του από τον Β. Πώς ευθύνονται οι Α και Β ;
Την επόμενη ημέρα οι Α και Β εισέρχονται στην κατοικία του Δ και αφαιρούν από κοινού ένα ρολόι αξίας 6.000 ευρώ, τιμαλφή αξίας 15.000 ευρώ και μετρητά ύψους 10.000 ευρώ. Οι Α και Β μετά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου για κατά συναυτουργία κλοπή αντικειμένων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ). Ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου ο Α εκπροσωπείται από τον πληρεξούσιο δικηγόρου του Ε,ενώ ο Β δεν εμφανίζεται και δικάζεται ερήμην. Οι Α και Β καταδικάζονται από το Τριμελές Πλημ/κείο σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για κλοπή ρολογιού, των τιμαλφών και (όπως προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία) μετρητών 20.000 και όχι 10.000 ευρώ, που ανέφερε το κλητήριο θέσπισμα.
Ερώτημα 1: Είναι ορθή η καταδίκη των Α και Β για το ποσό των 20.000 ευρώ ; Τι θα ίσχυε, αν προκύψει ότι τα μετρητά που αφαιρέθηκαν ήταν 100.000 ευρώ ;
Ο Α ασκεί δια του παραστάντος συνηγόρου του Ε αυθημερόν έφεση. Κατά τη συζήτηση της έφεσης του Α ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/μάτων η υπόθεση αναβάλλεται κατόπιν σχετικού αιτήματος του Α λόγω κωλύματος του συνηγόρου του Ε. Στην μετ' αναβολή δικάσιμο εμφανίζεται ο Ε, ο οποίος ζητεί αναβολή λόγω ασθενείας Α. Το Τριμελές Εφετείο απορρίπτει το αίτημα αναβολής και ακολούθως και την έφεση του Α ως ανυποστήρικτη.
Ερώτημα 2: Ορθώς απορρίφθηκε η έφεση του Α ως ανυποστήρικτη ;
Ο Α ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου με επίδοση δήλωσης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 5 ημέρες μετά την καθαρογραφή της επικαλούμενος απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι ένα μέλος της σύνθεσης του Τριμελούς Εφετείου συμμετείχε στη σύνθεση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Ερώτημα 3: Τι θα αποφασίσει ο Άρειος Πάγος ;
Ο Β συλλαμβάνεται σε εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου τρία χρόνια μετά την έκδοσή της και ασκεί την ίδια μέρα έφεση επικαλούμενος για τη δικαιολόγηση του εκπρόθεσμου ότι η πρωτόδικη απόφαση επιδόθηκε σε αυτόν με θυροκόλληση στη διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει κατά την προκαταρκτική εξέταση, από την οποία όμως είχε μετοικήσει κατά το χρόνο της επίδοσης, χωρίς να επιδοθεί και στον διορισθέντα κατά την προκαταρκτική εξέταση πληρεξούσιο δικηγόρου του Ζ. Το Τριμελές Εφετείο απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη με το σκεπτικό ότι στην έκθεση εφέσεως δεν προβάλλεται κανένας λόγος ανωτέρας βίας.
Ερώτημα 4: Ορθώς απορρίφθηκε η έφεση του Β ως εκπρόθεσμη ;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2019 Κλιμάκιο Α'
Ο Α είναι Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος στην ανώνυμη εταιρεία Φ. Κατόπιν προτροπής της Β, συζύγου του, η οποία θέλει να πάει ένα μεγάλο ταξίδι αναψυχής με τον Α, ο τελευταίος ανοίγει το χρηματοκιβώτιο της εταιρείας (τα κλειδιά του οποίου είχε μόνο ο ίδιος) και λαμβάνει από εκεί ένα ποσό 60.000 €, το οποίο ξοδεύει στο ταξίδι. Επιστρέφοντας, όμως, και επειδή η έλλειψη του ποσού αυτού έχει γίνει αντιληπτή, ο Α παρακαλεί τον φίλο του Γ να ληστέψει τον πλούσιο X. ώστε από τα χρήματα της ληστείας να καλύψει το έλλειμμα στο ταμείο της Φ. Ο Γ, ο οποίος δεν συγκράτησε ακριβώς τη διεύθυνση του X την οποία του υπέδειξε ο Α, μπαίνει τελικώς στην οικία του επίσης πλούσιου Ψ, τον οποίο εκλαμβάνει ως τον X. Εκεί ο Γ επιτίθεται με γροθιές κατά του Ψ και τον αφήνει αναίσθητο, πλην όμως αδυνατεί να παραβιάσει το χρηματοκιβώτιο του τελευταίου. Κατόπιν αυτού ο Γ τηλεφωνεί στον Δ, ειδικό στις παραβιάσεις αυτές, ο οποίος έρχεται στην οικία του Ψ, όπου και οι δύο μαζί καταφέρνουν να ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο και να πάρουν μέσα από αυτό τα χρήματα και τα κοσμήματα του Ψ, αξίας 200.000 €. Εξερχόμενοι διαπιστώνουν ότι το αυτοκίνητο του Γ με το οποίο θα διέφευγαν, είχε πάθει βλάβη. Τότε ο Γ, προκειμένου να μπορέσουν να φύγουν από την οικία του Ψ χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, καθώς θα κουβαλούσαν τα κινητά του Ψ, τηλεφωνεί στον γνωστό του Ε, του εκθέτει τα διαδραματισθέντα στην οικία του Ψ' και του ζητά να έλθει και να τους παραλάβει με δικό του αυτοκίνητο από την οικία του Ψ και να τους μεταφέρει σε ασφαλές μέρος, όπου θα κρύψουν τα κινητά. Ο Ε ανταποκρίνεται στο αίτημα του Γ και έρχεται με το αυτοκίνητό του να τους παραλάβει και τους βοηθά να μεταφέρουν τα κινητά στην οικία του Γ.
Ερώτημα 1: Ποινική ευθύνη των Α, Β, Γ, Δ. και Ε.
Κατά του Α ασκείται ποινική δίωξη για το έλλειμμα στο ταμείο της Φ. Ο Ανακριτής, στον οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, εκδίδει κατά του Α (ο οποίος είναι γνωστής διαμονής και έχει λευκό ποινικό μητρώο) ένταλμα συλλήψεως, χωρίς προηγουμένως να του επιδώσει κλήση για να απολογηθεί ενώπιόν του.
Ερώτημα 2: Πώς αξιολογείτε την ενέργεια αυτή του Ανακριτή;
Τελικώς ο Α παραπέμπεται στο ακροατήριο για το έλλειμμα στο ταμείο της Φ.
Ερώτημα 3: Επιτρέπεται ο Μ. μέτοχος της Φ, να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του Α;
Ο Α καταδικάζεται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ασκεί έφεση, η οποία όμως απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, διότι ο Α. παρ’ όλο που εκλητεύθη νομίμως. δεν προσήλθε στο Δικαστήριο. Ασκεί τότε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, με την οποία προβάλλει ότι ο Εισαγγελέας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αγόρευσε επί της ενοχής του, όπως άλλωστε προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης.
Ερώτημα 4:Τι θα αποφασίσει ο Αρειος Πάγος;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2019 Κλιμάκιο Β'
Ερώτημα 1ο: Ποια η τύχη της αναίρεσης του Β;
Ο Α ασκεί και αυτός αναίρεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου για τους ακόλουθους λόγους:
α. Ότι στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημ/κείου συμμετείχε ο ίδιος Εισαγγελέας, που είχε παρασταθεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο.
β. Ότι στην καταδίκη στηρίχθηκε αποκλειστικά στην απολογία του συγκατηγορουμένου του Β κατά την αστυνομική προανάκριση.
γ. Ότι παρ' όλο που ήταν παρών, δεν απολογήθηκε.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2019 Κλιμάκιο Α (Α-Κ)
O Β δανείζει στον A το ποσό των 40.000 ευρώ και συντάσσουν ιδιωτικό συμφωνητικό σχετικά με τη συναλλαγή αυτή. Ο Α εξοφλεί εμπρόθεσμα το δάνειο και λαμβάνει από τον Β εξοφλητική απόδειξη με την υπογραφή του. Στη συνέχεια ο Β πεθαίνει. Οι δε κληρονόμοι του ανευρίσκουν το συμφωνητικό για το δάνειο και απευθύνονται προς τον Α ζητώντας να μάθουν αν τα χρήματα οφείλονται ακόμη. Ο Α, οποίος έχει απολέσει την εξοφλητική απόδειξη, προκειμένου να αποφύγει δικαστική διεκδίκηση των χρημάτων από τους κληρονόμους καταρτίζει νέα εξοφλητική απόδειξη πανομοιότυπη κατά περιεχόμενο με την απολεσθείσα στην οποία θέτει στην υπογραφή του Β και επιδεικνύει αυτήν στους κληρονόμους οι οποίοι μετά ταύτα πεισθέντες ότι η απαίτηση έχει εξαντληθεί παραλείπουν να εγείρουν απαίτηση του δανείου.
Στη συνέχεια ο Α έχοντας ανάγκη από χρήματα εκμεταλλεύεται το ζωγραφικό του ταλέντο και ζωγράφισε έναν πίνακα με θέμα η «τεθλιμμένη κόρη» στον οποίο θέτει την υπογραφή του γνωστού ζωγράφου Ζ, παραδίδει τον πίνακα αυτόν στον Γ, ιδιοκτήτη γκαλερί, προκειμένου αυτός να τον εκθέσει προς πώληση παριστώντας ψευδώς (Ο Α προς τον Γ) ότι ο πίνακας είναι έργο του Ζ. Ο Γ χωρίς καθόλου να ερευνήσει αν τούτο είναι αληθές εκθέτει τον πίνακα στην γκαλερί ως έργο του Ζ και τελικά πωλεί αυτόν στον φιλότεχνο Δ αντί του ποσού των 200.00 ευρώ το οποίο ο Γ παραδίδει στον Α. Μετά από μερικές ημέρες γεννώνται όμως αμφιβολίες στον Δ περί της γνησιότητας του πίνακα τις οποίες και εκφράζει στον Γ, ο οποίος τον παραπέμπει στον Α. Ο Α προσέρχεται στο Ζ τον οποίο και παρακαλεί να του υπογράψει βεβαίωση ότι ο πίνακας η «τεθλιμμένη μάνα» είναι δικό του έργο. Ο Ζ έχει πράγματι ζωγραφίαει πίνακα με αυτό το θέμα, και για αυτό υπογράφει την βεβαίωση την οποία του υποβάλλει ο Α, χωρίς να ελέγξει προσεκτικά το περιεχόμενο της. Στην πραγματικότητα η βεβαίωση αφορά την «τεθλιμμένη κόρη», γεγονός το οποίο παρείδε ο Ζ παραπλανηθείς από τον Α. Ο Α παραδίδει τη βεβαίωση αυτή στον Δ, ο οποίος πείθεται έτσι ότι ο πίνακας στον οποίο αγόρασε είναι γνήσιος και μετά ταύτα παραλείπει να διεκδικήσει από τον Α το καταβληθέν τίμημα.
Ποινική ευθύνη Α
Κατά του Α ασκείται ποινική δίωξη για την υπόθεση του ζωγραφικού πίνακα και παραπέμπεται στο ακροατήριό του αρμόδιου δικαστηρίου το οποίο τον καταδίκασε σε κάθειρξη οκτώ ετών.
Ο Α ασκεί έφεση με την οποία προβάλει το πρώτο μεταξύ άλλων: α) ότι η κλήση παράστασης στο δικαστήριο του επιδόθηκε μόλις δέκα μέρες πριν τη δικάσιμο β) ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει επί του αιτήματος του να κληθεί ο Ζ ως μάρτυρας στη δίκη, προκειμένου να εξεταστεί επί της γνησιότητος του πωληθέντος πίνακα.
Τι θα αποφανθεί το δικαστήριο επί των παραπάνω λόγων εφέσεως.
Τελικώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδικάζει τον Α σε κάθειρξη έξι ετών. Ο τελευταίος ασκεί αναίρεση κατά της αποφάσεως ο δε Άρειος πάγος αναιρεί καθ’ ολοκληρίαν την απόφαση λόγω κακής σύνθεσης του δικάσαντος δικαστηρίου και παραπέμπει την υπόθεση του δευτεροβάθμιο δικαστήριο για νέα κρίση. Στην μετ’ αναίρεσιν δικάσιμο, ο Α δεν εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου, καίτοι έχει νομίμως κλητευθεί.
Τι θα πράξει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο;
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2019 Κλιμάκιο Β (Λ-Ω)
Ο Α αποφασίζει να φονεύσει την σύζυγό του Β διότι η τελευταία τον απατά. Προς τον σκοπό αυτό της επιτίθεται και προσπαθεί να τη στραγγαλίσει. Κατόπιν τούτου ο Α ανασπά μεταλλική ράβδο και επιχειρεί με αυτήν να της καταφέρει χτύπημα στην κεφαλή χωρίς όμως επιτυχία διότι Β αποφεύγει τα πλήγματα. Ο Α τότε ανασύρει εγχειρίδιο που κατείχε και την κυνηγά προκειμένου να τις καταφέρει με αυτό θανατηφόρα πλήγματα. πριν καταφέρει να την προσεγγίσει εμφανίζεται και ο εραστής της Γ. Τότε ο Α, αντιλαμβανόμενος την έλευση του τελευταίου, εγκαταλείπει την προσπάθεια θανάτωσης της Β και στρέφεται κατά του Γ και του καταφέρνει πλήγματα με το μαχαίρι του με σκοπό η θανάτωση του. Ο Γ πέφτει αιμόφυρτος και ο Α τον εγκαταλείπει νομίζοντας ότι είναι νεκρός, πράγμα που δεν αληθεύει. Ο Γ μεταφέρεται σε παρακείμενο νοσηλευτικό ίδρυμα και μετά από εργώδεις προσπάθειες των γιατρών διαφεύγει τον κίνδυνο ζωής πλην υφίσταται απώλεια αριστερού οφθαλμού. Ο Α, πληροφορηθείς τα γεγονότα, προσέρχεται στο νοσοκομείο και φονεύει τον Γ με το πιστόλι του.
Πώς θα αξιολογηθεί ποινικά όλη συμπεριφορά του Α;
Ο Α συλλαμβάνεται αμέσως μετά τη θανάτωση του Γ και αφού προηγουμένως δώσει στην αστυνομία ένορκη κατάθεση στην οποία ομολογεί την πράξη του, προσάγεται ενώπιον του εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί σε βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γ και παραγγέλλει την διενέργεια κύριας ανάκρισης.
Απολογούμενος ενώπιον του ανακριτή, ο Α ανακαλεί την ομολογία του ισχυρίζεται ότι θανάτωσε τον Γ ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας. Μετά την απολογία διατάσσεται η προσωρινή κράτηση του Α. Ακολούθως εμφανίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του ανακριτή η Β, η οποία καταθέτει ενόρκως ότι ο Α προσπάθησε να τη δολοφονήσει. Κατόπιν αυτού, ο ανακριτής καλεί τον Α σε συμπληρωματική απολογία για την απόπειρα ανθρωποκτονίας στο κατά της Β και επιβάλλει με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα στον Α τον περιοριστικό όρο της εγγυοδοσίας ποσού 100.000 ευρώ. Ο Α προσφεύγει κατά της διάταξης επιβολής του περιοριστικού όρου στο συμβούλιο πλημμελειοδικών επικαλούμενος οικονομική αδυναμία καταβολής της εγγύησης. Στην πρόταση του στο συμβούλιο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών προτείνει ότι πρέπει να επιβληθεί στον Α εγγυοδοσία ύψους 200.000 ευρώ αντί 100.000 ευρώ, επικαλούμενος τη σοβαρότητα του αδικήματος.
Ο Α υποβάλει πριν από την έκδοση του βουλεύματος υπόμνημα στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, στο οποίο ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα ακυρότητα διότι α) αν και ζήτησε να λάβει αντίγραφο της εισαγγελικής πρότασης προς το συμβούλιο, δεν ειδοποιήθηκε και β) ότι το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης δεν στηρίζεται στον νόμο.
Αξιολογήστε τη βασιμότητα των ισχυρισμών του Α.
Μετά την περάτωση της ανάκρισης, ο Α παραπέμπεται στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών για τις τελεσθείσες σε βάρος των Β και Γ πράξεις. Ο Α ασκεί έφεση κατά του βουλεύματος για τους ακόλουθους λόγους:
Α) ότι παρανόμως ασκήθηκε η ποινική δίωξη για την ανθρωποκτονία του κατά του γ χωρίς να διενεργηθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση
Β) ότι δεν ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά της Β
Γ) το συμβούλιο ως προς την πράξη της ανθρωποκτονίας του γ έλαβε υπόψη την δοθείσα ενώπιον της αστυνομίας ένορκη ομολογία του Α.
Αξιολογήστε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων έφεσης.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2020 (Κλιμάκιο Α')
Ο Α γνωρίζει ότι ο γνωστός του έχει στο διαμέρισμα το οποίο μισθώνει ένα φορητό υπολογιστή κι ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε μετρητά. Προκειμένου να αποκτήσει τα αντικείμενα αυτά, ο Α τηλεφωνεί στο Β, ιδιοκτήτη του διαμερίσματος που μισθώνει ο Χ, και παριστάνοντας ότι είναι ο Χ, δηλώνει στο Β ότι απουσιάζει εκτός Ελλάδας, παρακαλεί δε το Β να εισέλθει στο μισθωμένο διαμέρισμα με το δεύτερο κλειδί που διαθέτει, να πάρει τον υπολογιστή και τα χρήματα και να τα παραδώσει στον φίλο του Α, που θα περάσει εντός ολίγου από την οικία του Β να τα παραλάβει. Ο Β ενεργώντας καλόπιστα και υπολαμβάνοντας ότι έχει όντως συνομιλήσει με τον Χ, εισέρχεται στο διαμέρισμα, βρίσκει έναν υπολογιστή και ένα φάκελο που περιέχει 1000 ευρώ, τα παίρνει μαζί του κι επιστρέφει στην οικία του. Ενώ ο Β αναμένει τον Α να παραλάβει τα αντικείμενα, αποφασίζει να κρατήσει τα μετρητά, και δηλώνει στον Α ότι δε βρήκε λεφτά, παρά μόνο τον υπολογιστή. τον οποίο και του παραδίδει. Όταν ο Χ μετά από μερικές ώρες, επιστρέφει στην οικία του και ανακαλύπτει ότι λείπουν τα χρήματα κι ο φορητός υπολογιστής, επικοινωνεί με τον Β, ο οποίος του δηλώνει ότι τα παρέδωσε στον Α "όπως του ζήτησε ο Χ". Ο Χ οργίιζεται πολύ με τη συμπεριφορά του Α, και την επόμενη μέρα παρακαλεί τον κοινό γνωστό τους Γ, ο οποίος είναι ακαταλόγιστος (πάσχει από σοβαρή ψυχική νόσο), να επιτεθεί κατά του Α και "να του μαυρίσει το μάτι". Ευθύς αμέσως, ο Γ συναντά στο δρόμο τον Α κι επιτίθεται κατά αυτού, ο δε Α (ο οποίος γνωρίζει το ακαταλόγιστο του Γ), ενώ μπορεί να διαφύγει τρέχοντας, γρονθοκοπεί τον Γ για να αποκρούσει την επίθεση του και του προκαλεί κάταγμα στο οστούν του βραχίονα. Ο ίδιος ο Α δεν υπέστη κάποια βλάβη από την επίθεση του Γ.
Ερώτημα 1: Αξιόποινο των Α, Β, Χ.
Μετά τον τραυματισμό του Γ, επιλαμβάνεται αμέσως η Αστυνομία. Ο αστυνομικός Κ, που ερευνά την υπόθεση, εξετάζοντας τους Α και Χ, υποψιάζεται ότι το ελλείπον χρηματικό ποσό πρέπει να βρίσκεται στην οικία του Β. Αμέσως οι αστυνομικοί υπάλληλοι Λ και Μ επισκέπτονται την οικία του Β στην οποία διεξάγουν έρευνα και βρίσκουν το φάκελο με τα χρήματα. Μετά ταύτα, ο Β παραπέμπεται στο ακροατήριο, πλην όμως αθωώνεται σε πρώτο βαθμό. Κατά της αθωωτικής απόφασης ασκεί έφεση ο αρμόδιος εισαγγελέας, επικαλούμενος ότι : "από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, κι ειδικότερα των μαρτύρων που εξετάστηκαν, των εγγράφων που αναγνώστηκαν,και την απολογία του κατηγορουμένου προκύπτει με βεβαιότητα ότι πράγματι ο Β είχε εισέλθει στο διαμέρισμα του Χ, είχε πάρει τα χρήματα, τα οποία κι είχε κρατήσει κι επομένως είχε τελέσει την πράξη για την οποία κατηγορείτο". Τελικά ο Β καταδικάζεται από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ασκεί αναίρεση στην οποία για πρώτη φορά επικαλείται:
α)ότι κακώς ανεγνώσθη στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η έκθεση έρευνας που είχαν συντάξει οι αστυνομικοί Λ και Μ, οι οποίοι διενέργησαν έρευνα στο διαμέρισμα του.
β)ότι κακώς εξετάστηκε στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ο αστυνομικός Κ, ο οποίος διερεύνησε το συμβάν
γ)ότι η ασκηθείσα εισαγγελική έφεση δεν ήταν νομότυπη
Ερώτημα 2: Συνιστούν οι πλημμέλειες τις οποίες επικαλείται ο Β, βάσιμους λόγους αναιρέσεως;
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2020 ( Κλιμάκιο Β')
Ο Κοσμάς (Κ) πλησιάζει σε σκοτεινό σημείο του δρόμου τον Τάκη (Τ) για να τον ληστέψει, τον απειλεί με το μαχαίρι του και του αρπάζει το πορτοφόλι, το οποίο περιείχε 800 ευρώ. Κατά την απομάκρυνση του Κ, ο Τ τον καταδιώκει φωνάζοντας του "φέρε πίσω τα λεφτά". Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ο Κ συναντά τυχαία στο δρόμο το φίλο του Παναγιώτη (Π), του πετά το πορτοφόλι του Τ, λέγοντας του : "κρύψ'τα μέχρι να ξεφύγω". Ο Π παίρνει μεν το πορτοφόλι με σκοπό να το φυλάξει για τον Κ, αλλά τον αντιλαμβάνεται ο Τ, ο οποίος στρέφεται εναντίον του κι επιχειρεί να του το πάρει. Τότε ο Π του καταφέρνει ισχυρό χτύπημα με σκοπό να παρεμποδίσει την προσπάθεια του να του πάρει το πορτοφόλι κι εξαφανίζεται. Φοβούμενος ωστόσο ότι "έμπλεξε", κρύβει το κλοπιμαίο σε ακατοίκητο οίκημα, με σκοπό να το αναλάβει την επομένη και παριστάνει ψευδώς στον Κ ότι το έχασε ώστε να το κρατήσει ο ίδιος. Ο Κ τον πιστεύει και δεν επιμένει. Έχει τελέσει ο Π αξιόποινες πράξεις;
Κατά του Κ ασκείται ποινική δίωξη για ληστεία. κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προκύπτει ότι τα κλοπιμαία κατέληξαν στην κόρη του Κ, Εύα (Ε). Κατόπιν αυτού ο ανακριτής καλεί σε απολογία την Ε για την αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, κι επιβάλει σε αυτήν, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.Ερώτημα 1ο: Είναι νόμιμες οι πράξεις αυτές του Ανακριτή;
Μετά το πέρας της ανάκρισης ο Κ και η Ε παραπέμπονται με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών και σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών στο Μονομελές Εφετείο για ληστεία κι αποδοχή προϊόντων εγκλήματος αντίστοιχα. Την επόμενη της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, ο Κ ασκεί αίτημα ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών να κηρυχθεί η διαδικασία άκυρη, διότι, αν κι είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, ο Εισαγγελέας Εφετών παρέλειψε να τον ενημερώσει, ώστε να λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης προς τον Πρόεδρο Εφετών. Ερώτημα 2ο: Τι θα αποφασίσει το Συμβούλιο Εφετών;
Στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου ο Κ υποβάλλει αίτημα αναβολής δια του υιού του Μιχάλη, ο οποίος καταθέτει ενόρκως ότι ο πατέρας του είναι κλινήρης με πυρετό. Το αίτημα αναβολής απορρίπτεται για το λόγο ότι η ασθένεια δε βεβαιώνεται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, και κατόπιν ο Κ καταδικάζεται ερήμην σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών για ληστεία, ενώ η Ε καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης ενός έτους για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Μία μέρα μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, η μεν ε ασκεί έφεση, ο δε Κ υποβάλλει αίτηση ακύρωσης για το λόγο ότι κακώς απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής, διότι ήταν όντως ασθενής, όπως αποδεικνύεται με την πρώτη φορά προσκομιζόμενη βεβαίωση ασθένειας από νοσηλευτικό ίδρυμα. Η αίτηση ακυρώσεως του Κ απορρίπτεται από το Μονομελές Εφετείο. Ερώτημα 3ο: Ορθώς απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως;
Ο Κ ασκεί έφεση κατά της δικαστικής απόφασης 20 ημέρες μετά την έκδοση της και 5 πέντε μέρες μετά την έκδοση της απόφασης που απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως. Το Τριμελές Εφετείο απορρίπτει την έφεση του Κ ως εκπρόθεσμη, αλλά αθωώνει την Ε με το σκεπτικό ότι ο μάρτυρας Τ κατέθεσε ότι λόγω του σκότους και της ταραχής θεώρησε πεπλανημένα ότι υπήρξε θύμα ληστείας. Ο Κ ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου για το λόγο ότι παρανόμως απορρίφθηκε η αίτηση του ως εκπρόθεσμη κι αντί αυτού έπρεπε να αθωωθεί για τον λόγο που αθωώθηκε κι η Ε. Ερώτημα 4ο: Είναι βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης του Κ;
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2020 (Κλιμάκιο Α’)
Ο Α και ο Β εισέρχονται στο κοσμηματοπωλείο του Κ, προκειμένου να αφαιρέσουν κοσμήματα. Την ώρα που εξέρχονται από το κοσμηματοπωλείο με τα κοσμήματά τοποθετημένα σε τσάντες, εμφανίζεται ο Κ, και κινείται προς αυτούς για να τα πάρει πίσω. Αμέσως, ο Α και Β αποφασίζουν καθένας ξεχωριστά και χωρίς καμία συνεννόηση μεταξύ τους να επιτεθούν κατά Κ πυροβολώντας τον με τα όπλα τους για να τον σκοτώσουν και έτσι να κρατήσουν τα κοσμήματα. Ω Α ρίχνει και τις έξι σφαίρες που είχε στη διάθεσή του αλλά δεν πετυχαίνει τον Κ και ο Β ρίχνει τις τέσσερις από τις έξι σφαίρες που είχε χωρίς και αυτός να πετύχει τον Κ, καταλαμβάνεται όμως τότε από τύψεις και διακόπτει τους πυροβολισμούς. Μετά από αυτό και οι δύο αρχίζουν να τρέχουν και διαφεύγουν διατηρώντας τα κοσμήματα.
Ερώτημα 1: Ποια η ποινική ευθύνη των A και B.
Κατά των Α και Β ασκείται ποινική δίωξη και διατάσσεται τακτική ανάκριση μετά το πέρας της οποίας παραπέμπονται αμφότεροι με βούλευμα του Συμβουλίου πλημμελειοδικών στο ακροατήριό του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά του βουλεύματος ασκεί έφεση ο Α και προβάλλει ότι στην σύνθεση του Συμβουλίου πλημμελειοδικών συμμετείχε ως μη έδει (παράγραφος 2 άρθρο 305 ΚΠΔ) και ο Ανακριτής.
Ερώτημα 2: Τι θα αποφασίσει το συμβούλιο εφετών επί της έφεσης;
Τελικώς Α και Β καταδικάζονται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ασκούν αμφότεροι αναίρεση με την οποία προβάλλουν ότι κακώς δηλώθηκε παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας λόγω ηθικής βλάβης στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό για πρώτη φορά από τους κληρονόμους του Κ, ο οποίος είχε αποβιώσει κατά το στάδιο της προδικασίας.
Ερώτημα 3: Ιδρύεται βάσιμος λόγος αναιρέσεως από τα προβαλλόμενα με την αίτηση αναιρέσεως;
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2020 (Κλιμάκιο Β΄)
ΘΕΜΑΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ
Ο Α , συνέταιρος του πλούσιου Γ, πείθει τον πολύπειρο φίλο του Β να εισέλθει στην πολυτελή κατοικία του Γ από ένα μικρό παράθυρο του ισογείου, που ο Γ αφήνει πάντα ανοιχτό και να αφαιρέσει από το χρηματοκιβώτιο του γραφείου χρήματα και τιμαλφή αντικείμενα, τα οποία ο Α γνωρίζει από ακριτομυθίες του Γ ότι φυλάσσονται εκεί. Σύμφωνα με το σχέδιο που καταστρώνουν, ο Α θα μοιραστεί με τον Β την λεία, ενώ θα του αποκαλύψει και τον συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου όταν βρεθεί εντός της κατοικίας, καθώς τυχαίνει να τον γνωρίζει αφού πρόκειται για το ίδιο χρηματοκιβώτιο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα στην εταιρεία με τον Γ, πριν ο τελευταίος το πάρει σπίτι του για δική του αποκλειστικά χρήση. Πράγματι μία μέρα που ο Γ απουσίαζε σε επαγγελματικό ταξίδι, ο Β κατοπτεύει την κατοικία του και επειδή δεν βρίσκει ανοιχτό το παράθυρο του ισογείου εισέρχεται σε αυτήν ανοίγοντας την εξωτερική θύρα με ειδικό εργαλείο. Αμέσως μετά ο Β τηλεφωνεί στον Α, ο οποίος του αποκαλύπτει πράγματι τον συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου. Όμως όταν ο Β το ανοίγει δεν βρίσκει σε αυτό παρά έναν μικρό πίνακα μεγάλου Έλληνα Ζωγράφου τον οποίο Β αφαιρεί, αλλά σε σχετική ερώτηση του Α, ο Β απαντά ότι "δεν βρήκε τίποτα" στο χρηματοκιβώτιο. Ωστόσο, ο Α πληροφορείται αργότερα την πράξη του Β και του ζητάει εξηγήσεις. Τότε του αποκαλύπτει την πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο πίνακας είχε φιλοτεχνηθεί από την εκλιπούσα φιλότεχνη σύζυγό του Γ και ότι η αγοραία αξία του ήταν μηδαμινή, ενώ ήταν απλώς "συναισθηματική" για τον Γ. Αξιόποινο Α, Β.
ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης κατηγορούνται ως συναυτουργοί σε πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος που φέρονται να έχουν τελέσει με την από κοινού κατάρτιση πλάστης διαθήκης του θείου τους. Αμφότεροι κηρύσσονται ένοχοι σε πρώτο και δεύτερο βαθμό παρά το γεγονός ότι ο διορισθείς κατά την ανάκριση πραγματογνώμων γνωμοδότησε ότι διαθήκη τα γνήσια. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θεμελίωσε την καταδικαστική κρίση του σε ένορκη κατάθεσή του Γιώργου ως μάρτυρα κατά την προκαταρκτική εξέταση στην οποία ανέφερε ότι είχε πλαστογραφήσει τη διαθήκη μαζί με τον Παναγιώτη για να κληρονομήσουν τον θείο τους. Αμφότεροι ασκούν εμπρόθεσμα αίτηση αναίρεσης κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης προβάλλοντας τους κάτωθι λόγους:
ο Γιώργος (α) ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψιν κατάθεση του μάρτυρα και (β) το δικαστήριο οφείλει να τον αθωώσει συντασσόμενο με τη γνωμοδότηση πραγματογνώμονα.
ο Παναγιώτης ότι η απόφαση ήταν η αιτιολογημένη χωρίς να διευκρινίσει σε τι συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας. Παραδεκτό και βάσιμο αιτήσεων αναιρέσεως.
(ο χωρισμός των κλιμακίων, και τα περιορισμένα θέματα συμφώνως με την από 28/5/20 απόφαση (ΑΔΑ: ΨΜΛΓ46ΨΖ2Ν-ΥΝΞ) της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ)
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτεμβρίου 2020 (Κλιμάκιο Α-Κ):
Ο Α αναχωρεί για διακοπές και παραδίδει έναν
ζωγραφικό πίνακα αξίας 60.000 € στον Β για να τον φυλάει όσο θα λείπει (σύμβαση
παρακαταθήκης). Ο Β, όμως, παριστώντας ψευδώς ότι είναι κύριος του πίνακα,
πωλεί και μεταβιβάζει αυτόν αντί τιμήματος 60.000 € στον καλόπιστο Γ, ο οποίος
αγνοεί ότι ο πίνακας ανήκει κατά κυριότητα στον Α. Έτσι ο Γ αποκτά κυριότητα
επί του πίνακα με βάση τις διατάξεις για την καλόπιστη κτήση κινητού πράγματος
(άρ. 1036 επ. Α.Κ.). Όταν ο Α επιστρέφει από τις διακοπές του και πληροφορείται
τι έχει γίνει, επισκέπτεται τον Β και αξιώνει να του παραδώσει ο Β κοσμήματα
και έργα τέχνης αξίας 60.000 €. Επειδή ο Β αρνείται, ο Α τον γρονθοκοπεί για να
μπορέσει να του αποσπάσει τα πράγματα αυτά. Από τα χτυπήματα προκαλούνται
πολλαπλά κατάγματα, πράγμα το οποίο επιδιώκει ο Α, λόγω των οποίων ο Β πρέπει
να παραμείνει για μακρό χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο. Ο Α, όμως, δεν
προλαβαίνει να αφαιρέσει τα κινητά του Β, διότι συλλαμβάνεται από Αστυνομικούς
οι οποίοι επεμβαίνουν.
Ερώτημα
1ο:
Ποινική ευθύνη των Α και Β.
Μετά την έξοδο από το Νοσοκομείο, ο Β παραπέμπεται
στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών σε σχέση με
την πώληση του πίνακα στον Γ. Κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ασκεί προσφυγή, η
οποία απορρίπτεται από τον Εισαγγελέα Εφετών ως εκπρόθεσμη, και δη ως ασκηθείσα
την 11η ημέρα μετά την επίδοση σε αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος.
Όμως ο Εισαγγελέας Εφετών είχε παραβλέψει ότι η 10η ημέρα ήταν αργία
και επομένως η προσφυγή δεν είχε ασκηθεί εκπροθέσμως.
Ερώτημα
2ο:
Τι μπορεί να κάνει ο Β σε σχέση με το ζήτημα αυτό;
Ο Β καταδικάζεται σε 1ο και 2ο
βαθμό. Ασκεί αναίρεση και προβάλλει ότι ο Α παρέστη στο ακροατήριο για την
υποστήριξη της κατηγορίας το πρώτον στον 2ο βαθμό.
Ερώτημα 3ο: Ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το παραπάνω γεγονός;
Ουσιαστικό
Ποινικό Δίκαιο:
1. Η υπεξαίρεση του πίνακα από τον Β
Ο Β, δυνάμει συμβάσεως παρακαταθήκης, ευρίσκεται,
ως θεματοφύλακας, στην κατοχή ενός ξένου κινητού πράγματος. Η πώληση του πίνακα
από τον Β στον Γ συνιστά ιδιοποίηση αυτού, διότι έχει το αντικειμενικό νόημα της
οριστικής απώλειας του πίνακα για τον Α. Συνεπώς ο Β τελεί υπεξαίρεση και με
δεδομένο ότι ο πίνακας έχει αξία 60.000 €, πρόκειται για υπεξαίρεση
αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρ. 375 παρ. 1 εδ. α΄ Π.Κ. 2η
περίπτωση). Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του εδ. β΄ της παρ. 1, δεδομένου
ότι α) η ιδιότητα του θεματοφύλακα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εκεί
αναφερομένων ιδιοτήτων (εντολοδόχου, μεσεγγυούχου, διαχειριστή ξένης περιουσίας
κ.λπ.) και επομένως η εφαρμογή του εδαφίου αυτού στην υπό κρίσιν περίπτωση θα
συνιστούσε απαγορευμένη αναλογία και β) η παράδοση του πίνακα από τον Α, ο
οποίος αναχωρεί για διακοπές, στον Β δεν συνιστά εμπίστευση λόγω ανάγκης.
2. Η συμπεριφορά του Β έναντι του Γ
Θα πρέπει να ερευνηθεί εν προκειμένω αν ο Β τελεί
απάτη εις βάρος του Γ. Ο Β προβαίνει στην ψευδή παράσταση ότι είναι κύριος του
πίνακα, παραπλανά τον Γ και πείθει αυτόν να προβεί σε περιουσιακή διάθεση, καταβάλλοντας
60.000 € για την απόκτησή του. Είναι ζήτημα, όμως, αν ο Γ υφίσταται περιουσιακή
βλάβη, δεδομένου ότι αποκτά έναν πίνακα ίσης αξίας προς τα χρήματα που κατέβαλε,
και επιπροσθέτως αποκτά και την κυριότητα του πίνακα, έστω και με βάση τις διατάξεις
για την καλόπιστη κτήση κυριότητας κινητού παρά μη κυρίου. Σύμφωνα με παλαιότερες
απόψεις, γινόταν δεκτό ότι υπάρχει περιουσιακή βλάβη του Γ διότι η κυριότητα του
πίνακα βαρύνεται με «ηθικό στίγμα». Και σήμερα, όμως, θεωρείται ότι ο Γ υφίσταται
περιουσιακή βλάβη, δεδομένου ότι είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο να αμφισβητήσει
ο Α την καλή του πίστη και εντεύθεν την κυριότητά του επί του πίνακα. Κατ’ αυτή
τη θεωρία, το ενδεχόμενο να αμφισβητηθεί η κυριότητα του Γ επί του πίνακα επιδρά
στη δυνατότητα του Γ να μεταπωλήσει αυτόν και τελικά επιδρά στην αγοραία αξία του
πίνακα: Πιο εύκολα πωλείται ένας πίνακας του οποίου δεν αμφισβητείται η κυριότητα
από έναν πίνακα του οποίου η κυριότητα είναι εκτεθειμένη σε αμφισβήτηση. Στη δεύτερη
περίπτωση η αμφισβήτηση αυτή επιδρά στην αγοραία αξία του και έτσι ο πίνακας,
αν πωληθεί, θα πωληθεί σε χαμηλότερη αξία. Η μείωση αυτή της αξίας συνιστά την περιουσιακή
βλάβη του Γ.
Συνεπώς ο Β τελεί απάτη εις βάρος του Γ.
3. Η συρροή της υπεξαιρέσεως και της
απάτης
Δεδομένου ότι με την ίδια πράξη της πωλήσεως του
πίνακα, τελείται τόσο η ιδιοποίηση του πίνακα όσο και η απάτη, έπεται ότι τα
δύο εγκλήματα συρρέουν μεταξύ τους κατ’ ιδέαν. Η συρροή αυτή είναι αληθής κατ’
ιδέαν, καθώς από τα δύο εγκλήματα προκαλούνται δύο διαφορετικές βλάβες, στον Α
και τον Γ.
4. Το αξιόποινο του Α
Γενικές αρχές
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 29 του νέου Π.Κ. για
τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, «στις περιπτώσεις που ο
νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο
αποτέλεσμα, η πρόκληση του οποίου τιμωρείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, τότε
η ποινή αυτή επιβάλλεται στον αυτουργό ή στο συμμέτοχο μόνο αν το αποτέλεσμα οφείλεται
τουλάχιστον σε αμέλειά τους, εφ’ όσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη
διάταξη».
Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 29 Π.Κ. προβλέπεται, μεταξύ
άλλων, ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα που προκαλείται από το βασικό έγκλημα θα πρέπει
να τυποποιείται και αυτοτελώς στον νόμο, ως έγκλημα αμελείας. Αν αυτό
δεν συμβαίνει, τότε το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να συγκροτήσει εκ
του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα κατά την έννοια του άρθρου 29 Π.Κ.
Περαιτέρω προβλέπεται ρητά στη νέα διάταξη ότι το
βαρύτερο αποτέλεσμα που προκαλείται από την τέλεση του βασικού εγκλήματος πρέπει
να οφείλεται «τουλάχιστον σε αμέλεια». Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των
εκ του αποτελέσματος διακρινομένων εγκλημάτων εφαρμόζονται όχι μόνο όταν το
βαρύτερο αποτέλεσμα επέρχεται από αμέλεια του δράστη, αλλά και όταν και όταν ο
δράστης έχει δόλο για την πρόκλησή του («μη γνήσια» εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα).
Επίσης, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 29
Π.Κ., όπως συνάγεται από τη ρήτρα σχετικής επικουρικότητας που
περιέχεται σε αυτή, οι διατάξεις για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα (γνήσια ή μη γνήσια) τότε μόνο δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη,
π.χ. με βάση τις ρυθμίσεις περί της κατ’ ιδέαν συρροής του βασικού εγκλήματος και
του (εκ δόλου ή εξ αμελείας) προκαλουμένου βαρύτερου αποτελέσματος. Με τη
ρύθμιση αυτή του νέου Π.Κ. αποφεύγονται οι αξιολογικές αντινομίες οι οποίες
μπορούσαν να προκύψουν όταν η εφαρμογή των κανόνων της κατ’ ιδέαν συρροής
οδηγούσε σε χαμηλότερη ποινή από την ποινή του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος.
Σε ό,τι αφορά την απόπειρα του εκ του
αποτελέσματος διακρινομένου εγκλήματος, η νέα διάταξη της παρ. 3 του άρ. 42
Π.Κ. προβλέπει ότι «αν ο υπαίτιος απόπειρας ενός εγκλήματος που τιμωρείται
βαρύτερα όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα (άρθρο 29), προκαλέσει με υπαιτιότητά
του το αποτέλεσμα αυτό, τιμωρείται με την ποινή του εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενου εγκλήματος μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 83, εφόσον η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη».
Με τη διάταξη αυτή επιλύεται η διαμάχη η οποία
υφίστατο υπό τον προϊσχύσαντα Π.Κ. σχετικά με τη μεταχείριση της απόπειρας του
εκ του αποτελέσματος διακρινομένου εγκλήματος και προβλέπεται ότι στην
περίπτωση που το βασικό έγκλημα μείνει στο στάδιο της απόπειρας, αλλά επέλθει
το βαρύτερο αποτέλεσμα, τότε επιβάλλεται η ποινή του εκ του αποτελέσματος
διακρινομένου εγκλήματος, ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ.
Δεδομένου ότι στη διάταξη προβλέπεται ότι το
βαρύτερο αποτέλεσμα πρέπει να έχει προκληθεί «με υπαιτιότητα» του δράστη,
συνάγεται ότι η διάταξη εφαρμόζεται τόσο στα γνήσια εκ του αποτελέσματος
εγκλήματα (στα οποία το βαρύτερο αποτέλεσμα προκαλείται από αμέλεια του δράστη)
όσο και στα μη γνήσια (στα οποία το βαρύτερο αποτέλεσμα οφείλεται σε δόλο του δράστη).
Τέλος, και στη ρύθμιση του άρ. 42 παρ. 3 περιέχεται ρήτρα σχετικής επικουρικότητας και επομένως η διάταξη αυτή εφαρμόζεται εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη, π.χ. με βάση τις διατάξεις για την κατ’ ιδέαν συρροή της απόπειρας του βασικού εγκλήματος και του εκ δόλου ή εξ αμελείας προκαλουμένου βαρύτερου αποτελέσματος. Για να διαπιστώσουμε, επομένως, αν θα πρέπει να εφαρμοσθεί η ρήτρα αυτή θα συγκρίνουμε: α) αφ’ ενός μεν την ποινή της απόπειρας του εκ του αποτελέσματος διακρινομένου εγκλήματος (δηλ. την ποινή που προβλέπεται για το έγκλημα αυτό, μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83), β) αφ’ ετέρου δε την συνολική ποινή που θα μπορούσε να σχηματισθεί, κατ’ άρ. 94 παρ. 2 Π.Κ., σε περίπτωση κατ’ ιδέαν συρροής της απόπειρας του βασικού εγκλήματος και της (εκ δόλου ή εξ αμελείας) προκλήσεως του βαρύτερου αποτελέσματος
Στην προκειμένη περίπτωση ισχύουν
τα ακόλουθα:
α. Τέλεση απόπειρας ληστείας από τον Α
Ο Α αποπειράται να αφαιρέσει κινητά πράγματα από
την κατοχή του Β, τα οποία ανήκουν στην κυριότητα του τελευταίου. Για επιτύχει
τον σκοπό του αυτόν, γρονθοκοπεί τον Β και του προκαλεί σωματική βλάβη, ώστε να
κάμψει την αντίστασή του. Το γρονθοκόπημα και η σωματική βλάβη, την οποία
προκαλεί, συνιστούν άσκηση σωματικής βίας κατά προσώπου και επομένως ο Α τελεί
απόπειρα ληστείας κατά του Β.
Επισημαίνεται ότι συντρέχει και το υποκειμενικό
στοιχείο του αδίκου της ληστείας, δηλ. ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης. Το γεγονός
ότι ο Α έχει αξίωση αποζημιώσεως ύψους 60.000 € κατά του Β από την προηγηθείσα
υπεξαίρεση του πίνακα, δεν του χορηγεί αξίωση επί των συγκεκριμένων κοσμημάτων
και έργων τέχνης, τα οποία επιδιώκει να αφαιρέσει, και επομένως δεν αίρεται το
παράνομο της σκοπουμένης ιδιοποιήσεως.
Τέλος, δεδομένου ότι ο Α συνελήφθη από αστυνομικούς προτού αφαιρέσει τα κινητά του Β, έχει τελέσει απόπειρα ληστείας.
β. Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης
Περαιτέρω, η προκληθείσα στον Β σωματική βλάβη συνιστά βαριά σωματική βλάβη, δεδομένου ότι από τα προκληθέντα κατάγματα ο Β παρέμεινε για μακρό χρονικό διάστημα στο Νοσοκομείο και επομένως η σωματική βλάβη «τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιήσει το σώμα (…) του» (βλ. άρ. 310 παρ. 2 Π.Κ.). Δεδομένου δε ότι, κατά το πρακτικό, ο Α επεδίωκε την πρόκληση των τραυμάτων αυτών, πρόκειται για σκοπουμένη βαριά σωματική βλάβη (άρ. 310 παρ. 1 εδ. β΄ Π.Κ.).
γ. Εφαρμογή των άρθρων 29, 42 παρ. 3
και 380 παρ. 2 Π.Κ., στην προκειμένη περίπτωση
Για την περίπτωση που η απόπειρα ληστείας έχει βαρύτερο
αποτέλεσμα θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης τίθεται θέμα εφαρμογής της
διατάξεως του άρθρου 380 παρ. 2 Π.Κ. σε συνδυασμό με τις νέες ρυθμίσεις των
άρθρων 29 και 42 παρ. 3 Π.Κ.
Κατόπιν αυτών προκύπτουν τα ακόλουθα: Από την πράξη
της απόπειρας ληστείας προκλήθηκε στον Β το προβλεπόμενο στο άρ. 380 παρ. 2 βαρύτερο
αποτέλεσμα της βαριάς σωματικής βλάβης. Η πράξη της σωματικής βλάβη τιμωρείται
και ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, στο άρθρο 314 Π.Κ., άρα η διάταξη του άρ.
380 παρ. 2 προβλέπει ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα επί του
οποίου μπορούν να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των άρ. 29 και 42 παρ. 3 Π.Κ.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την παρ. 3 του άρ.
42 είναι εμφανές ότι η πρόκληση της βαριάς
σωματικής βλάβης οφείλεται «σε υπαιτιότητα» του Α, και δη σε άμεσο δόλο
α΄ βαθμού του Α (επιδίωξη). Επομένως, είναι κατ’ αρχήν εφαρμοστέα η παρ. 3 του
άρ. 42, η οποία προβλέπει την επιβολή της ποινής του άρ. 380 παρ. 2 μειωμένη
κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ., εκτός αν η συγκεκριμένη πράξη τιμωρείται βαρύτερα
«κατ’ άλλη διάταξη».
«Άλλη διάταξη» θα μπορούσε συνιστά η ρύθμιση του
άρθρου 94 παρ. 2 Π.Κ. περί της αληθούς κατ’ ιδέαν συρροής α) της απόπειρας του
βασικού εγκλήματος της ληστείας (παρ. 1 του άρ. 380 Π.Κ. σε συνδ. με
άρ. 42, 83 Π.Κ.) και β) της σκοπουμένης βαριάς σωματικής βλάβης του άρθρου 310
παρ. 1 εδ. β΄ Π.Κ. Πλην όμως:
1) Αφ’ ενός μεν το εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα της ληστείας της παρ. 2 του άρ. 380 Π.Κ. τιμωρείται με
ισόβια κάθειρξη ή με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική
ποινή. Επομένως η απόπειρα αυτού τιμωρείται, κατά το άρ. 83 Π.Κ., με
κάθειρξη μέχρι 15 έτη (5-15 έτη) ή στερητική της ελευθερίας ποινή 2 έως 8
ετών (και δυνητικά χρηματική ποινή).
2) Αφ’ ετέρου δε α) το βασικό έγκλημα της ληστείας,
κατά την παρ. 1 του άρ. 380 Π.Κ., τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη (=μέχρι 15
έτη) και χρηματική ποινή, και επομένως η απόπειρα αυτού τιμωρείται, κατά το άρ.
83 Π.Κ., με στερητική της ελευθερίας ποινή 2 έως 8 ετών (και δυνητικά χρηματική
ποινή), ενώ β) η βαριά σκοπουμένη σωματική βλάβη τιμωρείται κατά το άρθρου 310
παρ. 1 εδ. β΄ Π.Κ. με κάθειρξη μέχρι 10 έτη. Συνεπώς, σύμφωνα με τη ρύθμιση του
άρθρου 94 παρ. 2 Π.Κ., η επιβλητέα ποινή στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να
ξεπεράσει το ανώτατο όριο του είδους της ποινής, δηλαδή τα 15 έτη καθείρξεως
(βλ. άρ. 52 παρ. 2 Π.Κ.). Επομένως, η εφαρμογή των κανόνων της κατ’ ιδέαν
συρροής δεν οδηγεί στην προκειμένη περίπτωση σε βαρύτερη ποινική μεταχείριση,
σε σχέση με την εφαρμογή της απόπειρας του άρ. 380 παρ. 2 Π.Κ. και επομένως εφαρμοστέα
είναι η διάταξη του άρ. 380 παρ. 2 Π.Κ. σε συνδυασμό με το άρ. 42 παρ. 3.
Συνεπώς, ο Α είναι τιμωρητέος για απόπειρα εκ του
αποτελέσματος διακρινομένης ληστείας (άρ. 380 παρ. 2 σε συνδ. με άρ. 43 παρ. 2
και άρ. 83 Π.Κ.).
Δικονομικό
Δίκαιο:
1. Η εσφαλμένη απόρριψη της προσφυγής
του Β
Ο Εισαγγελέας Εφετών απέρριψε εκ πλάνης την προσφυγή του Β ως εκπρόθεσμη. Για την περίπτωση αυτή το άρ. 325 ΚΠΔ προβλέπει ότι όταν η προσφυγή ασκείται εκπρόθεσμα δεν εφαρμόζονται ο διατάξεις των άρ. 322 και 323 ΚΠΔ. Αν όμως ο ασκών την προσφυγή έχει αντιρρήσεις κατά της απορρίψεως της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, μπορεί να τις προβάλει μόνο στο δικαστήριο που δικάζει. Συνεπώς ο Β θα προβάλει στο ακροατήριο του δικαστηρίου τις αντιρρήσεις του κατά της απορρίψεως της προσφυγής ως εκπρόθεσμης. Το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή οφείλει, σύμφωνα με τη ρύθμιση το άρθρου 325, να δεχθεί τις αντιρρήσεις και να κηρύξει τη συζήτηση απαράδεκτη ωσότου αποφανθεί επί της προσφυγής ο Εισαγγελέας Εφετών.
2. Η παράσταση για την υποστήριξη της
κατηγορίας στον 2ο βαθμό
Κατά τη διάταξη του άρθρου 67 παρ. 1 ΚΠΔ η παράσταση
για την υποστήριξη της κατηγορίας μπορεί να γίνει το αργότερο ώσπου να αρχίσει
για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Η παράσταση όμως αυτή πρέπει
να δηλωθεί υποχρεωτικά ήδη στον 1ο βαθμό. Αν η παράσταση δηλωθεί το
πρώτον στον 2ο βαθμό, τότε ο κατηγορούμενος αποκτά έναν
αντίδικο-υποστηρικτή της κατηγορίας το
πρώτον στην κατ’ έφεσιν δίκη και έτσι επέρχεται (έμμεση) χειροτέρευση της θέσης
του κατηγορουμένου, η οποία απαγορεύεται κατά το άρ. 470 ΚΠΔ. Όταν επέρχεται η
χειροτέρευση αυτή, τότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του
και καθιστά την απόφασή του αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ΄ ΚΠΔ.
Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως.
Από μερίδα της νομολογίας υποστηρίζεται η άποψη
ότι η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας το πρώτον στον δεύτερο βαθμό
επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ’ αρ. 171 παρ. 3 Κ.Π.Δ. (παρά τον νόμο παράσταση
του υποστηρικτή της κατηγορία στο ακροατήριο) και έτσι ιδρύεται ο λόγος
αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ. Και αυτή η απάντηση γίνεται
δεκτή.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεμπτεμβρίου 2020 (Κλιμάκιο Κ-Ν):
Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο:
Ο Αντώνης χτυπά µε σιδηρολοστό στο κεφάλι τον Βασίλη τραυµατίζοντας τον σοβαρά
αποδεχόµενος ακόµη και την πιθανότητα θανάτου του Βασίλη. Ο Βασίλης µεταφέρεται
αµέσως στο νοσοκοµείο, όπου συνδέεται µε µηχάνηµα υποστήριξης των ζωτικών
λειτουργιών του. ΄Ύστερα από µερικές ώρες το µηχάνηµα παύει να λειτουργεί και ο
Βασίλης πεθαίνει . Η διακοπή λειτουργίας του µηχανήµατος οφείλεται αποκλειστικά
στην παράλειψη του αρµόδιου υπαλλήλου Σωτήρη να ενεργήσει τον τακτικό περιοδικό
έλεγχο του µετασχηµατιστή παροχής ενέργειας, που πρέπει να διενεργείται ανά
εξάµηνο. ∆ιαπιστώνεται ότι, αν το µηχάνηµα λειτουργούσε αδιάλειπτα, οι
πιθανότητες του Βασίλη να επιζήσει θα ήταν 70 %. Μετά τον θάνατο του Βασίλη, ο
Φίλιππος εισέρχεται στο δωµάτιο που βρίσκονται τα ρούχα και προσωπικά
αντικείµενα του Βασίλη και αφαιρεί το πορτοφόλι του, το οποίο τοποθετεί στον
χαρτοφύλακά του. Γίνεται όµως αντιληπτός από τον φύλακα Χαρίλαο, ο οποίος τον
ακινητοποιεί και ειδοποιεί τον υπεύθυνο ασφαλείας του νοσοκοµείου. Να
αξιολογηθεί η το αξιόποινο του Αντώνη, του Σωτήρη και του Φίλιππου.
ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ: Για την
πληρότητα της απάντησης θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: 1. Ο Αντώνης έχει
τελέσει βαριά σωµατική βλάβη κατά του Βασίλη. Έχει ενδεχόµενο δόλο τέλεσης
ανθρωποκτονίας Ανάλογα µε την απάντηση που θα δοθεί στο δεύτερο ζήτηµα έχει
τελέσει απόπειρα ανθρωποκτονίας ή (πιθανότερο) ανθρωποκτονία. Σε κάθε
περίπτωση, η ανθρωποκτονία/απόπειρα ανθρωποκτονίας απορροφά την βαριά σωµατική
βλάβη.
2. Σφάλµα
του συντηρητή Σωτήρη που συνίσταται σε παράλειψη Ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση που
πηγάζει από το νόµο/σύµβαση Το ζήτημα µπορεί να αντιμετωπισθεί ως διακοπή
αιτιώδους συνάφειας (λόγω της παρεμβολής της αμελούς συμπεριφοράς του
συντηρητή) ή, ορθότερα, ως θέμα αντικειμενικού καταλογισμού. Υπάρχει όμως αμέλεια
του συντηρητή που να συνδέεται αιτιωδώς µε το αποτέλεσμα που επήλθε; (θάνατος
του Βασίλη). Υποθετική αιτιότητα: Διαφορετικές απόψεις: Α) Κατά την κρατούσα
άποψη απαιτείται πιθανότητα εγγίζουσα τη βεβαιότητα. ∆εν υπάρχει εδώ άρα όχι
ανθρωποκτονία από αμέλεια του Σωτήρη. Β) Άλλες απόψεις απαιτούν πολύ µμεγάλη
πιθανότητα ή σημαντική αύξηση της πιθανότητας] και οδηγούν σε κατάφαση της
ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Αν ακολουθήσει κανείς την άποψη ότι δεν υπάρχει
ανθρωποκτονία από αμέλεια του Σ, τότε ανθρωποκτονία µε πρόθεση που τέλεσε ο
Αντώνης (αυτός ο κίνδυνος πραγματώθηκε). Αν ο θάνατος αποδίδεται στην αμέλεια
του Σωτήρη, ανθρωποκτονία από αμέλεια του Σωτήρη και απόπειρα ανθρωποκτονία;
του Αντώνη.
3. ∆εν υπάρχει κατοχή του Βασίλη στο πορτοφόλι μετά
τον θάνατό του . Αν γίνει δεκτή κατοχή των υπευθύνων του νοσοκομείου, τότε
κλοπή. Αν δεν υπάρχει κατοχή σε κανέναν, τότε υπεξαίρεση σε βάρος των
κληρονόµων, που δεν ασκούν φυσική κατοχή. Και στις δύο περιπτώσεις, τελειωµένη
πράξη , αφού ο Φίλιππος µε την τοποθέτηση του πορτοφολιού θεµελιώνει δική του
δική του κατοχή (σφαίρα εξουσίας).
Δικονομικό Δίκαιο:
Ο Αρίστος και ο ∆ηµήτρης κατηγορούνται για κλοπή κατά συναυτουργία σε βαθµό
κακουργήµατος. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθµό ο Αρίστος
καταδικάζεται σε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών, ενώ ο ∆ηµήτρης κηρύσσεται αθώος. Ο
εισαγγελέας εφετών ασκεί έφεση κατά της αθωωτικής διάταξης της απόφασης
προβάλλοντας ως λόγο ότι «το δικαστήριο δεν εκτίµησε ορθά τις αποδείξεις». Ο
Αρίστος ασκεί επίσης έφεση κατά της καταδικαστικής διάταξης της απόφασης για
τον ίδιο λόγο. Κατά τη δίκη στο δεύτερο βαθµό ο Αρίστος επικαλείται άλλοθι
ισχυριζόµενος ότι κατά τον χρόνο της κλοπής βρισκόταν στο σπίτι φίλου του, ο
οποίος εξεταζόµενος ως µάρτυρας επιβεβαιώνει τον ισχυρισµό του. Ο ∆ηµήτρης
κληθείς από το δικαστήριο να απολογηθεί είπε ότι προτιµά να σιωπήσει. Το δικαστήριο
κηρύσσει αµφοτέρους ενόχους, χωρίς να απαντήσει στον ισχυρισµό που προέβαλε ο
Αρίστος και αιτιολογώντας την κρίση του για τον ∆ηµήτρη µε την άρνησή του να
απολογηθεί.
Ερωτάται:
1. Ήταν παραδεκτές οι εφέσεις του εισαγγελέα και του Αρίστου κατά της
πρωτοβάθµιας απόφασης; 2. Ήταν ορθή η αιτιολογία της δευτεροβάθµιας απόφασης;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Η έφεση του εισαγγελέα δεν ήταν παραδεκτή, διότι ήταν αναιτιολόγητη. Η έφεση του εισαγγελέα δεν ήταν ειδικά και εµπεριστατωµένα αιτιολογηµένη, όπως απαιτεί το άρθρο 487 ΚΠ∆. Ειδικότερα θα πρέπει να αναφέρονται στην έκθεση εφέσεως τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προκύπτει η ενοχή και επιπρόσθετα να αντικρούεται µε συλλογισµούς και αναφορά των αποδεικτικών µέσων η αθωωτική κρίση της εκκαλουµένης . 2. Αντίθετα η έφεση του Αρίστου ήταν παραδεκτή, διότι, κατά τη θεωρία και τη νοµολογία, για το παραδεκτό της έφεσης του κατηγορουµένου αρκεί η επίκληση της εσφαλµένης εκτίµησης των αποδείξεων από το δικαστήριο. 3. Η προβολή άλλοθι έχει αντιµετωπιστεί από τη νοµολογία άλλοτε ως αυτοτελής και άλλοτε ως αρνητικός της κατηγορίας. Υπό την πρώτη εκδοχή έπρεπε να απαντηθεί ειδικά ο σχετικός ισχυρισµός του Αρίστου, οπότε η αιτιολογία δεν είναι ορθή. Υπό τη δεύτερη εκδοχή δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισµού. Ευρύτερη ανάπτυξη του ζητήµατος συναντούµε στις Θεµελιώδεις Έννοιες, σελ. 497-498, όπου ο Ανδρουλάκης υποστηρίζει ότι ο δικαστής οφείλει να απαντήσει όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισµούς, που έχουν ένα minimum πραγµατικής στήριξης . 4. Σε ό,τι αφορά τον ∆ηµήτρη, η αιτιολογία δεν είναι ορθή γιατί ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα σιωπής. Η άσκησή του δεν µπορεί να αξιοποιηθεί εις βάρος του. (άρθρο 104 παρ. 3 ΚΠ∆)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτεμβρίου 2020 (Κλιμάκιο Ξ-Ω)
Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
Ο πιανίστας Π, που πρόκειται να δώσει ένα ρεσιτάλ
σε μία επαρχιακή πόλη, αισθάνεται απογοητευμένος, διότι τα τοπικά ΜΜΕ δεν
αναγνωρίζουν το ταλέντο του. Προκειμένου να προσελκύσει ακροατές, αναρτά σε
τοπική ιστοσελίδα συνοικεσίων αγγελία στην οποία αναγράφεται ότι ευπαρουσίαστη
και πλούσια χήρα αναζητεί σύζυγο, στους δε ενδιαφερόμενους ορίζει συνάντηση
στον τόπο του ρεσιτάλ. Συνολικά απαντούν και προσέρχονται 160 ενδιαφερόμενοι,
οι οποίοι και αγοράζουν ισάριθμα εισιτήρια προς 50 ευρώ έκαστο. Ο Π ουδόλως
ενδιαφέρεται για κέρδος από το ρεσιτάλ, αλλά μόνον να αναγνωριστεί το ταλέντο
του.
Ερωτάται:
Έχει
τελέσει απάτη ο Π ή όχι;
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΕΛ. 148-149 ΤΟΥ
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ κ. ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
Δικονομικό Δίκαιο
Κατά τη διάρκεια του ρεσιτάλ οι θεατές Α και Β
διαπληκτίζονται και ο Α γρονθοκοπεί τον Β. Ο παριστάμενος θεατής Γ συλλαμβάνει
τον Α. Ο Α οδηγείται στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα, όπου ο Β υποβάλλει
έγκληση κατά του Α για απλή σωματική βλάβη (άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ). Στο
Αυτόφωρο Μονομελές Πλημ/κείο η υπόθεση αναβάλλεται κατ’ άρθρο 352 ΚΠΔ,
προκειμένου να προσέλθει ο ουσιώδης μάρτυρας Γ. Στη μετ’ αναβολή δικάσιμο ο Β
δηλώνει για πρώτη φορά ότι παρίσταται για υποστήριξη της κατηγορίας κατά του Α,
ο οποίος καταδικάζεται τελικά από το Μονομελές Πλημ/κείο σε ποινή φυλάκισης 30
ημερών. Ο Α ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης για απόλυτη
ακυρότητα, διότι ο Β παρανόμως δήλωσε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας
για πρώτη φορά στη μετ’ αναβολήν δικάσιμο. Ενώπιον του Αρείου Πάγου ο Β
ανακαλεί την έγκληση κατά του Α.
Ερωτάται:
Α.
Είχε δικαίωμα ο Γ να συλλάβει τον Α;
Η σύλληψη είναι παράνομη πριν από την υποβολή
έγκλησης για έγκλημα κατ’ έγκληση διωκόμενο (άρθρο 275 παρ. 2)
Β.
Είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης; Ασκεί επιρροή η ανάκληση της έγκλησης;
Δεν είναι δυνατόν να δηλωθεί υποστήριξη της
κατηγορίας στην αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις γιατί έχει ήδη αρχίσει η
αποδεικτική διαδικασία (άρθρο 67 παρ. 1). Όμως απόλυτη ακυρότητα επιφέρει κατ’
άρθρο 171 παρ. 3 μόνο η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του υποστηρίζοντος
την κατηγορία και όχι άλλες διαδικαστικές πλημμέλειες της δήλωσης. Η ανάκληση
της έγκλησης είναι αδιάφορη, διότι επιτρέπεται μέχρι την δημοσίευση της
απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (άρθρο 55 παρ. 2).
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιουνίου 2021 (Κλιμάκιο Κ-Ν)
Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
Ο Άρης, φίλος της Ηλέκτρας, εκμεταλλευόμενος την μακρά απουσία της στο εξωτερικό, δίνει το κλειδί του σπιτιού της στον Διομήδη και τον πείθει να εισέλθει με αυτό στην κατοικία της και να αφαιρέσει από το κομοδίνο του υπνοδωματίου τα κοσμήματά της και «όσα χρήματα βρει σε αυτό». Ο Διομήδης προσπαθεί την επόμενη νύχτα να εισέλθει στην κατοικία της Ηλέκτρας, αλλά επειδή αυτό είναι αδύνατο με το (προφανώς λάθος) κλειδί που του έδωσε ο Άρης, σκαρφαλώνει στο παράθυρο του μπάνιου, το σπάει και εισέρχεται από αυτό στο σπίτι. Στο σαλόνι του τραβούν την προσοχή δύο μικροί πίνακες του Μόραλη κι επειδή εκτιμά ότι εάν τους πωλήσει θα κερδίσει τουλάχιστον 100.000 ευρώ για τον καθένα, τους αποσπά και τους μεταφέρει στο αυτοκίνητό του ( στην πραγματικότητα πρόκειται για φθηνά αντίγραφα). Στην συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι για να πάρει και τα πράγματα από το κομοδίνο, ανακαλύπτει όμως ότι εκεί δεν υπάρχει τίποτα από όσα του είπε ο Άρης και τότε σπεύδει να φύγει. Κατά την έξοδό του από το σπίτι τον βλέπει ωστόσο ο Ορέστης, γείτονας της Ηλέκτρας, κι ενώ ο Διομήδης μπαίνει στο αυτοκίνητό κι ετοιμάζεται να φύγει, ο Ορέστης παρατηρεί ότι σ’ αυτό υπάρχουν οι πίνακες της Ηλέκτρας. Τότε προλαβαίνει και τρυπάει με τον σουγιά του τα λάστιχα του αυτοκινήτου του Διομήδη και τον ακινητοποιεί. Πώς θα αξιολογηθούν οι πράξεις του Άρη, του Διομήδη και του Ορέστη;
Δικονομικό Δίκαιο
Οι Α και Β συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω να τελούν εκβίαση σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος του Ε. Οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι, αφού λαμβάνουν απολογίες τους, τους προσάγουν στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί εις βάρος τους ποινική δίωξη για εκβίαση που τελέστηκε από κοινού. Ακολούθως ο Ανακριτής λαμβάνει απολογίες από τον Α και Β αλλά και τον Γ, για τον οποίο προκύπτουν ενδείξεις ενοχής για την ίδια πράξη. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται την τέλεση της πράξης και με κοινή αίτησή τους ζητούν από τον ανακριτή την κλήση αυτόπτων μαρτύρων που κατονομάζουν, αλλά ο ανακριτής δεν απαντά στο αίτημά τους. Μετά την περάτωση της ανάκρισης οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται με βούλευμα στο αρμόδιο δικαστήριο με την κατηγορία της εκβίασης από κοινού. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκούν έφεση οι Β και Γ προβάλλοντας ως λόγο την παράλειψη του ανακριτή να απαντήσει στο αίτημά του για κλήση των αυτόπτων μαρτύρων. Ασκεί επίσης έφεση ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών προβάλλοντας ως λόγο ότι κακώς ασκήθηκε δίωξη κατά του Γ.
Ερωτάται:
Α. Είναι παραδεκτή η έφεση των κατηγορουμένων Β και Γ; Είναι παραδεκτός και βάσιμος ο λόγος της;
Β. Αν γίνει η έφεση αυτή δεκτή, θα ωφεληθεί ο Α;
Γ. Είναι παραδεκτή η έφεση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών; Είναι παραδεκτός και βάσιμος ο λόγος της;
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2023 (Κλιμάκιο Κ-Ν)
Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο
Ο Αλέξανδρος επισκέπτεται το κατάστημα πώλησης κινητών
τηλεφώνων του Ιωάννη για να αγοράσει μία συσκευή που φέρει το σήμα της γνωστής
εταιρείας PERFECT η οποία, όπως αναγράφεται στην βιτρίνα, πωλείται στην «τιμή
ευκαιρίας» των 399€ έναντι 780€, που πωλείται συνήθως. Στην πραγματικότητα,
πρόκειται για «ανώνυμη» συσκευή αξίας 40€, στην οποία ο έμπορος Ιωάννης έχει
επικολλήσει ετικέτα της εταιρείας PERFECT. Αποχωρώντας λίγο αργότερα, ο Αλέξανδρος δέχεται την
παρενόχληση των Φώτη και Σάββα. Ο μεν Φώτης, τον απασχολεί ζητώντας του δήθεν
ποσό για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ ο Σάββας αφαιρεί από την τσάντα του Αλέξανδρου
την θήκη με το κινητό τηλέφωνο. Όταν μετά από λίγο ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται
τι συνέβη, αρχίζει να φωνάζει «πιάστε τους, μου πήραν το κινητό», τρέχοντας προς
την κατεύθυνση των Φώτη και Σάββα. Σε βοήθειά του σπεύδει η Κατερίνα, η οποία
βλέποντας τον Γρηγόρη που διασχίζει τρέχοντας την διάβαση, τον εκλαμβάνει ως
δράστη της αξιόποινης πράξης που επιχειρεί να διαφύγει και τον χτυπά στα πόδια
με ένα καρότσι, προκαλώντας του κάταγμα. Ενώ η Κατερίνα ετοιμάζεται να χτυπήσει
τον Γρηγόρη και πάλι στο κεφάλι, ο Σάββας για να ξεφύγει ευκολότερα, αλλά και
για να παραστήσει τον αμέτοχο, καλόπιστο τρίτο, την σπρώχνει και την ρίχνει στο
έδαφος προκαλώντας της επιφανειακό τραύμα στο δεξί χέρι και έτσι ο Γρηγόρης
αποφεύγει το χτύπημα στο κεφάλι. Μέσα στην γενική αναστάτωση, ο Σάββας εξαφανίζεται
και αργότερα συναντά τον Φώτη στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης.
Να εξετασθεί η ποινική ευθύνη των εμπλεκόμενων προσώπων.
Δεν εξετάζονται ζητήματα ειδικών ποινικών νόμων και γενικότερα
αξιόποινων πράξεων που δεν περιλαμβάνονται στην εξεταστέα ύλη.
Δικονομικό ποινικό δίκαιο
Ο Α υποβάλλει έγκληση κατά του Β ζητώντας την ποινική δίωξή
του για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μετά
τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης η οποία διενεργείται χωρίς να κληθεί ο Β
για παροχή εξηγήσεων, ασκεί ποινική δίωξη κατά του Β για την υπεξαίρεση
παραγγέλλοντας κύρια ανάκριση. Ο ανακριτής, αφού εξετάζει μάρτυρες, καλεί τον Β
σε απολογία. Αυτός αρνείται την κατηγορία και ζητεί να κληθούν από τον ανακριτή
και να εξετασθούν τρεις νέοι μάρτυρες που έχουν άμεση γνώση της υπόθεσης. Αυτός
δεν απαντά στο αίτημά του. Μετά το τέλος της απολογίας εκδίδει με τη σύμφωνη
γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών διάταξη προσωρινής κράτησης του Β, διότι
κρίνει ότι από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του
συνάγεται πως, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Μετά την περάτωση της ανάκρισης το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών
παραπέμπει τον Β να δικαστεί στο αρμόδιο δικαστήριο με την κατηγορία της υπεξαίρεσης
σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος του Α. Ο Β ασκεί έφεση κατά του βουλεύματος
προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1.
Ότι κακώς δεν κλήθηκε για παροχή εξηγήσεων στην
προκαταρκτική εξέταση
2.
Ότι δεν απαντήθηκε από τον ανακριτή το αίτημά
του για κλήση και εξέταση μαρτύρων
3.
Ότι κακώς διατάχθηκε η προσωρινή κράτησή του.
Είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι
λόγοι αυτοί;
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2023 (Κλιμάκιο Κ-Ν)
Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο
Ο Νικόλας απογοητευμένος που ο υπέργηρος παππούς του δεν θα τον δει πτυχιούχο πριν κλείσει τα μάτια, συζητά την ατυχία του με τον φίλο του Χαρίλαο, επαγγελματία γραφίστα. Ο Χαρίλαος συγκινημένος του προτείνει αντί 50 ευρώ να κατασκευάσει στον ειδικό εκτυπωτή του ένα πτυχίο Νομικής, αποκλειστικά και μόνον προκειμένου ο Νικόλας να το δείξει στον παππού του «για να φύγει ήσυχος». Ο Νικόλας δέχεται και του δίνει 50 ευρώ. Ωστόσο, αντί να το δείξει μόνον στον παππού του, έχει εξ αρχής σκοπό να το χρησιμοποιήσει για να γραφτεί ως ασκούμενος δικηγόρος στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Λίγες μέρες αργότερα συναντά τυχαία την Ελένη που τον κορόιδευε για τις συνεχείς αποτυχίες του στις εξετάσεις και εκνευρισμένος αποφασίζει να της δώσει ένα μάθημα. Την αρπάζει από το πουκάμισο και φορώντας στο χέρι σιδηρογροθιά της λέει απειλητικά: «με θυμάσαι;». Ενώ ετοιμάζεται να την χτυπήσει στο πρόσωπο, παρεμβαίνει ο Παύλος, ο οποίος αρπάζει ένα κεραμικό βάζο πό το μαγαζί του Σωτήρη και το σπάει στο κεφάλι του Νικόλα, πριν αυτός χτυπήσει την Ελένη. Ο Νικόλας λατεβάζει το χέρι του και ξαφνιασμένος αρχίζει να παραπατά, έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος. Η Ελένη παρά ταύτα, εμφανώς τρομοκρατημένη, του δίνει μια γερή σπρωξιά και ο Νικόλας πέφτει άτσαλα στο πεζοδρόμιο. Τελικά το χτύπημα του Παύλου του προξενεί μόνον μώλωπες στο κεφάλι αλλά η πτώση του στο πεζοδρόμιο έχει ως αποτέλεσμα να υποστεί ρήξη χιαστών. Μέσα στο συνωστισμό, ο Φίλιππος αφαιρεί το πορτοφόλι του Παύλου και απομακρύνεται διακριτικά. Ερευνώντας το περιεχόμενο του πορτοφολιού διαπιστώνει ότι αυτό ανήκει στον γιο της δασκάλας που είχε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του. Συγκινημένος προσέρχεται στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, όπου παραδίδει το πορτοφόλι.
Να αξιολογηθεί η ποινική ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων προσώπων.
Δικονομικό ποινικό δίκαιο
Κατά των Αριστείδη, Βελισάριου και Γρηγόρη ασκείται ποινική δίωξη για απόπειρα απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος κατόπιν εγκλήσεως του Θεόκτιστου. Ο αρμόδιος ανακριτής εκδίδει αμέσως ένταλμα σύλληψης κατά των Αριστείδη και Βελισάριου χωρίς να τους κλητεύσει σε απολογία και παρά την αντίθετη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Μετά τη σύλληψη και απολογία των Αριστείδη και Βελισάριου, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτοί υπέδειξαν τον Γρηγόρη ως αποκλειστικό υπαίτιο του αδικήματος, εκδίδονται εντάλματα προσωρινής κράτησής τους. Στη συνέχεια η ανάκριση περατώνεται χωρίς ο ανακριτής να καλέσει τον Γρηγόρη σε απολογία.
Ερώτημα 1: Σχολιάστε τις ενέργειες του ανακριτή.
Τελικώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει μόνο τους Αριστείδη και Βελισάριο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ως συναυτουργούς κακουργηματικής απάτης. Κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ασκεί έφεση ο Αριστείδης επικαλούμενος ως λόγους α) ότι τα ψευδή γεγονότα που φέρεται να παρέστησε σαν αληθινά ανάγονται στην πραγματικότητα στο μέλλον και β) ότι δεν κλήθηκε από τον ανακριτή προκειμένου «να υπογράψει το τυπικό πέρας της ανάκρισης».
Το Συμβούλιο Εφετών απορρίπτει την έφεση.
Ερώτημα 2: Σχολιάστε το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.
Οι Αριστείδης και Βελισάριος καταδικάζονται από το Τριμελές Εφετείο και ξανά από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων για απάτη. Κατά της απόφασης ασκεί αναίρεση μόνο ο Αριστείδης, για τον λόγο ότι α) ο Θεόκτιστος δήλωσε ότι παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας για πρώτη φορά ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου και β) ο εισαγγελέας της έδρας καταφέρθηκε στην αγόρευσή του εναντίον του Αριστείδη χαρακτηρίζοντάς τον «απόβρασμα της κοινωνίας που του αξίζει να σαπίσει στη φυλακή».
Ερώτημα 3: Είναι βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης; Αν ναι, θα ωφελήσουν και τον Βελισάριο που δεν άσκησε αναίρεση;
Σεπτέμβριος 2017 Α' κλιμάκιο
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Βασιλική επιθυμεί διακαώς να παντρευτεί γιατρό και να δημιουργήσει μαζί του οικογένεια. Ο Μάριος συστήνεται στην Βασιλική ως αριστούχος πτυχιούχος της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος υπηρετεί ως ειδικευμένος παθολόγος ιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο και αμέσως συνάπτουν δεσμό. Ενόψει του γάμου τον οποίο προγραμματίζουν, η Βασιλική μετά από παραινέσεις του Μάριου, μεταβιβάζει με δωρεά στον Μάριο το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι έναν επαγγελματικό χώρο στο Κολωνάκι αξίας 200.000€, προκειμένου ο Μάριος να στεγάσει σε αυτόν το μελλοντικό του ιατρείο, όταν λάβει την ειδικότητα του παθολόγου. Λίγους μήνες μετά η Βασιλική υποπτευόμενη ότι κάτι δεν πάει καλά με το επάγγελμα του Μάριου, αναθέτει σε ντετέκτιβ να παρακολουθεί κρυφά και (παράνομα) το τηλέφωνό του. Από υποκλαπείσα τηλεφωνική συνομιλία του Μάριου με την Ευδοκία, η Βασιλική διαπιστώνει ότι ο Μάριος ουδέποτε είχε λάβει πτυχίο από την Ιατρική Σχολή. Το πτυχίο το οποίο αυτός κατείχε, του το είχε προμηθεύσει η Ευδοκία η οποία και το κατήρτισε κατόπιν προτροπής του Μάριου, ο οποίος για τον σκοπό αυτό κατέβαλε στην Ευδοκία το ποσό των 10.000€, θέτοντας επί αυθεντικού εντύπου της σχολής τις υπογραφές ανύπαρκτων προσώπων, στην θέση που προορίζεται για τις υπογραφές του Πρύτανη, του Προέδρου και του Γραμματέα της σχολής. Την δραστηριότητα αυτή ασκούσε κατά σύστημα η Ευδοκία, έχοντας αποκομίζει έτσι συνολικά οφέλη της τάξης των 80.000€. Σημειώνεται ότι:
Ο Μάριος για την πρόσληψη του ως ειδικευμένος γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο, υπέβαλε και το ως άνω «πτυχίο» της ιατρικής σχολής και βάσει αυτού διορίσθηκε
Ο Μάριος από την εργασία του ως ειδικευμένος γιατρός, είχε λάβει από μισθούς μέχρι την στιγμή που τον ανακάλυψε η Βασιλική, το συνολικό ποσό των 60.000€
Δεδομένου ότι ο Μάριος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ιατρικές γνώσεις, στο νοσοκομείο του ανετίθετο μόνο απλές βοηθητικές εργασίες και όχι αυτές τις οποίες θα μπορούσε να εκτελέσει ένας ειδικευόμενος γιατρός.
Μόλις η Βασιλική πληροφορείται την δραστηριότητα του Μάριου και της Ευδοκίας, τους καταγγέλλει στον Εισαγγελέα συνυποβάλλοντας και αντίγραφο από την υποκλαπείσα συνομιλία.
Ο εισαγγελέας αμέσως λαμβάνει την καταγγελία, ασκεί ποινική δίωξη κατά της Ευδοκίας και του Μάριου, παραγγέλνοντας προανάκριση. Ο Ανακριτής καλεί αρχικώς την Ευδοκία ως μάρτυρα, η οποία καταθέτει ενόρκως εις βάρος του Μάριου, επιβεβαιώνοντας ως προς αυτόν το περιεχόμενο της καταγγελίας της Βασιλικής. Αρνείται όμως την δική της συμμετοχή. Εν τέλει ο ανακριτής, καλεί και εξετάζει ως κατηγορούμενους τον Μάριο και την Ευδοκία. Αμφότεροι αρνούνται τις κατηγορίες. Ο Μάριος ζητά ειδικότερα να μην χρησιμοποιηθεί η μαγνητοφωνημένη συνομιλία με την Ευδοκία, ενώ η τελευταία ζητά της αξιοποίηση αυτής υποστηρίζοντας ότι με το περιεχόμενο της, θα αποδειχθεί η αθωότητα της. Μετά την περάτωση της ανάκρισης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει τους Μάριο και Ευδοκία να δικαστούν για κακουργήματα ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Για να καταλήξει στην κρίση του το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του την ένορκη κατάθεση της Ευδοκίας, όχι όμως και την συνομιλία της με τον Μάριο, την οποία θεώρησε παράνομο αποδεικτικό μέσο. Κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ασκούν έφεση, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι. Η Ευδοκία προβάλλει ως λόγους την συνεκτίμηση της κατάθεσης της ως επιβαρυντικού στοιχείου για την ίδια καθώς και την μη λήψη υπόψη της συνομιλίας της με τον Μάριο. Ο Μάριος προβάλλει ως λόγους έφεσης την άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση όπως και την λήψη υπόψη εις βάρος του της ένορκης κατάθεσης της Ευδοκίας.
Ερωτάται:
Α) Ποινική ευθύνη του Μάριου και της Ευδοκίας (να μην ερευνηθεί το αξιόποινο της τηλεφωνικής υποκλοπής)
Β) Είναι παραδεκτοί και βάσιμοι οι λόγοι έφεσης που προέβαλαν ο Μάριος και η Ευδοκία
Θέματα ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ Σεπτέμβριος 2019(α' κλιμάκιο) κατά προσέγγιση:
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Β δανείζει στον Α 40.000€. Ο Α του επιστρέφει τα χρήματα και ο Β καταρτίζει εξοφλητική απόδειξη και τη δίνει στον Α. Ο Β πεθαίνει και οι κληρονόμοι ρωτούν τον Α αν έχει εξοφλήσει το δάνειο. Ο Α, που έχασε την εξοφλητική απόδειξη, καταρτίζει μια ίδια και βάζει την υπογραφή του Β. Την επιδεικνύει στους κληρονόμους του Β, για να μην μπλέκει με δικαστήρια. Αυτοί πείθονται και δεν ζητούν τα χρήματα.
Ο Α, επειδή χρειάζεται χρήματα, εκμεταλλεύεται το ταλέντο του και ζωγραφίζει πίνακα, στον οποίο βάζει την υπογραφή του γνωστού ζωγράφου Ζ. Δίνει στον Γ, συλλέκτη, τον πίνακα, ώστε ο τελευταίος να τον εκθέσει στην γκαλερί του προς πώληση. Ο φιλότεχνος Δ αγοράζει τον πίνακα για 200.000€ τα οποία παραδίδει στον Γ και αυτός στον Α. Μερικές μέρες μετά, γεννώνται στον Δ αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα του πίνακα. Ο Γ παραπέμπει τον Δ στον Α. Ο Α τότε καταρτίζει βεβαίωση που λέει ότι ο πίνακας "η τεθλιμμένη κόρη" είναι του Ζ και την πηγαίνει στον Ζ ώστε να την υπογράψει, λέγοντας του ότι αναφέρεται στον πίνακα "η τεθλιμμένη μάνα" που είναι πράγματι του Ζ. Αυτός δεν προσέχει και υπογράφει την βεβαίωση. Ο Α επιδεικνύει την βεβαίωση στον Δ και τον πείθει ότι ο πίνακας που αγόρασε ο τελευταίος είναι του Ζ.
ΕΡΩΤΗΜΑ 1: Αξιόποινο του Α.
Κατά του Α ασκείται ποινική δίωξη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τού επιβάλλει ποινή κάθειρξης 8 ετών. Κατά της απόφασης αυτής ο Α προβάλλει τους εξής λόγους έφεσης:
α) Η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο επιδόθηκε στον Α μόλις 10 μέρες πριν την δικάσιμο.
β) Το Δικαστήριο δεν απάντησε σε αίτημα του Α να προσέλθει ως μάρτυρας ο Ζ προς απόδειξη της γνησιότητας του πίνακα.
ΕΡΩΤΗΜΑ 2: Τι θα αποφασίσει το Δικαστήριο ως προς τους λόγους έφεσης;
Στη δίκη ενώπιον του Εφετείου επιβάλλεται στον Α κάθειρξη 6 ετών. Η υπόθεση φτάνει στον Άρειο Πάγο μετά από άσκηση αναίρεσης από τον Α. Η απόφαση αναιρείται λόγω κακής σύνθεσης του Εφετείου. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Εφετείο. Ο Α δεν εμφανίζεται στην δικάσιμο ενώπιον του Εφετείου.
ΕΡΩΤΗΜΑ 3: Τι πρέπει να πράξει το Εφετείο;
Θέματα Σεπτεμβρίου 2023 (Κλιμάκιο Κ-Ν)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟυσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
Ο Βασίλης υπάλληλος γραφείου, έχει "βάλει στο μάτι" το χρυσό ρολόι του συναδέλφου του Δημήτρη, αξίας 35,000€, και αποφασίζει με την πρώτη ευκαιρία που θα τον πετύχει μόνο του, να τον ακινητοποιήσει υπό την απειλή όπλου και να του το αφαιρέσει. Εκθέτει το σχέδιο του στον φίλο του Γιάννη, ο οποίος αμέσως του λέει ότι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο και πολύ πρόχειρα σχεδιασμένο, και ότι πιθανόν θα συλληφθεί. Τον πείθει αντ'αυτού να περιμένει τη στιγμή που ο Δημήτρης θα βγάλει το ρολόι από το χέρι του και να του το αφαιρέσει με προσοχή. Έτσι την επομένη, όταν ο Δημήτρης κάποια στιγμή βγάζει και αφήνει το ρολόι στο τραπεζάκι, ο Βασίλης γρήγορα και με προσεκτικές κινήσεις, χωρίς να γίνει αντιληπτός, το βάζει στην τσέπη του. Στη συνέχεια βγαίνει από το γραφείο, πηγαίνει στο απέναντι γκαράζ, όπου βρίσκεται σταθμευμένο το αυτοκίνητο του, και κρύβει το ρολόι σε μία εσωτερική θήκη στο αυτοκίνητο. Επιστρέφοντας ωστόσο στη θέση του, μισή ώρα πιο μετά, βλέπει τον προϊστάμενο Αλέξανδρο να έρχεται προς το μέρος του, με αυστηρό ύφος. Φοβούμενος ότι έγινε αντιληπτός, του δίνει (του Αλέξανδρου) μια γροθιά στο μάτι, σπάζοντας του τα γυαλιά, και φεύγει τρέχοντας από το γραφείο, προς το αυτοκίνητο του, με το οποίο εξαφανίζεται. Ο Αλέξανδρος, που στην πραγματικότητα είχε δει τον Βασίλη απλώς να λείπει από τη θέση του για αρκετή ώρα, και ήθελε να του κάνει παρατήρηση, μόλις συνέρχεται, αντιλαμβάνεται ότι ένα μικρό θραύσμα από τα σπασμένα του γυαλιά είναι καρφωμένο λίγα εκατοστά δίπλα από το δεξί του μάτι, και συνειδητοποιεί ότι θα μπορούσε να είχε χάσει την όραση του.
Αξιολογείστε ποινικώς τις πράξεις των Βασίλη και Γιάννη.
Ποινική Δικονομία
Ο Αναξίμανδρος καταθέτει έγκληση σε βάρος του Θεόκλητου, Μάκη και Gerhard, για κακουργηματική απάτη. Ο εισαγγελέας παραγγέλνει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Στο πλαίσιο της τελευταίας, ο αρμόδιος πταισματοδίκης καλεί προς παροχή εξηγήσεων τους Θεόκλητο και Μάκη. Ωστόσο, παραλείπει την κλήτευση του (Ελβετού υπηκόου και κατοίκου Ζυρίχης) Gerhard, επειδή η μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας δεν είναι εφικτή λόγω έλλειψης χρημάτων για την πληρωμή του μεταφραστή. Ο εισαγγελέας, στον οποίο επιστρέφει η δικογραφία, ασκεί την ποινική δίωξη κατά όλων των εγκαλουμένων, με την παραγγελία κύριας ανάκρισης.
Ερωτάται 1: Μπορούσε να παραλειφθεί η κλήση προς παροχή εξηγήσεων του Gerhard; Μπορεί ο Gerhard να προσβάλει την τελευταία ως άνω ενέργεια του εισαγγελέα;
Μετά το πέρας της ανάκρισης, οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, όπου καταδικάζονται όλοι σε κάθειρξη 7 ετών, ασκούν δε αυθημερόν έφεση. Κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων η υπόθεση αναβάλλεται κατόπιν σχετικού αιτήματος του Θεόκλητου, λόγω κωλύματος του συνηγόρου του Ευγένιου. Στη μετ'αναβολή δικάσιμο εμφανίζεται ο Ευγένιος, ο οποίος ζητεί αναβολή λόγω ασθένειας του Θεόκλητου, δηλώνοντας ότι δεν έχει εξουσιοδότηση για να τον εκπροσωπήσει. Το Πενταμελές Εφετείο απορρίπτει το αίτημα αναβολής και ακολούθως και την έφεση του Θεόκλητου ως ανυποστήρικτη.
Ερωτάται 2: Ορθώς έπραξε το Πενταμελές Εφετείο;
Κατά τη συνέχεια της συζήτησης ο Μάκης ζητεί να αναβληθεί η υπόθεση, προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ο μάρτυρας Τάσος, ο οποίος αν και κλητεύθηκε από τον εισαγγελέα, δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Το δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα, αναγιγνώσκει την προδικαστική κατάθεση του Τάσου και βασιζόμενο σε αυτήν καταδικάζει τους κατηγορούμενους σε ποινή κάθειρξης 6 ετών. Ο Μάκης ασκεί αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης για το λόγο ότι παρανόμως αναγνώστηκε η ένορκη κατάθεση του Τάσου.
Ερωτάται 3: Είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης; Αν ναι, θα ωφελήσει και τον Gerhard, που δεν άσκησε αναίρεση;