Ιούλιος 2012 (Α΄ Κλιμάκιο):
Θέμα Πρώτο:
Ο A παρέδωσε προς φύλαξη στην ΑΕ ''Β'' πολύτιμο πίνακα λόγω προσωρινής αναχωρήσεως του στην αλλοδαπή. Ο Γ, τον οποίο η Β έχει προστήσει στην υπηρεσία της εκποίησε τον πίνακα προς τον φιλότεχνο Δ. Μετά την επιστροφή του στη χώρα ο Α ζήτησε από τη Β την απόδοση του πίνακα, κάτι το οποίο δεν κατέστη δυνατό λόγω της εκποιήσεως. Πληροφορηθείς τα πραγματικά γεγονότα ο Α άσκησε διεκδικητική αγωγή κατά του Δ με αίτημα να καταδικαστεί να του αποδώσει τον πίνακα, τον οποίο είχε λάβει από τον Γ. Ο Δ αμυνόμενος, ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης και επικουρικώς ως νομικώς αβάσιμης, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων δεν ισχυρίζεται στην αγωγή ότι ο εναγόμενος, δηλαδή ο Δ, ήταν κατά την παράδοση της νομής από τον Γ κακής πίστης. Ο Α ανταπάντησε με τις προτάσεις ότι ο Δ ήταν εκείνος που όφειλε να επικαλεστεί την καλή του πίστη. Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη λόγω μη ασκήσεως εφέσεως.
Στη συνέχεια ο Α άσκησε αγωγή αποζημιώσεως στο...
...αρμόδιο δικαστήριο κατά της Β και του Γ. Στην αγωγή αναφέρεται η συμφωνία για τη φύλαξη του πίνακα, η αδυναμία αποδόσεως, η εκποίηση από τον Γ, η ιδιότητα του Γ ως προστηθέντος και η ύπαρξη δόλου, άλλως αμελείας του Γ. Πριν από τη συζήτηση της αγωγής, που επιδόθηκε κανονικώς, αποθνήσκει ο Γ, χωρίς το γεγονός αυτό να γνωστοποιηθεί στο δικαστήριο. Κατά τη συζήτηση της αγωγής τους εναγομένους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ε, που είχε λάβει εγκαίρως πληρεξουσιότητα και από τους δυο εναγομένους (Β και Γ). Εκδίδεται απόφαση που κάνει πλήρως δεκτή την αγωγή. Διαπιστώνει βαριά αμέλεια του Γ με ρητή αναφορά στην ύπαρξη αδικοπραξίας. Για τον λόγο αυτό κηρύσσεται, κατ' αποδοχή σχετικού αιτήματος, η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή (άρθρο 908 Κ.Πολ.Δ). Η απόφαση επιδίδεται με πρωτοβουλία του Α στον πληρεξούσιο δικηγόρο Ε, που ασκεί έφεση για λογαριασμό της Β. Έφεση, όμως, ασκεί και ο ίδιος ο Α, επειδή θεώρει ότι ο Γ ενήργησε δολίως. Περεταίρω, αμυνόμενος ο Α κατά της εφέσεως της β, ισχυρίζεται ότι είναι απαράδεκτη, επειδή η έφεση δεν ασκήθηκε και από τη διάδικο πλευρά του Γ, ή από τους κληρονόμους του Γ, του όποιου πληροφορήθηκε εν τω μεταξύ το θάνατο. Σε κάθε περίπτωση η διάδικος πλευρά του Γ δεν έχει κληθεί στην κατ' έφεση δική. Η Β θεώρει τον ισχυρισμό αβάσιμο.
Ερωτάται:
1) Έκρινε ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε σχέση με την αγωγή του Α κατά του Δ; Πώς χαρακτηρίζετε από δικονομικής απόψεως τα εκατέρωθεν προβληθέντα στη δίκη μεταξύ Α και Δ;
2) Ο Α μπορεί να επανέλθει με νέα αγωγή ενόψει του αποτελέσματος της δίκης;
3) Θα έπρεπε, με βάση το πρακτικό, να είχε επηρεάσει δικονομικά ο θάνατος του Γ το παραδεκτό της συζητήσεως της αγωγής; Η απόφαση που εκδίδεται στη συνέχεια είναι υποστατή και μη ελαττωματική;
4) Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε δεκτή με τη δοθείσα αιτιολογία την αγωγή του Α κατά της Β και του Γ αποφάνθηκε για όλες τις αξιώσεις του Α και της Β που απορρέουν από το ιστορικό της αγωγής;
5) Η επίδοση της απόφασης στο δικηγόρο Ε έθεσε σε κίνηση την προθεσμία για άσκηση εφέσεως για την πλευρά του Γ;
6) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Α ότι την έφεση έπρεπε να την ασκήσει και η διάδικος πλευρά Γ; Πως συνδέονταν στην πρωτόδικη δίκη οι Β και Γ;
7) Έχει έννομο συμφέρον ο Α για άσκηση εφέσεως με λόγο εφέσεως ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να είχε δηχθεί δόλο και όχι αμέλεια του Γ;
Θέμα Δεύτερο:
Ο Α χορήγησε στην ΕΕ ''Ε'' δάνειο ποσού 100.000 ευρώ, το οποίο ήταν αποδοτέο στις 30.5.2012.Την εμπρόθεσμη καταβολή του δανείου εγγυήθηκε ο Ζ. Το δάνειο δεν εξοφλήθηκε κατά τη λήξη του και ο Α άσκησε αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά της Ε με αίτημα την καταβολή του δανεισθέντος ποσού. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Α προς απόδειξη των αγωγιών ισχυρισμών προσκόμισε την έγγραφη σύμβαση δανείου, ενώ η Ε ισχυρίσθηκε ότι το δάνειο δεν ήταν ληξιπρόθεσμο, διότι συμφωνήθηκε προφορικά η παράταση της λήξης του δανείου κατά τρία (3) έτη. Για το ζήτημα της παρατάσεως της λήξης του δανείου κατέθεσε ο μαρτυράς Μ. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της αποφάσεως άσκησε έφεση επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση από το δικαστήριο της μαρτυρικής κατάθεσης του Μ. Κατά τη δίκη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρεμβαίνει υπέρ της Ε ο Ζ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει την έφεση της Ε ως παραδεκτή και την απορρίπτει ως ουσία αβάσιμη. Ο Ζ ασκεί αίτηση αναιρέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να επιτύχει αναστολή της εκτελεστότητά της.
Κατόπιν τούτου ο Α επισπεύδει με τίτλο εκτελεστό την πρωτόδικη απόφαση αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ο, ομορρύθμου εταίρου της Ε. Έπειτα από την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στον Ο και την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 926 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. επιβάλλει κατάσχεση σε ακίνητο του.
Είκοσι ημέρες μετά την επιβολή της κατασχέσεως ο ασκεί ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. κατά της επιβληθείσας κατασχέσεως προβάλλοντας ως λογούς ανακοπής την ακυρότητα της επιδόσεως της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και την εικονικότητα της συμβάσεως δανείου.
Ερωτάται:
Α) Πως χαρακτηρίζετε δικονομικά τον ισχυρισμό της Ε σχετικά με τη συμφωνία παρατάσεως του δανείου;
Β) Εξετάστηκε παραδεκτός ο Μ ως προς την παράταση της λήξεως του δανείου;
Γ) Ασκείται παραδεκτός η αίτηση αναιρέσεως του Ζ;
Δ) Επισπεύδεται παραδεκτώς αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ο;
Ε) Είναι παραδεκτοί οι λόγοι ανακοπής του Ο;
ΣΤ) Εάν έπειτα από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης μεταξύ Α-Ε,Ο Ζ ασκήσει αγωγή κατά του Α με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της συμβάσεως δανείου λόγω εικονικότητας, το δικαστήριο θα ελέγξει τη βασιμότητα της αγωγής;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Μάρτιος 2012 (Ορφανίδης, Πολυζωγόπουλος, Δεληκωστόπουλος):
Θέμα 1
Ο Α άσκησε κατά του Β αγωγή από αδικοπραξία με αίτημα την καταβολή 300.000 ευρώ. Η αγωγή έγινε δεκτή. Ο Β άσκησε έφεση με λόγο την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και προέβαλε για πρώτη φορά και χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις με την έφεση ως λόγο εφέσεως τον ισχυρισμό ότι ο Α από υπαιτιότητά του δεν συνέβαλε στον περιορισμό της ζημίας που υπέστη. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση του Β χωρίς να εξετάσει τον ισχυρισμό του περί υπαιτιότητας του Α. Στη συνέχεια ο Α επέδωσε στον Β την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011 αντίγραφο του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση. Τη Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011 επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε σχέση με την επιδικασθείσα απαίτησή του κατά του Β σε ακίνητο κυριότητας του Γ. Στο ακίνητο ο Γ είχε παραχωρήσει προς τον Α υποθήκη υπέρ του Β (ΑΚ 1257, 1265). Ο Β άσκησε στις 12 Δεκεμβρίου 2011 ανακοπή με αίτημα την ακύρωση της αναγκαστικής κατάσχεσης για τους ακόλουθους λόγους: α) η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική κατάσχεση είχε παραγραφεί πριν από την άσκηση της αγωγής αλλά ο δικηγόρος του από αμέλεια παρέλειψε να προτείνει το σχετικό ισχυρισμό και σε κάθε περίπτωση η απαίτηση είχε εξοφληθεί μετά τη συζήτηση της εφέσεως και πριν από την έκδοση της εφετειακής απόφασης, όπως αποδεικνύεται από εξοφλητική απόδειξη που ο Β προσκομίζει, β) δεν τηρήθηκε η νόμιμη προθεσμία για την επιβολή της κατάσχεσης, γ) η έκθεση κατάσχεσης δεν είχε επιδοθεί στον Γ, δ) είχε ήδη ασκηθεί αναίρεση κατά της τελεσίδικης απόφασης.
Ο Α απάντησε ως προς τον υπό το στοιχείο β) λόγο ανακοπής ότι ο Β δεν υπέστη βλάβη και ως προς τον υπό στοιχείο γ) λόγο ότι δεν νομιμοποιείται να τον προτείνει.
Ερωτάται:
1. Παραδεκτά προτείνεται και κατά τα δύο σκέλη του ο πρώτος λόγος (υπό στοιχείο α) της ανακοπής;
2. Ασκήθηκαν εμπρόθεσμα οι υπό τα στοιχεία β) και γ) λόγοι ανακοπής; Κρίνετε τους ισχυρισμούς του Α ως προς τους ανωτέρω λόγους.
3. Ποια η σημασία της άσκησης αναίρεσης από τον Β για την πορεία της αναγκαστικής εκτέλεσης;
4. Στοιχειοθετείται εν προκειμένω λόγος αναίρεσης;
Θέμα 2
Ο Α άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών διεκδικητική αγωγή κατά του Β σε σχέση με αγρόκτημά του που βρίσκεται στη Χαλκίδα και το οποίο κατά τους ισχυρισμούς του κατέχεται παρανόμως από τον Β. Στην αγωγή ο Α ισχυρίζεται, ότι απέκτησε τη κυριότητα του ακινήτου δυνάμει αγοραπωλησίας, που είχε καταρτίσει νομίμως στο παρελθόν με τον Γ, η οποία περιεβλήθη το νόμιμο τύπο και μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών. Ο εναγόμενος Β ζήτησε με τις προτάσεις του την απόρριψη της αγωγής. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι : α) η κυριότητα του ακινήτου ανήκε πάντα στον ίδιο τον Β με αποτέλεσμα ο Α να μην έχει καταστεί ποτέ κύριος και ότι β) σε προηγούμενη δίκη με αντικείμενο τη προστασία της νομής για το ίδιο ακίνητο είχε απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη σχετική αγωγή του Α εναντίον του. Στην απόφαση ρητά αναφέρεται η έλλειψη κυριότητας του Α, κάτι που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο. Ο Α με την προσθήκη-αντίκρουση που κατέθεσε νομίμως αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του Β. Σημειώνεται ότι στη δίκη άσκησε παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος Α ο Γ με την ιδιότητα του πωλητού του ακινήτου. Το Δικαστήριο προβληματίστηκε για το θέμα της αρμοδιότητας, όμως ενόψει και της μη εναντιώσεως του Β εισήλθε στο στάδιο των αποδείξεων για το αμφισβητούμενο θέμα της κυριότητας. Το Δικαστήριο δε μπόρεσε να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, καίτοι εξάντλησε όλα τα αποδεικτικά μέσα. Έκανε δεκτή την αγωγή, καταδίκασε τον εναγόμενο στην απόδοση του ακινήτου και για την περίπτωση της μη συμμορφώσεως τον καταδίκασε σε χρηματική ποινή 30.000 ευρώ και προσωπική κράτηση τριών (3) μηνών. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη λόγω μη ασκήσεως ένδικων μέσων.
Ερωτάται:
1. Ορθώς αντιμετώπισε το θέμα της αρμοδιότητας το Δικαστήριο;
2. Ως προς την ουσία της υποθέσεως έκρινε ορθώς το Δικαστήριο ενόψει του γεγονότος ότι δε μπόρεσε να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση;
3. Έπρεπε να ληφθεί υπόψη η εκδοθείσα απόφαση για τη νομή που επικαλέσθηκε ο Β στην υπό κρίση υπόθεση;
4. Παραδεκτώς άσκησε παρέμβαση ο Γ στη δίκη υπέρ του Α;
5. Είναι νόμιμα τα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως που διατάχθηκαν με την απόφαση;
Οι απαντήσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Από τα δύο θέματα να απαντηθεί το ένα. Επιτρέπεται η χρήση κωδίκων.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οκτώβριος 2012 (Ορφανίδης, Τσικρικάς, Κατηφόρης):
Θέμα 1ο:
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικαστεί να του καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ ως τίμημα από πώληση εμπορευμάτων. Ο Β με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη γιατί δεν αναφερόταν σ’ αυτήν αν το τίμημα ήταν αμέσως καταβλητέο και δεν είχε πιστωθεί. Στην πραγματικότητα, προσέθεσε, είχε συμφωνηθεί διετής πίστωση του τιμήματος. Επικουρικώς ο Β ισχυρίστηκε ότι τα πωληθέντα πράγματα είχαν πραγματικά ελαττώματα που μείωσαν την αξία κατά 30%. Ζήτησε γι’ αυτό κατά άρθρο 540 ΑΚ με προβολή σχετικής ενστάσεως την απόρριψη της αγωγής κατά το ποσό των 30.000 ευρώ.
Ο Α αντέταξε ότι δεν είχε κατά νόμο υποχρέωση να αναφέρει για την πληρότητα της αγωγής αν το τίμημα ήταν αμέσως πληρωτέο και δεν είχε πιστωθεί. Ως προς τα πραγματικά ελαττώματα ισχυρίστηκε ότι το θέμα είχε κριθεί δεσμευτικά με τελεσίδικη δικαστική απόφαση που απέρριψε αγωγή του Β κατά του Α με αίτημα να αναγνωριστεί η μη ισχύς της συμβάσεως πωλήσεως ένεκα υπαναχωρήσεως του Β λόγω των πραγματικών ελαττωμάτων (ΑΚ 540). Τα δικαστήρια της δίκης εκείνης (για την υπαναχώρηση) δεν διαπίστωσαν την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων.
Ερωτάται:
α) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς το θέμα της πιστώσεως του τιμήματος; Θα εισέλθει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης; Αν όχι, η απόφαση που θα εκδώσει τι περιεχόμενο θα έχει; Μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να προσβληθεί με έφεση και ως τελεσίδικη με αναίρεση; Αν ναι, δηλαδή αν το δικαστήριο εισέλθει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, θα είναι δυνατή η εξέταση μαρτύρων;
β) Είναι ορθή η θέση του Α ότι το θέμα των πραγματικών ελαττωμάτων κρίθηκε δεσμευτικά από την προηγούμενη απόφαση;
Θέμα 2ο:
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β, με αίτημα την καταδίκη του τελευταίου στην καταβολή ληξιπρόθεσμης οφειλής ύψους 300.000 ευρώ από σύμβαση δανείου. Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνουν στην εκκρεμή δίκη ο συνοφειλέτης του εις ολόκληρον Ο και ο εγγυητής Ε. Κατά την εκδίκαση της αγωγής ο Β με τις προτάσεις του ομολογεί την ιστορική βάση της αγωγής και προβάλλει ένσταση παραγραφής της αξιώσεως του Α. Οι Ο και Ε αρνούνται την ιστορική βάση της αγωγής. Το δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση παραγραφής ως ουσία αβάσιμη και κάνει δεκτή την αγωγή. Ο Β ασκεί έφεση, την οποία στρέφει κατά του Α και προβάλλει ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισε ο Α προς απόδειξη της βάσεως της αγωγής. Επίσης, ο Β με τις προτάσεις του επί της εφέσεως προβάλλει εκ νέου την ένσταση παραγραφής. Ο Α με τις προτάσεις του επί της εφέσεως υποστηρίζει ότι η έφεση είναι απαράδεκτη, διότι ο Β δεν την έστρεψε κατά των Ο και Ε, ενώ περαιτέρω στηρίζει επικουρικώς το αίτημα της αγωγής στον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το δικαστήριο κάνει δεκτή την έφεση, κρατεί και δικάζει την αγωγή και την κάνει δεκτή με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ο Α προς ικανοποίηση της επιδικασθείσας απαιτήσεώς του επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με την επίδοση σε αυτόν στις 10.2.2012 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως του εφετείου. Ο Β ασκεί στις 5.4.2012 αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του εφετείου, επικαλούμενος εσφαλμένη υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στους κανόνες περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο Β ασκεί επίσης ανακοπή κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως επικαλούμενος απόσβεση της εκτελούμενης απαιτήσεως λόγω συμψηφισμού με ανταπαίτησή του, ο οποίος είχε συντελεστεί με εξώδικη δήλωσή του πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως.
Ερωτάται:
α) Μπορεί η αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων να αποτελέσει βάσιμο λόγο εφέσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση;
β) Προβάλλεται παραδεκτώς η ένσταση παραγραφής στη δίκη της εφέσεως;
γ) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Α περί απαραδέκτου της εφέσεως;
δ) Ασκείται παραδεκτά η αίτηση αναιρέσεως του Β; Ανεξάρτητα από την απάντηση στο ερώτημα είναι παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως;
ε) Ποιοι άλλοι λόγοι αναιρέσεως θα μπορούσαν να προβληθούν κατά της αποφάσεως του Εφετείου;
στ) Τι θα αποφανθεί το δικαστήριο επί του λόγου της ανακοπής του Β;
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2013 (Ορφανίδης, Τσικρικάς, Πανταζόπουλος)
Θέμα 1ο
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β και ζητεί την καταδίκη του αφενός στην καταβολή ποσού 200.000 ευρώ ως οφειλόμενη εργολαβική αμοιβή και αφετέρου ποσού 100.000 ευρώ ως οφειλόμενο τίμημα πωλήσεως. Με το ίδιο δικόγραφο ο Α στρέφεται κατά του Γ και ζητεί την καταδίκη στην καταβολή των παραπάνω ποσών με την ιδιότητα του εγγυητή. Οι Β και Γ αρνούνται την αγωγή και ζητούν απόρριψή της. Μεταξύ άλλων ο Γ ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, άλλως ως νόμω αβάσιμη γιατί ο ενάγων δεν αναφέρει αν η σύμβαση εγγυήσεως καταρτίστηκε εγγράφως καθώς και τον τόπο και τον χρόνο της καταρτίσεως της συμβάσεως εγγυήσεως. Ο Β από την πλευρά του προέβαλε επικουρικώς ένσταση συμψηφισμού με ανταπαίτησή του κατά του Α από σύμβαση πωλήσεως. Ο Α με τη σχετική προσθήκη – αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεων του ισχυρίσθηκε ότι η αγωγή του κατά του Γ είναι αρκούντως ορισμένη, το ζήτημα αφορά τον εναγόμενο ενώ το θέμα του τόπου και του χρόνου καταρτίσεως της συμβάσεως είναι άνευ νομικής επιρροής. Σε κάθε περίπτωση διευκρινίζει με την παρούσα προσθήκη - αντίκρουση ότι η σύμβαση εγγυήσεως καταρτίσθηκε με το από 20/05/2010 ιδιωτικό έγγραφο. Κατά τα λοιπά αρνήθηκε την ύπαρξη της κατ' ένσταση προβληθείσας ανταπαιτήσεως του Β με επίκληση ισχυρισμών επί της ουσίας.
Εκδόθηκε απόφαση με την οποίαν ως προς τον Β έγινε πλήρως δεκτή η αγωγή για την εργολαβική αμοιβή και εν μέρει κατά το ποσό των 50.000 ευρώ ως προς το οφειλόμενο τίμημα πωλήσεως. Το Δικαστήριο απέρριψε συγχρόνως την ένσταση συμψηφισμού του Β ως αόριστη. Ως προς τον Γ η αγωγή απερρίφθη ως αόριστη με την αιτιολογία ότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν ότι καταρτίσθηκε εγγράφως καθώς και ο τόπος και ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως εγγυήσεως.
Κατά της αποφάσεως στο σύνολό της άσκησε έφεση ο Β επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο. Έφεση άσκησε επίσης ο Α για το λόγο ότι εσφαλμένως απερρίφθη η αγωγή του κατά του Γ ως αόριστη.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θεώρησε την απόφαση του Πρωτοδικείου ως προς τον Γ ορθή και κατ' επέκτασιν απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση τ ου Α. Σε σχέση με την έφεση του Β την έκανε τυπικά δεκτή. Θεώρησε στη συνέχεια την αγωγή κατά το σκέλος που αφορούσε το τίμημα πωλήσεως ως νόμω αβάσιμη καίτοι δεν υπήρχε σχετικός λόγος εφέσεως Δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την προβαλλόμενη και απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων Α, δε θεμελιώνουν την κατάρτιση έγκυρης συμβάσεως πωλήσεως.
Ο Α προς ικανοποίηση της επιδικασθείσας απαιτήσεως του από εργολαβική αμοιβή επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με τη νομότυπη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση (ΚπολΔ 924 και την νομότυπη επιβολή κατασχέσεως σε ακίνητο του Β. Ο τελευταίος, ο Β, προσβάλλει με ανακοπή κατ' άρθρο 933 ΚπολΔ την επιβληθείσα κατάσχεση επικαλούμενος ανυπαρξία οφειλής λόγω εικονικότητας της συμβάσεως έργου. Προς απόδειξη της βασιμότητας του λόγου ανακοπής εξετάζεται ο μάρτυρας Μ. Για την απαίτηση από την εγγύηση ο Γ είχε εκδώσει στο παρελθόν και παραδώσει στον Α ιδιωτική επιταγή ποσού 100.000 ευρώ για την οποίαν ο Α εξέδωσε διαταγή πληρωμής. Ο Γ άσκησε ανακοπή (632 ΚπολΔ) και κατέθεσε αίτηση αναστολής που ευδοκίμησε. Η ανακοπή πρόκειται να συζητηθεί το 2014.
Ερωτάται:
Α) Είναι ορθή η απόφαση του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς τόν Γ;
Β) Παραδεκτώς απέρριψε το Πρωτοδικείο την ένσταση συμψηφισμού ως αόριστη καίτοι ο ενάγων Α είχε τοποθετηθεί επ’ αυτής στην ουσία;
Γ) Ενόψει της μη επαναφοράς της ενστάσεως συμψηφισμού στο δεύτερο βαθμό από τον Β και της απορρίψεως της με την αιτιολογία της αοριστίας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καλύπτεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως του Εφετείου;
Δ) Είναι ορθή δικονομικώς η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επί του αιτήματος καταβολής ποσού 100.000 ευρώ
Ε) Είναι παραδεκτός ο λόγος της ανακοπής του άρθρου 933 ΚπολΔ του Β;
ΣΤ) Παραδεκτώς εξετάστηκε ο μάρτυρας Μ για την εικονικότητα;
Ζ) Επηρεάζεται από την τελεσίδικη έκβαση της δίκης ως προς τον Γ η δίκη σε σχέση με τη διαταγή πληρωμής και την ανακοπή του 632 ΚπολΔ;
Θέμα 2ο
Με συμβολαιογραφικό έγγραφο που καταρτίστηκε στο Συμβολαιογράφο Αθηνών Σ, ο κύριος οικοπέδου Α, κάτοικος Θηβών, ανέθεσε στον εργολάβο Β, κάτοικο Αθηνών, την ανέγερση πολυωρόφου οικοδομής, διεπόμενης από τις διατάξεις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας. Παράλληλα, συμφωνήθηκε ότι ο Α θα μεταβιβάσει λόγω αμοιβής στον εργολάβο Β ή σε τρίτο που ήθελε υποδείξει ο Β ποσοστά εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου μετά των αντιστοιχούντων διαμερισμάτων. Το οικόπεδο βρίσκεται στο Αγρίνιο. Στη συνέχεια ο Β κατήρτισε στην Αθήνα προσύμφωνο πωλήσεως με τον Γ, κάτοικο Αθηνών, δυνάμει του οποίου ο Β υποσχέθηκε προς το Γ να του μεταβιβάσει διαμέρισμα της μέλλουσας οικοδομής που ανήκει σε εκείνα τα διαμερίσματα για τα οποία ο οικοπεδούχος Α ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον Β σε τρίτον που ήθελε υποδείξει ο Β. Ο Γ κατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα της αγοράς στον Β που κατασκεύασε την οικοδομή.
Για το λόγο ότι ο Β δεν εκπλήρωνε την υποχρέωση του για μεταβίβαση της κυριότητας του διαμερίσματος, ο Γ άσκησε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αγρινίου κατά του Α. Πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο Α προσεπικάλεσε νόμιμα τον εργολάβο Β, ο οποίος δεν εμφανίστηκε κατά την συζήτηση. Ο Α ομολόγησε τη βάση της αγωγής του Γ. Με βάση τη δικονομική συμπεριφορά του Α, που ομολόγησε την αγωγή, δεν εξέτασε τους προταθέντες από τους Γ και Α μάρτυρες. Το Δικαστήριο προβληματίσθηκε για την ύπαρξη της κατά τόπον αρμοδιότητας καθώς και για το παραδεκτό της αγωγής. Τελικά εξέδωσε απόφαση που έκανε δεκτή κατ' ουσίαν την αγωγή του Γ. Με πρωτοβουλία του Γ η απόφαση επιδόθηκε στον Α που δεν άσκησε έφεση εντός της νομίμου προθεσμίας.
Δύο έτη μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, ο Β ασκεί αρνητική αναγνωριστική αγωγή κατά του Γ στο Πρωτοδικείο Αθηνών με την οποία ζητά την αναγνώριση της ακυρότητας του προσυμφώνου πωλήσεως λόγω προφανούς δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής. Το τίμημα ήταν πολύ χαμηλό. Ο Γ αντιτάσσει ότι η υπόθεση έχει ήδη κριθεί αμετακλήτως. Προσκόμισε και το αποδεικτικό επιδόσεως της αποφάσεως στον Α. Προσέτι με τη συνδρομή δικαστικού επιμελητή εγκαθίσταται στο διαμέρισμα που αποτέλεσε αντικείμενο του προσυμφώνου πωλήσεως. Προηγουμένως είχε επιδώσει επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση στους Α και Β και είχε παρέλθει η τριήμερη προθεσμία του άρθρου 926.
Ερωτάται:
Α) Ήταν κατά τόπο αρμόδιο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αγρινίου;
Β) Ήταν αναγκαία η εγγραφή της αγωγής του Γ στα βιβλία διεκδικήσεων;
Γ) Ήταν παραδεκτή η προσεπίκληση του Β από τον οικοπεδούχο Α;
Δ) Παραδεκτώς δεν εξέτασε μάρτυρες το δικαστήριο και στηρίχθηκε στην ομολογία του Α;
Ε) Παραδεκτώς ασκήθηκε η αρνητική αναγνωριστική αγωγή από τον Β κατά του Γ; Είναι δηλαδή βάσιμος ο ισχυρισμός του Γ ότι η υπόθεση έχει κριθεί αμετακλήτως με την απόφαση του Πρωτοδικείου Αγρινίου;
ΣΤ) Επιτρεπτώς επισπέυσθηκε αναγκαστική εκτέλεση από τον Γ;
Από τα δύο θέματα θα δοθούν απαντήσεις στο ένα. Επιτρέπεται χρήση νομοθετικών κειμένων (ΚπολΔ, Οργανισμός Δικαστηρίων, ΑΚ, ΕΝ κλπ.).
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιανουάριος 2014 (Ορφανίδης, Πανταζόπουλος, Τσικρικάς, Σινανίδης, Κατηφόρης)
Θέμα 1ο
O Α χορήγησε στην ετερόρρυθμη εταιρεία Ε δάνειο ποσού 200.000 ευρώ, το οποίο ήταν αποδοτέο στις 30.3.2013. Την εμπρόθεσμη καταβολή του δανείου εγγυήθηκε ο Ζ. Το δάνειο δεν εξοφλήθηκε κατά την λήξη του και ο Α άσκησε αγωγή κατά της Ε στο κατά τόπον και καθ ύλην αρμόδιο δικαστήριο με αίτημα την καταβολή του δανεισθέντος ποσού. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Α προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών προσκόμισε την έγγραφη σύμβαση δανείου, ενώ η Ε ισχυρίσθηκε αφενός ότι το δάνειο χορηγήθηκε όχι σε αυτήν, αλλά στο νόμιμο εκπρόσωπό της Ο και αφετέρου ότι το δάνειο δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, διότι μεταγενεστέρως συμφωνήθηκε προφορικά η παράταση της λήξεως του δανείου κατά τρία (3) έτη. Για το ζήτημα της παρατάσεως της λήξεως του δανείου η Ε προσκόμισε ένορκη βεβαίωση του Μ. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή. Κατά της αποφάσεως άσκησε έφεση η Ε επικαλούμενη εσφαλμένη εκτίμηση από το δικαστήριο της ένορκης βεβαιώσεως του Μ. Κατά τη δίκη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρενέβη υπέρ της Ε ο Ζ, τηρώντας τους όρους του άρθρου 81 ΚπολΔ. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως ο Ζ προέβαλε με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του ένταση συμψηφισμού, δηλώνοντας ότι συμψηφίζει την απαίτηση του Α με ανταπαίτηση που ο ίδιος (ο Ζ) διατηρεί κατά του Α και η οποία αποδεικνύεται εγγράφως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε την έφεση της Ε ως παραδεκτή και την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη. Η Ε παραιτείται από το δικαίωμα προς άσκηση αναιρέσεως. Ο Ζ άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά τα πρωτόδικης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να επιτύχει αναστολή της εκτελεστότητάς της. Κατόπιν τούτου ο Α επισπεύδει με τίτλο εκτελεστό την πρωτόδικη απόφαση αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ο, ομορρύθμου εταίρου της Ε. Έπειτα από την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στον Ο και την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 926 παρ.1 ΚπολΔ επιβάλλει κατάσχεση σε ακίνητό του. Είκοσι ημέρες μετά την επιβολή της κατασχέσεως ο Ο ασκεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚπολΔ κατά της επιβληθείσας κατασχέσεως προβάλλοντας ως λόγους ανακοπής την ακυρότητα της επιδόσεως της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και την εξόφληση του δανεισθέντος ποσού.
Ερωτάται:
α) Πώς χαρακτηρίζετε δικονομικά τους ισχυρισμούς της Ε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου;
β) Επιτρέπεται η ένορκη βεβαίωση του Μ ως προς την παράταση της λήξεως του δανείου;
γ) Προβάλλεται παραδεκτώς η ένσταση συμψηφισμού του Ζ;
δ) Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Ζ;
ε) Επισπεύδεται παραδεκτώς αναγκαστική εκτέλεση κατά του Ο;
στ) Είναι παραδεκτοί οι λόγοι ανακοπής του Ο;
ζ) Εάν έπειτα από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης μεταξύ Α και Ε, ο Ζ ασκήσει αγωγή κατά του Α με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της συμβάσεως δανείου λόγω εικονικότητας, το δικαστήριο θα ελέγξει τη βασιμότητα της αγωγής;
Θέμα 2ο
Η Α ομόρρυθμη εταιρεία ασκεί αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά των Β και Γ και ζητεί να υποχρεωθούν να της καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 270.000 ευρώ από ενδοσυμβατική ευθύνη. Την ημέρα της δικασίμου η Α με δήλωσή της στο ακροατήριο ζητεί να υποχρεωθούν να την καταβάλουν εις ολόκληρον οι Β και Γ το ποσό των 170.000 ευρώ, ενώ παρίσταται μόνο ο Β και απολείπεται ο Γ. Ο Β ισχυρίζεται ότι πλέον το δικαστήριο έχει καταστεί αναρμόδιο καθ' ύλη και πρέπει η αγωγή να παραπεμφθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση που δέχεται εν μέρει ως κατ' ουσία βάσιμη την αγωγή της Α υποχρεώνοντας τους Β και Γ να καταβάλλουν σ' αυτήν εις ολόκληρον το ποσό των 100.000 ευρώ και κηρύσσει προσωρινώς εκτελεστή αυτήν μόνο ως προς τον Γ που δεν εμφανίστηκε στη συζήτηση προσηκόντως. Ο Γ ασκεί ανακοπή ερημοδικίας κατά της ως άνω απόφασης επικαλούμενος ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της αγωγής,διότι ο δικηγόρος του, ενώ ανέμενε την εκδίκαση της υποθέσεως,συνόδευσε σε νοσοκομείο ένα μάρτυρα από άλλη υπόθεση με προβλήματα υγείας. Έφεση κατά της ως άνω απόφασης άσκησε ο Β αλλά και ο ομόρρυθμος εταίρος της Α ο Δ ως δεσμευόμενος από το δεδικασμένο της απόφασης ενώ ο ίδιος (ο Δ) άσκησε πρόσθετους λόγους με ιδιαίτερο δικόγραφο. Κατά την εκδίκαση της έφεσης του Β, διαπιστώθηκε ότι είχε παραιτηθεί ο δικηγόρος του από το δικόγραφο της, επειδή ήθελε να προσθέσει και άλλους λόγους έφεσης. Εξαιτίας, αυτού, ο Β απευθύνεται σε άλλο δικηγόρο και προσβάλλει την ίδια απόφαση με άλλη έφεση, την οποίαν στρέφει κατά της Α και του Γ, επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η Α ισχυρίζεται ότι η έφεση αυτή είναι απαράδεκτη. διότι παραβιάζεται ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, αφενός διότι ο Β έχει ήδη ασκήσει την άλλη προαναφερθείσα έφεση και αφετέρου η ίδια απόφαση έχει προσβληθεί με έφεση όπως πληροφορείται και από τον Γ, η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της Α και απέρριψε την έφεση ως ουσία αβάσιμη ως προς τους Α και Γ. Στη συζήτηση της ανακοπής ερημοδικίας του Γ, αυτός δεν παρίσταται και η ανακοπή απορρίπτεται Στη συζήτηση της έφεσης του Δ, αυτός δεν παρίσταται. Στο μεταξύ η Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά των Β και Γ και αυτοί ασκούν ανακοπή κατά της εκτέλεσης ισχυριζόμενοι αφενός ο Γ ότι α) κακώς επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, διότι δεν υπάρχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, αφετέρου ο Β α) ότι η έγγραφη σύμβαση με βάση την οποία ζητείται η καταβολή του επιδικασθέντος ποσού από την Α είναι πλαστή και β) ότι έχει παραγραφεί η απαίτηση της Α μετά την απορριπτική απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Μετά την απόρριψη της έφεσης του Β, αυτός ασκεί αναψηλάφηση, επικαλούμενος ότι έχει εξοφλήσει την απαίτηση της Α με βάση ένα έγγραφο, αναφέροντας τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 544 αρ.7 ΚπολΔ. Η Α ισχυρίζεται ότι ο λόγος αναψηλάφησης δεν είναι νόμιμος, διότι ο ισχυρισμός της εξόφλησης της απαίτησης έπρεπε να είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά δεν προτάθηκε από τον Β.
Ερωτάται:
α) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β για την καθ ύλη αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου;
β) Θα ήταν βάσιμος ο λόγος του Γ στην ανακοπή ερημοδικίας, εάν παρίστατο;
γ) Μπορεί ο Γ να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας;
δ) Είναι ορθή η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τη δεύτερη έφεση του Β ως προς όλα τα σκέλη της.
ε) Είναι παραδεκτή η έφεση του Δ και τις θα αποφασίσει το Δικαστήριο ως προς αυτήν;
στ) Είναι παραδεκτοί οι λόγοι ανακοπής κατά της εκτέλεσης των Β και Γ;
ζ) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της Α ως προς την αναψηλάφηση του Β;
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2014 - Κλιμάκιο Β' (Ορφανίδης-Τριανταφύλλου)
Θέμα 1ο
Ο Α ασκεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο αγωγή καττά της ομόρρυθμης εταιρείας Ε με την οποία ζητεί την καταδίκη της στην καταβολή ποσού 350.000 ευρώ λόγω παράβασης των όρων της μεταξύ τους σύμβασης και επικουρικά λόγω αδικοπραξίας.
Μετά την άσκηση τής αγωγής ο Α εκχωρεί την επίδικη απαίτησή του στον Β. Στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ της Ε ο ομόρρυθμος εταίρος της Ο. Το δικαστήριο εκδίδει την υπ’αριθμ’ 858/2011 απόφαση με την οποία απορρίπτει την συμβατική βάση της αγωγής και διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διευκρινισθούν ορισμένα κενά και αμφίβολα σημεία σχετικά με την επικουρική βάση.
Κατά της αποφάσεως αυτής ασκεί έφεση ο Ο.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο εκδίδει, μετά την συζήτηση που επαναλήφθηκε, την υπ’αριθμ. 125/2012 απόφαση, με την οποία δέχεται την αγωγή ως προς τη βάση της από αδικοπραξία. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκούν έφεση α) η ομόρρυθμη εταιρία Ε και β) ο Β, επικαλούμενος ότι λόγω της εκχωρήσεως αυτός είναι πλέον ο δικαιούχος της απαίτησης και επομένως έχει έννομο συμφέρον. Οι δύο εφέσεις συνεκδικάζονται και το Εφετείο απορρίπτει την έφεση της Β ως απαράδεκτη, δέχεται την έφεση της Ε, εξαφανίζει ως προς αυτήν την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στη συνέχεια εξετάζει την κύρια συμβατική βάση της αγωγής και την κάνει δεκτή. Η Ε εξετάζει τη δυνατότητα άσκησης αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου.
Με εκτελεστό τίτλο την απόφαση του Εφετείου, ο Β επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά της Ε και επιβάλλει αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο αυτής. Η Ε ασκεί ανακοπή κατά της κατάσχεσης επικαλούμενη α) ότι ο Β δεν νομιμοποιείται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της και β) η αναγκαστική εκτέλεση του συγκεκριμένου ακινήτου, στο οποίο η εταιρεία ασκεί την εμπορική της δραστηριότητα, επιβάλλεται καταχρηστικά, γιατί αυτή έχει στην κυριότητά της και άλλα ακίνητα. Η αίτηση αναστολής που άσκησε η Ε απορρίπτεται και τελικά ο πλειστηριασμός του ακινήτου διενεργείται.
Στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο αναγγέλλονται εμπρόθεσμα και νόμιμα: α) οι εργαζόμενοι στην ομόρρυθμη εταιρεία Ε για οφειλόμενους μισθούς του τελευταίου έτους πριν από τον πλειστηριασμό συνολικού ποσού 50.000 ευρώ, β) το ΙΚΑ για οφειλόμενες από την Ε εισφορές ποσού 30.000 ευρώ, γ) ο ενυπόθηκος δανειστής Δ, ο οποίος είχε εγγράφει υποθήκη στο ακίνητο στις 24 Ιουνίου 2013, για ποσόν 120.000 ευρώ, δ) ο προσημειούχος δανειστής Π, ο οποίος είχε εγγράφει προσημείωση στις 3 Ιουνίου 2013 για ποσόν 250.000 ευρώ.
Μετά την αφαίρεση των εξόδων το ποσό που απομένει προς διανομή στους αναγγελθέντες δανειστές ανέρχεται σε 280.000 ευρώ.
Ερωτάται:
α. Παραδεκτά ασκήθηκε η έφεση κατά της υπ’αριθμ. 858/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου;
β. Είναι ορθή η απόφαση του Εφετείου κατά το σκέλος της με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση του Β;
γ. Θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής από την Ε;
δ. Σε ποια προθεσμία πρέπει να ασκηθούν οι λόγοι ανακοπής της Ε; Είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της ανακοπής της; Ποια είναι η νομική βάση του δεύτερου λόγου; Αν το δικαστήριο με την απόφασή του η οποία εκδίδεται μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού δεχθεί την ανακοπή, ο πλειστηριασμός θα ακυρωθεί αυτομάτως;
ε. Πώς πρέπει να καταταγούν οι δανειστές που αναγγέλθηκαν;
Θέμα 2ο
Οι εταιρείες Α και Β διατηρούν επαγγελματικές σχέσεις εδώ και έτη. Το 2013 η Α άσκησε στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή κατά της Β και του εγγυητή Ε με αίτημα την καταβολή του ποσού των 70.000 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος από σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων. Με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της η Α υποστήριξε ότι δικαιούται το ποσό των 70.000 ευρώ και με βάση σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους (ΑΚ 873), την οποίαν κατήρτισαν για την αποσαφήνιση της πραγματικής κατάστασης όπως συνηθίζεται στις εμπορικές συναλλαγές.
Ο Ε, επίσης με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, ζήτησε την απόρριψη της αγωγής για το λόγο ότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν εάν η εγγύηση δόθηκε εγγράφως όπως απαιτεί η νόμος (ΑΚ 849). Ισχυρίσθηκε ακόμη ότι δεν γνωρίζει την ύπαρξη της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους που επικαλέσθηκε η ενάγουσα με τις προτάσεις της και ζήτησε την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Από την πλευρά της η Β, επίσης νομοτύπως, ζήτησε με τις προτάσεις της την απόρριψη της αγωγής. Ισχυρίσθηκε ότι η απαίτηση της Α έχει υποπέσει σε παραγραφή και σε κάθε περίπτωση διατηρεί ανταπαίτηση κατά της Α από τις μεταξύ τους δοσοληψίες ποσού 73.000 ευρώ την οποία προβάλλει σε συμψηφισμό. Κατά τα λοιπά η Β δεν αναφέρθηκε στις προτάσεις της στον ισχυρισμό της Α για την ύπαρξη αξιώσεως της στη βάση της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους.
Με την προσθήκη - αντίκρουση επί των προτάσεων της η Α απάντησε ότι ο Ε ήταν εκείνος που θα έπρεπε να επικαλεσθεί την έλλειψη του έγγραφου τύπου και όχι ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει με την προσθήκη -αντίκρουση ότι η εγγύηση είχε δοθεί εγγράφως και ότι προσκομίζει στο δικαστήριο το σχετικό έγγραφο. Ως προς την ένσταση παραγραφής που πρόβαλε η Β αντέταξε την ύπαρξη δεδικασμένου από προηγούμενη δίκη. Σχετική ένσταση παραγραφής είχε προβάλει η Β στο πλαίσιο προηγούμενης αγωγής της ενάγουσας για μέρος της ίδιας απαίτησης και είχε απορριφθεί τελεσιδίκους.
Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως προς τη Β και τον Ε στη βάση της πωλήσεως και εγγυήσεως, απέρριψε για τυπικούς λόγους τον ισχυρισμό για την αφηρημένη αναγνώριση χρέους και ως ουσία αβάσιμο τον ισχυρισμό για την παραγραφή της επίδικης απαίτησης. Δεν θεώρησε ότι υπάρχει δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση.
Παράλληλα, απέρριψε ως αόριστη την προβληθείσα ένσταση συμψηφισμού.
Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Η Α επέσπευσε εκτέλεση κατά της Β με επιβολή κατασχέσεως σε ακίνητο που με βάση τα δημόσια βιβλία ανήκε στη Β. Κατά της εκτελέσεως άσκησε ανακοπή η Β με επίκληση ως λόγου ανακοπής της ενστάσεως συμψηφισμού. Επανέφερε, θεμελιωμένο αυτή τη φορά, τον ισχυρισμό για την ανταπαίτηση που είχε προβάλει κατά τη διάρκεια της διαγνωστικής δίκης. Συγχρόνως, ο Γ άσκησε ανακοπή κατά της επισπευδόμενης εκτελέσεως με τον ισχυρισμό ότι αυτός ήταν ο κύριος του ακινήτου στο οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση. Ειδικότερα, ήδη πριν από την κατάσχεση είχε καταρτισθεί οριστικό συμβόλαιο πωλήσεως με τη Β. Δεν πρόλαβε να προβεί σε μεταγραφή του συμβολαίου πριν από την κατάσχεση, κάτι που έπραξε μετά. Η Α θεωρεί ότι μη παραδεκτώς προβάλλονται οι λόγοι ανακοπής από τους Β και Γ . Η Β δεσμεύεται από το αποτέλεσμα της προηγηθείσας δίκης στην οποία είχε απορριφθεί η ένσταση συμψηφισμού.
Ερωτάται:
α. Έκρινε ορθά το δικαστήριο για το θέμα της εγγυήσεως ενόψει των ισχυρισμών των διαδίκων;
β. Έκρινε ορθά το δικαστήριο σε σχέση με την αφηρημένη αναγνώριση της αγωγής ενόψει και της δικονομικής συμπεριφοράς της Β και του Ε;
γ. Ορθώς δέχθηκε το δικαστήριο την μη ύπαρξη δεδικασμένου για την ένσταση παραγραφής;
δ. Πως συνδέονται στη δίκη η Β και ο Ε;
ε. Τι φρονείτε για τους λόγους ανακοπής και πως χαρακτηρίζετε τις δυο ανακοπές;
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2014 - Κλιμάκιο Α' (Πανταζόπουλος - Τσικρικάς)
Θέμα 1ο
Ο Α άσκησε αγωγή καταδολίευσης κατά των Β και Γ και ζήτησε τη διάρρηξη της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας που είχε συνάψει ο Β προς τον Γ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη. Η απόφαση επιδόθηκε από τον Α στον Β στις 20.5.2014, ο οποίος άσκησε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στις 26.6.2014, την οποίαν έστρεψε κατά του Α και κατά του Γ επικαλούμενος εσφαλμένη εφαρμογή του κανόνος του άρθρου 939 ΑΚ. Ο Γ άσκησε έφεση στις 30.6.2014 και επικαλέσθηκε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, την οποίαν έστρεψε μόνον κατά του Α. Την ημέρα της δικασίμου εμφανίσθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Α, ο Γ αλλά και ο Β. Ο Α ισχυρίσθηκε ως προς την έφεση του Γ: α) ότι αυτή είναι απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, άλλως η έφεση είναι απαράδεκτη, λόγω μη απεύθυνσής της και κατά του Β. Ως προς την έφεση του Β, ο Α ισχυρίσθηκε ότι αυτή είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη. Ο Γ ισχυρίσθηκε ότι η έφεση του Β είναι απαράδεκτη, επειδή στρέφεται και εναντίον του, ενώ για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ισχυρίσθηκε με την έφεσή του ότι η αγωγή του Α έχει υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 946 ΑΚ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνεκδίκασε τις δύο εφέσεις και αφού απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς, απέρριψε αυτές στη συνέχεια ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες. Ο Β στη συνέχεια άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, την οποίαν έστρεψε μόνον κατά του Α και επικαλέσθηκε παραβίαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, ενώ ο Γ αμέλησε να ασκήσει αναίρεση. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση και ανέπεμψε την αγωγή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Στην ορισθείσα δικάσιμο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο Β δεν εμφανίσθηκε και το δικαστήριο απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη δίχως να συμμετάσχει ο Γ.
Ερωτάται:
α) Έπραξε ορθώς ή όχι και γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως προς την απόρριψη των ως άνω ισχυρισμών των Α και Γ;
β) Έπραξε ορθώς ή όχι και γιατί το δικαστήριο ως προς την εξέταση και την εν συνεχεία απόρριψη των δύο ως άνω εφέσεων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων;
γ) Είναι ορθή η απόφαση του Αρείου Πάγου που συζήτησε την αναίρεση μεταξύ των Α και Β;
δ) Είναι ορθή η απόφαση ταυ δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση του Β ως ανυποστήρικτη;
ε) Πώς γίνεται η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που διατάσσει τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας;
Θέμα 2ο
Η ανώνυμη εταιρία Ο ενάγει το πιστωτικό ίδρυμα Π και ζητεί να διαγνωσθεί η ανυπαρξία της οφειλής της από χορηγηθέν δάνειο. Έπειτα από την άσκηση της ανωτέρω αγωγής το Π ασκεί αγωγή κατά του Ε, κύριου μετόχου της Ο, ο οποίος είχε εγγυηθεί την αποπληρωμή του δανείου, και ζητεί την καταδίκη του στην καταβολή του οφειλόμενου ποσού από το δάνειο. Κατά την εκδίκαση της αγωγή του Π κατά του Ε παρεμβαίνει υπέρ του Ε ένας άλλος μέτοχος, ο Σ. Ο Ε προς αντίκρουση της αγωγής του Π ισχυρίζεται με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του ότι η οφειλή αποσβέσθηκε έπειτα από την κατάρτιση συμβάσεων αφέσεως χρέους μεταξύ της Ο και του Π (ΑΚ 454). Το δικαστήριο απέρριψε την παρέμβαση του Σ ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος καθώς και τον ισχυρισμό του Ε ως ουσία αβάσιμο και έκανε δεκτή την αγωγή του Π ως ουσία βάσιμη. Η απόφαση κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή. Το Π επιδίδει στις 10.3.2014 αντίγραφο του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση στους Ε και Σ. Οι τελευταίοι ασκούν έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, ο μεν Ε στις 2.4.2014, ο δε Σ στις 5.4.2014. και επικαλούνται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την κρίση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής του Π. Κατά την εκδίκαση της εφέσεώς του ο Ε υποβάλλει με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του εκ νέου τον ισχυρισμό περί αφέσεως χρέους. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει την έφεση του Σ ως απαράδεκτη και εκείνη του Ε ως αβάσιμη. Ήδη, στις 20.4.2014, το Π κατάσχει ένα ακίνητο του Ε. Ο τελευταίος ασκεί ανακοπή στις 5.5.2014 κατά της κατασχέσεως προβάλλοντας ως λόγο ανακοπής τον ισχυρισμό περί αποσβέσεως της απαιτήσεως του Π δια συμψηφισμού με ανταπαίτηση της Ο, στον οποίο είχε προβεί η τελευταία με εξώδικη δήλωση πριν από την έναρξη των δικαστικών αγώνων. Προσκομίζει μάλιστα (ο Ε) και τη σχετική εξώδικη δήλωση της Ο. Παράλληλα ο Ε προσβάλλει με αίτηση αναιρέσεως την πρωτόδικη απόφαση, η οποία κατ’ αυτόν έχει πλέον καταστεί τελεσίδικη και ταυτόχρονα ζητεί την αναστολή της εκτελεστότητάς της.
Ερωτάται:
α) Επηρεάζει η αγωγή της Ο κατά του Π την εκδίκαση της αγωγής του Π κατά του Ε ή αντίστροφα επηρεάζει η δεύτερη αγωγή την εκδίκαση της πρώτης;
β) Εάν ο Ε επιθυμεί τη συμμετοχή της Ο στη δίκη επί της αγωγής του Π εναντίον του. καθώς και την καταδίκη της στην απόδοση σε αυτόν του όποιου ποσού καταδικασθεί αυτός να καταβάλει στο Π, πώς πρέπει να ενεργήσει δικονομικώς;
γ) Είναι ορθή η απόρριψη της εφέσεως του Σ;
δ) Προβάλλεται παραδεκτώς ο ισχυρισμός του Ε σε δεύτερο βαθμό;
ε) Μπορεί ο Σ να πλήξει την εναντίον του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση και εάν ναι, για ποιον λόγο;
στ) Τί θα αποφανθεί το δικαστήριο επί του λόγου της ανακοπής του Ε;
ζ) Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του Ε;
Από τα δύο θέματα θα δοθούν απαντήσεις στο ένα.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβριος 2014 - Κλιμάκιο Β' (Ορφανίδης, Τριανταφύλλου)
Θέμα 1ο
Ο Α, κάτοικος Αθηνών, κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στις 16.1.2012 κατά των Β και Γ αγωγή διανομής κοινού ακινήτου, το οποίο ευρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, ισχυριζόμενος ότι είναι ο ίδιος κύριος κατά ποσοστό 60% και οι Β και Γ κατά ποσοστό 20% ο καθένας. Η αγωγή επιδόθηκε στους Β και Γ στις 14.2.2012.
Ο Β στις 3.2.2012 κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αγωγή κατά του Α, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο Α δεν είναι συγκύριος του ακινήτου κατά ποσοστό 60%, όπως αυτός διέδιδε, αλλά κατά ποσοστό 10%, ενώ το υπόλοιπο 50% ανήκει στον ίδιο (τον Β). Η αγωγή επιδόθηκε στις 6.2.2012.
Η συζήτηση της αγωγής του Α αναβλήθηκε. Κατά τη συζήτηση της αγωγής του Β ο Α προέβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α) ότι το δικαστήριο ήταν κατά τόπον αναρμόδιο, γιατί ο ίδιος είναι κάτοικος Αθηνών, β) ότι η αγωγή έπρεπε να ασκηθεί και από τον άλλο συγκύριο Γ και γ) ότι υπάρχει εκκρεμοδικία από την άσκηση της αγωγής του για τη διανομή του ακινήτου. Για τους λόγους αυτούς ο Α ζήτησε την απόρριψη της αγωγής του Β ως απαράδεκτης και σε κάθε περίπτωση ως ουσία αβάσιμης, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος (ο Α) είναι συγκύριος του ακινήτου κατά ποσοστό 60%. Το δικαστήριο με την υπ'αρίθμ. 1250/2013 απόφαση του απέρριψε τους ισχυρισμούς του Α και δέχθηκε την αγωγή του Β ως ουσία βάσιμη.
Εν τω μεταξύ εκδικάσθηκε και η αγωγή διανομής του Α, την οποία το δικαστήριο με την υπ'αριθμ. 150/2014 απόφασή του δέχθηκε ως ουσία βάσιμη και διέταξε την πώληση του ακινήτου με πλειστηριασμό (άρθρ. 484 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω δύο αποφάσεις κατέστησαν τελεσίδικες.
Με βάση τα ανωτέρω ερωτάται:
1. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Α κατά τη συζήτηση της αγωγής του Β; Είναι νόμιμο το αίτημα του Α για την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης για τους λόγους που αυτός επικαλέσθηκε;
2. Ενόψει του διατακτικού των δύο αποφάσεων μπορεί να προσβληθεί κάποια από αυτές με ένδικο μέσο και για ποιον λόγο;
3. Ο Δ, δανειστής του Α, ο οποίος έλαβε γνώση της υπ'αρίθμ. 150/2014 απόφασης που εκδόθηκε υπέρ του Α, θέλει να ικανοποιηθεί από το ποσόν που θα καταβληθεί στον Α μετά τον πλειστηριασμό του ακινήτου. Με ποιον τρόπο μπορεί να το επιτύχει;
Θέμα 2ο
Η ανώνυμη εταιρεία Α άσκησε το 2009 αγωγή κατά των Β και Γ για καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ έκαστος από πώληση εμπορευμάτων αξίας 60.000 ευρώ που είχε γίνει προς τον αποβιώσαντα στο μεταξύ Π, πατέρα των Β και Γ. Κατά την αγωγή ο Π διατηρούσε ατομική επιχείρηση, η πώληση είχε γίνει με πίστωση του τιμήματος ενώ οι Β και Γ είχαν αποδεχθεί την κληρονομία του πατέρα τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό (Ιανουάριος 2010) παρέστη ο Β που ζήτησε την απόρριψη της αγωγής. Όπως υποστήριξε, ο πατέρας του συνήθιζε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του και επομένως το τίμημα είχε καταβληθεί και για τη συγκεκριμένη πώληση Αντίθετα δεν παρέστη ο Γ. καίτοι είχε κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως από την Α. Κατά τη συζήτηση και παρά τις αντιρρήσεις της Α ως προς το επιτρεπτό της μαρτυρικής αποδείξεως για το θέμα της καταβολής, το Δικαστήριο επέτρεψε την χρήση μαρτύρων για τον ισχυρισμό αυτό. Τα διάδικα μέρη (Α και Β) εξέτασαν από ένα μάρτυρα που κατέθεσαν τελείως αντίθετα και επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε από τις μαρτυρικές καταθέσεις να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για την καταβολή και επειδή δεν υπήρχαν άλλα αποδεικτικά μέσα και σε κάθε περίπτωση δεν προσκομίσθηκαν έκανε δεκτή την αγωγή με την έκδοση της υπ'αριθ. 386/Μαΐου/2010 απόφασης. Με την ίδια απόφαση έγινε δεκτή η αγωγή και ως προς τον Γ που δεν είχε παραστεί στη βάση της ερημοδικίας του.
Με πρωτοβουλία της Α η απόφαση επιδόθηκε την 26 Μαΐου του 2010 στους Β και Γ που δεν άσκησαν ένδικα μέσα. Τον Ιανουάριο του 2011 οι Β και Γ εξόφλησαν την οφειλή προκειμένου να αποφύγουν την αναγκαστική εκτέλεση με την οποία απειλούσε η Α. Όμως, τον Ιούλιο του 2013 κατά την τακτοποίησή του εμπορικού αρχείου του πατρός του ο Β ανευρίσκει εξοφλητική απόδειξη της Α προς τον πατέρα Π για το επίμαχο χρέος των 60.000.
Κατόπιν αυτής της εξελίξεως οι Β και Γ ασκούν αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο κατά της Α για απόδοση του καταβληθέντος ποσού των 60.000 ευρώ με αναφορά στην απόφαση του Πρωτοδικείου, την επίδοση της σ αυτούς, της μη ασκήσεως ενδίκων μέσων και της ανευρέσεως της εξοφλητικής αποδείξεως.
Παράλληλα υποβάλλουν έγκληση κατά του μάρτυρα (Μ) που χρησιμοποίησε η Α στη δίκη για ψευδομαρτυρία. Η αγωγή των Β και Γ απορρίπτεται λόγω δεδικασμένου με βάση τα όσα αναφέρονται στην ίδια την αγωγή, χωρίς να έχει προβληθεί σχετικός ισχυρισμός από την Α.
Ερωτάται:
1. Πως χαρακτηρίζετε τη σχέση των Β και Γ στο πλαίσιο του δύο δικών;
2. Είναι ορθή η υπ'αριθ. 386/Μαΐου/2010 απόφαση του Δικαστηρίου ενόψει των αντιφατικών καταθέσεων των μαρτύρων και της αδυναμίας σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως από το δικαστήριο σε συνδυασμό με την έλλειψη άλλων αποδεικτικών μέσων;
3. Ορθώς το δικαστήριο επέτρεψε στην πρώτη δίκη για την αγωγή της Α τη χρήση μαρτύρων;
4. Είναι βάσιμη η αιτιολογία με την οποία το δεύτερο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των Β και Γ;
5. Έχει νομική σημασία το γεγονός ότι η Α δεν είχε προβάλει ισχυρισμό για ύπαρξη δεδικασμένου στη σχετική δίκη;
6. Αν υποτεθεί ότι οι Β και Γ είχαν ανεύρει την εξοφλητική απόδειξη τον Απρίλιο του 2010. μετά δηλαδή τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρώτο βαθμό και πάντως πριν από την έκδοση της αποφάσεως 386/Μαΐου/2010, ή αν υποτεθεί ότι η εξοφλητική απόδειξη είχε ανευρεθεί τον Απρίλιο του 2012, μετά δηλαδή την έκδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως και την επίδοση αυτής, η δικονομική κατάσταση θα ήταν διαφορετική; Έχει σημασία στο πλαίσιο αυτό το γεγονός ότι ο Γ ήταν ερήμην κατά την συζήτηση της υποθέσεως τον Ιανουάριο του 2010 και επομένως δεν είχε προβάλει τον ισχυρισμό για καταβολή του ποσού από τον πατέρα του;
7. Μπορεί να αναπτύξει νομική σημασία στην όλη υπόθεση η υποβολή της εγκλήσεως κατά του Μ και η τυχόν αμετάκλητη καταδίκη του για ψευδομαρτυρία;
Από τα δύο θέματα θα πρέπει να απαντηθεί το ένα.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2015 - Κλιμάκιο Α' (Πανταζόπουλος - Τσικρικάς)
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος κτήση κυριότητας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα του Π και επικουρική κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041). Με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της αγωγής ο Λ προτείνει και την έκτακτη χρησικτησία (ΑΚ 1045) ως λόγο κτήσεως της κυριότητας επί του ακινήτου. Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη ο Μ, στον οποίο ο Β είχε εκμισθώσει το ακίνητο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Ο Α ασκεί έφεση την οποία στρέφει κατά του Β παραπονούμενος για την κατ' ουσίαν απόρριψη της αγωγής του. Έπειτα από την άσκηση της εφέσεως ο Α μεταβιβάζει το ακίνητο στον Γ. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως ο Β ερημοδικεί. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνει δέκτη την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση, κρατεί και δικάζει την αγωγή. την κάνει δεκτή κρίνοντας ότι απεδείχθη η βάση της έκτακτης χρησικτησίας και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου. Στη συνέχεια ο Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με την επίδοση σε αυτήν στις 2.3.2014 αντιγράφου του απογράφου της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με επιταγή προς εκτέλεση. Ο Β ασκεί αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, την οποία στρέφει κατά του Α και ταυτόχρονα ζητεί την αναστολή της εκτελεστότητας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ωστόσο πριν δικασθεί η αίτηση αναστολής ο Γ αποβάλλει τον Β στις 15 3.2014 από το ακίνητο. Ο Β πέντε ημέρες μετά την αποβολή ασκεί ανακοπή προς ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση επικαλούμενος την εκ μέρους του κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Π. Δικάσιμος της ανακοπής ορίζεται η 10.5.2014. Στις 2.4.2014 ο Β ασκεί πρόσθετο λόγο ανακοπής, επικαλούμενος αοριστία της επιταγής προς εκτέλεση.
Ερωτάται:
1) Είναι ορθή η κρίση τον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την απόρριψη των βάσεων της αγωγής;
2) Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Α;
3) Είναι ορθή η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου;
4) Εάν όχι, ποιος λόγος αναιρέσεως στοιχειοθετείται;
5) Είναι ορθή η επίσπευση αναγνωστικής εκτελέσεως από τον Γ κατά του Β;
6) Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως;
7) Είναι παραδεκτός ο λόγος ανακοπής του Β;
8) Ασκείται παραδεκτώς ο πρόσθετος λόγος ανακοπής;
Θέμα 2ο
Ο Α άσκησε αγωγή κατά του Β στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλλει το ποσό των 150.000 ευρώ από σύμβαση έργου κατά την κύρια βάση της και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και το ποσό των 130.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για προσβολή της προσωπικότητάς του. Ο Β ισχυρίσθηκε ότι το δικαστήριο είναι καθ' ύλη αναρμόδιο λόγω ποσού (δηλ. αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο) και παράλληλα άσκησε παραδεκτώς με δικόγραφο ανταγωγή και ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει στον Α το ποσό των 100.000 ευρώ ως τίμημα πώλησης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, διότι αυτό έχει εξοφληθεί απ’ αυτόν και εν πάσει περιπτώσει έχει συμφωνηθεί με τον αντεναγόμενο Α άφεση χρέους. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσία αβάσιμη και την επικουρική βάση ως μη νόμιμη, ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, ως προς δε την ανταγωγή διέταζε αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων. Ο Α άσκησε έφεση κατά της οριστικής απόφασης που απέρριψε την αγωγή από την σύμβαση έργου και ισχυρίσθηκε κακή εκτίμηση των αποδείξεων Αργότερα άσκησε εμπρόθεσμα πρόσθετο λόγο έφεσης ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Την ημέρα της συζήτησης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Α περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε αναγνωριστικό, ενώ ο Β εφεσίβλητος υπέβαλε εκ νέου με τις προτάσεις του ως προς την αγωγή τον ισχυρισμό περί παραγραφής της απαίτησης του Α, τον οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει ως απαράδεκτο, επειδή είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα και άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα αντέφεση για την επιδίκαση της σε βάρος του χρηματικής ικανοποιήσεως. Επίσης ο Β ισχυρίσθηκε ότι δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση η απόφαση επί της αγωγής διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έχει εκδώσει οριστική απόφαση και για την ανταγωγή.
Ερωτάται:
α) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β ως προς την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου;
β) Παραδεκτώς ασκείται η ανταγωγή από τον Β;
γ) Ποιος φέρει το βάρος της απόδειξης και ποιο είναι το αντικείμενο της απόδειξης ως προς την ανταγωγή;
δ) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο για την μετατροπή του ως άνω αιτήματος του εκκαλούντος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο;
ε) Παραδεκτώς ασκείται η έφεση του Α εν όψει του ισχυρισμού του Β περί μη έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ανταγωγής;
στ) Παραδεκτώς ασκείται ο πρόσθετος λόγος έφεσης;
ζ) Είναι παραδεκτός ο ισχυρισμός περί παραγραφής της απαίτησης του Α που υπέβαλε ο Β;
η) Τί θα αποφασίσει το δικαστήριο για την αντέφεση;
θ) Παραβιάζεται το άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίψει την αγωγή του Α από τη σύμβαση έργου ως απαράδεκτη ή μη νόμιμη;
Από τα δύο θέματα θα δοθούν απαντήσεις στο ένα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούνιος 2017
ΘΕΜΑ I (ΚΛΙΜΑΚΙΟ Α-Λ)
Ιούνιος 2018 (Α' Κλιμάκιο - Ορφανίδης/Τριανταφύλλου)
Ιούνιος 2018 (Β Κλιμάκιο- Πανταζόπουλος/Τσικρικάς)
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φεβρουάριος 2019
Θέμα Α
Ο Α άσκησε αγωγή κατά των Β και Γ και ζήτησε εις ολόκληρον καταδίκη τους στο ποσό των 100.000 ευρώ από σύμβαση έργου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατ’ουσίαν. Ο Α άσκησε έφεση την οποία έστρεψε μόνο κατά του Δ ως κληρονόμου του Β, που απεβίωσε μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης. Ο Δ κατά τη δικάσιμο ισχυρίστηκε ότι: α) απαραδέκτως δεν έστρεψε την έφεσή του ο Α και κατά του Γ β) για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η επίδικη σύμβαση έργου είναι εικονική αιτιολογώντας τον σχετικό ισχυρισμό. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε την έφεση του Α και, αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, δέχθηκε κατ’ουσίαν την αγωγή. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ο Δ άσκησε αναψηλάφηση και ισχυρίσθηκε ότι ανεύρε μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης ιδιωτικό έγγραφο από το οποίο αποδεικνυόταν ότι είχε συμφωνήσει ο δικαιοπάροχος του Β με τον Α, πριν την άσκηση της αγωγής, άφεση χρέους, και ότι το έγγραφο αυτό δεν μπόρεσε να το προσκομίσει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Δ λόγω κατακράτησής του από τον αντίδικό του Α, γεγονός που πληροφορήθηκε από το περιεχόμενο της διαθήκης του Β με την οποία τον εγκαθιστούσε κληρονόμο του. Στη συνέχεια ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του κληρονόμου Δ με τις νόμιμες προϋποθέσεις. Ο Δ ασκεί ανακοπή επικαλούμενος την ως άνω ένσταση άφεσης χρέους και την απόδειξή της με την προσκομιδή του εγγράφου αυτού και ζητεί την ακύρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η τελευταία, ωστόσο, προχωρεί και πλειστηριάζει τον κατασχεθέν ακίνητό του.
Ερωτάται: α) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο για τον ισχυρισμό του Δ περί μη απεύθυνσης της έφεσης και κατά του Γ; β) Παραδεκτώς προβάλλεται ο ισχυρισμός περί εικονικότητας της επίδικης σύμβασης στο εφετείο από τον Δ; γ) Αν η αγωγή του Α είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως μη νόμιμη, θα μπορούσε ο Δ να ασκήσει έφεση ζητώντας την απόρριψη της αγωγής ως ουσίας αβάσιμης; δ) Είναι παραδεκτός ο λόγος αναψηλάφησης; ε) Αν η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε δεχθεί την αγωγή του Α και αυτή (απόφαση) δεν είχε επιδοθεί στον Β, ποια είναι η προθεσμία αναψηλάφησης που θα ασκήσει ο Δ εναντίον της πρωτοβάθμιας απόφασης; στ) Είναι παραδεκτός ο λόγος ανακοπής που επικαλείται ο Δ; ζ) Πώς θα μπορούσε να προστατευθεί ο Δ κατά της απειλούμενης και μετέπειτα επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από την άσκηση της ως άνω ανακοπής, έτσι ώστε να αποτραπεί ο σχετικός πλειστηριασμός;
Θέμα Β
Ο Δ, ομόρρυθμος εταίρος της εταιρείας Ο, ασκεί αγωγή κατά της Ο με αίτημα α)την καταδίκη της στην καταβολή του μεριδίου του από τη διανομή κερδών ποσού 100.000 ευρώ και β)την απόδοση δανείου ποσού 300.000 ευρώ. Την αγωγή, ως προς την απόδοση δανείου, στρέφει και κατά του εγγυητή Ε. Με τις προτάσεις τις που κατατέθηκαν νόμιμα η εταιρεία Ο ισχυρίσθηκε ότι είχε συμφωνηθεί με τον Δ παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής του δανείου μετά από ρύθμιση της οφειλής, την οποία αυτή τηρούσε, και επικουρικά, ότι ο Δ ασκεί το δικαίωμά του προς απόδοση του δανείου καταχρηστικά. Ως προς το αίτημα για την καταβολή κερδών ισχυρίσθηκε ότι το μερίδιό του ανέρχεται σε 15.000 ευρώ. Ο Ε ισχυρίσθηκε με τις προτάσεις του που κατατέθηκαν νομίμως ότι, όταν υπέγραψε τη σύμβαση εγγυήσεως, βρισκόταν σε πλάνη. Το δικαστήριο έκανε δεκτό τον επικουρικό ισχυρισμό της Ο περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του Δ και απέρριψε για τον λόγο αυτόν την αγωγή, διέταξε συμπληρωματικές αποδείξεις ως προς τον ισχυρισμό του Ε περί πλάνης και δέχθηκε την αγωγή του Δ ως προς το αίτημά του για διανομή κερδών 100.000 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως άσκησε έφεση ο Δ. Ως προς το κεφάλαιο της αποφάσεως για τη διανομή κερδών έφεση άσκησε η Ο καθώς και ο Α, επικαλούμενος ότι ως ομόρρυθμος εταίρος της Ο έχει έννομο συμφέρον. Προς αντίκρουση της εφέσεως του Δ η Ο ισχυρίσθηκε μόνο ότι δεν επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση πριν εκδοθεί απόφαση και ως προς τον Ε. Το Εφετείο, ως προς την έφεση του Δ, δέχθηκε μεν ότι δεν υπήρξε κατάχρηση δικαιώματος, αλλά απέρριψε την έφεσή του με την αιτιολογία ότι ο Δ δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει την απόδοση του δανείου, γιατί η εταιρεία Ο τηρούσε τους όρους της συμφωνίας για την παράταση της προθεσμίας απόδοσης του δανείου. Την έφεση του Α απέρριψε ως απαράδεκτη και την έφεση της Ο ως αβάσιμη.
Ο Δ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά της Ο για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του από τα κέρδη. Η Ο ασκεί ανακοπή, ισχυριζόμενη ότι η αξίωση του Δ έχει εξοφληθεί, αλλά ο δικηγόρος της από αμέλεια δεν προέβαλε τον σχετικό ισχυρισμό στη δίκη που προηγήθηκε, προσκόμισε δεν και ένορκη βεβαίωση του Μ προς απόδειξη του ισχυρισμού της.
Ερωτάται: 1)Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της Ο ως προς το ανεπίτρεπτο της ασκήσεως εφέσεως; 2)Είναι παραδεκτή η άσκηση εφέσεως από τον Α; Θα μπορούσε αυτός να ασκήσει άλλο ένδικο βοήθημα; 3)Ανεξάρτητα από την απάντηση στο ερώτημα 1), το Εφετείο ορθά αντικατέστησε την αιτιολογία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με βάση την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του Δ; Αν όχι, με ποιον λόγο αναιρέσεως θα μπορούσε να ελεγχθεί η κρίση του; 4)Είναι παραδεκτός ο λόγος ανακοπής που ασκήθηκε από την Ο; 5)Ανεξάρτητα από την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, επιτρέπεται η απόδειξη της εξοφλήσεως δανείου με ένορκη βεβαίωση;
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σεπτέμβρης 2019
Α' Κλιμάκιο
ΘΕΜΑ Ι
Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β με αίτημα την αναγνώριση της κυριότητας ενός ακινήτου το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, είχε αποκτήσει με διαθήκη από τον πατέρα του Π, καθώς και την απόδοση του (ΑΚ 1094). Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη τηρώντας τους νόμιμους τύπους ο Ψ, στον οποίο ο Β είχε παραχωρήσει τη χρήση του ακινήτου. Οι Α, Β και Ψ καταθέτουν εμπρόθεσμα προτάσεις. Ο Β ισχυρίζεται ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου πριν το θάνατο του Π με έκτακτη χρησικτησία.Ο Ψ προβαίνει σε γενική άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, ενώ με το δικόγραφο της προσθήκης-αντίκρουσης επί των προτάσεων, επικαλείται ακυρότητα της διαθήκης, επειδή αυτή δεν έφερε την ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη Π. Το δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό του Ψ περί ακυρότητας της διαθήκης και κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή του Α, τον αναγνωρίζει ως κύριο μέρους του ακινήτου και διατάσσει την απόδοση του μέρους αυτού στον ενάγοντα. Ο Α επιδίδει την πρωτόδικη απόφαση στους Β και Ψ. Ο Β αφήνει να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως, ενώ ο Ψ ασκεί εμπρόθεσμα έφεση, την οποία στρέφει κατά του Α, προβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως του ο Ψ προβάλλει και πάλι τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της διαθήκης του Π λόγω έλλειψης ιδιόχειρης υπογραφής και προς απόδειξη του ισχυρισμού του προσκομίζει ένορκη βεβαίωση του Μ. Προτάσεις καταθέτει και ο Β, ο οποίος παρίσταται μετά από κλήτευση του και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η διεκδικητική αγωγή είναι ουσία αβάσιμη, γιατί είχε δικαίωμα κατοχής (ΑΚ 1095) στο ακίνητο βάσει έγκυρης σύμβασης μισθώσεως από τον Α, η οποία αποδεικνύεται με προσκομιζόμενο από τον Β μισθωτήριο έγγραφο. Ο εφεσίβλητος Α ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ότι η έφεση είναι απαράδεκτη, διότι δεν στράφηκε και κατά του Β κι επίσης πως σε κάθε περίπτωση αυτός απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου με τακτική χρησικτησία σε βάρος του Β. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου εφέσεως, κρίνει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη και την απορρίπτει. Έπειτα από την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο Β ενάγει τον Α για τη διάγνωση του δικαιώματος κατοχής επί ου ακινήτου με βάση τη σύμβαση μίσθωσης. Ερωτάται: α) Πώς χαρακτηρίζεται ο ισχυρισμός του Α στον πρώτο βαθμό και ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως; β)Ασκεί παραδεκτώς έφεση ο Ψ; γ) Προβάλλεται παραδεκτώς ο ισχυρισμός του Ψ στη δίκη της εφέσεως; δ) Προβάλλει παραδεκτώς ισχυρισμούς ο Β στην κατ' έφεση δίκη; ε) Τι θα αποφανθεί το δικαστήριο επί του δεύτερου ισχυρισμού του Α; στ) Είναι ορθή η απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο; ζ) Επηρεάζει η απόφαση του τελευταίου την κρίση ως προς την αγωγή του Β κατά του Α;
ΘΕΜΑ ΙΙ
Ο Α άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής σύμβασης (ΑΚ 939) , που συνήφθη μεταξύ των εναγομένων Β, κατοίκου Αθηνών, και Γ , κατοίκου Σπάρτης, ισχυριζόμενος ότι ο Β, οφειλέτης του ενάγοντος Α, μεταβίβασε το μοναδικό του ακίνητο, αξίας 50.000 ευρώ προκειμένου να μην ικανοποιήσει την απαίτηση του Α, ποσού 40.000 ευρώ, από δάνειο. Την ημέρα της δικασίμου ο Β δεν κατέθεσε προτάσεις στο δικαστήριο, ενώ ο Γ ισχυρίσθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του ότι : α)το δικαστήριο είναι αφενός καθ΄ύλην αναρμόδιο και η αγωγή υπάγεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο κι αφετέρου κατά τόπο αναρμόδιο, διότι η ως άνω απαλλοτριωτική σύμβαση καταρτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη,β) ότι δεν γνώριζε ότι ο Β του μεταβίβασε υτο ακίνητο προς βλάβη του Α, διότι αυτός (ο Β), του είχε αναφέρει ότι πωλεί το ακίνητο για να εκπληρώσει φορολογικές υποχρεώσεις του, όπως κι έγινε. Το δικαστήριο δέχθηκε ως προς τον Β, λόγω της ερημοδικίας του, τεκμήριο ομολογίας της ιστορικής βάσης της αγωγής του Α, ενώ ως προς τον Γ εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι Α και Γ και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και διέταξε τη μερική διάρρηξη της ως άνω σύμβασης. Κατά της προαναφερθείσας απόφασης άσκησε ο Β ανακοπή ερημοδικίας, ισχυριζόμενος πως δεν γνώριζε πότε θα συζητηθεί η επιδοθείσα σε αυτόν από τον Α αγωγή, αφού αυτός (ο Α) δεν τον είχε κλητεύσει στη σχετική συζήτηση. Ο Α άσκησε έφεση κατά της παραπάνω απόφασης, την οποία έστρεψε κατά του Γ, και ζήτησε επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η απόφαση και να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του, κλήτευσε δε στη σχετική δίκη της έφεσης και τον Β. Έφεση άσκησε και ο Γ, την οποία έστρεψε κατά των Α και Β, επικαλούμενος ότι το αίτημα της αγωγής είναι μη νόμιμο, και ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης και την εν όλω απόρριψη της αγωγής του Α. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του Γ ως αβάσιμη. Ο Γ άσκησε στη συνέχεια αναίρεση την οποία έστρεψε κατά του Α και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση του, κλητεύοντας στη σχετική συζήτηση και τον Β, και επικαλούμενος ως αναιρετικό λόγο τον εξ αριθμού 8 άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στον ισχυρισμό του ότι αγνοούσε ότι η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε προς βλάβη του Α κι ότι το τίμημα της πώλησης προορίσθηκε για την εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων του Β. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και παρέπεμψε προς εκδίκαση την υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση του Γ.
Ερωτάται: α) Τί θα αποφασίσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς τους ισχυρισμούς του Γ περί καθ' ύλην και κατά τόπον αναρμοδιότητας του; β)Πώς χαρακτηρίζεται ο υπό β) ισχυρισμός του Γ και ποιος φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης; γ)Είναι ορθή η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που δέχτηκε τεκμήριο ομολογίας της ιστορικής βάσης της αγωγής του Α ως προς το μη εμφανισθέντα Β; δ)Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς την ανακοπή ερημοδικίας του Β; ε)Είναι παραδεκτή η έφεση του Α κατά του Γ; στ)Ποια θα έπρεπε να είναι η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς την έφεση του Γ; ζ)Είναι ορθή η απόφαση του Αρείου Πάγου επί της αναίρεσης του Γ;
Να δοθούν απαντήσεις στο ένα από τα δύο θέματα.
Β' Κλιμάκιο
ΘΕΜΑ Ι
1.Η εταιρία Α παροχής επενδυτικών συμβουλών κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας που είχε καταρτίσει με τους Β και Γ λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους. Κατά τους ισχυρισμούς της παρέσχαν συμβουλές σε ορισμένους αντισυμβαλλομένους που ήταν εμφανώς εσφαλμένες. Οι Β και Γ αμφισβήτησαν το λόγο και κατ' επέκτασιν το κύρος της καταγγελίας κι άσκησαν αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας και η μη ύπαρξη πλημμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους τους. Έλαβαν χώρα αποδείξεις. Εκδόθηκε απόφαση που διαπίστωσε την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων των Β και Γ κι απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς το πρώτο αίτημα. Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, πλημμελώς ενήργησε περισσότερο, σε ποσοστό 90 %, ο Γ. Παράλληλα, το δικαστήριο δέχθηκε με βάση τις αποδείξεις, ότι ο Γ δεν προσερχόταν τακτικά στην εργασία, ώστε η καταγγελία να είναι δικαιολογημένη και για αυτό το λόγο. Το δικαστήριο σε σχέση με το δεύτερο αίτημα της αγωγής έκρινε ότι είναι μη νόμιμο κι απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία αυτή. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη μετά την εξάντληση και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας στη βάση εφέσεων Β και Γ.
2. Στη συνέχεια η Α άσκησε αγωγή για αποζημίωση κατά των Β και Γ ως εις ολόκληρον υπόχρεων (ΑΚ 481), αξιώνοντας το ποσό των 70.000 ευρώ που αναγκάστηκε να καταβάλει ως αποζημίωση στον επενδυτή Ε λόγω των εσφαλμένων συμβουλών των Β και Γ. Την ιστορική βάση της αγωγής αποζημίωσης αποτέλεσε ο ισχυρισμός ότι είχαν παρασχεθεί προφανώς εσφαλμένες επενδυτικές συμβουλές. Οι Β και Γ αρνήθηκαν την αγωγή. Ισχυρίσθηκαν ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη ή νόμω αβάσιμη, διότι δεν αναφερόταν ότι οι Β και Γ είχαν ενεργήσει υπαιτίως. Σε κάθε περίπτωση αντέταξαν ότι ενέργησαν νόμιμα. Η Α από την πλευρά της ισχυρίσθηκε ότι οι Β και Γ ήταν αυτοί που έπρεπε να ισχυρισθούν την έλλειψη υπαιτιότητας τους λόγω της φύσης της προβαλλόμενης αξιώσεως. Αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν οι ίδιοι πραγματικοί ισχυρισμοί όπως στην προηγηθείσα δίκη για την καταγγελία. Έλαβαν χώρα αποδείξεις. Το δικαστήριο θεώρησε ότι υπάρχει δεδικασμένο από την εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση για το κύρος της καταγγελίας γύρω από το ζήτημα της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, ενώ δεν μπόρεσε να σχηματίσει από τις διεξαχθείσες αποδείξεις πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς την υπαιτιότητα. Έκανε πλήρως δεκτή την αγωγή, υποχρεώνοντας τους Β και Γ να καταβάλουν στην Α το ποσό των 70.000 ευρώ. Η απόφαση κατέστη τελεσίδικη.
Στη συνέχεια ο Γ που επιθυμούσε να δώσει ένα τέλος στην υπόθεση ενόψει νέας επαγγελματικής σχέσεως που είχε καταρτίσει, κατέβαλε στην Α το ποσό των 70.000 ευρώ κι άσκησε αγωγή κατά του Β με αίτημα να του καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ. Ο Β αρνήθηκε την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι προεχόντως (κατά 90%) υπεύθυνος για τη ζημία είναι ο ίδιος ο Γ. Προσέθεσε ότι το θέμα αυτό έχει κριθεί από τις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις στις δίκες με την Α.
Ερωτάται:
α) Νομίμως έκρινε το δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή καταγγελίας ως προς το δεύτερο σκέλος αυτής για τη διαπίστωση της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων;
β) Νομίμως έκρινε το δεύτερο δικαστήριο που ασχολήθηκε με την αγωγή αποζημιώσεως δεχόμενο ότι υπάρχει δεδικασμένο από την πρώτη απόφαση ως προς την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων;
γ) Πώς συνδέονται οι Β και Γ ως εναγόμενοι στις δύο δίκες που άσκησε η Α και πώς χαρακτηρίζετε δικονομικά την πρώτη αγωγή της Α;
δ) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Β ότι το θέμα της κατανομής ευθύνης μεταξύ τους έχει κριθεί από τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις;
ε) Παραδεκτώς δέχθηκε το δικαστήριο της πρώτης αγωγής ότι η καταγγελία ήταν έγυρη και δικαιολογημένη λόγω των απουσιών του Γ;
στ) Πώς αξιολογείτε σε σχέση με τη δίκη της αποζημιώσεως (υπό 2) τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς για την υπαιτιότητα ή την έλλειψη υπαιτιότητας και είναι ορθή η απόφαση του δικαστηρίου που έκανε δεκτή την αγωγή καίτοι δεν σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση;
ΘΕΜΑ ΙΙ
Ο Α ασκεί αγωγή εναντίον των Β, Γ, Δ ως ευθυνόμενων από αδικοπραξία με αίτημα την καταδίκη τους εις ολόκληρον σε καταβολή αποζημιώσεως ύψους 200.000 ευρώ για υλικές βλάβες, και ποσού 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Με τις προτάσεις του Ο Β ζήτησε την απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης ως προς τον ίδιο, κι επικουρικά, ως ουσία αβάσιμης. Ο Γ ισχυρίσθηκε ότι υπάρχει εκκρεμοδικία από προηγούμενη αγωγή του Α εναντίον του με το ίδιο αντικείμενο. Ο Δ αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς τον Β για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής ως προς τον Γ και δέχθηκε την αγωγή ως προς τον Δ ως ουσία βάσιμη.
Ο Α άσκησε έφεση κατά των Β και Γ, παραπονούμενος για την απόρριψη της αγωγής ως προς τον Β, ενώ ως προς τον Γ ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει εκκρεμοδικία. Έφεση κατά της απόφασης άσκησε κι ο Β επικαλούμενος ότι το δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Ο Δ με δική του έφεση ισχυρίσθηκε ότι λόγω εσφαλμένης διάγνωσης υπαιτιότητας του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε σε βάρος του χρηματική ικανοποίηση. Δύο μήνες πριν τη δικάσιμο που ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης του, ο Δ άσκησε πρόσθετους λόγους, επικαλούμενος ότι, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, το δικαστήριο επιδίκασε σε βάρος του το αιτηθέν ποσό για χρηματική ικανοποίηση, ενώ αν είχε ορθά εκτιμήσει τις αποδείξεις θα του επιδίκαζε μόνο 50.000 ευρώ. Το Εφετείο δέχτηκε την έφεση του Α και την έφεση του Δ καθώς και τους πρόσθετους λόγους, ενώ απέρριψε την έφεση του Β λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος.
Ερωτάται:
α) Είναι επιτρεπτή η άσκηση έφεσης κατά του Γ;
β) Παραδεκτώς ασκήθηκαν οι πρόσθετοι λόγοι από τον Δ;
γ) Είναι ορθή η κρίση του Εφετείου για την έλλειψη έννομου συμφέροντος του Β προς άσκηση έφεσης;
δ) Θεμελιώνονται λόγοι αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου;
ε) Ο Β φοβάται ότι ο Α θα επισπεύσει εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι βάσιμη η ανησυχία του; Αν ναι, πώς θα μπορούσε να αμυνθεί;
Από τα δύο θέματα να απαντηθεί το ένα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιανουάριος 2020
ΘΕΜΑ Ι
Ιούλιος 2020 (Κλιμάκιο Ορφανίδη, Τριανταφύλλου)
ΘΕΜΑ Ι
Ο Α ασκεί αγωγή κατά των Β και Γ με αίτημα την καταδίκη τους εις ολόκληρον στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού λόγω ενδοσυμβατικής, άλλως αδικοπρακτικής ευθύνης. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ερημοδίκησε ο Γ. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή, κατά τη βάση της από αδικοπραξία, ως ουσία βάσιμη. Η απόφαση δεν επιδόθηκε στους Β και Γ. Μετά 4 έτη από τη δημοσίευση της αποφάσεως ο Α άσκησε αναίρεση κατά των Β και Γ θεωρώντας ότι η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή ως προς τη βάση της από ενδοσυμβατική ευθύνη. Αναίρεση κατά της αποφάσεως άσκησε και ο Β. Ο Α προέβαλε ως λόγο αναιρέσεως ότι το δικαστήριο ερμήνευσε τις δηλώσεις βουλήσεως των μερών, χωρίς να δέχεται ότι υπάρχει κενό ή ασάφεια σ’ αυτές. Η ερμηνεία αυτή έγινε κατά τον Α για τη θεμελίωση της κρίσης του ότι δεν υπάρχει ευθύνη από σύμβαση. Ο Β ισχυρίσθηκε με τον πρώτο λόγο της δικής του αναιρέσεως ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το δεδικασμένο από προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, όπως όφειλε αυτεπαγγέλτως να πράξει και με τον δεύτερο λόγο ότι το δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς γιατί αξιολόγησε ως πιο αξιόπιστη κατάθεση μάρτυρα και όχι την έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης.
Ο Α με εκτελεστό τίτλο την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επέδωσε στον Γ επιταγή για εκτέλεση και ακολούθησε επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως στο ακίνητο του Υ, ο οποίος είχε παραχωρήσει υποθήκη επί του ακινήτου του για την εξασφάλιση της απαιτήσεως του Α κατά του Γ. Μετά πάροδο 20 ημερών από την επίδοση στον Γ της περιλήψεως της εκθέσεως κατασχέσεως, ο Γ άσκησε ανακοπή κατά της επιταγής και της αναγκαστικής κατασχέσεως ισχυριζόμενος ότι α) δεν επισπεύδεται έγκυρα εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση και β) ότι η περίληψη της εκθέσεως κατασχέσεως δεν επιδόθηκε στον Υ. Ο τελευταίος (ο Υ) μετά την επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως μεταβίβασε το ακίνητο στον Π.
β)Είναι επιτρεπτή η άσκηση αναιρέσεως μόνο από τον Β;
γ)Είναι παραδεκτοί οι λόγοι αναιρέσεως των Α και Β;
δ)Ασκήθηκε παραδεκτά η ανακοπή; Είναι βάσιμοι οι λόγοι της;
ε)Απέκτησε ο Π την κυριότητα του ακινήτου;
ΘΕΜΑ 2
Α. Η Α άσκησε διεκδικητική αγωγή κατά του Β με αίτημα να καταδικαστεί να της αποδώσει έργο τέχνης το οποίο της ανήκε κατά κυριότητα και το οποίο είχε παραδώσει προς φύλαξη λόγω απουσίας της στην αλλοδαπή στο συντηρητή έργων τέχνης Γ. Ο Γ, κατά την Α, έσπευσε και πώλησε το έργο τέχνης στον Β, επειδή είχε οικονομική ανάγκη. Με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του ο Β ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Όπως ισχυρίστηκε, αυτός κατέβαλε τίμημα για την απόκτηση του πίνακα και πίστευε ότι αποκτούσε από τον Γ ως κύριο. Η Α αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του Β για την καλή πίστη του. Έλαβαν χώρα αποδείξεις με εξέταση μαρτύρων που είχαν ως αντικείμενο κυρίως το θέμα αν ο Β γνώριζε την έλλειψη κυριότητος του Γ. Το δικαστήριο δεν μπόρεσε να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την καλή πίστη του Β. Τελικά ωστόσο και μετά από προβληματισμό εκδίδει απόφαση με την οποία απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη με την αιτιολογία ότι στην αγωγή της Α δεν απαντούσε ισχυρισμός για την κακή πίστη του Β.
Η Α αιφνιδιάστηκε από το αποτέλεσμα της δίκης ενόψει και της άμυνας του Β, που δεν έθεσε τέτοιο θέμα. Προσέβαλε την απόφαση με έφεση με λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, κάτι που εξειδίκευσε με το δικόγραφο της εφέσεως όπως απαιτείται κατά νόμο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προέβη σε μια διαφορετική θεώρηση. Δέχτηκε μεν την έφεση της Α και εξαφάνισε την προσβαλλόμενη, όμως τελικά απέρριψε την αγωγή της Α ως απαράδεκτη με την ίδια αιτιολογία που είχε επικαλεστεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Β. Στη συνέχεια η Α άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά του Γ και αξίωσε το τίμημα για το έργο τέχνης. Κατά τους ισχυρισμούς της η αξία του ανερχόταν στις 65.000 ευρώ. Στην αγωγή υπήρχε σαφής έκθεση των γεγονότων σε σχέση με τη σύμβαση με την οποία η Α άφησε προς φύλαξη τον πίνακα στον Γ. Με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της η Α ισχυρίστηκε επιπροσθέτως ότι είχε στην κυριότητά της τον πίνακα κατά την παράδοσή του στον Γ και ότι ο Γ με δόλο και χωρίς δικαίωμα τον εκποίησε στον Β. Υπέβαλε μάλιστα με τις προτάσεις και αίτημα για προσωπική κράτηση του Γ. Το αγωγικό αίτημά της στηρίζεται, όπως ανέφερε ρητά στις προτάσεις της, και στη βάση αυτή. Ο Γ ζήτησε την απόρριψη της αγωγής. Μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι η αξίωση της Α είχε υποπέσει σε παραγραφή, ενώ η σχετική αξίωση προβάλλεται και κατά κατάχρηση δικαιώματος. Πρότεινε επίσης επικουρικώς προς το σκοπό απορρίψεως της αγωγής ένσταση συμψηφισμού για το ποσό των 30.000 ευρώ από προηγούμενες συναλλαγές που είχε με την Α. Η Α αμφισβήτησε την αξίωση του Γ. Μετά από αποδείξεις εκδόθηκε απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή σε σχέση με την φύλαξη του πράγματος. Κατά το δικαστήριο η αξία του πίνακα ανερχόταν στις 30.000 ευρώ το οποίο επιδίκασε. Παράλληλα, απέρριψε ως αόριστες τις ενστάσεις παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος του Γ και ως ουσία αβάσιμη την ένσταση συμψηφισμού που πρότεινε. Το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό της ενάγουσας Α για την απαίτησή της ως έχουσα έρεισμα και στην κυριότητα κλπ. Ο Γ θεωρεί την απόφαση εσφαλμένη και την προσβάλλει με έφεση. Διαμαρτύρεται με λόγους εφέσεως μεταξύ άλλων και για την απόρριψη των ενστάσεών του με την παραπάνω αιτιολογία.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά από εξέταση της υποθέσεως απορρίπτει την έφεση στο σύνολό της με την ίδια αιτιολογία όπως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, την απόφαση του οποίου επικυρώνει.
Γ. Κατόπιν τούτου, η Α, με τήρηση της νόμιμης προδικασίας, επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Γ. Επιβάλλει κατάσχεση απαιτήσεως εις χείρας του Δ για τον οποίον γνωρίζει αξιοπίστως ότι οφείλει 30.000 ευρώ στον Γ. Το κατασχετήριο επιδίδεται και στον Γ.
Ο Γ αμύνεται κατά της κατασχέσεως με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ως λόγους ανακοπής επικαλείται πάλι την παραγραφή της απαιτήσεως και την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος σε σχέση με την επιδικασθείσα αξίωση. Παράλληλα ασκεί αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο με την οποία προβάλλει εκ νέου την αξίωσή του για τις 30.000 ευρώ. Την απαίτηση αυτή είχε προτείνει με την ένσταση συμψηφισμού. Ο Δ προβαίνει σε θετική δήλωση ως προς την κατάσχεση. Μετά από την εξέλιξη αυτή και την πάροδο προθεσμίας 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου στον Γ ως καθ’ ου η εκτέλεση, ο Γ φρονεί ότι εξόφλησε την οφειλή της Α.
Ερωτάται:
β) Πώς αξιολογείτε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στην ίδια υπόθεση, δηλαδή στη δίκη μεταξύ Α και Β;
γ)Ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την θεμελίωση της αξίωσης της Α και στην κυριότητα κλπ. Στη δίκη μεταξύ Α και Γ;
δ)Τι άλλο θα μπορούσε να πράξει ο Γ μετά την έκδοση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που απέρριψε τις ενστάσεις παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος ως αόριστες σε σχέση με αυτές;
ε) Παραδεκτώς επαναφέρονται από τον Γ ενόψει του αποτελέσματος της δίκης μεταξύ Α και Γ οι ενστάσεις παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ;
στ) Τι φρονείτε για την αγωγή που άσκησε ο Γ κατά της Α για την απαίτηση των 30.000 ευρώ που είχε στο πλαίσιο της δίκης μεταξύ Α και Γ προταθεί σε συμψηφισμό;
ζ)Είναι ορθή η θεώρηση του Γ ότι επήλθε με τη θετική δήλωση εξόφληση της Α;
Από τα δύο θέματα θα πρέπει να απαντηθεί το ένα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Καθηγητής Δ. Τσικρικάς, Επ. Καθηγήτρια Φ. Τριανταφύλλου (ΚΛΙΜΑΚΙΟ Μ-Ω)
ΘΕΜΑ I
Ο Α άσκησε αγωγή κατά των Β και Γ με αίτημα την καταδίκη τους εις ολόκληρον στην καταβολή ποσού 300.000 ευρώ λόγω αδικοπραξίας. Ο Β με τις προτάσεις του ισχυρίσθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας είναι ο ίδιος ο Α, ενώ ο Γ ερημοδίκησε. Το δικαστήριο, συνεπεία της ερημοδικίας του Γ έκανε δεκτή την αγωγή και ως προς τους δύο εναγομένους. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 20-06-2019. Κανένας από τους διαδίκους δεν επέδωσε την απόφαση. Ο Β άσκησε έφεση κατά του Α παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων δικαίου, λόγω της οποίας κρίθηκε κρίθηκε αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας, και, επικουρικά, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο Α είναι συνυπαίτιος κατά ποσοστό τουλάχιστον 70%, Το Εφετείο δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμο τον ισχυρισμό του Β περί συνυπαιτιότητας και ως εκ τούτου μείωσε το ποσό της αποζημίωσης κατά 30%. Ο Α θεωρεί ότι το Εφετείο (δεν αξιολόγησε ορθά τα αποδεικτικά μέσα, συγκεκριμένα θεωρεί ότι αξιολόγησε ως πιο αξιόπιστη την ένορκη βεβαίωση που προσκόμισε ο Β προς απόδειξη του ισχυρισμού του για την συνυπαιτιότητα σε σύγκριση με την έκθεση του τεχνικού συμβούλου που ο ίδιος (ο Α) προσκόμισε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το περιεχόμενο της οποίας παραμόρφωσε, και σκέφτεται να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης για τον λόγο αυτόν. Ο Α, δέκα ημέρες πριν παρέλθει η προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δηλαδή στις 10-06-2021, επιδίδει αυτήν στον Γ, ο οποίος ασκεί έφεση στις 27.06.2021. Στη συνέχεια ο Α επιδίδει στον Γεπιταγή προς εκτέλεση και επιβάλλει κατάσχεση σε ακίνητό του, αφού προηγουμένως έχει τηρήσει την προθεσμία του άρθρου 926 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω ο Α με εκτελεστό τίτλο την απόφαση του Εφετείου επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β και κατάσχει εις χείρας του εργοδότη του Ε την απαίτηση καταβολής των μισθών του, επιδίδοντας το κατασχετήριο έγγραφο μόνον στον Ε.
Ερωτάται:
α) Είναι ορθή η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τον Β;
β) Προβλήθηκε παραδεκτά στο Εφετείο από τον Βο ισχυρισμός περί συνυπαιτιότητας;
γ) Είναι νόμιμος ο λόγος για τον οποίο ο Β σκέφτεται να ασκήσει αναίρεση; Θα μπορούσε να θεμελιωθεί άλλος λόγος αναίρεσης;
δ) Είναι παραδεκτή η έφεση που ασκήθηκε από τον Γ;
ε) Με ποιο ένδικο βοήθημα, για ποιον λόγο και εντός ποιας προθεσμίας μπορεί να αμυνθεί ο Γ κατά της επισπευδόμενης εναντίον του διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης:
στ) Νομιμοποιείται ο Ε να ζητήσει ακύρωση της επιβληθείσας εις χείρας του αναγκαστικής κατάσχεσης;
ΘΕΜΑ ΙΙ
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου επικαλούμενος κτήση κυριότητας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής δια διαθήκης από τον πατέρα του Π και επικουρικά κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία (ΑΚ 1041). Προς υποστήριξητου Β παρεμβαίνει στην Εκκρεμή δίκη ο Μ, στον οποίο ο Β είχε παραχωρήσει τη χρήση του ακινήτου, με τήρηση των διατάξεων των άρθρων 81 και 238 ΚΠολ.Δ. O B με το δικόγραφο των προτάσεων του αμφισβητεί την ιστορική βάση της αγωγής του Α και με το δικόγραφο της προσθήκης επί των προτάσεων επικαλείται ακυρότητα της διαθήκης του Π λόγω έλλειψης συνείδησης των πράξεών του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτή την παρέμβαση του Μ και απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Ο Α ασκεί έφεση, την οποία στρέφει κατά του Β, προβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη εφαρμογή των περί κληρονομικής διαδοχής διατάξεων. Έπειτα από την άσκηση της εφέσεως ο Α μεταβιβάζει το ακίνητο στον Γ. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως του Α, ο Β ερημοδικεί. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτή την έφεση του Α, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση, κρατεί και δικάζει την αγωγή και την κάνει δεκτή κρίνοντας ότι απεδείχθη η βάση της τακτικής χρησικτησίας και καταδικάζει τον B στην απόδοση του ακινήτου. Στις 2.6.2021 ο Γ επισπεύδει αμέσως αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με επίδοση σε αυτόν επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο απογράφου της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο Β ασκεί αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ταυτόχρονα ζητεί την αναστολή της εκτελεστότητας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ωστόσο, πριν χορηγηθεί αναστολή, ο Γ αποβάλλει τον Β στις 15.7.2021 από το ακίνητο. Ο Β στις 20. 7. 2021 ασκεί ανακοπή προς ακύρωση της επιταγής, προς εκτέλεση, καθώς και της αποβολής επικαλούμενος την εκ μέρους του κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Α, δικαιοπαρόχου του Γ.
Ερωτάται: α) Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Α;
β) Είναι ορθή η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς την παραδοχή της αγωγής του Α; Εάν όχι, ποιος λόγος αναιρέσεως στοιχειοθετείται;
γ) Εάν ο Β δεν ερημοδικούσε αλλά είχε παρασταθεί σε δεύτερο βαθμό, θα μπορούσε να προβάλει εκ νέου τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της διαθήκης του Π;
δ) Είναι δυνατή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από τον Γ κατά του Β;
ε) Ασκείται παραδεκτώς η αίτηση αναιρέσεως του B;
στ)
Είναι παραδεκτός ο λόγος της ανακοπής του Β;
Θα δοθούν απαντήσεις στο ένα από τα δύο θέματα.
Ο Α άσκησε αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά του Β και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να του καταβάλλει το ποσό των 150.000 ευρώ ως αμοιβή από σύμβαση έργου και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς και το ποσό των 120.000 ευρώ από σύμβαση δανείου. Ο Β με τις προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι το έργο είχε τα αναφερόμενα πραγματικά ελαττώματα και ότι το ποσό των 120.000 του είχε δοθεί ως δωρεά επειδή είχε ανεύρει μεγάλο χρηματικό ποσό που ανήκε στον Α και του to απέδωσε. Είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο Β κατέθεσε προσθήκη και ισχυρίστηκε ότι είχε συμφωνηθεί άφεση χρέους ως προς το ποσό των 150.000 ευρώ από την σύμβαση έργου άλλως από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και επικαλέστηκε προς απόδειξη μία ένορκη βεβαίωση του Γ, η οποία λήφθηκε ύστερα από νόμιμη κλήτευση του Α. Ο Α ισχυρίστηκε ότι η ως άνω ένορκη βεβαίωση δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, διότι δεν αναφερόταν στη σχετική κλήση προς αυτόν το επάγγελμα του Γ και ήταν εσφαλμένη η διεύθυνση κατοικίας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέτασε την επικουρική βάση της αγωγής ως προς τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του Β κατά το ποσό των 150.000 ευρώ και αφού απέρριψε τον ισχυρισμό του Β περί άφεσης χρέους, δέχθηκε αυτήν και υποχρέωσε τον Β να του καταβάλει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ απέρριψε το αίτημα για την καταβολή του ποσού του δανείου δεχόμενο τον ισχυρισμό του Β. Ο Α άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης που απέρριψε το αίτημα για την καταβολή του δάνειου, επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ο Β άσκησε έφεση κατά της απόφασης που δέχθηκε το αίτημα του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε βάρος του, επικαλούμενος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, διότι δεν εξέτασε την κύρια βάση της αγωγής του Α για την αμοιβή από τη σύμβαση έργου. Παράλληλα, ο Β άσκησε αντέφεση κατά της απόφασης που απέρριψε το αίτημα του δανείου ισχυριζόμενος ότι το δικαστήριο εσφαλμένως συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη, ενώ έπρεπε να την κατανείμει με διαφορετικό τρόπο, λόγω του ότι ο Α ηττήθηκε ως το αίτημα της καταβολής του δανείου. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση των υποθέσεων ο Β.
Ερωτάται: α)Πώς χαρακτηρίζονται νομικά οι ισχυρισμοί του Β ως προς τις βάσεις της αγωγής; β) Είναι ορθή η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου i) ως προς την εκδίκαση της αγωγής ii) ως προς την αποδοχή της αγωγής κατά την επικουρική βάση της, iii) ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού του Β για την άφεση χρέους; γ) Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, τί θα αποφάσιζε το δικαστήριο ως προς τον ισχυρισμό του Α για τη μη λήψη υπόψη της ένορκης βεβαίωσης του Γ; δ) Είναι παραδεκτή η έφεση και η αντέφεση του Β; ε) Τι θα αποφασίσει το δικαστήριο ως προς έφεση του Α, την έφεση του Β και την αντέφεση του Β συνεπεία της μη εμφάνισης του τελευταίου στο δικαστήριο; στ) Θα μπορούσε να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αν αυτό δεχόταν την έφεση του Α και συνακόλουθα την αγωγή ως προς το αίτημα της καταβολής του δανείου;
ΘΕΜΑ II
Ο Α, κάτοικος Αλεξανδρούπολης, ασκεί αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Β, που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη και του ομόρρυθμου εταίρου αυτής Γ, κατοίκου Αθηνών για την καταβολή ληξιπρόθεσμης οφειλής ύψους 60.000 ευρώ από σύμβαση δανείου, που είχε καταρτισθεί εγγράφως στην Αλεξανδρούπολη. Η αγωγή επιδίδεται εμπρόθεσμα στους Β και Γ. Όλοι οι διάδικοι κατέθεσαν νομίμως και εμπροθέσμως προτάσεις. Ο Α με τις προτάσεις του προσκόμισε το ιδιωτικό συμφωνητικό του δανείου. Η Β ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι το δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο και πρέπει να παραπεμφθεί η αγωγή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ίο οποίο είναι αρμόδιο κατ’ άρθρο 22 ΚΙΙολΔ και επιπλέον ότι με μεταγενέστερη του εγγράφου της δανειακής συμβάσεως προφορική συμφωνία, μεταξύ αυτής και του Α, το ποσό της οφειλής, είχε περιορισθεί σε 50.000 ευρώ. Προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, η Β προσκομίζει με τις προτάσεις της την ένορκη βεβαίωση του Μ μετά από νόμιμη κλήτευση του Α. Ο Γ με τις προτάσεις του αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής.
Είκοσι ημέρες πριν την ορισθείσα συζήτηση της αγωγής παρεμβαίνει υπέρ των εναγόμενων ο επίσης ομόρρυθμος εταίρος (της Β), Δ υποστηρίζοντας ότι το οφειλόμενο ήταν 40.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε στο σύνολό της την αγωγή κατά αμφοτέρων των εναγόμενων (Β και Γ), αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς των τελευταίων, ενώ απέρριψε και την παρέμβαση του Δ.
Η εν λόγω απόφαση, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή όπως είχε ζητηθεί από τον Α για το ποσό των 30.000 ευρώ, δημοσιεύθηκε στις 30.11.2021 και επιδόθηκε από τον Α στη Β στις 20.12.2021. Η Β άσκησε στις 27.12.2021 έφεση κατά της αποφάσεως ζητώντας να εξαφανισθεί αυτή λόγω αποσβέσεως του χρέους της από τη σύμβαση δανείου δια της καταρτίσεως, μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συμβάσεως αφέσεως χρέους (ΑΚ 454). Έφεση άσκησε κατά της απόφασης αυτής και ο Γ στις 20.2.2022, παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί δανείου διατάξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την επιδίκαση του αιτούμενου από τον Α ποσού και ζητώντας να απορριφθεί η αγωγή του τελευταίου. Στη συνέχεια, στις 25.2.2022, ο Α, επί τη βάσει αντιγράφου εξ απογράφου της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επέδωσε επιταγή προς εκτέλεση στον Γ για την απαίτησή των 60.000 ευρώ, που του είχε επιδικασθεί πρωτοδίκως και στις 10.3.2022 επέβαλε κατάσχεση επί ακινήτου του Γ. Στις 10.4.2022 ο Γ άσκησε ανακοπή κατά της κατασχέσεως και ζήτησε την ακύρωσή της, ισχυριζόμενος ότι καταχρηστικώς επιβλήθηκε η αναγκαστική κατάσχεση στο συγκεκριμένο, δυσανάλογης αξίας (110.000 ευρώ) σε σχέση με το ύψος της επιδικασθείσας οφειλής του (60.000 ευρώ), ενώ υπήρχε και άλλο. μικρότερη, αξίας (70.000 ευρώ) ακίνητό του, που μπορούσε να κατασχεθεί.
Ερωτάται: α)Είναι ορθή η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε τους ισχυρισμούς της Β; β)Παραδεκτώς προτάθηκε από τη Β με το δικόγραφο της εφέσεως ο ισχυρισμός για απόσβεση του χρέους της με τη κατάρτιση συμβάσεως αφέσεως χρέους; γ) Ασκήθηκε παραδεκτώς η έφεση του Γ; δ) Ασκήθηκε παραδεκτώς η παρέμβαση του Δ; Ανεξάρτητα από το ως άνω ερώτημα θα μπορούσε ο ίδιος ομόρρυθμος εταίρος (της Β) να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ αυτής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να προβάλει παραδεκτώς για πρώτο φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ένσταση παραγραφής της αξιώσεως του Α; ε) Είναι παραδεκτός και βάσιμος ο λόγος ανακοπής που άσκησε ο Γ κατά της κατασχέσεως; Υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής που θα μπορούσε παραδεκτώς να προταθεί από τον Γ; στ) Αν υποτεθεί ότι η επισπευδόμενη κατά του Γ αναγκαστική εκτέλεση οδηγήσει στον πλειστηριασμό του πιο πάνω ακινήτου με επιτευχθησόμενο πλειστηρίασμα, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως, ποσού 100.000 ευρώ, πώς θα κατατάξει ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος στον συνταχθησόμενο πίνακα κατατάξεως την πιο πάνω απαίτηση του Α και την τελεσιδίκως επιδικασθείσα απαίτηση ποσού 150.000 ευρώ του (μόνου) αναγγελθησόμενου δανειστή (του Γ) Υ, ο οποίος είχε εγγράψει ισόποση υποθήκη στις 10.2.2021, σε ασφάλεια της εν λόγω απαιτήσεώς του;
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιούλιος 2023
Κλιμάκιο Μ-Ω (Τσικρικάς, Δεληκωστόπουλος, Τριανταφύλλου)
ΘΕΜΑ Ι
Ο Α άσκησε αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία ενώπιον του
αρμόδιου δικαστηρίου κατά του Β, εταίρου της ομόρρυθμης εταιρείας Ε. Με την
αγωγή του ο Α ζήτησε να καταδικασθεί ο Β να του καταβάλει ποσό 20.000 ευρώ ως
αποζημίωση για τη θετική του ζημία από την καταστροφή του επαγγελματικού του
οχήματος, 10.000 ευρώ ως αποζημίωση για την αποθετική του ζημία από την στέρηση
της εκμετάλλευσης του επαγγελματικού του οχήματος και 5.000 ευρώ ως εύλογη
χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Εκδόθηκε απόφαση, με
την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο επιδίκασε
το ποσό των 15.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία και το ποσό των 6.000
ευρώ ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία του Α, ενώ απέρριψε ως ουσία αβάσιμο
το αίτημα της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Ασκήθηκε νομίμως έφεση από τον Β, ο οποίος προσέβαλε την
απόφαση σε σχέση με τη θετική και την αποθετική ζημία ως προς την παραδοχή της
υπαιτιότητάς του, παραπονούμενος ότι εσφαλμένα έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή,
ενώ έπρεπε να απορριφθεί ολοσχερώς. Ο Α άσκησε εμπροθέσμως με ιδιαίτερο
δικόγραφο αντέφεση, ζητώντας με αυτή την απόρριψη της έφεσης του Β ως αβάσιμης.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 2/2023 απόφασή του απέρριψε τόσο την
έφεση του Β όσο και την αντέφεση του Α ως απαράδεκτες. Ο Β άσκησε αναίρεση κατά
της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, επικαλούμενος την ανεπάρκεια των
πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή του Α σε σχέση με αυτά που
απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της.
Στη συνέχεια, ο Α επέδωσε την 1/3/2023 στην ομόρρυθμη
εταιρεία Ε κατασχετήριο έγγραφο, με το οποίο την επιτάσσει να μην καταβάλει
στον Β, μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ, το μερίδιο που αναλογεί σ’ αυτόν από
τα κέρδη της εταιρικής χρήσης. Ακολουθεί νομίμως επίδοση του κατασχετηρίου
εγγράφου και στον Β. Η Ε δεν προβαίνει σε δηλώσει αλλά ασκεί πάραυτα ανακοπή
κατά της κατάσχεσης ισχυριζόμενη ότι τα κέρδη της ομόρρυθμης εταιρείας είναι
ακατάσχετα, καθώς επίσης ότι το κατασχετήριο υπερβαίνει το επιδικασθέν ποσό της
αξίωσης του Α. Ενόψει αυτών, ο Α ασκεί, πλέον, στις 3/4/2023 ανακοπή κατά της Ε,
ζητώντας την ακύρωση της αρνητικής δηλώσεώς της και την καταβολή σε αυτόν του
ποσού των 30.000 ευρώ. Ερωτάται: 1. Ορθά έπραξε το Εφετείο απορρίπτοντας
την αντέφεση του Α ως απαράδεκτη; 2. Ανεξάρτητα από την απάντηση στο προηγούμενο
ερώτημα, μπορεί ο Α να ασκήσει παραδεκτώς αντέφεση ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης
για την αποθετική ζημία, καθώς και το κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω
ηθικής βλάβης; 3. Σε ποιον λόγο θεμελιώνει ο Β την αναίρεσή του; 4. Τι θα
αποφασίσει ο Άρειος Πάγος ως προς την αναίρεση του Β; 5. Ποια θα είναι η κρίση
του δικαστηρίου επί της ανακοπής του Ε; 6. Ανεξάρτητα από την απάντηση στο
προηγούμενο ερώτημα, συντρέχουν οι πλημμέλειες που επικαλείται η Ε; 7. Ασκείται
παραδεκτά η ανακοπή του Α;
ΘΕΜΑ ΙΙ
Ο Α ασκεί κατά του Β διεκδικητική αγωγή ακινήτου
επικαλούμενος κτήση κυριότητας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής δια διαθήκης από
τον πατέρα του Π και επικουρικά κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία (ΑΚ
1041). Προς υποστήριξη του Β παρεμβαίνει στην εκκρεμή δίκη ο Μ, στον οποίο ο Β
είχε παραχωρήσει τη χρήση του ακινήτου, με τήρηση των διατάξεων των άρθρων 81 και
238 ΚΠολΔ. Ο Β με το δικόγραφο των προτάσεών του αμφισβητεί την ιστορική βάση της
αγωγής του Α και με το δικόγραφο της προσθήκης επί των προτάσεων επικαλείται
ακυρότητα της διαθήκης του Π λόγω έλλειψης συνείδησης των πράξεών του. Το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο κάνει δεκτή την παρέμβαση του Μ και απορρίπτει την αγωγή
ως νόμω αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της. Ο Α ασκεί έφεση, την οποία στρέφει
κατά του Β, προβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία των περί
κληρονομικής διαδοχής διατάξεων. Έπειτα από την άσκηση της εφέσεως, ο Α
μεταβιβάζει το ακίνητο στον Γ. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως του Α, ο Β
καταθέτει νόμιμα προτάσεις και προβάλλει εκ νέου τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της
διαθήκης του Π λόγω ελλείψεως συνειδήσεως των πράξεών του. Το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό του Β περί ακυρότητας της διαθήκης του Π ως
απαράδεκτο, κάνει δεκτή την έφεση του Α, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση,
κρατεί και δικάζει την αγωγή και την κάνει δεκτή, κρίνοντας ότι απεδείχθη η
βάση της τακτικής χρησικτησίας και καταδικάζει τον Β στην απόδοση του ακινήτου.
Ο Γ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του Β με επίδοση σε αυτόν στις 2.6.2022
επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του απογράφου της αποφάσεως του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αποβάλλει τον Β από το ακίνητο στις 15.6.2022. Ο
Β στις 24.6.2022 ασκεί ανακοπή προς ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, καθώς
αι της διενεργηθείσας αποβολής, επικαλούμενος την ανυπαρξία κυριότητας του Α, δικαιοπαρόχου
του Γ επί του ακινήτου, λόγω ακυρότητας ως εικονικής της συμβάσεως κτήσεως του
ακινήτου από αυτόν. Υποβάλλει επίσης αίτηση αναστολής της εκτελεστικής
διαδικασίας. Ερωτάται: α) Ασκείται παραδεκτώς η έφεση του Α; β) Είναι
ορθή η απόρριψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του ισχυρισμού του Β περί της ακυρότητας
της διαθήκης του Π ως απαράδεκτου; γ) Είναι ορθή η κρίση του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου ως προς την παραδοχή της αγωγής του Α; δ) Επί αρνητικής απαντήσεως
στα ανωτέρω υπό β και γ ερωτήματα, ποιοι λόγοι αναιρέσεως στοιχειοθετούνται; ε)
Είναι δυνατή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από τον Γ κατά του Β; στ) Είναι
παραδεκτός ο λόγος ανακοπής του Β; ζ) Ποια θα είναι η κρίση του δικαστηρίου επί
της αιτήσεως αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας;
Να δοθούν απαντήσεις στο ένα από τα δύο θέματα.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Εάν κάποιος τις έχει,μπορεί ν'αναρτήσει τις σημειώσεις που δόθηκαν από τους καθηγητές στις παραδόσεις του α'κλιμακίου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔες μήπως σε καλύψει κάποια από τις αναρτήσεις στον παρακάτω σύνδεσμο: http://nomowiki.blogspot.gr/search/label/%CE%95%CF%86%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%BF%CE%B3%CE%AD%CF%82%20%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82%20%CE%94%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1%CF%82
ΑπάντησηΔιαγραφήΑρκετά χρήσιμες και σ'ευχαριστώ..απλά υπάρχουν και κάποιες του κ.Ορφανίδη νομίζω που τουλάχιστον το καλοκαίρι όταν δίναμε το μάθημα τις διάβαζαν όλοι σαν τρελοί..Ελπίζω αν κάποιος έχει τη δυνατότητα να τις ανεβάσει.Ευχαριστώ
Διαγραφή