28 Ιανουαρίου 2012

Νόμος 3904/2010 - Οι βασικές αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Του Παναγιώτη Τσιάλα

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις:

Ένα πρόβλημα που ανέκυψε ήδη από πέρυσι ήταν η εκτενής μεταρρύθμιση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από το νόμο 3904/2010, η οποία δυστυχώς δε συνδυάστηκε με κατάλληλη ενημέρωση των διανεμόμενων συγγραμμάτων. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο συνεχίστηκε και φέτος, με αποτέλεσμα να διανέμεται στο μάθημα της Ποινικής Δικονομίας ένα πολύ ενδιαφέρον σύγγραμμα του Ανδρουλάκη, το οποίο όμως είναι παρωχημένο ως προς ένα σημαντικό μέρος του δεύτερου μισού του. Σκοπός, λοιπόν, της παρακάτω σημείωσης είναι - όπως δηλώνει και ο τίτλος της - η συνοπτική παρουσίαση των βασικών αλλαγών που επέφερε στον ΚΠΔ...

...ο νόμος 3904/2010, ανεξάρτητα από το αν οι διδάσκοντες θα αποφύγουν -τελικά- ή θα επιδιώξουν την εξέταση των φοιτητών επί θεμάτων, των οποίων η επίλυση απαιτεί μελέτη του νέου νόμου (λόγου χάρη, η κυρία Λιούρδη ήδη από πέρυσι έθεσε σχετικό ερώτημα στην προφορική εξέταση).

Είναι αυτονόητο ότι η παρουσίαση όλων των αλλαγών που επήλθαν στην ποινική δικονομία με το νόμο 3904/2010 δεν είναι δυνατόν να γίνει σε μια τόσο μικρή σημείωση, ούτε θα είχα την αντοχή, ούτε πολύ περισσότερο την απαραίτητη γνώση για να παρουσιάσω μια τέτοια δουλειά (δεν έχω καν Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μαζί μου εδώ στα ξένα).

Επομένως:
A. Έχω επιλέξει προς παρουσίαση μόνο τις τέσσερις σημαντικότερες (κατά την κρίση μου) δέσμες αλλαγών που επήλθαν με τον πρόσφατο νόμο. Επομένως, μη σας περνάει από το μυαλό ότι αν διαβάσετε αυτό το σημείωμα "καθαρίσατε". Θα έχετε πάρει όμως για γενική ιδέα των βασικών ζητημάτων
B. Σε κάθε βασική αλλαγή που αναπτύσσω έχω προσθέσει κάποια προσωπική αξιολόγηση για την σκοπιμότητα της τροποποίησης που επέφερε ο ποινικός νομοθέτης και για την ορθότητα των επιλογών του (αυτό το έχω κάνει επίτηδες, για να μένει πιο εύκολα στη μνήμη του καθενός η επελθούσα αλλαγή και όχι για κανέναν άλλο λόγο - καθένας άλλωστε έχει τις απόψεις του σε αυτά τα ζητήματα και κρίνεται γι' αυτές)

ΖΗΤΗΜΑ 1ο - Η Αρμοδιότητα των Πλημμελειοδικείων (άρθρο 10 --> ΚΠΔ 114):

Όσοι έχετε διαβάσει το σύγγραμμα του Ανδρουλάκη θα ξέρετε ήδη ότι μέχρι πρότινος, τα πλημμελήματα για τα οποία απειλούνταν στο νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο των τριών μηνών υπάγονταν στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Στο εξής, η αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου διευρύνεται και έτσι υπάγονται σε αυτό όλα τα πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται από το νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο του ενός έτους. Τί θα πει αυτό πρακτικά; Θα πει ότι πλέον, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο θα υπάγονται μόνον όσα πλημμελήματα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Τα πλημμελήματα αυτά είναι ελάχιστα! Παραδείγματος χάριν η πλημμεληματική απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή η πλημμεληματική κλοπή ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κλπ. Προσέξτε δηλαδή τί κάνει ο δικονομικός νομοθέτης για να επιταχύνει την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων: διευρύνει το πεδίο αρμοδιότητας του Μονομελούς, προκειμένου όλο και περισσότερες υποθέσεις - παρά τη σοβαρότητά τους - να εκδικάζονται από τη Μονομελή Σύνθεση, η οποία ως γνωστόν, είναι ταχύτερη.

Συγκρατήστε πάντως ότι τρία πλημμελήματα, ήτοι:

  • η παράβαση καθήκοντος,
  • η ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και
  • η συκοφαντική δυσφήμησης διά του τύπου

μολονότι απειλούνται με ποινή φυλάκισης, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι κάτω από ένα έτος, εν τούτοις, παραμένουν στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου λόγω της σοβαρότητάς τους.

Παρ' ότι ο άμεσος σκοπός του νομοθέτη είναι η μεταφορά μιας ολόκληρης σειράς υποθέσεων από την Τριμελή στη Μονομελή Σύνθεση προς ταχύτερη εκδίκαση τους, απώτερος σκοπός του (προσέξτε το λιγάκι αυτό) είναι η μείωση του φόρτου εργασίας των Εφετείων. Εκείνο δηλαδή που επιδιώκεται είναι να απαλλαγούν τα Εφετεία από την εκδίκαση εφέσεων επί πλημμελημάτων. Όπως ξέρουμε, τις εφέσεις για τις πρωτόδικες αποφάσεις Μονομελών Πλημμελειοδικείων τις εκδικάζουν τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία, ενώ τις εφέσεις κατ’ αποφάσεων των Τριμελών Πλημμελειοδικείων της εκδικάζει μεν το Εφετείο Πλημμελημάτων, πλην όμως τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου θα είναι πλέον - όπως έγραψα και πιο πάνω- τόσο λίγα, ώστε θα μειωθεί δραστικά και ο φόρτος εργασίας των Εφετείων Πλημμελημάτων.

ΖHTHMA 2ο - Η Προκαταρκτική Εξέταση (άρθρο 9 --> ΚΠΔ 43 §1):

Όπως αναφέρει και το σύγγραμμα του Ανδρουλάκη, μέχρι πρότινος μόνο τα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου δεν διώκονταν χωρίς προηγούμενη προκαταρκτική εξέταση (ή αστυνομική προανάκριση/ΕΔΕ), ενώ τα πλημμελήματα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου μπορούσαν να διωχθούν και χωρίς προηγούμενη προκαταρκτική εξέταση. Με το νέο νόμο όμως, επειδή -όπως είδαμε- σχεδόν όλα τα πλημμελήματα έφυγαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, ήταν ανάγκη να αναδιαμορφωθεί και το πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, διότι υπήρχε ο κίνδυνος να ασκείται δίωξη κατά προσώπων για πλημμελήματα με έντονο κοινωνικό στιγματισμό, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί καν προκαταρκτική εξέταση, μόνο και μόνο επειδή τα συγκεκριμένα πλημμελήματα ανήκουν εφεξής στην αρμοδιότητα του Μονομελούς. Η λύση που προκρίθηκε ήταν η ακόλουθη: Δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη χωρίς προκαταρκτική εξέταση στα κακουργήματα (εννοείται) και στα πλημμελήματα, τα οποία τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.

Επομένως, χωρίς προηγούμενη προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη για το έγκλημα της δωροδοκίας, της ψευδορκίας, της απάτη περί τις ασφάλειες κλπ, (όλα τους πλημμελήματα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου), διότι τα εγκλήματα αυτά τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Τα πλημμελήματα αυτά συμπίπτουν με εκείνα που υπάγονταν μέχρι πρότινος στην υλική αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (= ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τρεις μήνες). Για να το θέσω διαφορετικά, από εδώ και μπρος το κριτήριο για την αναγκαιότητα η μη της διενέργειας προηγούμενης προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου να ασκηθεί στη συνέχεια ποινική δίωξη, δεν είναι πια η δωσιδικία της υποθέσεως στο Μονομελές ή στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο (αυτό είναι αδιάφορο), αλλά το ελάχιστο ύψος της απειλούμενης ποινής, το οποίο θα πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Αν δεν τους υπερβαίνει, τότε δεν είναι αναγκαίο να διεξαχθεί προκαταρκτική εξέταση πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης.

Το κριτήριο αυτό μπορεί κάλλιστα να επικριθεί, διότι:

• ορισμένα εγκλήματα, μολονότι ξεκινούν από χαμηλά πλαίσια ποινής, είναι έμφορτα κοινωνικού στιγματισμού, επομένως θα έπρεπε να διεξάγεται υποχρεωτικά προκαταρκτική εξέταση γι' αυτά πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη, ενώ

• ορισμένα ήσσονος σημασίας εγκλήματα ξεκινούν από υψηλά πλαίσια ποινής, χωρίς όμως να φτάνουν και πολύ ψηλά και δίχως να επιφέρουν κοινωνικό στιγματισμό του κατηγορουμένου

Εν πάση περιπτώσει, οι εισαγγελείς μπορούν με τις αποφάσεις τους να κινηθούν διορθωτικά ως προς αυτήν την ατέλεια του συστήματος, αφού ο νόμος δεν απαγορεύει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και σε άλλες περιπτώσεις πέραν των προβλεπομένων (άρα και σε περιπτώσεις πλημμελημάτων, για τα οποία δεν προβλέπεται ως υποχρεωτική η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης).

ΖΗΤΗΜΑ 3ο - Το δικαίωμα προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο (ΚΠΔ 322):

Το ζήτημα που θα θίξω εδώ δεν (μεταρ)ρυθμίζεται άμεσα από το νέο νόμο, πλην όμως αποτελεί σοβαρή αντανακλαστική του συνέπεια. Για να γίνω περισσότερο συγκεκριμένος: οι αλλαγές στις αρμοδιότητες των δικαστηρίων επιδρούν έμμεσα και στο ζήτημα του δικαιώματος προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο. Ξέρουμε όλοι ότι η απ’ ευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι ο ένας από τους τρόπους ασκήσεως της ποινικής δίωξης. Η απ' ευθείας κλήση επιδίδεται στον κατηγορούμενο χωρίς προηγούμενη προανάκριση ή τακτική ανάκριση αλλά με απλή προκαταρκτική εξέταση. Μέχρι πρότινος, λοιπόν, ο κατηγορούμενος που καλούνταν απ’ ευθείας στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου, μπορούσε να προσφύγει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κατά της απ' ευθείας κλήσεως, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών οδηγούσε το θέμα στο δικαστικό συμβούλιο, και το τελευταίο μπορούσε να εκδώσει απαλλακτικό βούλευμα. Στην πράξη, περίπου μόλις στο 10% των περιπτώσεων, η προσφυγή γινόταν δεκτή και ο κατηγορούμενος διασωζόταν από την επίπονη διαδικασία στο ακροατήριο.

Όπως έχουμε χιλιοπει, όμως, στο εξής, όλες σχεδόν οι υποθέσεις πλημμελημάτων υπάγονται στα Μονομελή Πλημμελειοδικεία. Ωστόσο, οι απ' ευθείας κλήσεις στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου δεν υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών! Να λοιπόν πώς περιτέμνεται κατά τρόπο έμμεσο η δικονομική προστασία των κατηγορουμένων για μια μεγάλη ομάδα πλημμελημάτων. Εξ άλλου, όπως ήδη σας τόνισα το όλο νομοθέτημα ακολουθεί το σκεπτικό της απαλλαγής των εισαγγελέων και αντεισαγγελέων εφετών από πολλά καθήκοντά τους. Οι εισαγγελείς εφετών, όχι μόνο θα έχουν λιγότερες εφέσεις να "δικάσουν", αλλά και δε θα χρειάζεται να ασχολούνται και με τόσες πολλές προσφυγές κατά απ' ευθείας κλήσεων.

ΖΗΤΗΜΑ 4ο - Ο θεσμός της συνδιαλλαγής (άρθρο 17 --> ΚΠΔ 308Β):

Το ζήτημα αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση επικίνδυνο για τις εξετάσεις, αλλά παιδιά δεν άντεξα να μην το περιλάβω στη σημείωση, καθότι η ρύθμιση που εισάγει αποτελεί ρωγμή στο ποινικό δικονομικό σύστημα που περιγράφει ο Ανδρουλάκης. Με το νέο, λοιπόν, άρθρο ΚΠΔ 308Β εισάγεται ένας νέος πολύ σημαντικός θεσμός, ο θεσμός της συνδιαλλαγής. Σύμφωνα με το θεσμό αυτό, σε ορισμένα κακουργήματα αρμοδιότητας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών θα καλεί εφεξής τον κατηγορούμενο και τον παθόντα μαζί με τους συνηγόρους τους και θα τους βάζει να συζητήσουν, διαμεσολαβώντας ο ίδιος στη συζήτηση. Εάν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία και επέλθει απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος (ή εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος), συντάσσεται πρακτικό συνδιαλλαγής και ο εισαγγελέας εφετών εισάγει απ' ευθείας την υπόθεση στο ακροατήριο, το οποίο κηρύσσει την ενοχή του κατηγορουμένου με επιβολή σε αυτόν πλημμεληματικής ποινής μέχρι και τρία έτη, χωρίς να διεξάγεται αποδεικτική διαδικασία. Πάντως αφήνεται μια ευχέρεια στο δικαστή να αθωώσει τον κατηγορούμενο, αν κρίνει ότι κατά τις περιστάσεις δεν πρέπει να τιμωρηθεί (όχι ότι είναι αθώος). Η αίτηση συνδιαλλαγής υποβάλλεται από τον κατηγορούμενο μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης και η συνδιαλλαγή διαρκεί το πολύ μέχρι 15 ημέρες.

Είμαι πολύ περίεργος να δω πώς θα λειτουργήσει στην πράξη αυτός ο καινούριος θεσμός, αλλά ο λόγος για τον οποίον τον περιέλαβα στη σημείωση είναι διότι εγείρει σοβαρά ζητήματα κλονισμού θεμελιωδών αρχών της ποινικής δίκης:

- Πού πήγε η αρχή της ενοχής; --> Πώς είναι δυνατόν να τιμωρείται κάποιος χωρίς αποδεικτική διαδικασία από την οποία να προκύπτει ότι τέλεσε έγκλημα ή να επιβάλλεται σε κάποιον διαφορετική ποινή από εκείνη που προβλέπεται για το έγκλημα το οποίο τέλεσε; Αρκεί η υπογραφή ενός πρακτικού συνδιαλλαγής για να καταδικασθεί ένας άνθρωπος και να ενεργοποιηθεί σε βάρος του η ποινική αξίωση της Πολιτείας;

- Ποιά η νέα θέση των "διαδίκων" στην ποινική δίκη, όταν μπορούν ως ένα βαθμό να διαθέσουν την ποινή με τη διαμεσολάβηση του εισαγγελέα; Μήπως εγείρεται ζήτημα μερικής διάθεσης της ποινής από τους διαδίκους και άρα αναβάθμισης του ιδιωτικού συμφέροντος ως παράγοντα διαμόρφωσης της ποινικής δίκης; ("θα υπογράψεις ότι τέλεσες απάτη σε βαθμό κακουργήματος ή κακουργηματική υπεξαίρεση και θα μου δώσεις αποζημίωση και για αντάλλαγμα δε θα τιμωρηθείς με κάθειρξη αλλά με πλημμεληματική ποινή μέχρι και τρία έτη" --> κανονικότατη διάθεση της ποινής!)

Τί εξωτικό φρούτο αυτή η συνδιαλλαγή! Σε δογματικό επίπεδο φέρνει τα πάνω κάτω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου