8 Ιουλίου 2012

Έξι Πρακτικά Πολιτικής Δικονομίας ΙΙ με τις Ενδεικτικές τους Απαντήσεις

Του Παναγιώτη Τσιάλα 

Στην παρακάτω σημείωση μπορείτε να βρείτε 6 Πρακτικά Ζητήματα με αντικείμενο εξέτασης την ύλη των Ενδίκων Μέσων και της Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Κάτω από κάθε πρακτικό έχω παραθέσει τις ενδεικτικές απαντήσεις στα υποερωτήματά του. Τα συγκεκριμένα πρακτικά τα διάλεξα,, άλλα επειδή έχουν τεθεί από τους διδάσκοντες σε παλαιότερες εξετάσεις και άλλα επειδή παρουσιάστηκαν στα φροντιστήρια Πολιτικής Δικονομίας. Επίσης, αναδεικνύουν ζητήματα που απασχόλησαν είτε το πρώτο είτε το δεύτερο κλιμάκιο διδασκαλίας.

Δράττομαι αυτής της ευκαιρίας για να ξεφύγω κάπως από το στενό αντικείμενο της σημείωσης, προκειμένου...

...να επαινέσω τον Τομέα Πολιτικής Δικονομίας (το δικαιούται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο), διότι ενδιαφέρθηκε έμπρακτα να απαλύνει τις πληγές που άφησαν πίσω τους οι περικοπές των δωρεάν συγγραμμάτων μας:

α) Άλλοτε διανέμοντας δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή τα επιστημονικά συγγράμματα.

β) Άλλοτε (πολλάκις) ενεργοποιώντας το διδακτικό προσωπικό προς πραγματοποίηση πολύτιμων δωρεάν φροντιστηριών σε εργαζόμενους φοιτητές και φοιτητές ΔΟΑΤΑΠ (από την έναρξη έως το τέλος του εξαμήνου).

γ) Άλλοτε με τη λήψη ατομικών αποφάσεων των καθηγητών μας να χρεωθούν από την τσέπη τους τα συγγράμματα των φοιτητών.

δ) Άλλοτε με δραστικούς περιορισμούς στην εξεταστέα ύλη και εναλλακτική δόμηση των θεμάτων προς ανακούφιση των φοιτητών.

Για να μην εξελιχθεί η παρούσα σημείωση σε κείμενο πολιτικών θέσεων, σταματώ εδώ, ευχόμενος καλή μελέτη στον αναγνώστη.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Πρακτικό 1o: Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β για σύμβαση δανείου στο Μ.Πρ. Η αγωγή αυτή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη. Ένα μήνα μετά την έκδοση της αποφάσεως, ο Β αποβιώνει και κληρονομείται από τα δύο τέκνα του. Ο Α δεν γνωρίζει το γεγονός του θανάτου του Β και ασκεί έφεση εναντίον του. Στη δίκη της εφέσεως, εμφανίζονται τα τέκνα του Β και γνωστοποιούν στο δικαστήριο το γεγονός του θανάτου, επιδεικνύοντας τη σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου του Β. Ποια θα είναι η τύχη της εφέσεως;

Ενδεικτικές Απαντήσεις:

Το πρακτικό εξετάζει την επίδραση που έχει ο θάνατος ενός διαδίκου στη συνέχιση ή τη διακοπή της εκκρεμοδικίας (Κ.Πολ.Δ. 286). Η ανεπιεικής εκδοχή για τον ενάγοντα (ήδη εκκαλούντα), ο οποίος αγνοούσε το θάνατο του εναγομένου είναι να γίνει δεκτό ότι η έφεσή του απευθύνεται κατά ανυπάρκτου προσώπου. Ως γνωστόν, εκκρεμοδικία δεν νοείται μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως, επομένως, είναι απαράδεκτη η ασκηθείσα έφεση λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεως του εφεσιβλήτου (πώς θα μπορούσε να διακοπεί μια δίκη/εκκρεμοδικία, σε χρόνο που δεν υπάρχει πια). Στο παράδειγμά μας, βέβαια, ο εκκαλών αγνοούσε καλόπιστα το θάνατο του εναγομένου, γι’ αυτό και στράφηκε κατ’ αυτού. Μοναδική λύση που μένει στον εκκαλούντα είναι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (Κ.Πολ.Δ. 153).

Σύμφωνα με μια δεύτερη άποψη, η οποία βρίσκεται πιο κοντά στην αρχή της επιείκειας και κρατεί στη νομολογία, στο παράδειγμά μας εμφανίστηκαν οι καθολικοί διάδοχοι του εναγομένου στο δικαστήριο, δήλωσαν το λόγο διακοπής και ανέλαβαν τη δίκη, προβάλλοντας άμυνα/υπεράσπιση ως προς την ουσία της υποθέσεως. Άρα, δεν υπάρχει απαράδεκτο της εφέσεως. 

Σύμφωνα με μία τρίτη εκδοχή, είναι πάντοτε παραδεκτή η έφεση, ανεξάρτητα από το αν γνώριζε ή όχι ο εκκαλών το θάνατο του εναγομένου, μιας και ο αποβιώσας διάδικος και οι καθολικοί του διάδοχοι αποτελούν μια ενότητα (αυτοδίκαιη υποκατάσταση των καθολικών διαδόχων, τόσο στις ουσιαστικές, όσο και στις δικονομικές έννομες σχέσεις του αποθανόντος). Σε περίπτωση που δεν κλητεύθηκαν στην έκκλητη δίκη οι καθολικοί διάδοχοι του αποθανόντος, η έφεση θα είναι παραδεκτή και το πολύ να είναι απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Πρακτικό 2ο: Ο Α ασκεί αγωγή κατά του Β και ζητεί 50.000€ στο Μ.Πρ.Αθ, από σύμβαση δανείου, μαζί με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την αγωγή του Α και καταδίκασε τον Β να του καταβάλει 50.000€, απορρίπτοντας πάντως το αίτημα του Α για τους τόκους. Ο Α ασκεί έφεση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το ζήτημα του κεφαλαίου των 50.000€. Αν το εφετείο κρίνει παραδεκτή την έφεση, μπορεί στη συνέχεια να ασχοληθεί με το ζήτημα των τόκων;

Ενδεικτικές Απαντήσεις:

Με βάση το γνωστό μας μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, με την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αυτό απεκδύεται πάσης αρμοδιότητάς του να κρίνει επί της υποθέσεως. Στο παράδειγμά μας, το εφετείο δεν μπορεί να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, παρά μόνο ως προς το κεφάλαιο του δανείου. Στη συζήτηση δεν μπορεί να εξεταστεί το αίτημα που αφορά στο αυτοτελές κεφάλαιο των τόκων, αφού ως προς αυτό δεν έχει διατυπωθεί παράπονο του εκκαλούντος. Ίσα-ίσα, αν το δικαστήριο επιδικάσει τους τόκους καίτοι δεν ζητήθηκαν, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως (Κ.Πολ.Δ. 559 9ος λόγος). Επειδή όμως το κεφάλαιο των τόκων είναι αναγκαίως συνεχόμενο με το κεφάλαιο του δανείου, ο εκκαλών μπορεί να ασκήσει πρόσθετους λόγους εφέσεως που να αφορούν το συγκεκριμένο (μη εκκληθέν) κεφάλαιο (Κ.Πολ.Δ. 520 §2)

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Πρακτικό 3ο: Ασκεί έφεση ο Β κατά μιας τελεσίδικης αποφάσεως πολιτικού πρωτοδικείου, με την οποία έγινε δεκτή εναντίον του μια διεκδικητική αγωγή του Α. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι ο Α απέκτησε το ακίνητο από πώληση και μεταβίβαση από τον Δ. Στη δίκη αυτή, ο Β είχε προβάλει την ένσταση ιδίας κυριότητας, λόγω έκτακτης χρησικτησία και η ένστασή του απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Στην έκκλητη δίκη, προβαλλόμενος λόγος εφέσεως είναι η απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως του Β. Ωστόσο, στη δίκη αυτή, ο εφεσίβλητος Α ζητεί να απορριφθεί η έφεση του Β, διότι: α) είχε διακοπεί η έκτακτη χρησικτησία του Β (στον πρώτο βαθμό ο Α είχε αποκρούσει την ένσταση ιδίας κυριότητας του Β, λέγοντας ότι ουδέποτε ο Β είχε τη νομή του ακινήτου) και β) ο Α είναι κύριος, όχι μόνο από πώληση και μεταβίβαση από τον Δ, αλλά και από χρησικτησία. Προβάλλονται παραδεκτώς οι ανωτέρω ισχυρισμοί του Α;

Ενδεικτικές Απαντήσεις:

Σύμφωνα με τη διάταξη του Κ.Πολ.Δ. 527, είναι απαράδεκτη κατ’ αρχήν η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη, πραγματικών ισχυρισμών, οι οποίοι δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν (μεταξύ άλλων) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με αυτούς η βάση της αγωγής. Με τον πρώτο από τους δύο νέους ισχυρισμούς του, ο εφεσίβλητος δεν θίγει καθόλου τη βάση της αγωγής του (αντί να αρνηθεί παντάπασι ότι ο εκκαλών είχε έρθει στη νομή του ακινήτου, ισχυρίζεται ότι, ναι μεν ήρθε ο εκκαλών στη νομή του ακινήτου, πλην όμως διεκόπη η έκτακτη χρησικτησία). Απεναντίας, με το δεύτερο νέο ισχυρισμό του, ο εφεσίβλητος μεταβάλλει τη βάση της αγωγής του, αφού, αντί για το συμβατικό τρόπο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου, ισχυρίζεται ότι η επ’ αυτού κυριότητα αποκτήθηκε πρωτότυπα με χρησικτησία. Στη θεωρία έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η ανωτέρω εξαίρεση της διάταξης Κ.Πολ.Δ. 527 συνιστά αδικαιολόγητη απόκλιση από την αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων. Όπως, όμως, παρατηρεί ο καθηγητής Κεραμεύς, η δικονομική ενίσχυση του αμυνόμενου εφεσιβλήτου είναι εν προκειμένω δικαιολογημένη, διότι πρέπει να στηριχθεί από το νομοθέτη το κύρος μιας οριστικής αποφάσεως (η ανατροπή της θίγει την ασφάλεια του δικαίου, έστω και αν ενδεχομένως υπηρετεί την ορθή απονομή της δικαιοσύνης).

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Πρακτικό 4ο: Ο Α άσκησε αγωγή κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Ε για μισθούς ύψους 12.000€ (μισθοί έξι μηνών πριν την αγωγή) και για αναγνώριση τιμήματος από πώληση ύψους 100.000€. Το δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την πρώτη βάση της αγωγής για 10.000€ και κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την απόφασή του καίτοι δεν ζητήθηκε κάτι τέτοιο από τον ενάγοντα. Αντιθέτως, το δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη βάση της αγωγής για το τίμημα ως αόριστη. Ο Α ασκεί εμπρόθεσμη έφεση και ζητεί: α) ολόκληρο το ποσό των μισθών, λόγω κακής εκτίμησης των αποδείξεων και β) να θεωρηθεί ως επαρκώς ορισμένη η αγωγή του σε σχέση με την αναγνώριση του τιμήματος από πώληση. Μάλιστα, με τις προτάσεις του στο εφετείο ζητεί για πρώτη φορά να του αποδοθούν τόκοι υπερημερίας ύψους 100€ από οφειλόμενους μισθούς, οι οποίοι τόκοι γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τελικά, το εφετείο καταδικάζει την Ε να καταβάλει α) και τους μισθούς των 12.000€, β) και τους τόκους υπερημερίας των 100€, γ) και το τίμημα από πώληση. Στη συνέχεια, η εταιρεία Ε ασκεί αναίρεση κατά της αποφάσεως του εφετείου, προβάλλοντας ότι η αγωγή του Α ήταν αόριστη ως προς το σκέλος της αναγνώρισης του τιμήματος. Την ίδια ώρα, ο Α επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ομορρύθμου εταίρου Γ και ο τελευταίος ασκεί ανακοπή εκτελέσεως, προβάλλοντας ότι: α) η τελεσίδικη απόφαση έχει εκδοθεί κατά της ΟΕ και όχι σε βάρος του και β) (επικουρικά) ότι εξόφλησε την απαίτηση της Ε προς τον Α, γεγονός για το οποίο υπάρχει η μαρτυρία του Φ.

Ερωτάται: α) Έπραξε ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όταν κήρυξε την προσωρινή εκτελεστότητα της αποφάσεώς του;, β) Ποιους λόγους αναιρέσεως μπορεί να επικαλεσθεί η εταιρεία Ε στο αναιρετήριό της; και γ) Πώς πρέπει να αντιμετωπίσει το δικαστήριο της ανακοπής τους λόγους ανακοπής που υποβάλλει ο ομόρρυθμος εταίρος Γ;

Ενδεικτικές Απαντήσεις:

α) Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κακώς κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την απόφασή του για την καταψήφιση των μισθών, διότι ακόμα και στις περιπτώσεις που η κήρυξη της προσωρινής εκτελεστότητας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, όπως για παράδειγμα όταν ζητείται η καταψήφιση μισθών εργαζομένου (Κ.Πολ.Δ. 910 αρ.4), και πάλι ο ενάγων θα πρέπει να έχει υποβάλει σχετικό αίτημα προς το δικαστήριο για την κήρυξη της προσωρινής εκτελεστότητας (Κ.Πολ.Δ. 907).

β) Ενώ το αγωγικό αίτημα αφορούσε την αναγνώριση τιμήματος από πώληση, ο δικαστής εξέδωσε καταψηφιστική απόφαση σχετικά με αυτό, για το λόγο αυτό ιδρύεται ο εκ του αριθμού 9 λόγος αναιρέσεως (Κ.Πολ.Δ. 559 αρ.9), δηλαδή το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε (παραβίαση της αρχής της διάθεσης). Απεναντίας, το δικαστήριο ορθά θεώρησε παραδεκτό και εξέτασε κατ’ ουσίαν το αίτημα που υπέβαλε ο εκκαλών με τις προτάσεις τους για τόκους υπερημερίας, διότι οι αιτήσεις του εκκαλούντος για παρεπόμενες απαιτήσεις του, οι οποίες γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, εξαιρούνται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (Κ.Πολ.Δ. 525 §3). Επιπλέον αν η αγωγική βάση που σχετίζεται με την αναγνώριση του τιμήματος από πώληση ήταν αόριστη και παρ’ όλα αυτά το δικαστήριο της ουσίας δεν κήρυξε το απαράδεκτο της αγωγής λόγω αοριστίας, ιδρύεται ο εκ του αριθμού 14 λόγος αναιρέσεως (Κ.Πολ.Δ. 559 αρ.14).

γ) Σύμφωνα με τη διάταξη Κ.Πολ.Δ. 920, τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας εκτείνονται και στον ομόρρυθμο εταίρο (πρβλ και Κ.Πολ.Δ. 329 για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου). Βέβαια, ο επισπεύδων δανειστής οφείλει να επιδώσει αυτοτελή επιταγή προς εκτέλεση και στον ομόρρυθμο εταίρο, διαφορετικά είναι άκυρη η πρώτη πράξη εκτελέσεως που θα επιχειρηθεί σε βάρος του. Όσο για την ένσταση της εξοφλήσεως της εκτελούμενης απαίτησης, αυτή δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο του Κ.Πολ.Δ. 330, διότι είναι οψιγενής ισχυρισμός, άρα παραδεκτώς προβάλλεται ως λόγος ανακοπής (όχι Κ.Πολ.Δ. 933 §3). Από την άλλη μεριά, όμως, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της εκτελούμενης απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως (παραχρήμα - προαποδεικτικώς), δηλαδή μόνο με δικαστική ομολογία ή έγγραφο και όχι με μάρτυρα (Κ.Πολ.Δ. 933 §4).

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Πρακτικό 5ο: Ο Α άσκησε αγωγή κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Ε για καταβολή αποζημιώσεως ύψους 100.000€ από αδικοπραξία. Η αγωγή αυτή κρίθηκε ως εν μέρει ουσία αβάσιμη και πιο συγκεκριμένα το δικαστήριο: επιδίκασε 70.000€ αποζημίωση στον Α και κήρυξε την απόφασή του προσωρινά εκτελεστή για τα 50.000€. Στις 10.1.2010 η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επιδόθηκε στην Ε και η τελευταία άσκησε έφεση κατ’ αυτής στις 9.2.2010 για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις 70.000€ που επιδικάστηκαν στον Α και επειδή ως προς τα υπόλοιπα 30.000€ η αγωγή θα έπρεπε να έχει απορριφθεί ως αόριστη. Ο Α ασκεί αντέφεση στις 15.2.2010 και ζητά να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Ερωτάται: α) Είναι παραδεκτή η άσκηση της εφέσεως από την Ε (προθεσμία, έννομο συμφέρον, λόγοι εφέσεως); και β) Ποια θα είναι η τύχη της αντεφέσεως, σε περίπτωση που η έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη;

Ενδεικτικές Απαντήσεις:
α) Σύμφωνα με την Κ.Πολ.Δ. 518 §2, η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως για τον ηττηθέντα διάδικο ανέρχεται σε 30 ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της δικαστικής αποφάσεως, άρα η Ε εμπροθέσμως ασκεί έφεση στις 9.2.2010. Εξ άλλου, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αποτελεί παραδεκτό λόγο εφέσεως και φυσικά συντρέχει έννομο συμφέρον υπέρ της Ε, αφού είναι εν μέρει ηττηθείσα διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη. Απεναντίας, ο δεύτερος λόγος εφέσεως είναι απαράδεκτος, διότι η Ε στερείται εννόμου συμφέροντος να απορριφθεί ως αόριστη η αγωγή του Α ως προς το σκέλος των 30.000€ ( --> η κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής παράγει ευρύτερο και ευνοϊκότερο δεδικασμένο υπέρ της Ε). 

β) Αν απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη (π.χ. αν δεν περιέχει κανέναν παραδεκτό λόγο εφέσεως), τότε δεν μπορεί να εξετασθεί ούτε και η αντέφεση ως αυτοτελής έφεση, διότι δεν έχει ασκηθεί εντός της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως (Κ.Πολ.Δ. 523 §3).

----------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Πρακτικό 6ο: Ο Α δανειστής του Β άσκησε αγωγή διάρρηξης (ΑΚ 939) κατά τω Β και Γ, ως αναγκαίων ομοδίκων. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή, ο Β μεταβίβασε ένα ακίνητό του με συμβολαιογραφικό έγγραφο λόγω γονικής παροχής στο Γ και για το λόγο αυτό ο Α ζητεί να διαρραγή η ως άνω σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτησε την αγωγή ερήμην του Β και με παρουσία του Γ και δέχθηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη. Κατά της οριστικής απόφασης ο Β άσκησε ανακοπή ερημοδικία, επικαλούμενος λόγο ανώτερης βίας, ενώ ο Γ άσκησε έφεση, την οποία έστρεψε κατά των Α και Β,  επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση. Στη συνέχεια, ύστερα από μήνυση του Γ για ψευδορκία κατά του μάρτυρος Δ, τον οποίο πρότεινε ο Α και ο οποίος κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την αλήθεια της ιστορικής βάσης της αγωγής, εκδόθηκε απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία κήρυξε αθώο τον Δ, λόγω έλλειψης δόλου, αλλά δέχθηκε ότι όσα κατέθεσε αυτός για την ιστορική βάση της αγωγής ήταν αναληθή. Κατόπιν αυτού, ο Γ άσκησε αίτηση αναψηλαφήσεως και ζήτησε να εξαφανισθεί η τελεσίδικη απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή διάρρηξης του Α, προκειμένου αυτή να απορριφθεί. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναψηλάφησης, διότι δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος αναψηλάφησης.

Ερωτάται: α) Είναι παραδεκτή η ανακοπή ερημοδικίας από τον Β;, β) Είναι παραδεκτή η έφεση που στρέφεται κατά των Β και Α;, γ) Θεμελιώνεται παραδεκτός λόγος αναψηλαφήσεως από την αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου;, δ) Αν η αίτηση αναψηλάφησης απορριπτόταν ως αόριστη, θα μπορούσε να ασκήσει νέα αίτηση αναψηλάφησης ο Γ; και ε) Μπορεί να ασκήσει ο Γ αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση αναψηλάφησης; 

Ενδεικτικές Απαντήσεις:

α) Στην περίπτωση της αναγκαίας ομοδικίας, ο απών αναγκαίος ομόδικος εκπροσωπείται στον Α’ βαθμό από τον παρόντα αναγκαίο ομόδικό του. Ωστόσο, κατά την κρατούσα γνώμη, για να υπάρχει δίκη κατ’ αντιμωλία, δεν αρκεί να εκπροσωπηθεί ο ένας διάδικος από τον ομόδικό του, αλλά θα πρέπει κιόλας να ακουστεί ο ίδιος (δικαίωμα ακροάσεως). Όμως ο Β δεν ακούστηκε στη δίκη στον Α’ βαθμό. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν υφίσταται κάποιος κανόνας σταδιακής ασκήσεως των τακτικών ενδίκων μέσων (π.χ. να ασκείται υποχρεωτικά πρώτα η έφεση και, αν απορριφθεί, να ασκείται ανακοπή ερημοδικίας) και από τη στιγμή που η ανωτέρα βία αποτελεί παραδεκτό λόγο ανακοπής ερημοδικίας, η ανακοπή που ασκείται από τον Β είναι παραδεκτή.

β) Η έφεση του Γ είναι απαράδεκτη, αλλά μόνο κατά το μέτρο που στρέφεται κατά του αναγκαίου ομοδίκου του Β (απαραδέκτως συνεκκαλείται ο αναγκαίος ομόδικος του εκκαλούντος, εκτός αν η έφεση βάλλει και κατά κεφαλαίου της αποφάσεως, ευνοϊκού γι’ αυτόν).

γ) Ως προς το αν θεμελιώνεται παραδεκτός λόγος αναψηλαφήσεως έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, ο προβαλλόμενος λόγος αναψηλαφήσεως είναι απαράδεκτος, διότι η καταδίκη για ψευδορκία προϋποθέτει δόλο. Κατά την αντίθετη άποψη, αρκεί να διαγνωσθεί δικαστικώς ότι ο μάρτυρας κατέθεσε αναληθή γεγονότα ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ανεξαρτήτως του αν η πράξη του αυτή ήταν δολία και αν καταδικάστηκε για ψευδορκία από το ποινικό δικαστήριο (έτσι ο Πανταζόπουλος με τελεολογικά κριτήρια).

δ) Σύμφωνα με τον κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, αν η αναψηλάφηση απορριφθεί ως αόριστη, τότε δεν μπορεί να ασκηθεί εκ νέου (Κ.Πολ.Δ. 541). Εξαίρεση από τον κανόνα της άπαξ ασκήσεως εισάγεται:
  • στην περίπτωση που το απαράδεκτο ένδικο μέσο ασκήθηκε προώρως (π.χ. πριν καταστεί τελεσίδικη η προσβαλλομένη με αναψηλάφηση απόφαση) 
  • στην περίπτωση που ο εκκαλών παραιτήθηκε από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου (οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθέν) 
  • στην περίπτωση που ο προβαλλόμενος λόγος αναψηλαφήσεως προέκυψε για πρώτη φορά μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου
Βέβαια, σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή Κλαμαρή, ο ασκήσας την αόριστη αναψηλάφηση μπορεί σε κάθε περίπτωση να συμπληρώσει το δικόγραφό του (ήτοι να θεραπεύσει την αοριστία) και να ξανα-ασκήσει αναψηλάφηση, εφόσον σώζεται η σχετική προθεσμία.

ε) Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται για την αναψηλάφηση επιτρέπονται ένδικα μέσα, μόνον εφόσον η απόφαση που είχε εκδοθεί στην αρχική δίκη μπορούσε να προσβληθεί με ένδικα μέσα (Κ.Πολ.Δ. 551). Επομένως, αφού η προσβληθείσα με αναψηλάφηση τελεσίδικη απόφαση μπορούσε να προσβληθεί με αναίρεση, άρα και η απόφαση επί της αναψηλαφήσεως μπορεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου