5 Φεβρουαρίου 2012

Επίλυση Πρακτικού Ζητήματος στο Γενικό Ενοχικό Δίκαιο (Συνδιδασκαλία 2/2/2012)

Του Φαίδωνα Βαρέση

Παρακάτω παραθέτω το ένα πρακτικό που έκαναν οι κύριοι Αντ. Καραμπατζός και Ζ. Τσολακίδης στο τελευταίο μάθημα του Γενικού Ενοχικού στο Α' Κλιμάκιο και την ενδεικτική απάντησή του.

ΠΡΑΚΤΙΚΟ:

Ο Α είχε μία απαίτηση κατά της εταιρείας Ε για παράδοση σ’ αυτόν ορισμένων μηχανημάτων. Την απαίτησή του αυτή τη μεταβίβασε ο Α στον Β, προκειμένου να εξοφλήσει ένα χρέος του προς εκείνον. Όταν ο Β επιχείρησε να παραλάβει τα μηχανήματα από την Ε, διαπίστωσε ότι, από λάθος υπαλλήλου της εταιρείας, τα μηχανήματα που προορίζονταν για τον Α είχαν παραδοθεί σε άλλον.

Ερωτάται:

α) Υπέχει ευθύνη ο Α για τη ζημία που προκλήθηκε στον Β;

Η μεταβίβαση της απαίτησης του Α κατά της Ε στον Β ονομάζεται εκχώρηση απαιτήσεως και ρυθμίζεται στον Αστικό Κώδικα από τις διατάξεις ΑΚ 455-470. Η εκχώρηση απαιτήσεως είναι...

...μια σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του παλαιού (εκχωρητής - Α) και του νέου δανειστή (εκδοχέας - Β) χωρίς να είναι απαραίτητη βάσει της ΑΚ 455 η συναίνεση του οφειλέτη. Για να αποκτήσει όμως ο εκδοχέας δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και στους τρίτους απαιτείται η αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη είτε από τον εκχωρητή είτε από τον εκδοχέα (ΑΚ 460). Η αναγγελία κατά την ορθότερη γνώμη δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της εκχώρησης, η οποία καταρτίζεται με την σύμβαση εκχωρητή και εκδοχέα, αλλά όρο του ενεργού της εκχώρησης, προϋπόθεση της ενέργειάς της έναντι των τρίτων και του οφειλέτη. Η εκχώρηση δηλαδή πριν από την αναγγελία έχει καθαρά σχετική μόνο ενέργεια μεταξύ των μερών και μόνο μετά την αναγγελία «απολυτοποιείται» έτσι ώστε να πηγάζουν δικαιώματα για τον εκδοχέα και έναντι των τρίτων και του οφειλέτη. Ο ΑΚ στην διάταξη 467 ΑΚ ρυθμίζει σχετικά με την ευθύνη του εκχωρητή (Α), η οποία διαφοροποιείται ανάλογα με το αν η αιτία της εκχώρησης. Δηλαδή η σχέση Α-Β, εκχωρητή και εκδοχέα είναι επαχθής ή χαριστική. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πρακτικού (προκειμένου να εξοφλήσει ένα χρέος του προς εκείνον) η αιτία της εκχώρησης είναι επαχθής και συνίσταται στην απόσβεση του χρέους του Α προς τον Β και συγκεκριμένα σε δόση αντί καταβολής. Άρα, εφαρμοστέα διάταξη είναι αυτή της παραγράφου 1 του 467 ΑΚ που ορίζει ότι ο εκχωρητής ευθύνεται μόνο για την ύπαρξη της απαίτησης και όχι για την φερεγγυότητα του δανειστή εφόσον κάτι τέτοιο δεν συμφωνήθηκε ρητά (συνδ. 468 ΑΚ εξ αντιδιαστολής). Η ευθύνη αυτή του εκχωρητή συνίσταται στην ευθύνη του μόνο νομικά ελαττώματα της απαίτησης και όχι για την εξέλιξή της εξαιτίας της φερεγγυότητας ή μη του οφειλέτη. Βάσει των ανωτέρω ο Α δεν ευθύνεται για την φερεγγυότητα της Ε και ια το λάθος του υπαλλήλου της και άρα δεν υπέχει ευθύνη έναντι του Β παρά μόνο για την ύπαρξη της απαίτησης.

β) Ποιός από τους Α και Β δικαιούται να στραφεί κατά της Ε, και τί θα μπορούσε να ζητήσει;

Συνέπεια της εκχώρησης της απαίτησης είναι η αλλοίωση της συγκεκριμένης ενοχής (απαίτησης) ως προς τα υποκείμενά της. Μετά την κατάρτιση της εκχώρησης και της αναγγελίας της στον οφειλέτη ο εκχωρητής παύει να είναι δικαιούχος της απαίτησης και μόνος δανειστής γίνεται πια ο εκδοχέας. Άρα μόνο νομιμοποιούμενο ενεργητικώς πρόσωπο πια είναι ο εκδοχέας, εν προκειμένω ο Β. Ο υπάλληλος της εταιρίας  Ε αποτελεί ως προς την εκπλήρωση της παροχής, βοηθό εκπληρώσεως της Ε καθώς πρόκειται για πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο οφειλέτης (Ε) για την εκπλήρωση της παροχής του προς τον δανειστή (Α αρχικώς και τώρα Β) και άρα βάσει της 334 ΑΚ ο οφειλέτης ευθύνεται αντικειμενικώς – χωρίς να απαιτείται δηλαδή υπαιτιότητά του – για το πταίσμα του βοηθού εκπληρώσεως. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η παροχή της Ε συνίσταται στην παράδοση ορισμένων μηχανημάτων. Πρόκειται επομένως, για μια ενοχή γένους καθώς μιλάμε για μηχανήματα που παράγει η εταιρία Ε και δεν έχουν εξειδικευτεί και κατασκευαστεί αποκλειστικά για τον αρχικό δανειστή Α. Δεν πρόκειται επομένως για ατομικά εξειδικευμένα πράγματα.  Αφού λοιπόν πρόκειται για ενοχή γένους και βάσει της αρχής ότι «το γένος δεν απόλλυται» στην περίπτωση του πρακτικού έχουμε μια ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής και συγκεκριμένα υπερημερία του δανειστή καθώς όταν ο Β επιχείρησε να παραλάβει τα μηχανήματα από την Ε αυτή δεν εκπλήρωσε την παροχή στον συμφωνηθέντα χρόνο. Η υπερημερία οφειλέτη ρυθμίζεται από τον ΑΚ στα άρθρα 340 επ. που αποτελούν τις γενικές διατάξεις για την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής στις οποίες και θα καταφύγουμε καθώς, καίτοι πρόκειται για σύμβαση αμφοτεροβαρή ο εκχωρητής γίνεται μέρος στην ενοχική σχέση μόνο ως προς την συγκεκριμένη απαίτηση και όχι ως προς όλη την σχέση υποκείμενο της οποίας παραμένει ο Α και αυτός είναι που δικαιούται να ασκήσει αξιώσεις που μεταβάλλουν το σύνολο της ενοχικής σχέσης. 

Οι προϋποθέσεις της υπερημερίας είναι:

α) ληξιπρόθεσμη παροχή,

β) όχληση του δανειστή με την εξαίρεση της 341 για την δήλη ημέρα,

γ) καθυστέρηση της παροχής

Στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφόσον ο Β ζήτησε την καταβολή των μηχανημάτων και εφόσον δεν είχε συμφωνηθεί άλλως, η καταβολή πρέπει να γίνει παραχρήμα. Η Ε, επομένως, ευθύνεται αντικειμενικά από το πταίσμα του υπαλλήλου της ως βοηθού εκπληρώσεως ο οποίος τεκμαίρεται ότι ενήργησε υπαιτίως καθώς πρόκειται για νόθο υποκειμενική ευθύνη με συνέπεια την αντιστροφή του βάρους απόδειξης περί της ανυπαρξίας πταίσματος στο πρόσωπό του.  Συνέπεια της υπερημερίας του οφειλέτη είναι βάσει της 343 ΑΚ ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να αποδώσει την παροχή και επίσης να αποκαταστήσει κάθε ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση. Η αποζημίωση αυτή  συνίσταται στο θετικό διαφέρον, δηλαδή αποκαταστατεά είναι κάθε θετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος που υπέστη ο δανειστής εξαιτίας της μη εκπλήρωσης του θετικού γεγονότος της έγκαιρης καταβολής της παροχής. Επομένως ο Β δικαιούται να ζητήσει από την Ε τόσο την παροχή όσο και αποζημίωση για την καθυστέρηση της παροχής βάσει της ΑΚ 343.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου